Πρωτεύων Θεός της Ελληνικής Εθνικής Θρησκείας, εκφραστής του «αναλίσκοντος» και «δημιουργικού» Πυρός (του φυσικού όσο και του πνευματικού, ως φλόγα δημιουργίας) και προστάτης της μεταλλουργίας και των άλλων ανθρώπινων τεχνουργιών, «υιός» του Θεού Διός και της Θεάς Ήρας («Ιλιάς», Ξ 338, Απολλόδωρος 1.19 και Κικέρων «De Natura Deorum» 3.22) ή μόνον της Θεάς Ήρας δίχως την μεσολάβηση «αρσενικού» στοιχείου (Ησίοδος, «Θεογονία» 927, Ομηρικός Ύμνος 3.310, Απολλόδωρος 1.19 και Παυσανίας 1.20.3).
Ο Θεός Ήφαιστος απεικονίζεται ως μεσόκοπος γενειοφόρος άνδρας, που φέρει στο χέρι εργαλεία (σφυρί ή τανάλιες) και στο κεφάλι το χαρακτηριστικό καπέλο των τεχνιτών. Φέρεται δε από την Μυθολογία ως εκείνος που χάλκευσε και σφυρηλάτησε τους κεραυνούς του Θεού Διός, την αιγίδα και το σκήπτρο του, το χρυσό άρμα του Θεού Ηλίου, το δρεπάνι της Θεάς Δήμητρος, το χρυσό κύπελλο του Θεού Διονύσου, τα χρυσά και αργυρά βέλη των Θεών Απόλλωνος και Αρτέμιδος, την αορατοποιητική περικεφαλαία του Πλούτωνος, τα όπλα της Θεάς Θέτιδος για τον υιό της Αχιλλέα, τον χάλκινο ανθρωπόμορφο φρουρό της νήσου Κρήτης Τάλω, κ.ά. Χάρισε επίσης στον Ηρακλή έναν χρυσό θώρακα, ένα περιδέραιο στους Κάδμο και Αρμονία, ένα στεφάνι από χρυσό και πετράδια στην Αριάδνη, ασημένια σκυλιά στον Αλκίνοο, δύο ταύρους που έβγαζαν φωτιά από τα ρουθούνια τους στον Αιήτη, κ.ά.
Αυτός κατασκεύασε στον Όλυμπο όλα τα ανάκτορα των Θεών. Το περίτεχνο δικό του ανάκτορο ήταν ολόκληρο από ατόφιο χρυσό, διακοσμημένο με διαμάντια, ζαφείρια και άλλους πολύτιμους λίθους, ενώ μέσα του κινούντο διάφορα χρυσά έμψυχα, σκεπτόμενα και αυτοκινούμενα «θηλυκά» αγάλματα, τα οποία ο Ήφαιστος είχε κατασκευάσει για να τον υπηρετούν («Ιλιάς», 18. 417 - 421).
Η χωλότητα του Θεού αποδίδεται από την Μυθολογία σε γκρέμισμά του από τον Όλυμπο: τον εκσφενδόνισε ο Θεός Ζευς κατά την διάρκεια τσακωμού του με την Θεά Ήρα, όταν ο Ήφαιστος πήρε το μέρος της μητέρας του. Ο Θεός «σακατεύτηκε» όταν προσγειώθηκε βίαια στην νήσο Λήμνο. Υπάρχει ωστόσο και μια άλλη εκδοχή εκσφενδόνισής του (στην «Ιλιάδα»), σύμφωνα με την οποία τον πέταξε φρεσκογεννημένο η Θεά Ήρα λόγω της ασχήμιας και της ήδη χωλότητάς του και εκείνος έπεσε στον ωκεανό. Εκεί τον βρήκαν και τον περιμάζεψαν η Θέτις και η Ευρυνόμη, δίπλα στις οποίες πέρασε τα πρώτα 9 έτη του, στο θαλάσσιο ανάκτορο του Νηρέως. Σε συνέχεια του δεύτερου μύθου, όταν αργότερα επέστρεψε στον Όλυμπο, φρόντισε να εκδικηθεί την μητέρα του, δένοντάς την με αόρατα δεσμά επάνω σε έναν δικής του κατασκευής καινούργιο χρυσό θρόνο που μόλις της είχε δωρίσει. Σε αντάλλαγμα για την απελευθέρωση της Θεάς, ο Ήφαιστος απαίτησε από τον απελπισμένο Θεό Δία να του δοθεί ως σύζυγος η Θεά Αφροδίτη, πράγμα που και έγινε.
Σε άλλες μυθολογικές εκδοχές, ως σύζυγοι του Θεού Ηφαίστου εμφανίζονται η Θεά της ωραιότητας Χάρις (στην «Ιλιάδα», 18. 382, αργότερα την βλέπουμε ως επίκληση της ίδιας της Αφροδίτης, «Αφροδίτη Χάρις») και η νεότερη των 3 Χαρίτων Αγλαϊα (στον Ησίοδο, 945, «λαμπερή, όμορφη και μεγαλειώδης» σημαίνει το όνομά της), από την οποία απέκτησε 4 θυγατέρες, την Ευφήμη, την Ευσθένεια, την Εύκλεια και την Φιλοφροσύνη. Σε μία άλλη αφήγηση, πόθησε κάποτε την Θεά Αθηνά, προσπάθησε ανεπιτυχώς να την βιάσει, και από το χυμένο στην γη σπέρμα του προέκυψε ο Εριχθόνιος, τον οποίο ωστόσο η Θεά αποδέχθηκε ως πραγματικό υιό της. Σε άλλες αφηγήσεις, ο Ήφαιστος συνευρέθηκε ερωτικά με την Καβειρώ, θυγατέρα του θαλάσσιου Θεού Πρωτέως και γέννησε 3 υιούς, τους Καβείρους, και με την Σικελή νύμφη Αίτνη ή Αίτνα, με την οποία απέκτησε τους Παλικούς, χθόνιες τοπικές θεότητες.
Ο Θεός Ήφαιστος μυθολογείται και ως ο εκ χώματος δημιουργός της Πανδώρας (παν + δώρον), της αρχετυπικής πρώτης θνητής γυναίκας, αν και σε άλλη μυθολογική εκδοχή, που διασώζει ο Ησίοδος στο «Ηοίαι», αυτή ήταν θυγατέρα του Δευκαλίωνος και αδελφή του Έλληνες, με την οποία ο Θεός Ζεύς απέκτησε τον ημίθεο Γραικό.
ΕΤΥΜΟ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ
Το όνομα του Θεού (δωριστί, Άφαιστος) ετυμολογείται από την ρίζα «αφ-» του δασυνόμενου ρήματος «άπτω» (ανάπτω, καίω), «ήφθαι» στο απαρέμφατο του μέσου παρακειμένου, σημαίνει δηλαδή τον «πυρόεντα», τον διάπυρο. Άλλες εκδοχές του ετύμου του, παραπέμπουν στο «αϊστόω» (αφιστόω, α-Fι-στόω, αφανίζω), ή στο συνδυασμό των «φάω» και «ίστωρ».
Εκ του ονόματός του, δημιουργήθηκαν οι λέξεις «ηφαιστότευκτος» και «ηφαιστόπονος», σημαίνουσες και οι δύο το κάθε τι που έχει κατασκευασθεί υπό του Ηφαίστου. Εκ του ονόματός του δημιουργήθηκε και η λέξη «ηφαίστειον (όρος)», δηλαδή όρος που περιέχει φωτιά.
ΦΥΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Ο Θεός Ήφαιστος είναι το «ακάματον πύρ», η σοφία που κινεί όλο το Πύρ του Σύμπαντος, και ουσιαστικά εξουσιάζει το ένα τέταρτο του κόσμου, αφού ελέγχει το ένα από τα Τέσσερα Στοιχεία του. Ευρίσκεται παντού, είναι δηλαδή Θεός «Παντοδίαιτος», και αυτό το παντού συμπεριλαμβάνει και τα κορμιά των ανθρώπων (καύσεις μεταβολισμού), αλλά και τη φλόγα της κατασκευαστικής τους έμπνευσης που ομορφαίνει την καθημερινή ζωή. Είναι η «φλόγα της δημιουργίας».
Στο βιβλίο του «Περί των Θεών και του Κόσμου», ο Σαλλούστιος κατατάσσει τον Θεό Ήφαιστο στην τάξη των «Ποιούντων Θεών», μαζί με τους Δία και Ποσειδώνα.
Η φύση του Θεού, του απέδωσε μία σειρά από σχετικά λατρευτικά και ποιητικά επίθετα και προσωνύμια, μερικά εκ των οποίων είναι τα ακόλουθα: «Αιθαλόεις» (καπνισμένος), «Αιτναίος» (όπως διασώζει ο Αιλιανός, ο έχων το εργαστήρι του στο ηφαίστειο της Αίτνης), «Αμφιγυήεις» (χωλός και στα δύο πόδια, «ο εξ αμφοτέρων των γυών, ήγουν των ποδών, πεπηρωμένος»), «Ηπεδανός» (μη αρτιμελής, λειψός), «Κλυτόμητις» (ονομαστός για την εφευρετικότητά του), «Κλυτός» (ονομαστός) και «Αγάκλυτος» και «Περικλυτός» (δοξασμένος), «Κλυτοεργός» (ονομαστός για τα έργα του), «Κλυτοτέχνης» (ονομαστός για την τέχνη του, στην «Ιλιάδα»), «Κυλλοποδίων» (χωλός, ο έχων «κυλλόν», δηλ. παραμορφωμένο, τον πόδα), «Πολύμητις» (πολυμήχανος), «Πολυτέχνης», «Πολύφρων» (εφευρετικός), «Χαλκεύς» (χαλκουργός), κ.ά. Πολύ ενδιαφέρων είναι ένας ταυτόχρονος εγκωμιασμός του Θεού στην «Ιλιάδα» (τόσο ως «Περικλυτός» όσο και ως «Αμφιγυήεις»), όπου συνδυάζονται θετικά τα «επιδέξια χέρια» με τα «αδέξια πόδια».
Δύο από αυτά τα επίθετα, χρησιμοποιούνται στον «Ομηρικό» ύμνο» του Θεού:
«Ήφαιστον κλυτόμητιν αείσεο, Μούσα λίγεια,
ός μετ' Αθηναίης γλαυκώπιδος αγλαά έργα
ανθρώπους εδίδαξεν επί χθονός, οί το πάρος περ
άντροις ναιετάασκον εν ούρεσιν, ηϋτε θήρες.
Νυν δε δι’ Ήφαιστον κλυτοτέχνην έργα δαέντες
ρηϊδίως αιώνα τελεσφόρον εις ενιαυτὸν
εύκηλοι διάγουσιν ενί σφετέροισι δόμοισιν,
αλλ’ ίληθ’, Ήφαιστε: δίδου δ’ αρετήν τε και όλβον».
Περισσότερα επίθετα βρίσκουμε στον λατρευτικό «Ορφικό» ύμνο προς τιμήν του Θεού:
«Ήφαιστ' ομβριμόθυμε, μεγασθενές, ακάματον πυρ,
λαμπόμενε φλογέαις αυγαίς, φαεσίμβροτε δαίμον,
φωσφόρε, καρτερόχειρ, αιώνιε, τεχνοδίαιτε,
εργαστήρ, κόσμοιο μέρος, στοιχείον αμεμφές,
παμφάγε, πανδαμάτωρ, πανυπέρτατε, παντοδίαιτε,
αιθήρ, ήλιος, άστρα, σελήνη, φως αμίαντον
η ταυτα γαρ Ηφαίστοιο μέλη θνητοίσι προφαίνει.
Πάντα δε οίκον έχεις, πάσαν πόλιν, έθνεα πάντα,
σώματά τε θνητών οικείς, πολύολβε, κραταιέ.
Κλύθι, μάκαρ, κλήιζω σε προς ευιέρους επιλοιβάς,
αιεί όπως χαίρουσιν επ' έργοις ήμερος έλθοις.
Παύσον λυσσώσαν μανίαν πυρὸς ακαμάτοιο
καύσιν έχων φύσεως εν σώμασιν ημετέροισιν».
ΙΕΡΑ - ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ
Σύμβολα του Θεού είναι το σφυρί, το αμόνι, ο πέλεκυς και η λαβίδα, ιερό του μέταλλο ο χαλκός και ιερό δένδρο του το πεύκο. Ιερό του χρώμα είναι το χρώμα του μπρούτζου και «ιερεία» του είναι τα βόδια-εργάτες.
Από τον Ηρόδοτο (8.98.2), γνωρίζουμε πως η λατρεία του Θεού ανά την Ελλάδα περιελάμβανε λαμπαδηδρομίες. Η λαμπροτέρα λατρεία του εντοπίζεται φυσικά στην νήσο Λήμνο, όπου υπήρξε και η ομώνυμη πόλη Ηφαιστεία. Ο ιερέας του Θεού στην νήσο ήταν «επώνυμος», δηλαδή στην τοπική χρονολόγηση έδινε το όνομά του στα έτη της θητείας του. Κατά την διάρκεια των 9ήμερων «Ηφαιστείων», σβηνόταν κάθε εστία στο νησί σε αναμονή του καινούργιου πυρός που έφθανε με πλοίο από την νήσο Δήλο.
Στην Αθήνα υπήρξε συλλατρεία με την Θεά Αθηνά, ως «Εργάνη», στο Ηφαιστείον της Αγοράς, ανεγερθέν στα μέσα του 5ου αιώνα, το οποίο φιλοξενούσε εντυπωσιακό άγαλμα του Ηφαίστου, έργο του Αλκαμένους. Η συλλατρεία του με την Θεά Αθηνά εντοπίζεται και στην Σπάρτη από αναφορά του Παυσανίου (3.17.3) για απεικόνισή του μέσα στον Ναό της «Χαλκιοίκου» Αθηνάς.
Τα αθηναϊκά «Ηφαιστεία», προς τιμήν αποκλειστικά του Ηφαίστου, ήσαν αρχικά ετήσια και εν συνεχεία «πεντετηρικά», δηλαδή εορτάζονταν κάθε 5 χρόνια και περιελάμβαναν θυσίες, μουσικούς αγώνες παίδων και ανδρών, μεγάλη λαμπαδηφορία και αγώνες λαμπαδηδρομίας (η περίφημη «Λαμπάδα»), στους οποίους οι πολίτες συμμετείχαν ομαδοποιημένοι ανάλογα με την φυλή στην οποία ανήκαν. Η μεγάλη λαμπαδηφορία γινόταν από πλήθος εφήβων που ξεκινούσε από τον βωμό του Θεού στην Ακαδημία (κοντά στον βωμό του Προμηθέως, επάνω στον οποίο έκαιγε φωτιά από ξύλα του ιερού δένδρου του Θεού, του πεύκου) και κατέληγε στο γνωστό μας «Ηφαιστείο». Στον Θεό προσφέρονταν (κάτω από την επιστασία είκοσι ειδικά εκλεγμένων «ιεροποιών») από διακόσιους εκλεγμένους Εφήβους (δηλαδή πολίτες που μόλις είχαν γίνει αποδεκτοί στις ένοπλες δυνάμεις της πόλεως) θυσίες βοδιών, των οποίων το κρέας μοιραζόταν σε όλους τους πολίτες αλλά και στους μέτοικους, οι οποίοι αποτελούσαν ένα πολύ σημαντικό τμήμα των θρησκευτών του Ηφαίστου, του προστάτη των πρακτικών τεχνών.
Ανά έτος, την τελευταία ημέρα του μηνός Πυανεψιώνος (σελήνη Οκτωβρίου), εορτάζονταν τα «Χαλκεία» (που παλαιότερα λέγονταν «Εργάνεια») προς τιμήν του ζεύγους Ήφαιστος – Αθηνά, με μεγαλειώδη πομπή των τεχνητών της πόλης. Να σημειωθεί ωστόσο, ότι ο ατθιδογράφος Φανόδημος στα τέλη του 4ου π.α.χ.χ. αιώνος περιγράφει τα «Χαλκεία» ως εορτή αποκλειστικά αφιερωμένη στον Ήφαιστο.
Ο Θεός Ήφαιστος ετιμάτο στην Αθήνα και στην εορτή των «Απατουρίων», κατά την διάρκεια των οποίων λαμπαδηφόροι έφηβοι έψελναν ύμνο προς αυτόν. Η σχέση του Θεού με μία εορτή των γενών, είναι αυτονόητη στην αθηναϊκή περίπτωση, αφού ο Εριχθόνιος θεωρείτο πρόγονος των αυτοχθόνων Αθηναίων.
Άλλες εκτεταμένες στην Μικρά Ασία τοπικές λατρείες του Θεού συμπεραίνονται από επαναλαμβανόμενες απεικονίσεις του επάνω σε νομίσματα της Κυζίκου, της Νικαίας Βιθυνίας, της Νικομηδείας, την Νύσσης Λυδίας, της Αντάνδρου Τρωάδος, της Ολυμπίας Λυκίας, κ.ά. χρονολογούμενα από τον 4ο π.α.χ.χ. έως και τον 3ο μ.α.χ.χ. αιώνα. Στην Ολυμπία υπήρχε βωμός του, στον οποίο λατρευόταν και ως «Άρειος Ζευς» (Παυσανίας, 5.14.6)
Ο ΗΦΑΙΣΤΟΣ ΤΩΝ ΕΤΡΟΥΣΚΩΝ
Ο σχολιαστής στον Απολλώνιο Ρόδιο περιγράφει ως Ετρούσκους («Τυρσηνούς») τους Σιντίες, τους κατοίκους της Λήμνου που τους αγάπησε ιδιαίτερα ο Θεός. Οι Ετρούσκοι λάτρεψαν τον Θεό Ήφαιστο με το όνομα Σέθλανς. Ο Σέθλανς (Σε Θλανς ή Σ’ Έτλανς) απεικονίζεται με πίλο στο κεφάλι, νεαρός αγένειος και ενίοτε χωλός (όπως λ.χ. σε μια μελανόμορφη υδρία από το Cerveteri, περ. 500 π.α.χ.χ.) ενίοτε αρτιμελής (λ.χ, στον μπρούτζινο καθρέφτη από το Chiusi, περ. 300 π.α.χ.χ.).
Την εποχή του Αυγούστου και μετά από μία καταστροφική πυρκαγιά, ο Σέθλανς αντικατέστησε την Θεά Ούνι ως πολιούχος της ετρουσκικής Περούτζια (Perusia). Οι Ετρούσκοι πρώτοι καθιέρωσαν να μην φυτεύονται πεύκα εντός των ορίων των πόλεων, προς αποφυγή πυρκαγιών.
Ο ΗΦΑΙΣΤΟΣ ΤΩΝ ΡΩΜΑΙΩΝ
Οι Ρωμαίοι λάτρευσαν από αρχαιοτάτων χρόνων (από την εποχή των Ρωμύλου και Ρέμου κατά την εθνική τους Παράδοση) τον Θεό του χθονίου κυρίως πυρός Βουλκάνους ή Βολκάνους (Vulcanus, Volcanus), αλλά και του κεραυνού, των πυρκαγιών και του ηλίου, της μεταλλουργίας και εν γένει της κατασκευαστικής τέχνης (το πιο γνωστό επίθετό του είναι «Mulciber», δηλαδή αυτός που μαλακώνει το μέταλλο), εξ ου και ορίσθη προστάτη των μεταλλουργών και των φουρνάρηδων και γονιμοποιητής της γης. Την λατρεία του Θεού, προς τιμήν του οποίου, αλλά και των Θεών Ιουτούρνα, Οπς, Στάτα Μάτερ και Κυρίνου, ετελούντο με αρματοδρομίες στο Circus Flaminius («Ludi Volcanalici»), λαμπαδηφορίες και θυσίες τα Βολκανάλια (Volcanalia) στις 23 του μηνός Αυγούστου, συντόνιζε ειδικός ιερεύς, ο Flamen Volcanalis (ο οποίος έκανε επίσης και την ετήσια θυσία στην «σύζυγό» του Θεά της Ανοίξεως Μαία ή Μαιέστα, στις Καλένδες του Μαϊου) και Ναός του έστεκε από τα τέλη του 3ου π.α.χ.χ. αιώνα στο Πεδίο του Άρεως (Campus Martius).
Ο παλαιότερος Ναός του, κατά την παράδοση ιδρυθείς από τον Τίτο Τάτιο (Titus Tatius) μαζί με εκείνον της Θεάς Βέστα (Εστίας), έστεκε στους πρόποδες του Καπιτωλίνου Λόφου στο Φόρουμ της Ρώμης, αλλά η λατρεία του μεταφέρθηκε μετά από συμβουλή των «haruspices», των ιερέων της Ετρουσκικής Θρησκείας, ότι οι Ναοί του «διάπυρου» Θεού πρέπει να βρίσκονται έξω από τα όρια της πόλης. Μετά την πυρκαγιά της Ρώμης και την έκρηξη του Βεζούβιου, ο αυτοκράτορας Δομιτιανός καθιέρωσε έναν καινούργιο βωμό στον Κυρηνάλιο Λόφο, με αποτροπαϊκό προσανατολισμό των εκεί ιεροπραξιών. Μαζί με τον Βουλκάνους λατρευόταν η Θεά Στάτα Μάτερ (Stata Mater), που απέτρεπε τις πυρκαγιές.
Στην Όστια, το επίνειο της Ρώμης, ο Θεός Βουλκάνους ήταν πολιούχος Θεός. Ο ιερέας του, ο «Ρontifex Vulcani et aedium sacrarum Ostiae», ήταν εκλεγμένος αλλά ισόβιος και με εξουσία να εγκρίνει την καθιέρωση νέων λατρειών ή να στήνει νέους βωμούς και αγάλματα, ιδίως ξένων θεοτήτων, και στο τοπικό επίπεδο ισοδυναμούσε σε εύρος αρμοδιοτήτων με τον Μέγα Αρχιερέα της Ρώμης (Ρontifex Μaximus).
Μετά την επαφή με τους Έλληνες, οι Λατίνοι ποιητές απέδωσαν στον Βουλκάνους όλες τις μυθολογικές αφηγήσεις περί του Θεού Ηφαίστου, με αποτέλεσμα πολύ σύντομα, στο μαζικό επίπεδο, οι δύο θεότητες να ταυτιστούν. Σύμφωνα με το «De Natura Deorum» του Κικέρωνος (3. 22), ο Βουλκάνους είναι, κατά την ρωμαϊκή Μυθολογία βεβαίως και όχι θεολογία:
1. «υιός» του Ουρανού
2. «υιός» του Θεού των Λατίνων Μεμάλιου (Memalius) και προστάτης του συμπλέγματος των 8 ηφαιστιογενών «Αιολίδων νήσων» κοντά στην Σικελία που λέγονταν «Νήσοι του Βολκάνους», ενώ ο Στράβων τις αποκαλούσε «Λιπαραίες Νήσους» εκ του μεγαλύτερου νησιού, το οποίο οι Έλληνες ονόμαζαν Λιπάρα ή Μελιγουνίδα (το σημερινό Λίπαρι, Lipari). Κατά την τοπική προ-ρωμαϊκή, Ελληνική παράδοση, από το σύμπλεγμα ο Θεός Ήφαιστος «στοιχείωνε» την νήσο Θέρμεσσα, ο δε Θεός Αίολος την νήσο Στρογγύλη.
Δύο άλλες γενεαλογίες που δίνει ο Κικέρων, είναι απλώς προσαρτήσεις από την Αιγυπτιακή και Ελληνική Μυθολογία:
1. «υιός» του Θεού Νείλου (εδώ ο Βολκάνους απλώς συγχέεται με τον Αιγύπτιο Θεό Φθα)
2. «υιός» του Θεού Διός (Ιούππιτερ, Iuppiter) και της Θεάς Ήρας (Γιούνο, Iuno), με «πατρίδα» του την Λήμνο
ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ ΛΑΤΡΕΙΕΣ ΚΑΙ ΘΕΟΚΡΑΣΙΕΣ
Στους Σλάβους, ο αντίστοιχος Θεός ονομάζεται Feosta (Φεόστα, παραφθορά του Ήφαιστος, σε ρωσικό χειρόγραφο του 6ου αιώνος, που τον 15ο αιώνα περιελήφθη στον λεγόμενο «Υπατιακό Κώδικα», αλλά και Σβάρογκ (Svarog).
Στα κελτικά έθνη συναντάμε τον χθόνιο Θεό της φωτιάς και της μεταλλουργίας Γκόμπανος (Gobannos, στους Γαλάτες, Gofannon στους Ουαλούς, Goibhniu στους Ιρλανδούς), τον «θεϊκό μεταλλουργό», «υιό» του ηλιακού Θεού Μπέλενος (Belenos) και της Θεάς της Γης Άνου (Anu). Σε απεικόνισή του από το Κόρμπριτζ της Αγγλίας, είναι γενειοφόρος, με ποδιά και κωνικό καπέλο, και κρατεί λαβίδα και σφυρί πάνω από το αμόνι του. Ως Γκομπάνους ή «Deus Cobannos» λατρεύτηκε αργότερα στις εκρωμαϊσμένες κελτικές χώρες ως τοπικό αντίστοιχο του Θεού Ηφαίστου / Βουλκάνους. Σε ελληνογράμματη γαλατική επιγραφή που βρέθηκε την δεκαετία του 1980 στην Βέρνη, ο Θεός καλείται Γοβάνος.
Αντίστοιχο Θεό λάτρευαν και οι Φίννοι, με το όνομα Ιλμαρίνεν (Ilmarinen), προστάτη της μεταλλουργικής τέχνης, ο οποίος, όπως και ο Ήφαιστος, κατασκευάζει τα όπλα και τα κοσμήματα των Θεών. Ο αντίστοιχος Θεός στα έθνη της κάτω Βαλτικής (Λιθουανούς, κ.λπ.) λατρευόταν με το όνομα Καλβαϊτις.
πηγή: rassias.gr