ΕΤΙΚΕΤΕΣ

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ - Ο ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ, ΟΡΩΝ ΟΛΙΓΩΡΙΑ


«Ορών ουν πολλήν μεν ολιγωρίαν ούσαν
ημίν προς τους θεούς»— λέγει με ύφος σοβαρόν.
Ολιγωρίαν. Μα τι περίμενε λοιπόν;
Όσο ήθελεν ας έκαμνεν οργάνωσι θρησκευτική,
όσο ήθελεν ας έγραφε στον αρχιερέα Γαλατίας,
ή εις άλλους τοιούτους, παροτρύνων κι οδηγών.
Οι φίλοι του δεν ήσαν Χριστιανοί·
αυτό ήταν θετικόν. Μα δεν μπορούσαν κιόλας
να παίζουν σαν κι αυτόνα (τον Χριστιανομαθημένο)
με σύστημα καινούριας εκκλησίας,
αστείον και στην σύλληψι και στην εφαρμογή.
Έλληνες ήσαν επί τέλους. Μηδέν άγαν, Aύγουστε.

Ιστοριογενές ποίημα. Από το 1896 ως το 1932/3 ο Καβάφης έγραψε επτά ποιήματα με στόχο τον Ιουλιανό τον Παραβάτη ή Αποστάτη (από αυτά, το πρώτο, με αρχικόν τίτλο «Ο Ιουλιανός εν Ελευσίνι και τελικόν «Ο Ιουλιανός εν τοις Μυστηρίοις», καταταγμένο στο θεματικό κεφάλαιο «Αι Αρχαί του Χριστιανισμού», έμεινε ανέκδοτο ως το 1968) – Ο Ιουλιανός εν ΝικομηδείαΟ Ιουλιανός και οι ΑντιοχείςΟυκ έγνωςΕις τα περίχωρα της ΑντιοχείαςΜεγάλη συνοδεία εξ ιερέων και λαϊκών. Επίσης, από το 1920 έως τουλάχιστον το 1926, ο Καβάφης σχεδίασε άλλα πέντε ποιήματα σχετικά με τον Ιουλιανό, που έμειναν ανολοκλήρωτα∙ τα σχεδιάσματα αυτά δημοσιεύθηκαν το 1981 από την Renata Lavagnini.

Ορών ουν πολλήν μεν ολιγωρίαν ούσαν ημίν προς τους θεούς = «Βλέποντας, λοιπόν, να έχουμε πολλήν αδιαφορία για τους θεούς» - φράση επιστολής του Ρωμαίου αυτοκράτορα Ιουλιανού (331-363 μ.Χ.) προς τον Θεόδωρο, τον οποίον διορίζει αρχιερέα όλων των ναών της Ασίας. Η επιστολή αυτή, γραμμένη στην Αντιόχεια τον Ιανουάριο 363, αναπτύσσει τις απόψεις μιας άλλης επιστολής του ίδιου, προς τον αρχιερέα Γαλατίας, «λίγον καιρό ύστερα από την αποκατάσταση των Θεών», όταν πια άρχιζε και αντιλαμβανόταν το ανώφελο της προσπάθειάς του και την αδράνεια των εθνικών».

Ο Ιουλιανός (δείτε «Εις τα περίχωρα της Αντιοχείας») μόλις ανέλαβε τα ηνία της αυτοκρατορίας (361) ξεκίνησε σημαντικές μεταρρυθμίσεις στους τομείς της διοίκησης, της παιδείας, των στρατιωτικών, καθώς και της θρησκείας∙ στον τομέα αυτό  ο Ιουλιανός διέταξε να ανοίξουν οι αρχαίοι ναοί και έδωσε το προβάδισμα, σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο οικοδομικό έργο, στην αναστήλωση των κατεστραμμένων αρχαίων ιερών. Ανέλαβε με τόλμη το ρόλο του ανακαινιστή της αρχαίας θρησκείας και προσπάθησε να ενισχύσει τα αδύνατα σημεία της. Έτσι σε μια προσπάθεια ενοποίησης του εθνικού κλήρου και ακολουθώντας τα πρότυπα του χριστιανισμού και της θρησκείας του Μίθρα, εγκαθίδρυσε μια ιεραρχική τάξη την οποία οργάνωσε κατά επαρχίες και πόλεις. Παρενέβη επίσης στο λειτουργικό μέρος εισάγοντας ύμνους, τακτές ώρες προσευχής και κήρυγμα. Φρόντισε ακόμη για την ηθική εξύψωση του εθνικού κλήρου, ίδρυσε διδασκαλεία και φροντιστήρια απ’ όπου κηρύσσονταν οι αξίες του «ελληνισμού» δημόσια από ιερείς που πολλές φορές είχε διορίσει ο ίδιος. Έδωσε μάλιστα εξουσία μεγάλη στους τοπικούς αρχιερείς που ήταν όργανά του. 

«Ορών ουν πολλήν μεν ολιγωρίαν ούσαν
ημίν προς τους θεούς»— λέγει με ύφος σοβαρόν.

Η προσπάθειά του, ωστόσο, να αναδιοργανώσει την αρχαία θρησκεία, προσδίδοντάς της στοιχεία που αντλούσε από τον χριστιανισμό, δεν βρήκε την απήχηση που πιθανώς προσδοκούσε. Ο Ιουλιανός συνειδητοποιεί πως οι εθνικοί αδιαφορούν απέναντι στις γεμάτες ζήλο προσπάθειές του, και την αδιαφορία αυτή τη γενικεύει, σχολιάζοντας με πικρία πως αδιαφορούν ουσιαστικά απέναντι στους αρχαίους θεούς∙ τους θεούς της ίδιας τους της θρησκείας.

Τη γενίκευση αυτή, που δεν του επιτρέπει επί της ουσίας να αντιληφθεί την πραγματική διάσταση της αντίδρασης των εθνικών, την αξιοποιεί ο Καβάφης για να δώσει μια, εκ των υστέρων, εξήγηση στον Ιουλιανό. Η ειρωνεία του ποιητή είναι προφανής κι έρχεται να φανερώσει πόσο έξοχα αντικειμενικός υπήρξε πάντοτε στις κρίσεις του. Έτσι, παρά το γεγονός ότι ο θαυμασμός του Ιουλιανού για την αρχαία θρησκεία τον βρίσκει σύμφωνο, δεν τον αποτρέπει εντούτοις από το να στηλιτεύσει την υπερβολή που χαρακτήριζε τις επιδιώξεις του αυτοκράτορα, αλλά και τον ασύμβατο με την αρχαία θρησκεία συντηρητισμό του. Ο Ιουλιανός επιχειρεί να αναβιώσει μια θρησκεία που έχει πια χάσει την αίγλη για τους τότε υπηκόους του κι αυτό θα το καταλάβει σταδιακά κι ο ίδιος. Ο Ιουλιανός, συνάμα, αδυνατεί να αντιληφθεί τη βαθιά ελευθερία που χαρακτήριζε την αρχαία θρησκεία, κι αυτό έρχεται να επισημάνει ο Καβάφης.

Ολιγωρίαν. Μα τι περίμενε λοιπόν;
Όσο ήθελεν ας έκαμνεν οργάνωσι θρησκευτική,
όσο ήθελεν ας έγραφε στον αρχιερέα Γαλατίας,
ή εις άλλους τοιούτους, παροτρύνων κι οδηγών.
Οι φίλοι του δεν ήσαν Χριστιανοί·
αυτό ήταν θετικόν. Μα δεν μπορούσαν κιόλας
να παίζουν σαν κι αυτόνα (τον Χριστιανομαθημένο)
με σύστημα καινούριας εκκλησίας,
αστείον και στην σύλληψι και στην εφαρμογή.
Έλληνες ήσαν επί τέλους. Μηδέν άγαν, Aύγουστε.

Ο Ιουλιανός, λοιπόν, βλέπει αδιαφορία∙ αδιαφορία απέναντι στους θεούς. Μα, το ποιητικό υποκείμενο, με την αντικειμενικότητα του εξωτερικού παρατηρητή, έρχεται να υποδείξει εκείνο που δεν αντιλαμβάνεται ο απογοητευμένος αυτοκράτορας. Όσο κι αν ήθελε να οργανώσει την αρχαία θρησκεία -προκειμένου να την ενισχύσει, όσο κι αν έστελνε οδηγίες στους αρχιερείς, δεν θα μπορούσε, εντούτοις, ποτέ να εφαρμόσει ένα σύστημα νέας εκκλησίας σε αυτή. Μια τέτοια προσπάθεια ήταν αστεία και ως προς τη σύλληψη, μα και ως προς την εφαρμογή, εφόσον οι εθνικοί φίλοι του αυτοκράτορα ήταν πάνω απ’ όλα Έλληνες, και άρα τους χαρακτήριζε μια βαθιά απέχθεια για την αυστηρή οργάνωση και τον προγραμματισμό.

Η σκέψη του Ιουλιανού να επιβάλει τακτές ώρες προσευχής και κηρύγματα στην αρχαία θρησκεία, μόνο σαν αστείο μπορούσε να φανεί στους Έλληνες, εφόσον ένας τέτοιος προγραμματισμός στερούσε από την κατεξοχήν θρησκεία της ελευθερίας, τη βαθύτερη ουσία της και την καθιστούσε καθήκον και επιβεβλημένη υποχρέωση. Οι Έλληνες λάτρευαν τους θεούς τους με πλήρη ελευθερία και εξέφραζαν την πίστη σε αυτούς με γιορτές και μυστήρια -κάποτε, μάλιστα, και με τελετές αφιερωμένες στην ηδονή-, κι όχι με προγραμματισμένες -ανούσιες- προσευχές και κηρύγματα ηθικού περιεχομένου.

Ο Ιουλιανός έχοντας περάσει ένα σημαντικό διάστημα της ζωής του εξαναγκασμένος να ασχολείται με τη χριστιανική θρησκεία, τις γραφές της και το λειτουργικό της, έχει επηρεαστεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε δεν μπορεί πλέον, όσο κι αν το θέλει, να αντικρίσει την αρχαία θρησκεία στα πραγματικά της μέτρα. Ο «Χριστιανομαθημένος» Ιουλιανός∙ ο συντηρητικός Ιουλιανός που ελάχιστα ενδιαφέρεται για τη σωματική ηδονή∙ ο Ιουλιανός που θεωρεί πως το πρόγραμμα και η οργάνωση αποτελούν την ιδανική επιλογή για την αναβίωση της αρχαίας θρησκείας, απέχει στην πραγματικότητα πολύ από το πνεύμα της θρησκείας εκείνης που προσέφερε στους ανθρώπους απόλυτη ελευθερία και έπλαθε ακόμη και τους θεούς της κατ’ εικόνα των ανθρώπων, με πάθη και ελαττώματα.

Έλληνες ήσαν επί τέλους. Μηδέν άγαν, Aύγουστε.

[Μηδέν άγαν: αρχαίο ελληνικό ρητό, αποδιδόμενο σε έναν από τους «επτά σοφούς», τον Σπαρτιάτη Χίλωνα (π. 556 π.Χ.)∙ σημαίνει «Τίποτε με υπερβολή». Γ. Π. Σαββίδης]

Ο ποιητής, επομένως, εύλογα υπενθυμίζει στον Ιουλιανό πως οι πιστοί των αρχαίων θεών στους οποίους απευθύνεται είναι Έλληνες, και άρα είναι εντελώς απρόθυμοι να δώσουν μια τόσο τυποποιημένη και αυστηρή μορφή στη θρησκεία τους. Εξίσου απρόθυμοι, άλλωστε, είναι και απέναντι στην υιοθέτηση μιας ξένης προς την ιδιοσυγκρασία τους ηθικότητα, η οποία παραπέμπει περισσότερο στον χριστιανισμό και στη δική του ενοχική προσέγγιση του σώματος και της ηδονής.

Το ποίημα κλείνει με την παρότρυνση του ποιητή προς τον Αύγουστο Ιουλιανό να μην κάνει τίποτε με υπερβολή, αφού είναι προφανές πως στην προσπάθειά του να επαναφέρει με αυτόν τον τρόπο την αρχαία θρησκεία ξεπέρασε κατά πολύ τα όρια. Ό,τι, μάλιστα, ο Ιουλιανός εξέλαβε ως σωτήρια ιδέα για τη θρησκεία των εθνικών, την συστηματική οργάνωσή της δηλαδή, αποτελούσε στην πραγματικότητα μια μη αποδεκτή απόπειρα αλλοίωσης της ιδιαίτερης φύσης της. 




πηγή: latistor

ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ - ΓΝΩΘΙ ΣΕΑΥΤΟΝ

Σχετική εικόνα

Όπως λέει ο μέγιστος Ιουλιανός:

«τελικός σκοπός είναι το να ζει κανείς κατά φύσει, πράγμα που δεν μπορείς να επιτύχεις αν δεν γνωρίζεις ποιος και τι είσαι. Γιατί ο αγνοών τι και ποιος είναι, δεν ξέρει ασφαλώς τι του ταιριάζει να πράττει[1]

Εξ ου και λέγει αφενός ότι:

«Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από το “γνώθι Σ’ αυτόν”, γιατί πρόκειται ακριβώς για θείο κέλευσμα. Εκείνος, λοιπόν, που γνωρίζει τον εαυτό του, γνωρίζει και την ψυχή του και το σώμα του. Αλλά δεν αρκεί μόνο να γνωρίζει ότι ο άνθρωπος είναι μια ψυχή που χρησιμοποιεί ένα σώμα, αλλά και να αναζητήσει την ουσία της και τις δυνάμεις της. Αλλά ούτε αυτό είναι αρκετό, αλλά θα πρέπει να ερευνήσει αν υπάρχει εντός μας κάτι ανώτερο & θειότερο από την ψυχή, κάτι που, αν και δεν γνωρίζουμε τι είναι πάντες όμως πειθόμαστε ότι είναι κάτι θείον, και πάντες από κοινού το θεωρούμε ενιδρυμένο εν ουρανώ. Προχωρώντας θα πρέπει να ερευνήσει και τις αρχές του σώματος, αν είναι σύνθετο ή απλό. Εν συνεχεία θα πρέπει να μελετήσει την αρμονία του σώματος, τα πάθη του και τις δυνάμεις του και γενικά όλα όσα χρειάζεται για την διατήρησή του. Έπειτα θα πρέπει να στραφεί προς τις αρχές των τεχνών, υπό των οποίων μπορεί να βοηθηθεί στην διατήρηση του σώματος, όπως η ιατρική, η γεωργία και κάποιες άλλες. Οπωσδήποτε δεν θα πρέπει να αγνοήσει και κάποια από εκείνα τα άχρηστα και περιττά, τα οποία όμως μπορούν να εξυπηρετήσουν την κολακεία του παθητικού της ψυχής. Δεν θα επιμείνει όμως ιδιαίτερα σε αυτό το σημείο, γιατί θα το θεωρήσει υποτιμητικό, και θα αποφύγει να ερευνήσει εκείνα που φαίνονται πως χρειάζονται πολύ κόπο. Συνολικά, δεν θα πρέπει να αγνοήσει από τι συνίστανται ούτε σε ποιο μέρος της ψυχής ταιριάζουν. Παρατήρησε τώρα το κέλευσμα “γνώθι Σ’ αυτόν” πόσες επιστήμες και τέχνες απαιτεί, ενώ συμπεριέλαβε και τους καθολικούς λόγους. Αφενός δηλαδή τα θεία στοιχεία της εν ημίν ούσας θείας μερίδας και αφετέρου τα θνητά στοιχεία της εν ημήν ούσας θνητοειδούς μερίδας. Σχετικά με τούτα, είπε, ο άνθρωπος είναι ένα ζώο που βρίσκεται ανάμεσα σε αυτά: από την μία καθ’ έκαστο είναι θνητό, τω παντί αθάνατο, και βέβαια και ο ένας και ο καθ’ έκαστος αποτελείται εκ θνητής και αθανάτου μερίδας. Διότι το να ομοιάσουμε κατά δύναμην με τον θεό δεν είναι τίποτα άλλο παρά το διασώσουμε την εφικτή για τους ανθρώπους γνώση των όντως Όντων, αυτό φαίνεται από το εξής: γιατί ούτε για πλούτο χρημάτων μακαρίζουμε το θείον, ούτε για κάτι για άλλο από αυτά που νομίζονται αγαθά, αλλά όπως λέγει ο Όμηρος : “οι θεοί τα πάντα γνωρίζουν” και αλλού περί του Διός “αλλά ο Ζευς έγινε πρότερος και γνώρισε περισσότερα”. Γιατί στην επιστήμη οι θεοί διαφέρουν από εμάς. Γιατί ίσως θεωρείται και για αυτούς καλό το ότι γνωρίζουν τους εαυτούς τους. Και όσο κρείττονες είναι από εμάς ως προς την ουσία, τόσο γνωρίζοντας τους εαυτούς τους υπερέχουν στην επιστήμη των βελτιόνων. Κανείς λοιπόν από εμάς ας μην διαιρέσει την φιλοσοφία σε πολλά και ας μην την τέμνει σε πολλά, και περισσότερο να μην δημιουργεί πολλές από μια. Γιατί η αλήθεια είναι μια. Έτσι και η φιλοσοφία. Τίποτα δεν είναι παράξενο. Ακόμα και αν πορευόμαστε προς αυτήν από διαφορετικούς οδούς.»[2]

Αφετέρου ότι:

«Έτσι, ενώ ο θεός των Δελφών προστάζει “γνώθι Σ ’αυτόν”, ο Ηράκλειτος λέγει “Αναζήτησα τον εαυτόν μου”. Όμως ο Πυθαγόρας και οι από αυτόν μέχρι τον Θεόφραστο, όλοι αναζητούν, όπως άλλωστε και ο Αριστοτέλης, να ομοιάσουμε όσο γίνεται στον θεό. Γιατί κάποτε "γινόμαστε" εμείς αυτό που ο θεός είναι πάντα. Είναι γελοίο να ισχυριζόμαστε ότι ο θεός δεν γνωρίζει τον εαυτό του. Γιατί δεν θα ήξερε τίποτα για τα άλλα, αν αγνοούσε τον εαυτό του. Γιατί ο θεός είναι τα πάντα, εφόσον εν εαυτώ και παρά εαυτώ έχει κατά κάποιον τρόπο τις αιτίες όλων των όντων, είτε των αθανάτων αθάνατες, είτε των θνητών ούτε θνητές ούτε φθαρτές, αλλά αΐδιες και αεί μένουσες και τέτοιες που να είναι αιτίες της αείγενεσίας τους.»[3]

  

[1]  Βλ. Ιουλιανός «Προς τους απαιδεύτους κύνας, 6.13 – 6.18» :
*EI)S TOUA)PAIDEU/TOUS KU/NAS 6.13 ` to     *EI)S TOUA)PAIDEU/TOUS KU/NAS 6.18  τὸ γὰρ ὁμολογουμένως ζῆν τῇ φύσει τέλος ἐποιήσαντο, οὗπερ οὐχ οἷόν τε τυχεῖν τὸν ἀγνοοῦντα τίς καὶ ὁποῖος πέφυκεν· ὁ γὰρ ἀγνοῶν ὅστις ἐστίν, οὐκ εἴσεται δήπουθεν ὅτι πράττειν ἑαυτῷ προσήκει,
[2]  Βλ. Ιουλιανός «Προς τους απαιδεύτους κύνας, 4.1 – 5.16» :
*EI)S TOUA)PAIDEU/TOUS KU/NAS 4.1 ` to     *EI)S TOUA)PAIDEU/TOUS KU/NAS 5.16  Ἀρξώμεθα δὲ πρῶτον ἀπὸ τοῦ «Γνῶθι σαυτόν», ἐπειδὴ καὶ θεῖόν ἐστι τοῦτο τὸ παρακέλευσμα. Οὐκοῦν ὁ γιγνώσκων αὑτὸν εἴσεται μὲν περὶ ψυχῆς, εἴσεται δὲ καὶ περὶ σώματος. Καὶ τοῦτο οὐκ ἀρκέσει μόνον ὡς ἔστιν ἄνθρωπος ψυχὴ χρωμένη σώματι μαθεῖν, ἀλλὰ καὶ αὐτῆς τῆς ψυχῆς ἐπελεύσεται τὴν οὐσίαν, ἔπειτα ἀνιχνεύσει τὰς δυνάμεις· καὶ οὐδὲ τοῦτο μόνον ἀρκέσει αὐτῷ, ἀλλὰ καὶ εἴ τι τῆς ψυχῆς ἐν ἡμῖν ἐστι κρεῖττον καὶ θειότερον, ὅπερ δὴ πάντες ἀδιδάκτως πειθόμενοι θεῖόν τι εἶναι νομίζομεν, καὶ τοῦτο ἐνιδρῦσθαι πάντες οὐρανῷ κοινῶς ὑπολαμβάνομεν. Ἐπιὼν δὲ αὖθις τὰς ἀρχὰς τοῦ σώματος σκέψαιτο, εἴτε σύνθετον εἴτε ἁπλοῦν ἐστιν· εἶτα ὁδῷ προβαίνων ὑπέρ τε ἁρμονίας αὐτοῦ καὶ παθῶν καὶ δυνάμεων καὶ πάντων ἁπλῶς ὧν δεῖται πρὸς διαμονήν. Ἐπιβλέψει δὲ τὸ μετὰ τοῦτο καὶ ἀρχαῖς τεχνῶν ἐνίων, ὑφ᾽ ὧν βοηθεῖται πρὸς διαμονὴν τὸ σῶμα, οἷον ἰατρικῆς,   γεωργίας, ἑτέρων τοιούτων. Οὐ μὴν οὐδὲ τῶν ἀχρήστων καὶ περιττῶν τι παντάπασιν ἀγνοήσει, ἐπεὶ καὶ αὐτὰ πρὸς κολακείαν τοῦ παθητικοῦ τῆς ψυχῆς ἡμῶν ἐπινενόηται. Προσλιπαρῆσαι μὲν γὰρ τούτοις ἀποκνήσει αἰσχρὸν οἰόμενος τὸ τοιοῦτον, τὸ δοκοῦν ἐργῶδες ἐν αὐτοῖς φεύγων· τὸ δ᾽ ὅλον ὁποῖα ἄττα δοκεῖ καὶ οἷστισιν ἁρμόττει τῆς ψυχῆς μέρεσιν οὐκ ἀγνοήσει. Σκόπει δὴ εἰ μὴ τὸ «ἑαυτὸν γνῶναι» πάσης μὲν ἐπιστήμης, πάσης δὲ τέχνης ἡγεῖται τε ἅμα καὶ τοὺς καθόλου λόγους συνείληφε. Τά τε γὰρ θεῖα διὰ τῆς ἐνούσης ἡμῖν θείας μερίδος, τά τε θνητὰ διὰ τῆς θνητοειδοῦς μοίρας· πρὸς τούτοις, ἔφη, τὰ μεταξὺ τού<των> ζῷον εἶναι τὸν ἄνθρωπον, τῷ μὲν καθ᾽ ἕκαστον θνητόν, τῷ παντὶ δὲ ἀθάνατον, καὶ μέντοι καὶ τὸν ἕνα καὶ τὸν καθ᾽ ἕκαστον συγκεῖσθαι ἐκ θνητῆς καὶ ἀθανάτου μερίδος.    Ὅτι μέν τοι καὶ τὸ τῷ θεῷ κατὰ δύναμιν ὁμοιοῦσθαι οὐκ ἄλλο τί ἐστιν ἢ τὸ τὴν ἐφικτὴν ἀνθρώποις γνῶσιν τῶν ὄντων περιποιήσασθαι, πρόδηλον ἐντεῦθεν. Οὐ γὰρ ἐπὶ πλούτῳ χρημάτων τὸ θεῖον μακαρίζομεν οὐδὲ ἐπ᾽ ἄλλῳ τινὶ τῶν νομιζομένων ἀγαθῶν, ἀλλ᾽ ὅπερ Ὅμηρός φησι       «θεοὶ δέ τε πάντα ἴσασι», καὶ μέντοι καὶ περὶ τοῦ Διὸς     «Ἀλλὰ Ζεὺς πρότερος γεγόνει καὶ πλείονα ᾔδει»· ἐπιστήμῃ γὰρ ἡμῶν οἱ θεοὶ διαφέρουσιν. Ἡγεῖται γὰρ ἴσως καὶ αὐτοῖς τῶν καλῶν τὸ αὑτοὺς γινώσκειν· ὅσῳ δὴ κρείττονες ἡμῶν εἰσι τὴν οὐσίαν, τοσούτῳ γνόντες ἑαυτοὺς ἴσχουσι τῶν βελτιόνων ἐπιστήμην. Μηδεὶς οὖν ἡμῖν τὴν φιλοσοφίαν εἰς πολλὰ διαιρείτω μηδὲ εἰς πολλὰ τεμνέτω, μᾶλλον δὲ μὴ πολλὰς ἐκ μιᾶς ποιείτω. Ὥσπερ γὰρ ἀλήθεια μία. οὕτω δὲ καὶ φιλοσοφία· θαυμαστὸν δὲ οὐδέν. εἰ κατ᾽ ἄλλας καὶ ἄλλας ὁδοὺς ἐπ᾽ αὐτὴν πορευόμεθα.
[3]  Βλ. Ιουλιανός «Προς τους απαιδεύτους κύνας, 5.30 – 5.42» :
*EI)S TOUA)PAIDEU/TOUS KU/NAS 5.30 ` to     *EI)S TOUA)PAIDEU/TOUS KU/NAS 5.42 Οὐκοῦν ὁ μὲν ἐν Δελφοῖς θεὸς τὸ «Γνῶθι σαυτὸν» προαγορεύει, Ἡράκλειτος δὲ     «ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν»,   ἀλλὰ καὶ Πυθαγόρας οἵ τε ἀπ᾽ ἐκείνου μέχρι Θεοφράστου τὸ κατὰ δύναμιν ὁμοιοῦσθαι θεῷ φασι, καὶ γὰρ καὶ Ἀριστοτέλης· ὃ γὰρ ἡμεῖς ποτέ, τοῦτο ὁ θεὸς ἀεί· γελοῖον εἰ τὸν θεὸν ἑαυτὸν μὴ εἰδέναι· κομιδῇ γὰρ οὐθὲν εἴσεται τῶν ἄλλων, εἴπερ ἑαυτὸν ἀγνοοίη· πάντα γὰρ αὐτός ἐστιν, εἴπερ ἐν ἑαυτῷ καὶ παρ᾽ ἑαυτῷ ἔχοι τῶν ὁπωσοῦν ὄντων τὰς αἰτίας, εἴτε ἀθανάτων ἀθανάτους, εἴτε ἐπικήρων οὐ θνητὰς οὐδὲ ἐπικήρους, ἀϊδίους δὲ καὶ μενούσας ἀεὶ καὶ <αἳ> τούτοις εἰσὶν αἰτίαι τῆς ἀειγενεσίας.

πηγή: hellenictheologyandplatonicphilosophy

Ο ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ "ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΙΑ" ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΛΗΘΗ ΤΩΝ ΘΕΩΝ ΘΕΡΑΠΕΙΑ





«Όταν αντικρίζουμε τα των Θεών αγάλματα, ας μην τα νομίζουμε ως λίθους ή ξύλα, αλλά ούτε να θεωρούμε ότι είναι οι ίδιοι οι Θεοί. Και τις βασιλικές εικόνες (δηλ. τις εικόνες των Βασιλέων) δεν τις λέμε ξύλα ή λίθο ή χαλκό, ούτε, βέβαια, και βασιλείς, αλλά εικόνες των Βασιλέων. Όποιος, λοιπόν, αγαπά τον Βασιλέα (=φιλοβασιλεύς), ορά με ευχαρίστηση την του Βασιλέως εικόνα, όπως και όποιος αγαπά το παιδί του (φιλοπαίς) ορά με ευχαρίστηση την εικόνα του παιδιού του, και όποιος αγαπά τον πατέρα του (=φιλοπάτωρ), την εικόνα του πατέρα του∙ όποιος, λοιπόν, αγαπά τους Θεούς (=φιλόθεος) αποβλέπει με ευχαρίστηση τα αγάλματα και τις εικόνες των Θεών, νιώθοντας την ίδια στιγμή σεβασμό και ρίγος καθώς τον βλέπουν, αόρατοι, οι Θεοί

ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ - Η ΥΠΕΡΟΧΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΕΝΑΝΤΙ ΤΗΣ ΕΒΡΑΪΚΗΣ

   

                                 Κατὰ Γαλιλαίων §§ 53-55

    Στο πολύμορφο έργο του Ιουλιανού (λόγοι,  επιστολές, εριστικά συγγράμματα), το μεγαλύτερο μέρος του οποίου προέρχεται από την περίοδο άσκησης των αυτοκρατορικών καθηκόντων (361-363 μ.Χ.), ανακλάται η πνευματική του εξέλιξη που τον οδηγεί στην απόρριψη του Χριστιανισμού και στην προσήλωση στη νεοπλατωνική φιλοσοφία. Ανιχνεύεται επίσης η θεωρητική θεμελίωση των μεταρρυθμιστικών μέτρων που πήρε προς όφελος της παλαιάς θρησκείας και εις βάρος της καθολικής επικράτησης του Χριστιανισμού. Ως προς το ύφος το έργο του χαρακτηρίζεται από το πλήθος των απηχήσεων της κλασικής λογοτεχνίας, ενώ η αξία του ως ιστορικής πηγής έγκειται κυρίως στο γεγονός ότι παρέχει ζωντανή εικόνα των ιδεολογικών συγκρούσεων της εποχής. Τα αποσπάσματα του έργου Κατὰ Γαλιλαίων που γνωρίζουμε, προέρχονται από το Κατὰ Ἰουλιανοῦ σύγγραμμα του Κυρίλλου επισκόπου Αλεξανδρείας, ο οποίος γύρω στο 440 μ.Χ., επιχειρώντας να το αναιρέσει παράγραφο προς παράγραφο, παραθέτει μεγάλο μέρος του. Στο συγκεκριμένο κείμενο ο Ιουλιανός επιχειρεί εκτεταμένο λογικό έλεγχο των βιβλίων της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, προκειμένου να επιτύχει τον βασικό του στόχο, δηλαδή να δείξει την ανωτερότητα του ελληνικού πολιτισμού έναντι της χριστιανικής θρησκείας. Σχετική είναι και η επιδίωξή του στο απόσπασμα που ακολουθεί: να αποδείξει την υπεροχή των ελληνικών γραμμάτων έναντι των εβραϊκών.


ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ - ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΑΡΑΔΟΞΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΜΥΘΩΝ KAI ΤΗΣ ΚΡΥΜΜΕΝΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ ΤΟΥΣ



Αρχαίο κείμενο:

"τὸ γὰρ ἐν τοῖς μύθοις ἀπεμφαῖνον αὐτῷ τούτῳ προοδοποιεῖ πρὸς τὴν ἀλήθειαν·
ὅσῳ γὰρ μᾶλλον παράδοξόν ἐστι καὶ τερατῶδες τὸ αἴνιγμα, τοσούτῳ μᾶλλον ἔοικε διαμαρτύρεσθαι μὴ τοῖς αὐτόθεν λεγομένοις πιστεύειν, ἀλλὰ τὰ λεληθότα περιεργάζεσθαι καὶ μὴ πρότερον ἀφίστασθαι, πρὶν ἂν ὑπὸ θεοῖς ἡγεμόσιν ἐκφανῆ γενόμενα τὸν ἐν ἡμῖν τελέσῃ. μᾶλλον δὲ τελειώσῃ, νοῦν καὶ εἰ δή τι κρεῖττον ἡμῖν ὑπάρχει τοῦ νοῦ αὐτοῦ, τοῦ ἑνὸς καὶ τἀγαθοῦ μοῖρά τις ὀλίγη τὸ πᾶν ἀμερίστως ἔχουσα, τῆς ψυχῆς πλήρωμα, καὶ ἐν τῷ ἑνὶ καὶ ἀγαθῷ συνέχουσα πᾶσαν αὐτὴν διὰ τῆς ὑπερεχούσης καὶ χωριστῆς αὐτοῦ καὶ ἐξῃρημένης παρουσίας.
Ἀλλὰ ταῦτα μὲν ἀμφὶ τὸν μέγαν Διόνυσον οὐκ οἶδ’ ὅπως ἐπῆλθέ μοι βακχεύοντι μανῆναι,
«τὸν βοῦν δὲ ἐπιτίθημι τῇ γλώττῃ»·
περὶ τῶν ἀρρήτων γὰρ οὐδὲν χρὴ λέγειν. Ἀλλά μοι θεοὶ μὲν ἐκείνων καὶ ὑμῶν δὲ τοῖς πολλοῖς, ὅσοι τέως ἐστὲ τούτων ἀμύητοι, τὴν ὄνησιν δοῖεν"

Απόδοση στην νεοελληνική: