Ο Πλήθων στο γνωστό έργο του ζωγράφου
Μπενότσο Γκότσολι (Benozzo Gozzoli)
«Η Πομπή των Μάγων» στο Palazzo
Medici-Riccardi της Φλωρεντίας.
(Georgios Gemistos Plethon, Κωνσταντινούπολη, περ. 1355 – Σπάρτη, 1452)
Έλληνας φιλόσοφος και πολιτικός άνδρας των αρχών του 15ου αιώνα, μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του υστεροβυζαντινού πνευματικού βίου, βαθύς γνώστης του Πλατωνισμού, πολυθεϊστής και ένθερμος υπερασπιστής της φυσικής και πολιτισμικής συνέχειας του Ελληνισμού («εσμέν Έλληνες το γένος, ως η τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί»), η σκέψη του οποίου επηρέασε έντονα την ιταλική διανόηση της εποχής και συνέβαλε στην τελική διαμόρφωση του ρεύματος που ονομάστηκε «Αναγέννηση».
Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη από επιφανή οικογένεια, απέκτησε πολύ καλή γενική παιδεία και το 1380 εγκαταστάθηκε στην τότε πρωτεύουσα του οθωμανικού κράτους Αδριανούπολη, όπου μαθήτευσε δίπλα σε έναν ελληνιστή Εβραίο, πολυθεϊστή ή οπαδό του Ζωροαστρισμού, τον Ελισσαίο, με αποτέλεσμα να κατανοήσει έγκαιρα τόσο την πνευματική αθλιότητα της βυζαντινής θεοκρατίας όσο και την κραυγαλέα φιλοσοφική και θεολογική ανεπάρκεια του Χριστιανισμού.
Δίπλα στον Ελισσαίο (που πιστεύεται ότι τελικά κατηγορήθηκε ως «ειδωλολάτρης» από τους οθωμανούς και κατέληξε στην πυρά) μελέτησε ιδιαίτερα τον Πλάτωνα, ενθουσιάστηκε από το έργο του και πρόσθεσε στο βυζαντινό επώνυμό του «Γεμιστός» το ελληνικό «Πλήθων» (το οποίο ο φανατικός εχθρός του μετέπειτα υπότουρκος πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος ισχυρίστηκε ότι… «του εδόθη υπό των δαιμόνων»!). Όταν όμως επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, οι νέες ιδέες του άρχισαν να ενοχλούν τους θεοκράτες του Οικουμενικού Πατριαρχείου (που αργότερα εξόντωσαν στην Πελοπόννησο τον μαθητή του Ιουβενάλιο), με αποτέλεσμα το 1393 (ή το 1400 κατά τον Καζάζη ή το 1414 κατά τον Μανδηλά) να εγκατασταθεί οικογενειακώς στο υπό τον Θεόδωρο (τον Α ή τον Β, ανάλογα με την χρονολογία που θα υιοθετήσει κανείς, 1383 – 1407 ο πρώτος και 1407 – 1443 ο δεύτερος) Παλαιολόγο Δεσποτάτο του Μυστρά στην Λακωνία, με την ανοχή του φίλου του αυτοκράτορα Μανουήλ Β του Παλαιολόγου.
Η «δραπέτευση» του «αποστάτη» Πλήθωνος στην Ελλάδα εξόργισε τον προσωπικό εχθρό του μετέπειτα υπότουρκο (1454 - 1464) πατριάρχη Γεννάδιο Σχολάριο, ο οποίος ήθελε να τον δει να εξορίζεται «σε χώρα βαρβάρων» ή να εξουδετερώνεται «με κάποιον άλλον τρόπο» (…), ωστόσο ο ίδιος εγκαταστάθηκε με ιδιαίτερη χαρά στην Πελοπόννησο, την οποία, όπως και την υπόλοιπη Ελλάδα θεωρούσε κοιτίδα του ανθρώπινου πολιτισμού:
«Εσμέν γαρ ουν ων ηγείσθε τε και βασιλεύετε Έλληνες το γένος, ως η τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί. Έλλησι δε ουκ έστιν ευρείν ήτις άλλη οικειοτέρα χώρα, ουδέν μάλλον προσήκουσα η Πελοπόννησος τε και όση δη ταύτη της Ευρώπης προσεχής των τε αυ νήσων επικείμεναι. Ταύτην γαρ δη φαίνονται την χώραν Έλληνες αεί οικούντες οι αυτοί εξ ότουπερ άνθρωποι διαμνημονεύουσιν, ουδενών άλλων προενωκηκότων…» γράφει απευθυνόμενος προς τον Παλαιολόγο,
δηλαδή:
«…εμείς πάνω στους οποίους είστε ηγεμόνας και βασιλεύς, είμαστε Έλληνες κατά την καταγωγή, όπως μαρτυρεί η γλώσσα και η πατροπαράδοτος παιδεία. Είναι αδύνατον δε να βρει κανείς μίαν άλλη χώρα που να είναι περισσότερο οικεία και συγγενική στους Έλληνες από την Πελοπόννησο, καθώς και από το τμήμα της Ευρώπης που γειτονεύει με την Πελοπόννησο και από τα νησιά που γειτονεύουν προς αυτή. Γιατί είναι φανερό ότι οι Έλληνες κατοικούσαν πάντοτε σε αυτήν τη χώρα, από τον καιρό που αρχίζει η μνήμη των ανθρώπων, χωρίς προηγουμένως κανένας άλλος να έχει κατοικήσει πάνω σε αυτήν…»
Στον Μυστρά ο Πλήθων έλαβε το αξίωμα του ανώτατου δικαστικού, το οποίο χρησιμοποίησε με υποδειγματική αμεροληψία (όπως μαρτυρείται από τον επικήδειο που εκφώνησε ο μαθητής του Ιερώνυμος Χαριτώνυμος, απόσπασμα του οποίου παραθέτει ο Μανδηλάς: «…και μην δικαιοσύνη τοιαύτη τις ή τώ ανδρί, ως λήρον είναι Μίνω εκείνον και Ραδάμανθυν τούτω παραβαλλομένους»), καθώς επίσης είχε και την κηδεμονία δύο γειτονικών πόλεων, του Φαναρίου και των Βρυσών, η οποία κηδεμονία του εξασφάλιζε οικονομική άνεση. Πολύ σύντομα συγκρότησε τον φιλοσοφικο-λατρευτικό «Κύκλο» του Μυστρά, συνέθεσε πολλούς ύμνους προς τους Έλληνες Θεούς, συνέγραψε τα βιβλία «Περί ων Αριστοτέλης προς Πλάτωνα διαφέρεται» και «Περί Νόμων» και προέβαλε δυναμικά ένα αίτημα για άμεση επανελλήνιση.
Στο 16ο κεφάλαιο του βιβλίου του, ο Μανδηλάς γράφει: «από την καρδιά της Πελοποννήσου άρχισε λοιπόν ο σοφός Πλήθων να βάζει τα θεμέλια μίας νέας μεταρρύθμισης, όχι για την ανάκαμψη της πάλαι ποτέ ‘‘κραταιάς’’ αυτοκρατορίας των Βυζαντινών, αλλά μόνο για την δημιουργία των προϋποθέσεων ενός εντελώς καινούργιου ξεκινήματος του Ελληνισμού μέσα στον ίδιο τον γεωγραφικό χώρο της Κλασικής Ελλάδος. Ο φιλοσοφικός του λόγος φιλοδοξούσε ν’ αντικαταστήσει τον κυρίαρχο Χριστιανισμό και να οδηγήσει στην ανάσταση του παλιού, αρχαίου, εθνικού μεγαλείου των Ελλήνων. Απογοητευμένος από την ησυχαστική τάση του ανατολικού Χριστιανισμού που εκείνη την εποχή ήταν πλέον κυρίαρχη σε όλα τα επίπεδα, ο Πλήθων αναζήτησε, συνέλαβε και πρότεινε μία περισσότερο πολιτική θρησκεία, ικανή να ανασυντάξει τον κατεστραμμένο ιστό στην προετοιμασία για ένα εντελώς νέο ευνομούμενο Κράτος των Ελλήνων, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του νέου κόσμου που τότε διαμορφωνόταν. Η ανάδειξη της σημασίας του Φυσικού Κόσμου, η θέληση για ζωή μέσα σε αυτόν και όχι στους νεφελώδεις υπερβατικούς ουρανούς, τού ήταν γνωστό ότι θα γεννούσε στις ψυχές των ανθρώπων την ανάγκη για μία διαφορετική, πολύ πιο ανθρώπινη και ελπιδοφόρα οργάνωση της επίγειας ζωής τους. Προς αυτήν λοιπόν την κατεύθυνση, η πραγμάτωση της περίφημης Πολιτείας του Πλάτωνος στα μέσα της δεύτερης χιλιετίας και στην ασφαλή σχετικά χώρα των αρχαίων Λακεδαιμονίων έγινε το μεγάλο όραμα του Γεωργίου Γεμιστού».
Το «Περί Νόμων» βιβλίο του, ένα πλήρες σχέδιο για επανελληνοποίηση της Πελοποννήσου, δυστυχώς κάηκε δημόσια μετά τον θάνατό του από τον μετέπειτα πατριάρχη Γεννάδιο Σχολάριο, καθώς θεωρήθηκε «ειδωλολατρικό» και «σατανικό» βιβλίο, το οποίο έβριθε από τα… «σαπρά των Ελλήνων ληρήματα». Ο ίδιος ανθέλληνας θεοκράτης («Έλλην ων τήι φωνήι, ουκ αν ποτέ φαίην Έλλην είναι, δια το μη φρονείν ως εφρόνουν ποτέ οι Έλληνες' αλλ' από της ιδίας μάλιστα θέλω ονομάζεσθαι δόξης. Και ει τις έροιτό με τις ειμί, αποκρινούμαι χριστιανός είναι») ήταν άλλωστε που διέταξε και τον βασανισμό και την θανάτωση του μαθητή του Πλήθωνος Ιουβενάλιου, όταν περιερχόταν όλη την Πελοπόννησο, βγάζοντας λόγους κατά της βυζαντινής εξουσίας και της Εκκλησίας.
Όταν κατά την περίοδο 1438 - 1439 συνόδευσε τον αυτοκράτορα Ιωάννη τον Η και τον πατριάρχη Ιωσήφ στην εκκλησιαστική Σύνοδο της Φεράρας – Φλωρεντίας, ο Πλήθων έδωσε διαλέξεις και άφησε άριστες εντυπώσεις στους κύκλους των Ιταλών ουμανιστών, κερδίζοντας ιδιαιτέρως τον θαυμασμό του μετέπειτα ιδρυτή της «Πλατωνικής Ακαδημίας της Φλωρεντίας» Κόζιμο Μέδικο (Cosimo di Giovanni de' Medici, 1389 - 1464). Ο μεγάλος ουμανιστής και πρώτος διευθυντής της «Ακαδημίας» Μαρσίλιο Φιτσίνο (Marsilio Ficino, 1433 - 1499) απεκάλεσε αργότερα τον μεγάλο διδάσκαλο Πλήθωνα «δεύτερο Πλάτωνα».
Ο Πλήθων πέθανε υπέργηρος από φυσικά αίτια το 1450 στην «Λακεδαίμονα» (όπως αποκαλούσαν την Σπάρτη οι Βυζαντινοί). Μετά από λίγο έπεσε η «Νέα Ρώμη» του Βοσπόρου και έφθασαν στην περιοχή οι Οθωμανοί Τούρκοι, υποχρεώνοντας εκ των πραγμάτων τους Ελληνιστές του «Κύκλου» του Πλήθωνος να φύγουν στην Δύση, κυρίως στην Ιταλία, συμβάλλοντας σημαντικά στην λεγόμενη «Αναγέννηση». Γνωστοί μαθητές του ήσαν οι Ιωάννης Αργυρόπουλος, Μιχαήλ Αποστόλης, Δημήτριος Χαλκοκονδύλης, Γεώργιος Ερμητιανός, καθώς και ο ουμανιστής Βησσαρίων, ο οποίος όμως αργότερα προσχώρησε στον Ρωμαιοκαθολικισμό και έγινε καρδινάλιος.
Ο τάφος του Πλήθωνα στο Ναό των
Μαλατέστα (Tempio Malatestiano)
στο Ρίμινι
Δεκαέξι χρόνια μετά τον θάνατό του, το έτος 1466, και ενώ ήδη το όνομά του αποτελούσε έναν θρύλο για όλους τους καλλιεργημένους Ιταλούς, μία ένοπλη ομάδα θαυμαστών του με αρχηγό τον, κατά τον πάπα «αντίθεο λύκο του Ρίμινι», Σιγισμόνδο Μαλατέστα (Sigismondo Pandolfo Malatesta, 1417 - 1468) εισέβαλαν στην Λακεδαίμονα, πήραν τα οστά του και τα μετέφεραν στο Ρίμινι, στον γνωστό «Ναό των Μαλατέστα» («Tempio Malatestiano»), όπου βρίσκονται μέχρι σήμερα, «για να αναπαύεται ο μεγάλος διδάσκαλος μεταξύ ελευθέρων ανθρώπων». Επάνω στην σαρκοφάγο του έγραψαν:
«GEMISTII ΒΙΖΑΝΤΙΙ PHILOSOPHOR. SVA. TEMP.
PRINCIPIS RELIQVVM SIGISMVNDVS PANDVLFVS MAL. PAN. F.
BELLI PELOP. ADVERSVS TVRCO. REGEM IMP. OB. INGENTEM
ERVDITORVM QVO FLAGRAT AMOREM HVC AFFERENDVM
INTROQVE MITTENDVM CVRAVIT. MCCCCLXV»
Η σαρκοφάγος του Πλήθωνα
«Τα λείψανα του Γεμιστού από το Βυζάντιο, ηγεμόνα των σύγχρονων φιλοσόφων,
ο Σιγισμόνδος Παντόλφο Μαλατέστα, υιος τον Παντόλφο,
κατά τον πόλεμο στην Πελοπόννησο εναντίον τον βασιλιά και αυτοκράτορα των Τούρκων,
από την αμέτρητη αγάπη για τους λογίους που τον διακαίει, φρόντισε
εδώ να μεταφερθούν και να ενταφιασθούν, εν έτει 1465».
7ος ΥΜΝΟΣ ΠΛΗΘΩΝΟΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΘΕΟ ΑΠΟΛΛΩΝΑ
Άναξ Άπολλον, Φύσεως της ταυτού εκάστης
προστάτα ηδ' ηγήτορ, ως άλλα τε αλλήλοισιν
εις Έν άγεις, και δη το παν αυτό, το πουλυμερές
και πουλύκρεκόν τε εόν, μιήι αρμονίηι υποτάσσεις.
Συ τοι εκ γ' ομονοίης και ψυχήισι φρόνησιν,
ηδέ δίκην παρέχεις, τα τε δη κάλλιστα εάων,
και ρ' υγείαν σώμασι, κάλλος τ' αρ και τοίσιν.
Συ δη και ίμερον θείων καλλών δίδου αιέν, άναξ,
ημετέρηισι ψυχαίς, ωή Παιάν.
Απόλλων άνακτα, προστάτη των πάντων μέσα στην Φύση
και οδηγητή, που τα πολλά και τα διαφορετικά
στο Ένα κατευθύνεις, και μάλιστα το σύμπαν, που 'ναι πολύμορφο
και πολυφωνικό, μπορείς και το υποτάσσεις υπό μία συμφωνία.
Εσύ παρέχεις, από τον ομόνοια, φρόνηση στις ψυχές
και δικαιοσύνη, τα πιο όμορφα από τα δικά σου δώρα,
καθώς και υγεία στα σώματα και κάλλος.
Δίνε πάντα στις ψυχές μας, άνακτα, επιθυμία
για τα θεία κάλλη και χαίρε Παιάν.
22ος ΥΜΝΟΣ ΠΛΗΘΩΝΟΣ
ΠΡΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥΣ
Μη υμίν εσθλών την χαράν, ώ Μάκαρες Θεοί, ειδώς παυσαίμην,
τα τε μοι δια υμέων σύμπαντ’ εστίν ηδ’ αιέν γέγονεν,
τών δώτης δη ύπατος Ζευς.
Μη κοινού αγαθού γένεος ολιγωρήσαιμι του μου,
ότου τις μοι δύναμις.
Πρόφρων δε το κοινόν δρων ευ, τουθ’ άμα
και εμόν ειδοίην μεγ’ όνειαρ.
Μη κακού, ω κεν εκάστοτε συμβάλλοι,
γιγνοίμην αίτιος ανθρώπων,
αγαθοίο δε, η κε δυναίμην, ως μάκαρ ύμμιν
εϊσκόμενος κ’αγώ γιγνοίμην.
Ας μην παύσω ώ Μάκαρες Θεοί, να σας χρωστώ ευγνωμοσύνη,
για όλα τ' αγαθά που από εσάς λαμβάνω και έχω λάβει
με δωρητή τον Ύπατο Δία.
Ας μην παραμελήσω, αναλόγως της δύναμης μου
το καλό του γένους μου.
Το να υπηρετώ πρόθυμα το κοινό καλό, αυτό ας θεωρώ
και δικό μου μεγάλο όφελος.
Ας μην γίνομαι αίτιο κανενός κακού,
από αυτά που τυχαίνουν στους ανθρώπους,
αλλ’ αγαθού, όσον δύναμαι, ώστε να γίνομαι κι εγώ ευτυχής, ομοιάζοντας σ' εσάς.
26ος ΥΜΝΟΣ ΠΛΗΘΩΝΟΣ
Όλβιος, ος κεν μη μερόπων δόξαις κενεήισιν
αφραδέως προσέχων, αλλ’ αυτώι ευ φρονέοντι,
ιθείηι γνώμηι αρετήν θείην μελετώιη.
Όλβιος, ος κεν μη κτεάνων απερείσιον αιέν
πληθύν μαψ εική τε διώκηι, αλλά χρέεσσιν
σώματος εμμελέεσσι, το αυτόν μέτρον ορίζηι.
Όλβιος, ος κεν τέρψιος αίσιμον ούρον άγηισιν,
ή κεν μη ψυχήι προσεφέλκηται κακίης τι,
ή και σώματι, αλλ’ αρετήι θείηι συναείδηι.
Όλβιος εκείνος που τις ανόητες γνώμες των ανθρώπων
δεν ακούει αλόγιστα, αλλ’ ορθώς φρονεί,
και με ορθή γνώμη μελετά την θεϊκή Αρετή.
Όλβιος εκείνος που δεν επιδιώκει, συνεχώς και απερίσκεπτα,
άπειρο πλήθος πραγμάτων ν’ αποκτήσει, αλλά στις ανάγκες
του σώματος, ορίζει το δικό του μέτρο.
Όλβιος εκείνος που τα απ’ τους Θεούς καθορισμένα όρια στην απόλαυση θέτει,
ώστε να μην παρασυρθεί από κάποια κακία η ψυχή του,
ή το σώμα του, αλλά κοινωνός να ‘ναι της θεϊκής Αρετής.
Ο ΠΑΛΑΜΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΛΗΘΩΝΑ
«Οι πολύθεοι»
Μακαρισμένος εσύ που μελέτησες
να τον ορθώσης απάνω στους ώμους σου
το συντριμμένο ναό των Ελλήνων!
Του Νόμου τ’ άγαλμα σταίνεις κορώνα του,
στις μαρμαρένιες κολώνες του σκάλισες
τους λογισμούς των Πλωτίνων.
Είδες τον κόσμο κι ατέλειωτο κι άναρχο
ψυχών και θεών, μαζί κύριων και υπάκουων,
σφιχτοδετά κρατημένη αρμονία
και των καπνών και των ίσκιων τα είδωλα
παραμερίζοντας όλα, ίσα τράβηξες
προς την Αιτία
και σε κρυψώνα ιερό, και σωπαίνοντας
έσπειρες, έξω απ’ το μάτι του βέβηλου,
κ’ έπλασες λιόκαλη εσύ σπαρτιάτισσα
τη θυγατέρα σου την Πολιτεία.
Στους χριστιανούς τους μισόζωους ανάμεσα
ξαναζωντάνεψες Ολυμπους άγνωρους,
έθνη καινούριων αθανάτων κι άστρων
μέσα σε σένα Λυκούργοι και Πλάτωνες
απαντηθήκαν, το λόγο ξανάνιωσες
των Ζωροάστρων.
Κι αφού το τέκνο μεγάλωσες, ένιωσες
τότε μονάχα την κούραση, κ’ έγυρες
ζωή κατόχρονη ισόθεης σκέψης,
κι αλαφροπήρε σε ο θάνατος κ’ έφυγες
το μυστικό, τρισμκάριε, τον ίακχο
με τους Ολύμπιους θεούς να χορέψης.
Σοφός, κριτής και προφήτης μας μοίρασες
από το γάλα που εσένα σε πότισε
της Ουρανίας Αφροδίτης η ρώγα.
Του κόσμου αφήνεις το τέκνο, το θάμα σου
μα ο μισερός κι ο στραβός κι ο ζηλόφτονος
λυσσομανάει και το ρίχνει στη φλόγα.
Όμως ο αέρας τριγύρω στη φλόγα σου
πνοή σοφίας κι αλήθειες πνοή γίνεται,
κι από τη θράκα της φλόγας πετάχτη
στον ήλιο ολόισα ένας νους μεγαλόφτερος
τ’ αποκαίδια σου κρύβουμε γκόλφια μας,
και θησαυρός της φωτιάς σου είν’ η στάχτη!
Ένα από τα χειρόγραφα του Πλήθων, στην ελληνική γλώσσα, που γράφτηκε στις αρχές του 15ου αιώνα |
ΣΩΖΟΜΕΝΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΠΛΗΘΩΝΟΣ:
«Περί Αρετών», Αθήνα, 1987, «Πληθωνος Νόμων Συγγραφή» (εκδόθηκε στην Αθήνα το 1997, μαζί με το «Περί του βιβλίου του Γεμιστού και κατά της ελληνικής πολυθεϊας» του αντιπάλου του πατριάρχη Γενναδίου)
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Woodhouse C. M., «George Gemistus Plethon - The Last of the Hellenes», Oxford, 1986
Καββαδίας Γεώργιος, «Γεωργίου Πλήθωνος Γεμιστού η σοσιαλιστική Πολιτεία», Αθήνα, 1987
Μαμαλάκις Ιωάννης, «Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων», Αθήνα, 1939
Μπαρτζελιώτης Λ. Κ., «Ο Ελληνοκεντρισμός και Οι Κοινωνικοπολιτικές Ιδέες Του Πλήθωνος», Αθήνα 1989
Σολδάτος Χρήστος, «Γεώργιος Γεμιστός - Πλήθων», Αθήνα, 1973
Σπέντζας Π.Σ., «Γ. Γεμιστός Πλήθων, ο φιλόσοφος του Μυστρά», Αθήνα, 1990
Μανδηλάς Κώστας Π., «Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων», Αθήνα, 1997
πηγή: rassias.gr