Η περιγραφή της ζωντανής και αμφίδρομης σχέσης που μας ενώνει με τον κόσμο. Οσα βιώνουμε με το σώμα μας και σκοπεύουμε με το βλέμμα μας. Οι θέσεις του Μωρίς Μερλώ-Ποντύ
Ο Μωρίς Μερλώ-Ποντύ (Maurice Merleau-Ponty, 14 Μαρτίου 1908 – 3 Μαΐου 1961) ήταν Γάλλος φαινομενολόγος. Στον πυρήνα της φιλοσοφίας του Μερλώ-Ποντύ βρίσκεται ένα διαρκές όρισμα για τον θεμελιώδη ρόλο που παίζει η αντίληψη στην κατανόηση του κόσμου, όπως επίσης και στην διάδραση με αυτόν. Όπως και άλλοι φιλόσοφοι φαινομενολόγοι, ο Μερλώ-Ποντύ εξέφρασε τις φιλοσοφικές του αναζητήσεις σε γραπτά κείμενα για την τέχνη, τη λογοτεχνία, τη γλωσσολογία, και την πολιτική· ωστόσο ο Μερλώ-Ποντύ ήταν ο μόνος σπουδαίος φαινομενολόγος του πρώτου μισού του εικοστού αιώνα που ασχολήθηκε εκτενώς με τις επιστήμες, και ειδικότερα με την περιγραφική ψυχολογία.
Με τη σκέψη του Μερλώ-Ποντύ συμβαίνει ό,τι και με τη μοντέρνα ζωγραφική: είναι ποιητική και ανοιχτή σε πολλαπλές προσεγγίσεις. Ενστερνίζεται την αντιφατικότητα που κρύβει το βίωμα του καθημερινού και στοχεύει διαρκώς στη μαγική αποκατάσταση ενός θρυμματισμένου όλου είτε ως συνεχούς υπόσχεσης είτε ως πραγματοποιημένης ομορφιάς. Χωρίς να περιφρονεί τη σπουδαιότητα του εξωτερικού όπως κάνει ο ιδεαλισμός και σε αντίθεση με τον εμπειρισμό που αρέσκεται διαρκώς να υποβαθμίζει τον ρόλο του υποκειμένου, ο Μερλώ-Ποντύ μίλησε ταυτόχρονα τόσο για τη δύναμη της σαρκικής επιθυμίας όσο και για την ύπαρξη ενός υποκειμένου που ξέρει να σκέπτεται.
Αυτή η σφαιρική θεώρηση που περικλείει τόσο τον εμπειρισμό όσο και τη νοησιοκρατία οδηγεί στην αντιμετώπιση της ενσαρκωμένης ύπαρξης ως δυνατότητας να θεμελιώνει ταυτόχρονα το εξωτερικό και το εσωτερικό. Μην ξεχνάμε άλλωστε ότι με τη δύναμη των μερλωποντυανών περιγραφών βρισκόμαστε στην καρδιά του ρεύματος της φαινομενολογίας, που κατάφερε να προσδώσει στην τέχνη ό,τι άλλες φιλοσοφίες είχαν αμελήσει: την επαφή με την ίδια την πραγματικότητα, διαλύοντας παράλληλα τους δυϊσμούς στους οποίους κατέφευγαν οι λεγόμενες ακαδημαϊκές θεωρίες της παραδοσιακής αισθητικής.
Πιο συγκεκριμένα, στην περίπτωση του Μερλώ-Ποντύ έχουμε μια φιλοσοφική θεώρηση νέου τύπου που ευελπιστεί, μέσω της ανάδειξης της τέχνης σε μέσο συνεχούς δημιουργίας, να φωτίσει ακριβώς αυτή την αρχέγονη σχέση που μας ενώνει με τον κόσμο στοχεύοντας στον μετασχηματισμό μιας πραγματικότητας που είχε καταστεί από τις δογματικές φιλοσοφικές αντιλήψεις πεπαλαιωμένη. Βάσει αυτού ακριβώς του μετασχηματισμού ο κόσμος καθίσταται τώρα εναργής και αντιληπτός όχι εξαιτίας της δυνατής αναπαράστασής του αλλά λόγω του ιδιαίτερου τρόπου που τον βιώνουμε· εξαιτίας δηλαδή του μυστηριακού εκείνου δεσμού που όπως γράφει ο Μερλώ-Ποντύ έκανε τον Σεζάν να λέει ότι «θα έπρεπε να μπορούμε να ζωγραφίζουμε ακόμη και τις μυρωδιές». Αρκεί εν ολίγοις να ξανα-ανακαλύψουμε τον κόσμο προκειμένου να διαπιστώσουμε τη ζωντανή παρουσία μιας πραγματικότητας που ήδη μιλάει μέσα από την επαφή μας μαζί της και μας αφήνεται όχι με την υποταγή ενός αντικειμένου αλλά με τις αντιστάσεις ενός «είναι» ήδη παρόντος πολύ προτού μπει σε λόγια ή σε εικόνες.
Ενώ δηλαδή οι ακαδημαϊκές θεωρίες ακολουθούσαν τη λογική μιας σκέψης η οποία επέμενε στους δυϊσμούς μορφής - περιεχομένου και κόσμου - πνεύματος, στις φαινομενολογικές θεωρήσεις του Μερλώ-Ποντύ βρίσκουμε τη δύναμη της παράστασης (presentation), που δίνει έμφαση στη συμφιλιωτική ενότητα ενός διεσπαρμένου όλου και όχι στη διάσπασή του: της παράστασης ως εικόνας που αρνείται τη συνέχιση του πλατωνικού ιδεώδους το οποίο προβάλλει την τέχνη μόνο ως μίμηση.
Έτσι, με τη σταδιακή εγκατάλειψη του αναπαραστατικού ιδεώδους η εικόνα αποκτά το μεγαλείο και τη δύναμη μιας διαρκούς αποκάλυψης: τα παπούτσια του αγρότη στον πίνακα του Βαν Γκογκ, λέει ο Χάιντεγκερ, δεν είναι προϊόντα μιας απλής αναπαράστασης αλλά καθίστανται το φανέρωμα ενός ολόκληρου κόσμου που περικλείει τόσο αυτά που βλέπουμε σε μια εικόνα όσο και εκείνα που δυνάμει θα μπορούσαν να ειπωθούν. Ο κόσμος, λέει ο Μερλώ-Ποντύ, αποτελεί για μας ένα υφάδι διαρκών παραπομπών οι οποίες υποδηλώνουν ότι μέσα από τη ζωγραφική ο ζωγράφος δεν βλέπει τον κόσμο αλλά «περισσότερο οράται από αυτόν». Ο δημιουργός δείχνει προσωρινά να υποχωρεί για να μιλήσουν τα ίδια πράγματα και αν βρίσκεται εκεί είναι απλώς για να αποδεσμεύσει «το νόημα που βρισκόταν καταχωνιασμένο στον κόσμο της εξωτερικότητας και χρειαζόταν τον τόνο μιας πινελιάς για να το απελευθερώσει». Φυσικά, με αυτόν τον τρόπο ο ζωγράφος δεν αναζητεί ούτε ανακαλύπτει την «αλήθεια» αλλά αντίθετα εγκαινιάζει ένα σύμπαν δημιουργίας που διαρκώς εξελίσσεται. Αντί δηλαδή ο ζωγράφος να εκφράζει μια παράσταση που υπάρχει ως ήδη τετελεσμένη (ως παραδεδομένη αλήθεια), προτάσσει με τη ματιά του φαινομενολόγου ένα νέο υφολογικό πρότυπο που καθιστά τη ζωγραφική γεγονός. Εδώ ακριβώς η φαινομενολογική θεώρηση ανάγει την αλήθεια της τέχνης στην πραγματικότητα και, επιπλέον, μας επιτρέπει να ερμηνεύσουμε και να κατανοήσουμε τον δυναμισμό της σύγχρονης ζωγραφικής.
Σε αυτή την περίπτωση η αισθητική δείχνει να μην αποτελεί πια το τελευταίο σκέλος ενός τριπτύχου που εξέταζαν οι κλασικοί φιλόσοφοι (τα άλλα δύο σκέλη ήταν, με σειρά σπουδαιότητας, η οντολογία και η ηθική) αλλά να μετατρέπεται σε περιγραφή της ζωντανής και αμφίδρομης σχέσης που μας ενώνει με τον κόσμο. Η σχέση αυτή συνεπώς μεταβάλλει τη στάση μας απέναντι στην αλήθεια και στην περιοχή της ηθικής και σε εκείνη της οντολογίας. Σύμφωνα με τη νέα αυτή αντίληψη, η γνώση επιβεβαιώνεται από την ενσαρκωμένη μας ύπαρξη όχι ως εύρεση μιας αλήθειας αλλά ως πρόταση ενός ύφους.
Συγκεκριμένα, το ύφος στον Μερλώ-Ποντύ δείχνει να διαχωρίζεται από την αλήθεια στον βαθμό που δεν θέλει να επιβεβαιώσει ή να διασαφηνίσει μια πραγματικότητα αλλά ευελπιστεί να αναδείξει τη σπουδαιότητα όσων βιώνουμε με το σώμα μας και σκοπεύουμε με το βλέμμα. Και τούτο γιατί όλα όσα κάθε φορά βλέπω και με το σώμα μου αισθάνομαι ότι υπόκεινται στην αρχή του διαρκούς μετασχηματισμού, από την άποψη του ότι αυτό που τελικά θα εκφράσω ή θα ζωγραφίσω φιλτράρεται μέσα από τη δική μου καταλυτική σκοπιά. Η επιλογή μου δηλαδή να προτιμήσω έναν συγκεκριμένο τρόπο έκφρασης και όχι έναν άλλο έγκειται ακριβώς στη δυνατότητα που έχω να μετασχηματίσω ό,τι έχω δει και γευθεί μέσω του σώματός μου.
Τα σύμβολα που θα επιλέξω και οι συχνά αιφνιδιαστικές πινελιές μου συνδέονται άμεσα με αυτόν τον πρωταρχικό, αρχέγονο τρόπο με τον οποίο προσλαμβάνω και αντιλαμβάνομαι τα πάντα, κατ' αρχήν, με το σώμα μου. Γίνομαι εν ολίγοις φορέας μιας πραγματικότητας που μου δίνεται αλλά και με ξεπερνά στον βαθμό που μου είναι αδύνατον να καταφέρω να συμπεριληφθούν όλες οι γεύσεις, οι εικόνες και ό,τι αντιλαμβάνομαι στα στενά όρια μιας έκφρασης (λεκτικής ή εικαστικής). Ο μόνος τρόπος για να συνδέσω την αντιφατικότητα και πολυπλοκότητα αυτών των πραγμάτων, του ρητού και του αρρήτου, του ορατού και του αοράτου, είναι τελικά το ύφος.
Το ύφος, γράφει και επαναλαμβάνει διαρκώς ο Μερλώ-Ποντύ, είναι το σύστημα ισοδυναμιών που συνέχει μια κατακερματισμένη πραγματικότητα η οποία τοποθετεί τα επί μέρους αντιφατικά στοιχεία σε ένα όλον. Ο τρόπος και το γεγονός τού αντιλαμβάνεσθαι δημιουργεί πάντοτε ύφος, σύμφωνα με τον Μερλώ-Ποντύ. Ακόμη περισσότερο: το ύφος καθώς και η αντίληψη δεν χρειάζονται καμία περαιτέρω εξήγηση· λειτουργούν βάσει μιας ενδεχόμενης ομοιότητας που χαρακτηρίζει όσα με περικλείουν. Αυτή η συμπτωματική ομοιότητα που καταργεί τις αλληλουχίες αιτίων και αποτελεσμάτων απορρέει από το μυστήριο της σωματικότητάς μας, που δείχνει να εμπλέκει στο ίδιο πεδίο πράγματα ετερόκλητα αλλά και τόσο κοντινά.
Το σώμα είναι δημιουργός ενός καθολικού ύφους που τελικά μέσα από τις διαφορές και τις πολυπλοκότητες καταφέρνει να είναι φορέας ενός ολόκληρου πολιτισμού. Δεν νοείται grosso modo δυνατότητα ανασυγκρότησης του κόσμου αν αυτή η ενεργός σωματικότητά μου δεν εξασφαλίζει την εγγύηση του καθολικού, αν η μορφοποιητική μου ικανότητα δεν έχει τη σφραγίδα της αποδοχής του συνόλου. Υπάρχει άλλωστε μια πρωταρχική αίσθηση του καθολικού, η οποία ωστόσο δεν αναφέρεται σε κάτι που μας υπερβαίνει αλλά σε κάτι που μας εμπεριέχει: πρόκειται για τη βεβαιότητα της συμμετοχής μας στον κόσμο.
Η λειτουργία της αντίληψης που δείχνει να ξεκινά από την πρόσληψη του εμπειρικού μέσω της σωματικότητάς μου αποβλέπει σε μια κοινωνία ανθρώπων και διανοίγει έναν ορίζοντα κοινό. Κατατείνει δηλαδή στο να δείξει ότι η σωματικότητα ως φορέας της αντιληπτικής μας δυνατότητας στοιχειοθετεί ένα πλαίσιο αλληλεξάρτησης μεταξύ των υποκειμένων που θέλουν να δώσουν μορφή στην εμπειρία ξεπερνώντας το σιωπηλό, σολιψιστικό τους σύμπαν. Γράφει σχετικά με αυτό ο Κορνήλιος Καστοριάδης στο κείμενό του για τον Μερλώ-Ποντύ: ο «άμορφος αντιληπτικός κόσμος», «που περιέχει όλα όσα θα ειπωθούν ποτέ» και «που μολαταύτα μας αφήνει να τον δημιουργούμε», επειδή δεν μπορούμε να τον συλλάβουμε ως άμορφο (παρά μόνο ως όριο της φιλοσοφικής σκέψης), δεν είναι ποτέ απλώς αντιληπτικός.
Είτε είναι το δέντρο κατοικία της Δρυάδος είτε έδρα μιας πληθώρας διαδικασιών μεταβολισμού τις οποίες διέπει το DNA, δεν είναι απλώς το Δέντρο. Η καθαρή αντίληψη είναι μόνο η πιο καθαρή αφαίρεση. Συνεπώς το ότι η φάτις είναι πρωταρχική θέσμιση δεν παραπέμπει μόνο σε μια εκ των πραγμάτων αναγκαιότητα ούτε σε μια αναγκαιότητα ουσίας (ας παραβλέψουμε εδώ την έσχατη αδυνατότητα μιας τέτοιας διάκρισης), αλλά στο ίδιο το είναι του κοινωνικοϊστορικού. Εγκαθιδρύεται έτσι ένα κοινωνικοϊστορικό πρόταγμα που εγκαινιάζει νέους δρόμους και θεμελιώνει τη χάραξη μιας προϊούσας πορείας στην οποία όλοι είμαστε ταγμένοι. Αναλόγως ο Μερλώ-Ποντύ αναφέρεται συχνά στην κοινωνικοϊστορική πραγματικότητα η οποία αναδεικνύεται από τη ζωγραφική, όπως επίσης και στις κοινές βλέψεις του πολιτικού και του ζωγράφου. Με τον ίδιο τρόπο που ο ζωγράφος μεταπλάθει την πραγματικότητα, ο πολιτικός διαπλάθει μια εικόνα που θεωρείται εν πολλοίς δεδομένη μετατρέποντας την ανάγκη ατομικής αυτοπραγμάτωσης σε συνείδηση κοινής πορείας. Τόσο η τέχνη όσο και η πολιτική μάς εγκαθιστούν σε έναν κόσμο δημιουργίας που ανάγεται, σύμφωνα με τον Μερλώ Ποντύ, σε «μήτρα ιδεών».
Μέσω αυτής της κοινής αφετηρίας αισθανόμαστε τη δέσμευση απέναντι σε ένα σύνολο που εκφράζεται κυρίως από την ανάληψη μιας σειράς μεταμορφώσεων οι οποίες δεν μπορούν παρά να είναι ανατρεπτικές. Ετσι, από τις πράξεις μας αναφαίνεται η ανάγκη της ανατροπής της καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων ως αρχή μιας αισθητικοπολιτικής επανάστασης η οποία θα έχει κάτι από τον αυθορμητισμό των σουρεαλιστών, το άρωμα του Μποντλέρ και τον αισθητικοπολιτικό δυναμισμό της εξπρεσιονιστικής έκφρασης για να θεωρηθεί διαρκής και μη παγιωμένη. Γιατί «οι επαναστάσεις είναι αληθινές ως κινήματα αλλά σφαλερές ως καθεστώτα» λέει ο Μερλώ-Ποντύ στις Περιπέτειες της Διαλεκτικής,θέλοντας ακριβώς να χτυπήσει εκείνους που ισχυρίζονται ότι η επανάσταση είναι ζήτημα αποτελεσματικότητας και οροθετημένης τακτικής. Φαίνεται επομένως ότι η πολιτική γράφει καθημερινά την ιστορία της ενσαρκωμένης ύπαρξης ως ζήτημα κατ' αρχήν αισθητικό. Η ίδια η ενσαρκωμένη ύπαρξη γίνεται το πειραματικό μέσο μιας ποιητικής που γνωρίζει ότι για να χαρακτηριστεί πολιτική πρέπει πάνω απ' όλα να είναι τέχνη. Η πρωτότυπη έκφραση και η αισθητική δημιουργία είναι διεργασίες μιας σωματικότητας που γνωρίζει ότι για να ερωτοτροπεί με το αδύνατο πρέπει πρώτα να γαλουχηθεί στα όρια του κοινωνικοϊστορικού. Αυτή είναι τελικά η απάντηση που θα μπορούσε να δώσει ο Μερλώ-Ποντύ τόσο στον τυχοδιωκτισμό της σύγχρονης τέχνης όσο και στην τεχνοκρατούμενη σύγχρονη πολιτική.
πηγή: .tovima.gr