ΕΤΙΚΕΤΕΣ

ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗΣ - ΑΙΣΧΥΛΕΙΑ ΑΝΘΡΩΠΟΓΟΝΙΑ ΚΑΙ ΣΟΦΟΚΛΕΙΑ ΑΥΤΟΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ



Τό ἐ­ρώ­τη­μα «τί εἶ­ναι ὁ ἄν­θρω­πος» εἶ­ναι πάν­τα, ἔμ­με­σα ἤ ἄ­με­σα, πα­ρόν στήν ἀ­θη­να­ϊ­κή τρα­γω­δί­α. Μέ ἰ­δι­αί­τε­ρη σα­φή­νεια καί ἔν­τα­ση τί­θε­ται — καί παίρ­νει ἀ­πάν­τη­ση — μέ­σα σέ δύ­ο ἀ­π’ τίς πιό ση­μαν­τι­κές, καί ἀ­ρι­στουρ­γη­μα­τι­κές, τρα­γω­δί­ες: τόν Προ­μη­θέ­α Δε­σμώ­τη τοῦ Αἰ­σχύ­λου (πι­θα­νό­τα­τα ἕ­να ἀ­π’ τά τε­λευ­ταί­α ἔρ­γα τοῦ ποι­η­τῆ, γύ­ρω στά 460) καί τήν Ἀν­τι­γό­νη τοῦ Σο­φο­κλέ­ους (σχε­δόν βέ­βαι­α χρο­νο­λο­γη­μέ­νη τό 442 ἤ 443).

Οἱ ἀ­πάν­τη­σεις πού δί­νουν στό θε­με­λια­κό αὐ­τό γιά ὅ­λον τόν ἑλλη­νι­κό πο­λι­τι­σμό ἐ­ρώ­τη­μα οἱ δύ­ο τρα­γω­δί­ες εἶ­ναι, ὅ­πως θά προ­σπα­θή­σω νά δεί­ξω, τε­λεί­ως ἀν­τί­θε­τες. Ἡ δι­α­φο­ρά αὐ­τή δέν μπορεῖ νά ἀ­πο­δο­θεῖ μό­νο στήν ἀ­το­μι­κή στά­ση τῶν δύ­ο ποι­η­τῶν. Πα­ρά τό μι­κρό χρο­νι­κό δι­ά­στη­μα πού χω­ρί­ζει τά δύ­ο ἔρ­γα —πε­ρί­που εἴ­κο­σι χρό­ναι — ἡ δι­α­φο­ρά ἐκ­φρά­ζει καί εἶ­ναι συ­νυ­πό­στα­τη μέ τόν ἀ­νή­κου­στο ρυθ­μό τῆς πνευ­μα­τι­κῆς δη­μι­ουρ­γί­ας στήν δη­μο­κρα­τι­κή Ἀ­θή­να, μέ τόν ὁ­λο­έ­να καί ρι­ζι­κό­τε­ρο πα­ρα­με­ρι­σμό τῶν πα­ρα­δο­σια­κῶν πα­ρα­στά­σε­ων καί μέ τήν ἐ­πέ­κτα­ση καί ἐμ­βά­θυν­ση τῆς ἀνθρώ­πι­νης αὐ­το­γνω­σί­ας. Εἶ­ναι κα­τά κά­ποι­ο τρό­πο ἀ­νά­λο­γη μέ τήν δι­α­φο­ρά Ἡ­ρο­δό­του-Θου­κυ­δί­δη καί τήν προ­α­ναγ­γέλ­λει εἴ­κο­σι - τριά­ντα χρό­νια πρίν.


Ὁ χῶ­ρος καί ὁ χρό­νος δέν μοῦ ἐ­πι­τρέ­πουν νά ἐμ­πλα­κῶ μέ τό σύ­νο­λο τῶν «ἑρ­μη­νευ­τι­κῶν» (μέ τήν σύγ­χρο­νη ἔν­νοι­α τοῦ ὄ­ρου) ζη­τη­μά­των, πού κα­τ’ ἀ­νάγ­κη θέ­τουν τά δύ­ο τε­ρά­στια κεί­με­να. Θε­λη­μέ­να θά «ἀ­πο­σπά­σω» τά χω­ρί­α πού κεν­τρι­κά μέ ἐν­δι­α­φέ­ρουν, χω­ρίς νά ἀ­σχο­λη­θῶ — ἔ­ξω ἀ­πό πα­ρεμ­πί­πτου­σες νύ­ξεις — μέ τήν σχέ­ση τους μέ τό σύ­νο­λο τῆς τρα­γω­δί­ας ἀ­πό τήν ὁ­ποί­α προ­έρ­χον­ται, ἀ­κό­μα λι­γό­τε­ρο μέ τό συ­νο­λι­κό ἔρ­γο τῶν δύ­ο ποι­η­τῶν. Οὔ­τε θά ἀ­να­φερ­θῶ στό εὐ­ρύ­τα­το πλέγ­μα τῶν ἀν­θρω­πο­λο­γι­κῶν ἀν­τι­λή­ψε­ων πού ἐμ­φα­νί­ζον­ται ἀ­π’ τόν Ὅμηρο καί τόν Ἡ­σί­ο­δο ὡς τόν 5ο αἰ­ώ­να καί κα­τό­πιν. Οἱ πα­ρεμ­φε­ρεῖς ἐ­ρω­τή­σεις εἶ­ναι φυ­σι­κά ἀ­πολύ­τως νό­μι­μες. Θε­ω­ρῶ ὅ­μως ἐ­πί­σης νό­μι­μη τήν ἐ­δῶ σκο­πιά: νά προ­σπα­θή­σου­με νά θε­ω­ρή­σου­με κα­θ’ ἑ­αυ­τά καί σέ ὅ­λη τήν δύ­να­μή τους ὁ­ρι­σμέ­να ρή­μα­τα τῶν δύ­ο ποι­η­τῶν (μέ γνώ­ση, φυ­σι­κά, ὅ­σων τά πε­ρι­βάλ­λουν, ἀλ­λά χω­ρίς ρη­τή ἐ­πε­ξερ­γα­σί­α τῆς γνώ­σης αὐ­τῆς) καί, ξε­κι­νών­τας ἀ­π’ αὐ­τά, νά προ­σπα­θή­σου­με, σ’ ἕ­να δεύ­τε­ρο και­ρό, νά δι­αυ­γά­σου­με τό συ­νο­λι­κό ἑλ­λη­νι­κό το­πί­ο.

Τό θέ­μα μας ἐ­δῶ εἶ­ναι: τί λέ­γε­ται — καί κα­τά συ­νέ­πεια, τί προτεί­νε­ται πρός ἀ­κοήην στό κοι­νό τῶν Ἀθηναίων — μέ­σα στόν Προ­μη­θέ­α ἀ­φ’ ἑ­νός, στήν Ἀντιγόνη ἀ­φ’ ἕ­τε­ρου, σχε­τι­κά μέ τόν ἄν­θρω­πο καί τά οὐ­σι­α­στι­κά του κα­τη­γο­ρή­μα­τα; Ἑπομένως, λί­γο μας ἐν­δι­α­φέ­ρει ἄν ὁ Αἰ­σχύ­λος καί ὁ Σο­φο­κλῆς «ἐ­πε­νό­η­σαν» τά λό­για τους, ἤ τά «δα­νεί­στη­καν», ἄν τά σκέ­φτη­καν νη­φά­λια, τά εἶ­δαν στόν ὕ­πνο τους ἤ ἄν τούς ἦρ­θαν σέ μί­α στιγ­μή θεί­ας μα­νί­ας. Ἐ­λά­χι­στα μας ἐν­δι­α­φέ­ρει, ἀ­κό­μα, καί ἄν τά «ἐ­πί­στευ­αν» (ἄν καί ἀ­σφα­λῶς τά ἐ­πί­στευ­αν). Βα­ρύ­τη­τα ἄ­π’ αὐ­τή τήν ἄ­πο­ψη ἔ­χει γιά μᾶς μό­νο τό γε­γο­νός ὅ­τι αὐ­τά πού θά ἐκ­θέ­σου­με μπο­ροῦ­σε κά­ποι­ος νά τά διανο­η­θεῖ στήν Ἀθήνα τοῦ 460-440, μπο­ροῦ­σε νά τά ἔκ­φρα­σει, νά τά πα­ρου­σιά­σει στόν λα­ό καί — του­λά­χι­στον στήν πε­ρί­πτω­ση τῆς Ἀν­τι­γό­νης — νά στε­φα­νω­θεῖ γι’ αὐ­τό πού δι­α­νο­ή­θη­κε, ἐ­ξέ­φρα­σε καί πα­ρέ­στη­σε. Βα­ρύ­τη­τα ἔ­χει δη­λα­δή γιά μᾶς ἡ πραγ­μα­τι­κή πα­ρου­σί­α στόν ἀ­θη­να­ϊ­κό κοι­νω­νι­κό-ἱ­στο­ρι­κό χῶ­ρο ὁ­ρι­σμέ­νων ση­μα­σια­κῶν συμ­πλεγ­μά­των, τῶν ὁ­ποί­ων ξέ­ρου­με, ἀ­π’ τήν ἄλ­λη με­ριά, τήν ἐν­δόμυ­χη συ­νά­φεια μέ τήν κα­θο­λι­κή φαν­τα­σια­κή θέ­σμι­ση αὐ­τοῦ το­ϋ χώ­ρου. Ἡ σχέ­ση τοῦ Αἰ­σχύ­λου μέ τίς ρί­ζες μιᾶς μυ­θι­κῆς/θρη­σκευ­τι­κῆς πα­ρά­δο­σης, στήν ὁ­ποί­α ὁ ἴ­διος ἐ­πι­βάλ­λει μί­α ἀ­πο­φα­σι­στι­κή στρο­φή, ἡ σχέ­ση τοῦ Σο­φο­κλῆ μέ ὅ­λο τόν σύγ­χρο­νό του φι­λο­σο­φι­κό (καί «σο­φι­στι­κό») ἀ­να­βρα­σμό καί δη­μι­ουρ­γί­α εἶ­ναι πε­ρί­που γνω­στές. Νο­μί­ζω ὅ­τι 0ά φω­τι­στοῦν ἐν­το­νό­τε­ρα ἀ­π’ τήν συγ­κρι­τι­κή ἀ­νά­λυ­ση πού ἀ­κο­λου­θε­ῖ.

Ἐπίσης δέν μπο­ρῶ νά ἀ­σχο­λη­θῶ μέ τήν συ­ζή­τη­ση τῶν προ­η­γου­μέ­νων, καί λί­γο ἤ πο­λύ γνω­στῶν, ἑρ­μη­νει­ῶν τῶν δύ­ο ἔρ­γων. Δύ­ο ση­μεῖ­α μό­νο θά μνη­μο­νεύ­σω σύν­το­μα. Ὑπάρχει μί­α «με­τά­φρα­ση» καί ἐ­κτε­νής «ἑρ­μη­νεί­α» τοῦ στα­σί­μου τῆς Ἀντιγόνης πού θά συ­ζη­τή­σου­με (πολ­λά τά δει­νά...) ἀ­π’ τόν Χά­ιν­τεγ­κερ. Ἡ «με­τά­φρα­ση» ἀ­πο­τε­λεῖ κα­τ’ οὐ­σί­αν ἕ­ναν ἀ­πο­κρου­στι­κό βια­σμό τοῦ κει­μέ­νου τοῦ Σο­φο­κλέ­ους. Στη­ρί­ζει — καί στη­ρί­ζε­ται σε — μί­αν «ἑρ­μη­νεί­α» πού εἶ­ναι, ὅπως σχε­δόν πάν­το­τε, ἁ­πλῶς προ­βο­λή τῶν σχη­μά­των τοῦ Χά­ιν­τεγ­κερ. Ὅ­σο καί ἄν, κα­θ’ ἑ­αυ­τά, αὐ­τά τά σχή­μα­τα μπο­ροῦν νά ὠ­θή­σουν πρός σκέ­ψη καί νά «ἐ­ρε­θί­σουν» γό­νι­μα τόν συ­νή­θως ὀ­κνη­ρό ἀ­να­γνώ­στη τῶν ἀρ­χαί­ων κει­μέ­νων, στήν προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση ὁ­δη­γοῦν σέ μί­α τε­χνη­τή καί σα­θρή κα­τα­σκευ­ή, πού ἀ­π’ τή μί­α πα­ρου­σιά­ζει τόν ἄν­θρω­πο τοῦ Σο­φο­κλέ­ους σάν μί­α πλή­ρη ἐνσάρ­κω­ση τοῦ Χα­ϊν­τεγ­κε­ρι­α­νο­ῦ Dasein, καί, ἀ­π’ τήν ἄλ­λη, ρυθ­μί­ζε­ται, ἀ­πί­στευ­τα καί τε­ρα­τω­δῶς (ὅ­πως ὅ­λα ὅ­σα ἔ­χει γρά­ψει ὁ Χά­ιντεγ­κερ γιά τούς Ἀρχαίους Ἕλ­λη­νες), ἀ­πό τήν συ­στη­μα­τι­κή ἀ­γνό­η­ση τῆς πό­λε­ως, τῆς πο­λι­τι­κῆς, τῆς δη­μο­κρα­τί­ας καί τῆς κεν­τρι­κῆς θέ­σης τους μέ­σα στήν ἀρ­χαί­α ἑλ­λη­νι­κή δη­μι­ουρ­γί­α. Τό ἀ­ναγ­καῖ­ο ἀ­πο­τέ­λε­σμα αὐ­τῆς τῆς ἀ­γνό­η­σης εἶ­ναι φυ­σι­κά μιά στρα­βή «κα­τα­νό­η­ση» τῆς ἀρ­χαί­ας φι­λο­σο­φί­ας, ἀ­δι­ά­σπα­στα συν­δε­δε­μέ­νης μέ τήν πό­λη καί τήν δη­μο­κρα­τί­α ἀ­κό­μα καί ὅ­ταν τίς ἐ­χθρεύ­ε­ται. Καί ὁ Πλά­των ἀ­κό­μα — ὁ Πλά­των ἰ­δί­ως— εἶ­ναι ὄ­χι μό­νο ἀ­δι­α­νό­η­τος καί ἀ­δύ­να­τος χω­ρίς τήν δη­μο­κρα­τι­κή πό­λη, ἄλ­λα καί ἀ­κα­τα­νό­η­τος ὡς φι­λό­σο­φος χω­ρίς τήν ἐ­πι­μο­νη πά­λη του ἐ­ναν­τίον τῆς δη­μο­κρα­τί­ας. Αὐ­τά ὁ ἐ­θνι­κο­σο­σι­α­λι­στής (1933-1945) Χά­ιν­τεγ­κερ οὔ­τε θέ­λει οὔ­τε μπο­ρε­ϊ νά τά ἰδεῖ. (Ἕ­να ἀ­π’ τά ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα αὐ­τῆς τῆς τύ­φλω­σης θά τό βροῦ­με πιό κά­τω, συ­ζη­τών­τας τό κεί­με­νο το­ῦ Σο­φο­κλέ­ους). Oἱ αὐ­θαι­ρε­σί­ες το­ῦ Χά­ιν­τεγ­κερ φθά­νουν ὡς τήν συν­δυ­α­σμέ­νη ἀλ­λοί­ω­ση τῆς προ­φα­νοῦς στί­ξης το­ϋ κει­μέ­νου καί τοῦ πα­ρα­με­ρι­σμοῦ λέ­ξε­ων πού δεί­χνουν τό ἄ­το­πο αὐ­τῆς τῆς ἀλ­λοί­ω­σης. Ἔ­τσι, π.χ., δι­α­βά­ζει τούς στί­χους 360-361 τοῦ στα­σί­μου τῆς Ἀντιγόνης: παν­το­πό­ρος ἄ­πο­ρος, ἐ­π’ οὐ­δέν ἔρ­χε­ται ἀν­τί γιά παν­το­πό­ρος· ἄ­πο­ρος ἐ­π’ οὐ­δέν ἔρ­χε­ται τό μέλ­λον, γιά νά μπο­ρέ­σει νά με­τα­φρά­σει: «παν­τοῦ βα­δί­ζον­τας καί μέ­νον­τας στόν δρό­μο, χω­ρίς πεί­ρα καί χω­ρίς δι­έ­ξο­δο, φτά­νει στό μη­δέν», ἐ­ξω­φρε­νι­κή πα­ρα­βί­α­ση το­ῦ κει­μέ­νου, πού γιά νά ἀ­πο­κτή­σει μιά ἐ­πι­φα­νεια­κή ἀ­λη­θο­φά­νεια εἶ­ναι ὑ­πο­χρε­ω­μέ­νη νά ἐ­ξα­λεί­ψει λά­θρα τίς λέ­ξεις τό μέλ­λον.

Με­ρι­κές ἀ­πό τίς αὐ­θαι­ρε­σί­ες καί τίς αὐ­θά­δει­ες τοῦ Χά­ιν­τεγ­κερ ἔ­χουν ἤ­δη ἐ­πι­ση­μαν­θεῖ, με­τα­ξύ ἄλ­λων, ἀ­πό τόν D. Cop. de Gibsson, κι αὖ­το μέ φέρ­νει στό δεύ­τε­ρο ση­μεῖ­ο πού θέ­λω νά ἀ­να­φέρω προ­κα­ταρ­κτι­κά. Ἐ­ναν­τί­ον τοῦ Χά­ιν­τεγ­κερ, ὁ ἴ­διος ὁ Cop. de Gibsson ἐ­πι­κα­λεῖ­ται τίς ἐρ­γα­σί­ες καί τά συμ­πε­ρά­σμα­τα τῶν συγ­χρό­νων Γάλ­λων «δο­μι­κῶν» ἑλ­λη­νι­στῶν — Vernant, Detienne, Vidal-Naquet — σύμ­φω­να μέ τούς ὁ­ποί­ους «ἡ μορ­φή το­ῦ Ἕλ­λη­νος ἀν­θρώ­που... κα­θο­ρί­ζει τήν κα­τά­στα­ση (statut) το­ῦ ἀν­θρώ­που, το­πο­θε­τών­τας τόν σέ σχέ­ση μέ τόν θε­ό καί, σύ­στοι­χα, μέ τό ζῶ­ο» (σ. 65). Καί εἶ­ναι ἀ­ναμ­φι­σβή­τη­το ὅ­τι ἡ ἑλ­λη­νι­κή σύλ­λη­ψη το­ῦ ἀν­θρώ­που ὁ­ρί­ζε­ται, γε­νι­κά, ἀ­π’ τήν ὀρ­γα­νω­τι­κή δο­μή: ζῶ­α/ἄν­θρω­ποι/ θε­οί, πού κα­τά κά­ποι­ο τρό­πο χα­ρά­ζει τά σύ­νο­ρά της ἀ­π’ τήν ἀ­νατο­λή το­ῦ ἑλ­λη­νι­κοϋ πο­λι­τι­σμοῦ (του­λά­χι­στον ἀ­π' τόν Ἡ­σί­ο­δο) ὡς τούς κλα­σι­κούς χρό­νους, καί πιό πέ­ρα ἀ­κό­μη (πρβλ. τό θη­ρί­ον ἤ θε­ός το­ῦ Ἀριστοτέλη). Ἡ δο­μή αὐ­τή, πού φαί­νε­ται αὐ­το­νό­η­τη γιά μας, πού βρι­σκό­μα­στε στή συ­νέ­χεια τῆς συγ­κρό­τη­σής της ἀ­π’ τούς Ἕλ­λη­νες, δέν εἶ­ναι κα­θό­λου «αὐ­το­νό­η­τη». Ἄς σκε­φθο­ῦ­με. π.χ.. τούς Ἑ­βραί­ους, τούς Ἰν­δούς ἤ τούς Κι­νέ­ζους — ἤ τίς ἰν­δι­ά­νι­κες φυ­λές της Ἀμερικῆς, ὅ­που συ­χνά πα­ρα­τη­ρεῖ­ται μί­α «κυ­κλο­φο­ρί­α» ἀ­νά­με­σα στή ζω­ι­κή, ἀν­θρώ­πι­νη καί θε­ϊ­κή κα­τά­στα­ση, κυ­κλο­φο­ρί­α καί ὄ­χι τομή.

Ἀλλά ἡ δο­μή αὐ­τή εἶ­ναι ἁ­πλῶς τό πε­ρί­βλη­μα, τό κέ­λυ­φος, μέ­σα στό ὁ­ποῖ­ο δι­α­δρα­μα­τί­ζε­ται μί­α τε­ρά­στια — καί γιά μᾶς ἀ­πό­φα­σιστι­κή — κοι­νω­νι­κό-ἱ­στο­ρι­κή δη­μι­ουρ­γί­α, ἡ ὁ­ποί­α ἀλ­λοι­ώ­νει τε­λείως τήν ση­μα­σί­α τῶν ὅ­ρων/στοι­χεί­ων πού συγ­κρο­τοῦν τήν δο­μή αὐ­τή. Καί αὐ­τό γί­νε­ται ἀ­πο­κλει­στι­κά μέ τήν ἀλ­λα­γή τῆς ση­μα­σί­ας — τοῦ ση­μα­σια­κοῦ μάγ­μα­τος — πού ἀ­φο­ρᾶ τό μέ­σο καί κεν­τρι­κό στοι­χεῖ­ο τῆς δο­μῆς, δη­λα­δή τόν ἄν­θρω­πο. Ἀλλοίωση πού ἐ­πι­τε­λεῖται μέ τήν προ­σπά­θεια γιά αὐ­το­γνω­σί­α, πού ἀ­κρι­βῶς χα­ρα­κτη­ρί­ζει καί­ρια αὐ­τή τή δη­μι­ουρ­γί­α. Ἄν μεί­νου­με σ’ αὐ­τή τήν «δο­μι­κή» ἀντί­λη­ψη, κιν­δυ­νεύ­ου­με νά ἐ­πα­να­λά­βου­με τήν κρί­σι­μη πα­ρα­γνώ­ρι­ση πού μα­στί­ζει ἐ­πί αἰ­ῶ­νες τώ­ρα τήν προ­σέγ­γι­ση τοῦ ἀρ­χαί­ου ἑλ­λη­νκοῦ κό­σμου. Κιν­δυ­νεύ­ου­με νά μι­λᾶ­με γιά τόν «Ἕλ­λη­να ἄν­θρω­πο», τήν «ἑλ­λη­νι­κή πό­λη», τήν «ἑλ­λη­νι­κή σύλ­λη­ψη τῆς φύ­σης» κτλ., ξε­χνών­τας ὅ­τι τό βα­σι­κό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό της ἀρ­χαί­ας ἑλ­λη­νι­κῆς ἱ­στο­ρί­ας εἶ­ναι ἀ­κρι­βῶς ὅ­τι εἶ­ναι ἱ­στο­ρί­α μέ τήν πιό ἐμ­φα­τι­κή ἔν­νοι­α τοῦ ὄ­ρου, ὅ­τι τό «πνεῦ­μα» τῶν Ἀρχαίων Ἑλ­λή­νων πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται ἀ­κρι­βῶς ὡς ἀλ­λα­γή, αὐ­το-αλ­λοί­ω­ση, αὐ­το-θέ­σμι­ση — ὅ­λες συνυ­φα­σμέ­νες μέ τήν προ­σπά­θεια τῆς αὐ­το­γνω­σί­ας, πού εἶ­ναι συ­νε­χής ἐ­νέρ­γεια, ἐρ­γα­σί­α, δι­α­δι­κα­σί­α καί ὄ­χι στα­τι­κό ἀ­πο­τέ­λε­σμα.

Μί­αν ἀ­πο­φα­σι­στι­κή στιγ­μή αὐ­τῆς τῆς ἀλ­λοί­ω­σης μπο­ροῦ­με νά συλ­λά­βου­με ἀ­να­λύ­ον­τας καί συγ­κρί­νον­τας τήν ἀν­θρω­πο­λο­γί­α τοῦ Αἰ­σχύ­λου καί τοῦ Σο­φο­κλέ­ους. Ἡ πα­ρα­βο­λή τῶν δύ­ο ποι­η­τῶν μᾶς δεί­χνει κα­θα­ρά μί­αν ὀν­το­λο­γι­κή ἀ­να­τρο­πή τε­ρά­στιας βα­ρύ­τη­τας, ποὐ συν­τε­λε­ῖ­ται μέ­σα στά εἴ­κο­σι αὐ­τά χρό­νια.

*
Τό ἐ­ρώ­τη­μα τί εἶ­ναι ὁ ἄν­θρω­πος δέν δι­α­τυ­πώ­νε­ται ὡς ἐ­ρώ­τη­μα στίς δύ­ο τρα­γω­δί­ες, ὅ­πως θά συ­νέ­βαι­νε σέ ἕ­να φι­λο­σο­φι­κό κεί­με­νο. Τό ἐ­ρώ­τη­μα ἐμ­πε­ρι­έ­χε­ται στίς τρα­γω­δί­ες καί συ­νά­γε­ται ἀ­π’ τό ὅτι τοῦ δί­νε­ται μί­α ἐ­κτε­νής ἀ­πάν­τη­ση. Ὁ Αἰ­σχύ­λος ἀ­παν­τά­ει στήν ὑ­πόρ­ρη­τη ἐ­ρώ­τη­σή του μέ μιά ἀν­θρω­πο­γο­νί­α. Ἡ ἀν­θρω­πο­γο­νί­α αὐ­τή εἶ­ναι μυ­θι­κή, ὄ­χι μέ μιά ἁ­πλῶς ἐ­ξω­τε­ρι­κή ἔν­νοι­α — ἐ­πει­δή ἀ­ναφέ­ρε­ται σ’ ἕ­να μύ­θο, τόν μύ­θο τοῦ Προ­μη­θέ­α, καί τόν ξα­νάχρη­σι­μο­ποι­εῖ. Εἶ­ναι μυ­θι­κή μέ τήν βα­θύ­τε­ρη, φι­λο­σο­φι­κή ἔν­νοι­α τοῦ ὄ­ρου: ἀ­παν­τά­ει στό ἐ­ρώ­τη­μα τό σχε­τι­κό μέ τόν ἄν­θρω­πο παρα­πέμπον­τας στήν προ­έ­λευ­σή του καί πα­ρου­σι­ά­ζον­τας μί­αν ἀ­φήγη­ση: ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι αὐ­τό πού εἶ­ναι, δι­ό­τι κά­πο­τε, πο­λύ πα­λιά (πέ­ρα ἀ­πό κά­θε δυ­να­τή ἐμ­πει­ρι­κή βε­βαί­ω­ση ἤ ἀ­να­σκευ­ή) συ­νέ­βη κά­τι πού ὑ­περ­βαί­νει τήν συ­νή­θη μας πεί­ρα. Ἕ­να ὑ­πε­ράν­θρω­πο ὄν, ὁ Προ­μη­θέ­ας, ἔ­δω­σε στούς ἀν­θρώ­πους αὐτά πού τούς ἔ­κα­ναν πράγ­μα­τι ἀν­θρώ­πους. Ὁρισμός τοῦ μύ­θου: ἡ ἀ­φή­γη­ση τῆς προ­έ­λευ­σης ἀ­παν­τᾶ στό ἐ­ρώ­τη­μα γιά τήν οὐ­σία. Στόν Σο­φο­κλῆ, ὅ­πως θά δοῦ­με, ἡ πα­ρου­σί­α­ση τῆς οὐ­σί­ας ἀ­παν­τᾶ καί στό ἐ­ρώ­τη­μα γιά τήν οὐ­σία, καί στό ἐ­ρώ­τη­μα γιά τήν προ­έ­λευ­ση. Ἡ οὐ­σί­α το­ῦ ἀν­θρώ­που, τό δει­νόν, εἶ­ναι ἡ αὐ­το­δη­μι­ουρ­γί­α του.

Ἄς κοι­τά­ξου­με ἀ­πό πιό κον­τά τό κεί­με­νο το­ῦ Αἰ­σχύ­λου. Ἡ ἀνθρω­πο­γο­νί­α πα­ρου­σι­ά­ζε­ται ἐ­δῶ ὡς τό ἔρ­γο το­ῦ Προ­μη­θέ­ως, ἀ­πο­τέ­λε­σμα τῆς ἀ­πό­φα­σης καί τῆς πρά­ξης του. Ἡ ἀ­πό­φα­ση αὐ­τή ἀ­πορ­ρέ­ει, μέ τήν σει­ρά της, ἀ­πό μί­α ἐ­σω­τε­ρι­κή σύγ­κρου­ση τῶν ὑ­πε­ράν­θρω­πων δυ­νά­με­ων — σύγ­κρου­ση ἀ­νά­με­σα στόν Δί­α καί στόν Προ­μη­θέ­α. Ὁ Ζεύς ἤ­θε­λε νά κα­τα­στρέ­ψει τούς ἄν­θρω­πους (σ. 231-236), ὁ Προ­μη­θεύς ἀ­πο­φα­σί­ζει νά τούς σώ­σει — καί τούς σώ­ζει, με­τα­βι­βά­ζον­τας σ’ αὐ­τούς ἕ­να μέ­ρος ἀ­π’ τίς δυ­να­τό­τη­τες τοῦ πράτ­τειν/ποι­ε­ῖν πού ἦ­ταν, ὡς τό­τε, ἀ­πο­κλει­στι­κά κτῆ­μα τῶν θεί­ων δυ­νά­με­ων.

Δέν εἶ­ναι ἄ­σκο­πο νά ὑ­πο­γραμ­μι­σθεῖ αὐ­τή ἡ θέ­λη­ση κα­τα­στρο­φῆς τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου γέ­νους, πού ὁ Αἰ­σχύ­λος μέ ἔμ­φα­ση κα­τα­λο­γί­ζει στόν Δί­α. Οἱ κα­τά τόν Αἰ­σχύ­λο λό­γοι, ἤ τά κί­νη­τρα τοῦ Διός, μᾶς μέ­νουν ἄ­γνω­στα. Πι­θα­νόν εἶ­ναι ὁ ποι­η­τής νά τούς εἶ­χε πε­ριγρά­ψει στόν Προ­μη­θέ­α Πυρ­φό­ρο, πού δέν τόν ἔ­χου­με.

Ποι­ά ἦ­ταν ἡ κα­τά­στα­ση τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τας πρίν ἀ­π’ τήν ἐ­πέμ­βασή τοῦ Προ­μη­θέ­ως; Ἔμ­με­ση καί ἐξ ἀν­τι­θέ­σε­ως ἀ­πάν­τη­ση στήν ἐ­ρώ­τη­ση αὐ­τή δί­νε­ται φυ­σι­κά μέ τήν ἀ­πα­ρίθ­μη­ση ὅ­σων δέν εἶ­χαν οἱ ἄν­θρω­ποι στήν πρω­τό­γο­νη κα­τά­στα­σή τους (248-254, 458-506). Ἀλλά ὁ Αἰ­σχύ­λος δί­νει καί μί­α ἄ­με­ση ἀ­πάν­τη­ση, μέ τήν θε­τι­κή πε­ρι­γρα­φή τῆς προα-ν­θρώ­πι­νης ἀν­θρω­πό­τη­τας (248-254, 443-457). Ἡ πε­ρι­γρα­φή αὐ­τή, ἰ­δί­ως στούς στ. 443-457, εἶ­ναι κα­τα­πλη­κτι­κή. Ἡ προ-αν­θρώ­πι­νη κα­τά­στα­ση τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τας, ὅ­πως τήν πα­ρου­σιά­ζει ὁ Αἰ­σχύ­λος, εἶ­ναι κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά ἀ­πί­στευ­τη. Εἶ­ναι τε­λεί­ως φαν­τα­στι­κή, χω­ρίς κα­μί­α ἐ­ξω­τε­ρι­κή «ἀ­λη­θο­φά­νεια» ἤ φρον­τί­δα γιά μιά τέ­τοι­ου εἴ­δους ἀ­λη­θο­φά­νεια.

Οἱ «ἄν­θρω­ποι» αὐτοί, ἄν μπο­ροῦν νά ὀ­νο­μα­στοῦν ἔ­τσι, εἶ­ναι σάν ἀ­νυ­πό­στα­τες σκι­ές — θυ­μί­ζουν τά ζόμ­πι τῆς σύγ­χρο­νης φαν­τα­στι­κῆς λο­γο­τε­χνί­ας. Ἔ­βλε­παν χω­ρίς νά βλέ­πουν, χω­ρίς νά τούς ὠ­φε­λεῖ αὐ­τό πού βλέ­πουν (μά­την), ἄ­κου­γαν χω­ρίς νά ἀ­κοῦ­νε, καί ὀ­νει­ρά­των ἀ­λίγ­κιοι μορ­φα­ῖ­σι, πα­ρό­μοι­οι μέ μορ­φές ὀ­νεί­ρων, περ­νοῦ­σαν τήν μα­κριά ζω­ή τους χω­ρίς κα­μί­α τά­ξη, στήν τύ­χη (εἰ­κῇ). Ζο­ῦ­σαν κά­τω ἀ­π’ τήν γῆ, μέ­σα σ’ ἀ­νή­λια σπή­λαι­α, δέν μπο­ροῦ­σαν νά ξε­χω­ρί­σουν χει­μώ­να, ἄ­νοι­ξη καί κα­λο­καί­ρι, καί ἄ­τερ γνώ­μης τό πᾶν ἐ­πρασ­σον: ἔ­κα­ναν τά πάν­τα χω­ρίς σκέ­ψη, χω­ρίς νοῦ. Καί (στ. 248· θά ἐ­πα­νέλ­θω στήν ἑρ­μη­νεί­α αὐ­το­ῦ τοῦ στί­χου) δέν προ­έ­βλεπαν — δέν ἤ­ξε­ραν — τόν θά­να­το.

 Ἡ κα­τά­στα­ση αὐ­τή εἶ­ναι τε­λεί­ως ἐ­ξω­πραγ­μα­τι­κή — καί γιά μας καί γιά τήν ἐ­πο­χή τοῦ Αἰ­σχύ­λου. Δέν πρό­κει­ται ἐ­δῶ οὔ­τε γιά ὑ­περ­πρω­τό­γο­νους ἄ­γριους, οὔ­τε γιά κα­νέ­να δυ­να­τό καί συλ­λη­πτό ζω­ο­λο­γι­κό εἶ­δος. Οὔ­τε γιά τούς πι­θή­κους, οὔ­τε κάν γιά τά μυρ­μήγ­κια — πού ἀ­να­φέ­ρον­ται στόν στ. 453 — θά μπο­ρού­σα­με νά ποῦ­με ὅ­τι μοιά­ζουν μέ μορ­φές ὀ­νεί­ρων κι ὅ­τι βλέ­πουν χω­ρίς νά βλέ­πουν. Ἡ πρό-ἀν­θρώ­πι­νη κα­τά­στα­ση τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τας δέν εἶ­ναι, γιά τόν Αἰ­σχύ­λο, μιά συ­νη­θι­σμέ­νη ζω­ι­κή κα­τά­στα­ση. Ἀ­π’ τήν βι­ο­λο­γι­κή ἄ­πο­ψη, τά ὄν­τα αὐ­τά εἶ­ναι τε­ρα­τώ­δη καί ρι­ζι­κά ἀ­νί­κα­να πρός ζω­ή. Ἄν εἶ­χαν πο­τέ ἐμ­φα­νι­σθε­ΐ, δέν θά εἶ­χαν μπο­ρέ­σει νά ἐ­πι­ζή­σουν πέ­ρα ἀ­π’ τήν δεύ­τε­ρη γε­νε­ά - δέν χρει­ά­ζε­ται ἡ δαρ­βι­νι­κή θε­ω­ρί­α γιά νά τό συμ­πε­ρά­νει κα­νείς.

 Καί ὅ­μως, ἡ πε­ρι­γρα­φή τοῦ Αἰ­σχύ­λου πα­ρου­σιά­ζει κά­τι πού εἶ­ναι ση­μαν­τι­κό­τε­ρο ἀ­π’ τό πραγ­μα­τι­κό: δί­νει τήν κα­τά­στα­ση τοῦ ἀνθρώπου πρίν ἤ ἔξω ἀπ’τη θέσμιση τῆς κοινωνικῆς ζωῆς — τῶν τε­γνῶν, τῆς ἐρ­γα­σί­ας, τοῦ λό­γου. Αὐ­τό πού πε­ρι­γρά­φε­ται ἐ­δῶ εἶ­ναι ὁ ἄν­θρω­πος ὅ­πως θά ἦ­ταν, ἄν εἶ­χε σῶ­μα βέ­βαι­α, καί ψυ­χή — ἀλ­λά ὄχι γνώμ­η. Εἶ­ναι αὐ­τό πού θά ὀ­νο­μά­ζα­με σή­με­ρα τό πρω­ταρ­χι­κό ἀσυ­νεί­δη­το, ἡ ἀ-λο­γι­κό­τη­τα καί ἀ-πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τῆς ψυ­χι­κῆς μο­νά­δας. Μιά κα­τά­στα­ση πού μό­νο λο­γι­κά καί ὑ­πο­θε­τι­κά μπο­ροῦ­με νά τήν σκε­φτοῦ­με, πού μοιά­ζει μέ μορ­φή ὀ­νεί­ρου — καί πού εἶ­ναι γε­μά­τη μορ­φές ὀ­νεί­ρων — , ἀ­φαι­ρε­τι­κά: τί καί πῶς θά ἦ­ταν ὁ ἄν­θρω­πος, χω­ρίς γνώ­μη καί χω­ρίς τέ­χνη. ­Ὀ­νο­μά­ζω αὐ­τή τήν ἀ­φαί­ρε­ση ση­μαν­τι­κό­τε­ρη ἀ­π’ τήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, για­τί μό­νο αὐ­τή μας ἐ­πιτρέ­πει νά συλ­λά­βουμε ὅ­λα ὅ­σα, στόν ἄν­θρω­πο, προ­έρ­χον­ται ἀ­π’ αὐ­τό πού εἶ­ναι πέ­ρα ἀ­π’ τό πρω­ταρ­χι­κό του δε­δο­μέ­νο, τήν ψυ­χή, καί πού ἀ­νά­γε­ται στήν κοι­νω­νι­κή του δι­ά­στα­ση, σ’ αὐ­το πού γιά μᾶς εἶ­ναι ἡ θέ­σμι­ση τῆς γνώ­μης καί τῆς τέ­χνης, καί πού γιά τόν Αἰ­σχύ­λο εἶ­ναι δῶ­ρα τοῦ Προ­μη­θέ­ως, πού ἔ­κα­νε τούς ἀν­θρώ­πους, νη­πί­ους ὄν­τας τό πρίν, ἔν­νους... καί φρε­νῶν ἐ­πηβό­λους (στ. 442-443).

 Στήν ἀ­πα­ρίθ­μη­ση καί πε­ρι­γρα­φή τῶν δώ­ρων τοῦ Προ­μη­θέ­ως πού ἀ­κο­λου­θε­ῖ (457-506) θά ἦ­ταν κα­τ’ ἀρ­χήν γε­λοῖ­ο νά προ­σπα­θή­σου­με νά βροῦ­με μιά συ­στη­μα­τι­κή, λο­γι­κό-φι­λο­σο­φι­κή τά­ξη. Καί ὅ­μως, ἡ τά­ξη τῆς ἔκ­θε­σης, ὅ­πως καί τό τί συμ­πε­ρι­λαμ­βά­νει καί τί ἄ­φη­νει ἔ­ξω, εἶ­ναι ἀ­δύ­να­το νά θε­ω­ρη­θοῦν τυ­χαί­α. Ὁ Προ­μη­θεύς ἀρ­χί­ζει μι­λών­τας γιά τίς ἀ­να­το­λές καί τίς δυ­σκρί­τους δύ­σεις τῶν ἄ­στρων. Ἀ­να­το­λές καί δύ­σεις ἐ­δῶ πρέ­πει νά εἶ­ναι καί οἱ κυ­ρί­ως λε­γά­με­νες ἀ­να­το­λές, ἀλ­λά ἀ­σφα­λῶς καί οἱ ἐ­πι­το­λές — οἱ στιγ­μές τοῦ ἔ­τους ὅ­που ἕ­να ἀ­στέ­ρι ξα­να­εμ­φα­νί­ζε­ται στόν ἐ­τή­σιο κύ­κλο του καί ἐ­πι­τρέ­πει ἔ­τσι νά κα­θο­ρι­σθοῦν οἱ ἐ­πο­χές το­ῦ ἔ­τους. Ἡ ἁ­πλή ἀ­να­το­λή καί δύ­ση το­ῦ ἡ­λίου ἤ καί ὁ­ποι­ου­δή­πο­τε ἄ­στρου δέν εἶ­ναι δύ­σκρι­τος, καί ἡ ἀ­νι­κα­νό­τη­τα τῶν προ-αν­θρώ­πι­νων ἀν­θρώ­πων νά δι­α­κρί­νουν τίς ἐ­πο­χές ἔ­χει ἀ­να­φερ­θε­ῖ ἀ­μέ­σως πρίν (454-456). Ὁ Προ­μη­θεύς δί­νει ἔ­τσι στούς ἀν­θρώ­πους τά ση­μά­δια, τά στα­θε­ρά ση­μεῖ­α ἀ­να­φο­ρᾶς, διά τῶν ὁ­ποί­ων καί μό­νο γί­νε­ται δυ­να­τή καί ἡ σύλ­λη­ψη καί ἡ μέ­τρη­ση το­ῦ χρό­νου. Ἡ μέ­τρη­ση αὐ­τή, το­ῦ χρό­νου καί τῶν πάν­των ὅ­σα εἶ­ναι με­τρή­σι­μα, ἔρ­χε­ται ἀ­μέ­σως κα­τό­πιν: ἀ­ριθ­μόν, ἔ­ξο­χον σο­φι­σμά­των, ἔ­ξη­ϋ­ρον αὐ­τοῖς. Πῶς μ’ αὐ­τή τήν σύ­ζευ­ξη τοῦ χρό­νου καί τοῦ ἀ­ριθ­μοῦ, νά μή θυ­μη­θεῖ κα­νείς τόν Ἀριστοτέλη: χρό­νος ἔ­στι ἀ­ριθ­μός κι­νή­σε­ως κα­τά τό πρό­τε­ρον καί ὕ­στε­ρον (Φύσ. Δ, 219 bl-2· 220 e3-4); Γιά νά ὑ­πάρ­ξει ἀ­ρίθ­μη­ση, πρέ­πει πρῶ­τα νά ὑπάρ­ξει ὁ­ρι­σμός καί κα­θο­ρι­σμός τῶν χω­ρι­στῶν. Καί ἀν­θρω­πό­τη­τα χω­ρίς ἀ­ριθ­μη­τι­κή εἶ­ναι ἀ­δι­α­νό­η­τη.

Ἀ­μέ­σως κα­τό­πιν ἔρ­χον­ται οἱ γραμ­μά­των... συν­θέ­σεις, μνή­μην ἁ­πάν­των, μου­σο­μή­το­ρ’ ἐρ­γά­νην: οἱ συν­θέ­σεις ἤ συμ­πλο­κές χα­ραγ­μέ­νων ἤ ζω­γρα­φι­σμέ­νων ση­μεί­ων, πού μπο­ροῦν νά ἐν­σω­μα­τώ­σουν κά­θε μνή­μη καί νά ὑ­πη­ρε­τή­σουν κά­θε ἐρ­γα­σί­α πού γεν­νά­ει τίς Μοῦ­σες, αὐ­τό πού ὀ­νο­μά­ζου­με τέ­χνες καί γνώ­σεις.

 Ὕ­στε­ρα ἀ­π’ αὐ­τό τό δῶ­ρο τῆς σύλ­λη­ψης τοῦ χρό­νου, τοῦ ἀ­ριθ­μοῦ καί τῶν (τε­χνη­τῶν) ση­μεί­ων πού στη­ρί­ζουν καί ἐν­σαρ­κώ­νουν τήν μνή­μη, ἔρ­χον­ται οἱ πα­ρα­γω­γι­κές τέ­χνες, ἡ τε­χνι­κή, ὅ­πως λέ­με σή­με­ρα. Δέν θά σχο­λιά­σω ἐ­δῶ αὐ­τή τήν ἀ­πα­ρίθ­μη­ση (462-469, 500-503). Θά ση­μει­ώ­σω μό­νο τήν ἐμ­φα­τι­κή ἀ­να­φο­ρά στήν ἰ­α­τρι­κή (μέ­γι­στον, 478-483), καί τήν δι­ε­ξο­δι­κή πε­ρι­γρα­φή τῆς μαν­τι­κῆς καί τῆς ἑρ­μη­νεί­ας τῶν ὀ­νεί­ρων (484-499), στήν ὅ­ποι­α θά ἐ­πα­νέλ­θω. Ὁ στί­χος πού τε­λει­ώ­νει τήν ἀ­πα­ρίθ­μη­ση ἔ­χει βα­ρύ νό­η­μα: πᾶ­σαι τέχναι βρο­το­ῖ­σιν ἐκ Προ­μη­θέ­ως (506). Τό ἀ­ξί­ω­μά μας, σ’ αὐ­τή τήν ἀ­νά­λυ­ση, εἶ­ναι ὅ­τι παίρ­νου­με τόν ποι­η­τή στά σο­βα­ρά. Τό πᾶ­σαι τέχναι ἰ­σο­δυ­νά­μει μέ τό πά­σα τέ­χνη. Ὅ Προ­μη­θεύς δέν ἔ­δω­σε στούς ἄν­θρω­πους με­ρι­κά στοι­χεῖ­α, ἄ­π’ τά ὁ­ποῖ­α αὐ­τοί συ­νέ­θε­σαν καί συ­ναρ­μο­λό­γη­σαν τά ὑ­πό­λοι­πα, ἀ­π’ αὐ­τον (ἐκ) προ­έρ­χον­ται πᾶ­σαι τέχναι. Ὁ Αἰ­σχύ­λος δέν μπο­ρεῖ βέ­βαι­α νά ἀ­γνο­εῖ ὅ­τι στίς ἡ­μέ­ρες του συ­νε­χῶς τε­λει­ο­ποι­οῦν­ταν δι­ά­φο­ρες τέ­χνες (κι ὅ­τι ὁ ἴ­διος εἶ­χε ἀ­πο­φα­σι­στι­κά ἀλ­λά­ξει τήν ἴ­δια του τήν τέ­χνη). Αὐ­τό γιά τό ὁ­ποῖ­ο γί­νε­ται ἐ­δῶ λό­γος εἶ­ναι ἡ συ­νο­λι­κή ρή­ξη μέ τήν προ-αν­θρώ­πι­νη κα­τά­στα­ση καί ἡ ἐ­ξαίφ­νης ἀ­νά­δυ­ση τῆς τέ­χνης ὡς τέ­τοι­ας. Δέν μπο­ρεῖ νά ὑ­πάρ­ξει βαθ­μια­ῖο καί χι­λι­ο­στο­με­τρι­κό πέ­ρα­σμα ἀ­π’ τόν μή χρό­νο στόν χρό­νο, ἀ­π’ τόν μή ἀ­ριθ­μό στόν ἀ­ριθ­μό. Ὁ ἀ­ριθ­μός ἤ ὑ­πάρ­χει ἤ δέν ὑ­πάρ­χει· ἡ ὕ­παρ­ξη μι­σοῦ ἤ ὀ­λί­γου ἀ­ριθ­μοῦ (καί ἡ «πρό­ο­δος», π.χ., σ­τά τρί­α τέ­ταρ­τα καί με­τά σ­τόν ὁ­λό­κλη­ρο ἀ­ριθ­μό) εἶ­ναι ἀ­δι­α­νό­η­τη. Μιά καί ὁ ἀ­ριθ­μός ὑ­πάρ­ξει, μπο­ροῦ­με με­τά νά ἀ­ριθ­μή­σου­με ὁ­λο­έ­να καί με­γα­λύ­τε­ρους ἀ­ριθ­μούς — ἤ ἄλ­λα εἴ­δη ἀ­ριθ­μῶν. Τό ἴ­διο καί μέ τήν τέ­χνη (στήν πρω­ταρ­χι­κή ἔν­νοι­α τοῦ ὄ­ρου): ἤ ὑ­πάρ­χει, ἤ δέν ὑ­πάρ­χει. Ἡ ἐμ­φά­νι­ση τῆς τέ­χνης δέν μπορεῖ νά εἶ­ναι πα­ρά πέ­ρα­σμα ἀ­π’ τήν μή τέ­χνη στήν τέ­χνη, ρή­ξη, ἀ­πό­λυ­τη ἑ­τε­ρό­τη­τα πού δέν ἐ­πι­δέ­χε­ται βαθ­μούς. Ἀπότομα καί συ­νο­λι­κά περ­νᾶ­με ἀ­π’ τό ἕ­να ἐ­πί­πε­δο στό ἄλ­λο — ὅ­σο πρω­τό­γο­νο καί νά εἶ­ναι ἐ­τοῦ­το ἐ­δῶ. Ἀ­π’ τήν προ-αν­θρώ­πι­νη στήν ἀν­θρώ­πι­νη κα­τά­στα­ση δέν ὑ­πάρ­χει βαθ­μια­ία καί μέ­ρος κα­τά μέ­ρος με­τά­βα­ση (ἄς θυ­μη­θοῦ­με τήν γλώσ­σα!). Ἡ με­τά­βα­ση γί­νε­ται ἤ δέν γί­νε­ται, ὅ­ταν γί­νε­ται εἶ­ναι κα­θο­λι­κή ἑ­τέ­ρω­ση — δη­λα­δή δη­μι­ουρ­γί­α. Αὐ­τήν τήν δη­μι­ουρ­γί­α ὁ Αἰ­σχύ­λος δέν μπο­ρε­ΐ νά τήν σκε­φθεΐ — ὅ­πως θά κά­νει ὁ Σο­φο­κλής — ὡς αὐ­το­δη­μι­ουρ­γί­α. Ξέ­ρει ὅ­μως ὅ­τι δέν μπορεῖ νά εἶ­ναι τό ἀ­πο­τέ­λε­σμα μιᾶς ὁ­ποι­οσ­δή­πο­τε σώ­ρευ­σης, κι αὐ­τό τό ἐκ­φρά­ζει μέ τήν πρά­ξη τοῦ Προ­μη­θέ­ως, ἀ­π’ τήν ὁ­ποί­α προ­έρ­χον­ται πᾶ­σαι τέ­χναι.

 Ἐπανέρχομαι στό ἐ­κτε­νές χω­ρί­ο πού ἀ­φο­ρᾶ τήν μαν­τι­κή καί τήν ἑρ­μη­νεί­α τῶν ὀ­νεί­ρων (484-499), καί πού θά χρει­α­ζό­ταν ἐ­πί­σης ἐ­κτε­νή σχο­λια­σμό, γιά νά ση­μει­ώ­σω μό­νο με­ρι­κά στοι­χεῖ­α καί ἐ­ρω­τή­μα­τα. Ἡ πρώ­τη δι­α­πί­στω­ση — πού ἐ­πι­βάλ­λε­ται καί πού ἁ­πλῶς πα­ρα­θέ­τω ἐ­δῶ — εἶ­ναι αὐ­τή ἡ ὀγ­κώ­δης καί κα­τα­πλη­κτι­κή: ὁ Αἰ­σχύ­λος μι­λά­ει γιά τήν μαν­τι­κή καί ὄ­χι γιά τήν θρη­σκεί­α, ἀ­να­φέρει μό­νο ἀ­κρο­θι­γῶς τους θε­ούς, κι αὐ­τό μέ­σα σέ μί­α ὠ­φε­λι­μι­στι­κή προ­ο­πτι­κή. Τά ἐν­τό­σθια τῶν μαν­τι­κῶν σφα­γί­ων πρέ­πει νά ἐ­ξε­τάζον­ται γιά νά φα­νεῖ ἄν εἶ­ναι κα­τάλ­λη­λα δαί­μο­σιν πρός ἡ­δο­νήν (494). Ἀκόμα μί­α φο­ρά, δέν λέ­ω ὅ­τι αὐ­τά «ἐ­πί­στευ­ε» ὁ Αἰ­σχύ­λος· λέ­ω ὅ­τι οἱ σκέ­ψεις αὐ­τές —ὅ­πως καί ἡ πε­ρι­γρα­φή τῆς ἐ­ξου­σί­ας τοῦ Διός σάν σκαι­ῆς τυ­ραν­νί­ας, ἤ τοῦ Διός σάν ἐ­φή­με­ρου τυ­ράν­νου κα­τα­δι­κα­σμέ­νου νά πέ­σει κι αὐ­τός μέ τήν σει­ρά του — ἦ­ταν, ὅ­πως καί ἡ δη­μό­σιά τους ἔκ­φρα­ση, δυ­να­τές καί δι­α­νο­η­τές γιά τούς Ἀ­θη­ναί­ους του 460.

 Τό ἄλ­λο στοι­χεῖ­ο ἀ­φο­ρᾶ τό μῆ­κος, τήν θέ­ση καί τήν ἀ­νάγ­κη αὐτῆς τῆς πε­ρι­γρα­φῆς. Τό χω­ρί­ο εἶ­ναι τό ἐ­κτε­νέ­στε­ρο ἀ­π’ ὅ­λα τά ἄλ­λα αὐ­τῆς της ἀν­θρω­πο­γο­νί­ας (16 στί­χοι). Για­τί; Καί για­τί ἐ­δῶ; Καί για­τί ἦ­ταν ἀ­πα­ραί­τη­το;

 Νο­μί­ζω ὅ­τι ἡ ἀ­πάν­τη­ση — ἀ­σφα­λῶς ἐλ­λι­πής — σ’ αὐ­τό τό ἐ­ρώ­τη­μα βρί­σκε­ται στήν σχέ­ση το­ϋ ἀν­θρώ­που μέ τόν χρό­νο — καί ἰ­δι­αί­τε­ρα μέ τό μέλ­λον. Ὁ Προ­μη­θεύς ἔ­δω­σε στούς ἀν­θρώ­πους τήν σύλ­λη­ψη καί τήν μέ­τρη­ση το­ῦ χρό­νου. Τούς ἔ­δω­σε ἐ­πί­σης τό μέ­σο γιά νά ἱ­δρύ­σουν μιά σχέ­ση μέ τό πα­ρελ­θόν: γραμ­μά­των... συν­θέ­σεις, μνή­μην ἁ­πάν­των. Μέ τήν μαν­τι­κή καί τήν ἑρ­μη­νεί­α τῶν ὀ­νεί­ρων, τούς ἐ­πι­τρέ­πει μιά σχέ­ση μέ τό μέλ­λον, ὁ­δη­γών­τας τους στήν δυστέκ­μαρ­τον τέ­χνην καί κά­νον­τάς τους νά κα­τα­λα­βαί­νουν τά φλο­γω­πά σή­μα­τα (497-498).

 Ἀπ’ τήν στιγ­μή πού ὑ­πάρ­χει σύλ­λη­ψη το­ῦ χρό­νου, ὑ­πάρ­χει ὁ ὁ­ρί­ζον­τας τοῦ μέλ­λον­τος καί οἱ βα­σι­κοί του κα­θο­ρι­σμοί: ἡ ἀ­βεβαι­ό­τη­τα, ἡ ἀ­να­μο­νή, ἡ ἐλ­πίδα. Γιά νά ἀν­τι­με­τω­πί­σουν αὐ­τό τό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τοῦϋ μέλ­λον­τος, ὁ Προ­μη­θεύς δί­νει στούς ἄν­θρω­πους τήν μαν­τι­κή καί τήν ἑρ­μη­νεί­α τῶν ὀ­νεί­ρων.

 Αὐ­τό τό σύμ­πλεγ­μα ἰ­δε­ῶν μᾶς ἐ­πι­τρέ­πει καί μᾶς ἀ­ναγ­κά­ζει νά ἐ­πα­νέλ­θου­με σ’ ἕ­να προ­η­γού­με­νο, θε­με­λι­ώ­δους ση­μα­σί­ας χω­ρί­ο, πού δέν τό ἐ­θί­ξα­με ἕ­ως τώ­ρα. Πρό­κει­ται γιά τούς στί­χους 247-252, πού πε­ρι­έ­χουν καί τήν πρώ­τη ἀ­να­φο­ρά (με­τά ἀ­π’ τούς στί­χους 235-236 ὅ­που ὁ Προ­μη­θεύς λέ­ει ὅ­τι ἐλύ­τρω­σε τούς θνη­τούς ἀ­π’ τήν ἐ­ξο­λό­θρευ­ση πού τούς προ­ε­τοί­μα­ζε ὁ Ζεύς) στά ὅ­σα ὁ Προ­μη­θεύς ἔ­κα­νε γιά χά­ρη τῶν ἄν­θρω­πων. Τό πρῶ­το αὐ­τό — πρίν καί ἀ­πό τό δό­σι­μο τῆς φω­τιάς — πε­ρι­γρά­φε­ται στήν στι­χο­μυ­θί­α 248-251, πού πρέ­πει νά πα­ρα­τε­θεῖ ἐ­δῶ, καί λό­γω τῆς ση­μα­σί­ας της, καί δι­ό­τι ἡ συ­νη­θι­σμέ­νη με­τά­φρα­σή της μο­ῦ φαί­νε­ται τε­λεί­ως πα­ρά­λο­γη.

Προ­μη­θεύςΘνη­τούς γ' ἔ­παυ­σα μή προ­δέρ­κε­σθαι μό­ρον.
Χο­ρός: Τό ποι­όν εὑ­ρών τῆσ­δε φάρ­μα­κον νό­σου;
 Προ­μη­θεύςΤυ­φλᾶς ἐν αὐ­τοῖς ἐλ­πί­δας κα­τῴ­κι­σα.
 Χο­ρόςΜέ­γ’ ὠ­φέ­λη­μα το­ῦ­τ’ ἐ­δω­ρή­σω βρο­τοῖς.


Ὅ πρῶ­τος στί­χος με­τα­φρά­ζε­ται συ­νή­θως: ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­σα τούς αν­θρώ­πους ἀ­π’ τήν πρό­βλε­ψη τοῦ θα­νά­του. Ἡ με­τά­φρα­ση αὐ­τή, πρῶ­τον, εἶ­ναι με­τω­πια­ία ἀν­τι­φα­τι­κή μέ τήν πε­ρι­γρα­φή πού κά­νει ὁ Προ­μη­θεύς τῆς προ­αν­θρώ­πι­νης κα­τά­στα­σης (447 κ. ε.) Στούς στί­χους πού ἐ­ξε­τά­ζου­με πρό­κει­ται σα­φῶς γιά τό πέ­ρα­σμα ἀ­π’ τήν προ-αν­θρώ­πι­νη στήν ἀν­θρώ­πι­νη κα­τά­στα­ση. Τό δό­σι­μο τῆς φω­τιᾶς ἀ­να­φέ­ρε­ται κα­τό­πιν (στ. 252). Πῶς θά ἦ­ταν νο­η­τό τά ὄν­τα αὐ­τά, πού δέν ἔ­χουν κάν ἔν­νοι­α το­ῦ χρό­νου, νά «προ­βλέ­πουν» τόν θά­να­τό τους; Πῶς μπο­ροῦ­με νά κα­τα­λο­γί­σου­με στόν Αἰ­σχύ­λο μιά τό­σο ἀ­πα­ρά­δε­κτη ἀ­συ­ναρ­τη­σί­α; Δεύ­τε­ρον, βιά­ζει τήν σα­φῆ ἔν­νοι­α τοῦ κει­μέ­νου (γιά νά κο­λα­σθε­ῖ, πρέ­πει νά ἀ­πο­δο­θεῖ, τε­χνη­τά, στό μή τό συμ­πε­πτυγ­μέ­νο νό­η­μα ἵ­να μή). Τό κεί­με­νο λέ­ει: Ἔ­βα­λα τέ­λος στήν κα­τά­στα­ση ὅ­που οἱ θνη­τοί δέν προ­έ­βλε­παν τόν θά­να­το (αὐ­το- νό­η­το, ἀ­φοῦ ἐζοῦ­σαν ἄ­τερ γνώ­μας). Ὄ­χι βέ­βαι­α μέ τήν ἔν­νοι­α τῆς πρό­βλε­ψης τῆς ὥ­ρας καί τῆς στιγ­μῆς, ἄλ­λα μέ τήν ἔν­νοι­α τῆς πρό­βλε­ψης τοῦ γε­γο­νό­τος: ἔ­μα­θα στούς θνη­τούς ὅ­τι εἶ­ναι θνη­τοί. Τρί­τον, δέν εἶ­ναι δυ­να­τό νά ἀ­πο­δο­θε­ῖ στόν Προ­μη­θέ­α ἡ ἐ­ξω­φρε­νι­κή ἰ­δέ­α ὅ­τι τούς θνη­τούς αὐ­τούς (πού προ­έ­βλε­παν τόν θά­να­τό τους, ἐ­νῶ ταυ­το­χρό­νως βλέ­πον­τες ἔ­βλε­πον μά­τη­ν!) τους ἔ­κα­νε νά μήν ξέ­ρουν πιά ὅ­τι εἶ­ναι θνη­τοί. Ἄν ὑ­πάρ­χει κά­τι πού εἶ­ναι βέ­βαι­ο γιά τούς ἀν­θρώ­πους, καί πάν­τως γιά τούς Ἀρχαίους Ἕλ­λη­νες, εἶ­ναι ἡ θνη­τό­τη­τά τους· ἀ­π’ τόν Ὅ­μη­ρο ὡς τό τέ­λος τῆς ἀ­θη­να­ϊ­κῆς τρα­γω­δί­ας, ἡ βε­βαί­ω­ση τοῦ θε­με­λια­κοῦ αὐ­τοῦ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κοῦ της ἀνθρώ­πι­νης ὀν­τό­τη­τας ἐ­πα­να­λαμ­βά­νε­ται σέ κά­θε εὐ­και­ρί­α.

Ὁ Προ­μη­θεύς ἔ­μα­θε στούς αν­θρώ­πους τήν ἀ­λή­θεια — ὅ­τι εἶ­ναι θνη­τοί καί, κα­τά τήν πραγ­μα­τι­κή καί ἀν­τι­κει­με­νι­κά ἀ­λη­θι­νή ἀρχαί­α ἑλ­λη­νι­κή ἀν­τί­λη­ψη, ἀ­νυ­πέρ­βλη­τα καί τε­λε­σί­δι­κα θνη­τοί. Ἀλλά τό νά εἶ­σαι θνη­τός, καί νά τό ξέ­ρεις, εἶ­ναι, ὅ­πως λέ­ει στόν ἑ­πόμε­νο στί­χο ὁ χο­ρός, νό­σος, γιά τήν ὁ­ποί­α χρει­ά­ζε­ται ἕ­να φάρ­μα­κον. Τό φάρ­μα­κο αὐ­τό τό βρῆ­κε καί τό ἔ­δω­σε ὁ Προ­μη­θεύς: ἐγ­κατέ­στη­σε μέ­σα στούς ἄν­θρω­πους τυφλᾶς ἐλ­πί­δας. Τυ­φλές ἐλ­πί­δες, σκο­τει­νές προσ­δο­κί­ες, φροῦ­δες ἀ­να­μο­νές· τά ὄ­πλα — τε­λι­κά μά­ται­α — μέ τά ὁ­ποῖ­α ὁ ἄν­θρω­πος μά­χε­ται τήν θνη­τό­τη­τά του, πού ἀλ­λι­ῶς θά τοῦ ἦ­ταν ἀ­βά­στα­χτη. Ἔ­τσι, ὅ­ταν ὁ χο­ρός ἀ­παν­τά­ει: Μέ­γ’ ὠ­φέ­λη­μα τοῦ­το ἐ­δω­ρή­σω βρο­τοῖς, ἡ ἀ­πάν­τη­ση δέν εἶ­ναι εἰ­ρω­νι­κή. Ἄν ἦ­ταν οἱ ἄν­θρω­ποι νά βγοῦν ἀ­π’ τήν προ-αν­θρώ­πι­νη κα­τά­στα­ση, ἔ­πρε­πε νά ξέ­ρουν τήν πρώ­τη καί τε­λευ­ταί­α ἀ­λή­θεια, ὅ­τι εἶ­ναι θνη­τοί. Ἡ ἀ­λή­θεια αὐ­τή θά μπο­ροῦ­σε νά τούς συν­τρί­ψει (ὅπως τό­σο συ­χνά μας συν­τρί­βει). Τό ἀν­τί­βα­ρο εἶ­ναι οἱ τυ­φλές ἐλ­πί­δες. Οἱ ἐλ­πί­δες αὐ­τές δέν ἀ­να­φέ­ρον­ται σέ κα­μί­α «θε­τι­κή» ἀ­θα­να­σί­α (ὅ­πως τό ξέ­ρου­με ἀ­π’ τή «Νέ­κυι­α» τῆς Ὀ­δύσ­σειας). Σχε­τί­ζον­ται μέ ὅ­σα κά­νει καί μπο­ρεῖ νά κά­νει ὁ ἄν­θρω­πος σέ τού­τη τήν ζω­ή. Φυ­σι­κά εἶ­ναι τυ­φλές, μιά καί τό μέλ­λον εἶ­ναι ἄ­γνω­στο καί οἱ θε­οί φθο­νε­ροί. Ἀλλά αὐτά τά δύ­ο συ­να­παρ­τί­ζουν τόν ἄν­θρω­πο — του­λά­χι­στον τόν Ἀρχαῖο Ἕλ­λη­να: ἡ γνώ­ση τοῦ θα­νά­του, καί ἡ δυ­να­τό­τη­τα ἑ­νός ποι­εῖν-πράτ­τειν πού ἡ γνώ­ση αὐ­τή τό κεν­τρί­ζει ἀν­τί νά τό πνί­γει. Ἡ Ἀρχαία Ἑλ­λά­δα εἶ­ναι ἡ λαμ­πρό­τε­ρη ἀ­πο­δεί­ξη τῆς δυ­να­τό­τη­τας νά με­τα­τρα­πε­ΐ αὐ­τή ἡ ἀν­τι­νο­μί­α σέ πη­γή δη­μι­ουρ­γί­ας.
*
Ἀθήνα, 442. Οἱ Τρι­α­κον­τα­ε­τεῖς Σπον­δές μέ τούς Πε­λο­πον­νη­σί­ους, 446/445, ἀ­να­γνω­ρί­ζουν καί ἐ­πι­κυ­ρώ­νουν τήν ἐ­πι­κρά­τη­ση τῶν Ἀθηναίων. Τό 450 ὁ Φει­δί­ας στή­νει ἐ­πά­νω στήν Ἀκρόπολη τό τε­ρά­στιο μπρούν­τζι­νο ἄ­γαλ­μα τῆς Ἀ­θη­νᾶς, πού φαι­νό­ταν, λέ­νε, ἀ­π’ τό Σού­νιο. Ἡ οἰ­κο­δό­μη­ση τοῦ Παρ­θε­νῶ­νος ἄρ­χι­ζει τό 447, τε­λει­ώ­νει τό 438. Τό Ὠ­δε­ῖο του Πε­ρι­κλέ­ους οἰ­κο­δο­μεῖ­ται τό 443. Τά Μα­κρά Τεί­χη, τε­λει­ω­μέ­να τό 456, ἀ­να­κα­τα­σκευ­ά­ζον­ται ἐν μέ­ρει τό 445. Ὁ Ἡ­ρό­δο­τος ἔ­χει ἤ­δη ἐ­πι­σκε­φθεῖ τήν Ἀθήνα, ὅ­που πι­θα­νό­τα­τα ἐ­διάβα­σε, δη­μό­σια, μέ­ρη τῆς Ἱστορίας, καί ὁ Σο­φο­κλῆς θά γρά­ψει γι’ αὐ­τον ἕ­να ποί­η­μα τό 441. Ἀνάμεσα στούς ἄλ­λους με­γά­λους, πού ἐ­πι­σκέ­πτον­ται τήν Ἀθήνα ἤ μέ­νουν ἐ­κεῖ, πρέ­πει νά ἀ­να­φερ­θεῖ ὁ Πρω­τα­γό­ρας — ὁ Πρω­τα­γό­ρας τοῦ πάν­των χρημά­των μέ­τρον ἄν­θρω­πος, ὁ Πρω­τα­γό­ρας πού εἶ­χε ἀ­σφα­λῶς ὁ ἴ­διος ἐκ­θέ­σει μιά ἀνθρω­πο­γο­νί­α, τήν ὁ­ποί­α νο­μί­ζω ὅ­τι πε­ρί­που πι­στά ἀ­πο­δί­δει ὁ Πλά­των στόν ὁ­μώ­νυ­μο δι­ά­λο­γο καί ὅ­που πε­ρι­έ­γρα­φε καί τήν δι­α­δο­χι­κή ἐ­πι­νό­η­ση ἀπ’ τούς ἄν­θρω­πους τῶν τε­χνῶν καί τῶν γνώ­σε­ων, καί τήν ἴ­ση κα­τα­νο­μή ἀ­νά­με­σά τους τῆς πο­λι­τικῆς φρό­νη­σης, πού στη­ρί­ζει τήν δη­μο­κρα­τί­α. Τό 444/443 οἱ Ἀθηναῖοι, κι­νού­με­νοι ἀ­σφα­λῶς ἀ­πό τάς ἀ­στυ­νό­μους ὀρ­γάς ( Ἀν­τι­γό­νη 354-355), ἀ­πο­φα­σί­ζουν νά ἱ­δρύ­σουν μιά πα­νελ­λη­νι­κή ἀ­ποι­κί­α στούς Θου­ρί­ους, στήν Ἰταλία, στήν θέ­ση τῆς Συ­βά­ρε­ως. Ὡς νο­μο­θέ­τη της δι­α­λέ­γουν τόν, μή Ἀθηναῖο, Ἀβδηρίτη Πρω­τα­γό­ρα. Ὁ Αἰ­σχύ­λος ἔ­χει πε­θά­νει στήν Σι­κε­λί­α, ὁ Σο­φο­κλῆς (γεν­νη­μέ­νος τό 496 στόν Κο­λω­νό) τόν εἶ­χε νι­κή­σει στά Δι­ο­νύ­σια τοῦ 468. Τό 443/42, ἐ­πο­χή πού γρά­φει ἤ τε­λει­ώ­νει τήν Ἀν­τι­γό­νη (53 χρο­νῶν), ἔ­χει ἐ­κλε­γεῖ ἀ­π’ τούς Ἀθηναίους Ἑλλη­νο­τα­μί­ας. Ὁ Εὐ­ρι­πί­δης λαμ­βά­νει μέ­ρος στούς τρα­γι­κούς ἀ­γῶ­νες ἤ­δη ἀ­πό τό 455 καί θά νι­κή­σει γιά πρώ­τη φο­ρά τό 441.

Αὐ­τός εἶ­ναι ὁ λα­ός γιά τόν ὁ­ποῖ­ο ὁ Πε­ρι­κλῆς θά πε­ῖ, δώ­δε­κα χρό­νια ἀρ­γό­τε­ρα: πᾶ­σαν γῆν καί πᾶ­σαν θά­λασ­σαν ἐ­σβα­τόν τῇ ἡ­μέ­τε­ρᾳ τόλ­μῃ κα­τα­ναγ­κά­σαν­τες. Αὐ­τος εἶ­ναι ὁ δη­μι­ουρ­γι­κός κοινω­νι­κό-ἱστο­ρι­κός χῶ­ρος, πού μέ­σα του ἀ­να­δύ­ε­ται τό πολ­λά τά δει­νά κοὐ­δέν ἀν­θρώ­που δει­νό­τε­ρον πέ­λει.

Ἐνῶ ὁ Αἰ­σχύ­λος, εἴ­κο­σι, εἴ­κο­σι πέν­τε χρ­ό­νια πρίν. ἐκ­θέ­τει μιά ἀν­θρω­πο­γο­νί­α, ὄ­χι σάν μί­α βαθμια­ία δι­α­δι­κα­σί­α, ἀλ­λά περι­γράφον­τας ἕ­να ἐ­ξαίφ­νης πέ­ρα­σμα ἀ­π’ τό πρίν στό με­τά ὡς ἀ­πο­τέλεσμα τῆς ἀ­πό­φα­σης καί τῆς πρά­ξης ἑ­νός ἐ­πα­να­στα­τη­μέ­νου Τι­τά­νος, σάν ἀ­πό­σπα­ση, οἰο­νεί κλο­πή, ἀ­πό μί­α ὑ­πε­ράν­θροι­πη δύ­να­μη ἱ­κα­νο­τή­των καί δυ­να­το­τή­των πού ἀ­νή­κουν στίς ὑ­περάν­θρ­ω­πες δυ­νά­μεις (καί συ­νε­πῶς ὑ­πῆ­ρ­χαν ἤ­δη). ὁ Σο­φο­κλῆς ἐκ­θέ­τει, μί­α ἀν­θρωπο­λο­γί­α πού δέν προ­ϋ­πο­θέ­τει τί­πο­τε καί ὅ­που οἱ ἱ­κα­νό­τη­τες καί δυ­να­τό­τη­τες αὐ­τές δη­μι­ουρ­γο­ῦν­ται ἀ­π’ τούς ἀν­θρώ­πους· θέ­τει ἁ­πλά, κα­θα­ρά καί μέ ἔμ­φα­ση τήν ἀν­θρ­ω­πό­τη­τα ὡς αὐ­το­δη­μιουργία. Οἱ ἄν­θρω­ποι δέν πῆ­ραν τί­πο­τε ἀπ’ τούς θε­ούς, καί κα­νέ­νας θε­ός δέν τούς ἔ­δω­σε τί­πο­τε. Αὐ­τό εἶ­ναι τό πνεῦ­μα τοῦ 5ου αἰ­ῶ­νος, κι αὐ­τή εἶ­ναι ἡ τρα­γω­δί­α πού ἐ­βρά­βευ­σαν οἱ Ἀθηναῖοι.

Τό στά­σι­μο (332-375) πρέ­πει φυ­σι­κά νά ἑρ­μη­νευ­θεῖ σέ συ­νάρ­τη­ση μέ τήν θέ­ση του μέ­σα στήν συ­νο­λι­κή οἰ­κο­νο­μί­α τοῦ ἔρ­γου. Ἔρ­χε­ται ἀ­μέ­σως με­τά ἀ­π’ τίς και­νού­ρι­ες ἀ­πει­λές του Κρέ­ον­τος, πού ἔ­μα­θε τήν δεύ­τε­ρη ἀ­πό­πει­ρα τα­φῆς (συμ­βο­λι­κῆς) το­ῦ Πο­λυ­νείκους, καί ἀ­μέ­σως πρίν ἀ­π’ τήν ἀ­να­κά­λυ­ψη καί τήν σύλ­λη­ψη το­ῦ ἐ­νό­χου — της Ἀντιγόνης. Τό νό­η­μά του — στήν οὐ­σία, τό νό­η­μα ὅ­λης τῆς Ἀντιγόνης — βρί­σκε­ται στήν κα­τά­λη­ξή του (364-375), πού τό συν­δέ­ει ἄ­με­σα μέ τίς ὕψι­στες ση­μα­σί­ες πού δι­α­κυ­βεύ­ον­ται μέ­σα σ’ αὐ­τήν τήν τρα­γω­δί­α. Ὁ ἄν­θρω­πος, πού πε­ρι­γρά­φε­ται καί ὑ­μνεῖται στό προ­η­γού­με­νο καί με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος το­ῦ χο­ρι­κοῦ (332-363), συν­δέ­ει τήν δη­μι­ουρ­γι­κή του δει­νό­τη­τα μέ ἕ­να ἀ­νυ­πέρ­βλη­το δι­χα­σμό τῆς φύ­σης του. Τέ­χνας ὑπέρ ἐλ­πί­δ’ ἔ­χων, τό­τε μέν κα­κόν, ἄλλο­τ’ ἐ­π' ἐ­σθλόν ἕρ­πει (365-366). Ἡ σο­φί­α καί ἡ τέ­χνη του ξε­περ­νᾶ­νε κά­θε ἀ­να­μο­νή — ἀλ­λά ἡ πραγ­μα­τι­κό­τη­τά του, ἡ δι­πλή, τόν κά­νει νά βα­δί­ζει ἄλ­λο­τε πρός τό κα­λό κι ἄλ­λο­τε πρός τό κα­κό. Αὐ­τό τό κα­κό καί τό κα­λό ὁ ποι­η­τής δέν τά προσ­δι­ο­ρί­ζει ἠ­θι­κο­λό­γωντας, ἀλ­λά πο­λι­τι­κά. ὁ ἄν­θρω­πος βα­δί­ζει πρός τό κα­λό, ὅ­ταν κα­τορ­θώ­νει νά συ­νυ­φά­νει (πα­ρεί­ρων) τούς νό­μους τῆς πό­λης του (νό­μους χθο­νός· χθῶν ἐ­δῶ δέν εἶ­ναι ἡ γῆ μέ τήν κο­σμι­κή ἔν­νοι­α, εἶ­ναι ἡ πά­τριος γῆ, ἡ πό­λις, ἡ πο­λι­τι­κή κοι­νό­τη­τα) μέ τήν θε­ῶν ἔ­νορ­κον δί­καν, τήν δί­κη/δι­και­ο­σύ­νη τῶν θε­ῶν, τήν κα­το­χυ­ρω­μέ­νη ἀ­π’ τούς ὅρ­κους. Σ’ αὐ­τήν τήν πε­ρί­πτω­ση ὁ ἄν­θρω­πος γί­νε­ται ὑψίπο­λις — λέ­ξη πού ἡ πο­λυ­ση­μί­α της κά­νει τήν με­τά­φρα­σή της ἀ­δύ­να­τη. Ὑ­ψί­πο­λις — ὑ­ψη­λός μέ­σα στήν πό­λη του, ἀλ­λά κυ­ρί­ως ὑ­ψηλός (sublime · πρβλ. Πε­ρί ὕ­ψους) ὡς μέ­λος μιᾶς πό­λης, μιᾶς πο­λι­τι­κῆς, δη­λα­δή ἀν­θρώ­πι­νης, κοι­νό­τη­τος. Ἀμέσως ἀν­τι­τί­θε­ται στόν ὑ­ψί­πο­λιν ὁ ἄ­πο­λις, ὁ ἄν­θρω­πος πού τόλ­μας χά­ριν, ἐ­ξαι­τί­ας τῆς ὑ­περ­βο­λι­κῆς τόλ­μης, τῆς αὐ­θά­δειας, τοῦ θρά­σους — τῆς ὕ­βρε­ως ἐ­πι­τέ­λους, γιά νά χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με τόν πρέ­πον­τα ὄ­ρο — ἀφή­νει τό μή κα­λόν νά τόν κα­τοι­κή­σει. Αὐ­τός πού κα­τέ­χε­ται ἀ­π’ τήν ὕ­βρη γί­νε­ται ἄ­πο­λις, βγαί­νει ἀ­π’ τήν πο­λι­τι­κή κοι­νω­νί­α τῶν ἀν­θρώ­πων (καί τό συγ­κε­κρι­μέ­νο ἀ­πο­τέ­λε­σμα δέν μπο­ρεί νά εἶ­ναι πα­ρά ὁ θά­να­τος, ἡ φυ­γή ἤ ἡ ἐ­ξο­ρί­α). Γί­νε­ται, ὅ­πως λέ­νε οἱ Γάλ­λοι, sans foi ni loi, καί sans feu ni lieu. Καί ὁ Χο­ρός τε­λει­ώ­νει λέ­γον­τας: αὐ­τόν τόν ἄ­πο­λιν δέν τόν θέ­λω ὡς πα­ρέ­στιον, μέ­σα ἤ κον­τά στήν ἑ­στία μου, οὔ­τε ὡς ἴ­σον φρο­νοῦν­τα, προι­κι­σμέ­νο μέ τήν ἴ­δια — ἴ­ση, κοι­νή τῶν πο­λι­των — φρό­νη­ση καί δι­και­ού­με­νο νά θε­ω­ρεῖ τόν ἑ­αυ­τό του ἴ­σο μέ τούς ἄλ­λους πο­λί­τες.

Εἶ­μαι ἀ­ναγ­κα­σμέ­νος νά δώ­σω ἐ­δῶ πο­λύ συ­νο­πτι­κά μιά συ­νο­λι­κή ἑρ­μη­νεί­α τῆς τρα­γω­δί­ας. Τό θέ­μα τῆς τρα­γω­δί­ας δέν εἶ­ναι ἡ ἀ­θω­ό­τη­τα το­ῦ θύ­μα­τος Ἀν­τι­γό­νη πού μά­χε­ται τόν τύ­ραν­νο Κρέ­οντα, οὔ­τε ἡ ἀν­τί­φα­ση ἀ­νά­με­σα στήν ἠ­θι­κή καί στήν raison d'Etat, οὔ­τε τό ἄ­το­μο ἐ­ναν­τί­ον το­ῦ κρά­τους (μον­τέρ­νες ἑρ­μη­νεῖ­ες), οὔ­τε ἡ οἰ­κο­γέ­νεια στήν ἀν­τί­θε­σή της μέ τόν Νό­μο καί τήν Πο­λι­τεί­α (ἑ­γε- λια­νή ἐκ­δο­χή). Τό θέ­μα τῆς τρα­γω­δί­ας εἶ­ναι, πέ­ρα ἀ­π’ ὅ­λα αὐτά, ἡ ὕβρις — ἡ πρά­ξη τόλ­μας χά­ριν. Ἀσφαλῶς ἡ Ἀντιγόνη καί ὁ Κρ­έ­ων ἐκ­πρ­ο­σω­ποῦν δύ­ο ἀν­τι­μ­α­χόμ­ε­νες ἀρχές. Αὐ­τές τίς ἀρχές ὅμως — τούς νό­μους χθο­νός καίτήν θε­ῶν ἔ­νορ­κον δί­καν — ὁ ποι­η­τής δέν τίς θε­ω­ρεῖ ἀ­πό­λυ­τα ἀ­συμ­βί­βα­στες, μιά καί ὁ ἄν­θρω­πος μπο­ρε­ῖ νά γί­νει ὑ­ψίπο­λις συ­νυ­φαί­νον­τα­ς τες (πα­ρεί­ρων). Καί ἡ Ἀν­τι­γό­νη καί ὁ Κο­έ­ων εἶ­ναι ἀ­νί­κα­νοι νά τίς συ­νυ­φά­νουν· καί οἱ δύ­ο τους, μέ τήν τυ­φλή καί ἀ­πό­λυ­τη ὑ­πε­ρά­σπι­ση μιᾶς ἀ­πό τίς δύ­ο ἀρ­χές, γί­νον­ται ὑ­βρι­στές καί ἀ­πο­λι­δες. Ὑ­πέρ­τα­το πα­ρά­δο­ξο: ξε­περ­νών­τας τά ὅ­ρια τοῦ φρο­νε­ῖν, κα­θη­λω­μέ­νος στό μό­νος φρο­νεῖν, ὁ ὑ­πέρ­μα­χος τῶν νό­μων τῆς πό­λε­ως Κρέ­ων γί­νε­ται ἀ­πο­λις. Ἀλ­λά εἶ­ναι ἐ­πί­σης προ­φα­νές ὅτι ἡ ἴ­δια ἡ Ἀντιγόνη εἶ­ναι ἐ­ξί­σου ἀ­πο­λις. Ἀμέσως κα­τό­πιν ἀ­π’ τό χο­ρι­κό πού ἐ­ξε­τά­ζου­με, ὅ­ταν ὁ Φύ­λαξ προ­σά­γει τήν Ἀντιγόνη, πού τήν συ­νέ­λα­βε νά προ­σπα­θεῖ — γιά τρί­τη φο­ρά — νά ρί­ξει χῶ­μα πά­νω στό πτῶ­μα τοῦ Πο­λυ­νεί­κους, ὁ χο­ρός, ἐκ­φρά­ζον­τας τήν κα­τα­θλι­πτι­κή λύ­πη του, δέν ἀ­πευ­θύ­νε­ται στήν Ἀντιγόνη ὡς πρό­μα­χο τῆς εὐ­σέ­βειας καί τοῦ σε­βα­σμοῦ τῶν θεί­ων νό­μων τήν χα­ρα­κτη­ρί­ζει ὡς τρε­λή (ἐν ἀ­φρο­σύ­νῃ κα­θε­λόν­τες, 383). Ἡ ἀ­φρο­σύ­νη τῆς Ἀντιγόνης ἔγ­κει­ται στό ὅ­τι κι αὐ­τή, ὄ­χι μό­νο εἶ­ναι ἀ­νί­κα­νη νά συ­νυ­φά­νει τίς δύ­ο ἀρ­χές, ἀλ­λά τόλ­μας χά­ριν ὑ­περ­βαί­νει τά ὅ­ρια. Πό­λις χω­ρίς νό­μους χθο­νόςδέν μπο­ρεῖ νά ὑ­πάρ­ξει καί, πα­ρα­βι­ά­ζον­τας τούς νό­μους αὐ­τούς, καί ἡ Ἀντιγόνη γί­νε­ται ἄ­πο­λις καί βγαί­νει ἀ­πό τό ἴ­σον φρο­νεῖν.

Ὁ ποι­η­τής λέ­ει στόν δῆ­μο τῶν Ἀθηναίων: ἀ­κό­μα κι ὅ­ταν ἔ­χουμε δί­κιο, μ­πο­ρεῖ νά ἔ­χου­με ἄ­δι­κο, δέν ὑπάρ­χει πο­τέ ἔ­σχα­τος λο­γι­κός λό­γος. Τῷ ὄν­τι, οἱ ἐ­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γί­ες τοῦ Κρέ­ον­τος καί τῆς Ἀντιγόνης, θε­ω­ρη­μέ­νες κα­θ’ ἑ­αυ­τές, εἶ­ναι στε­γα­νές καί χω­ρίς δυ­να­τή λο­γι­κή ἀ­ναί­ρε­ση. Αὐ­τό ἐκ­φρά­ζει κα­θα­ρά ὁ Αἴ­μων, λέ­γον­τας στόν πα­τέ­ρα του: οὔ­τε θέ­λω οὔ­τε μπο­ρῶ νά πῶ ὅ­τι ἔ­χεις ἄ­δι­κο (οὔτ’ ἄν δυ­ναί­μην, μή­τα’ ἐ­πι­σταί­μην λέ­γων, 686)· ἔ­χεις ὅ­μως ἄ­δι­κο γιά ἄλ­λους λό­γους — δι­ό­τι ἐ­πι­μέ­νεις νά ἔ­χεις δί­κιο μό­νος σου ἤ μό­νος ἐ­σύ. Ἐπιβάλλεται νά πα­ρα­τε­θοῦν ἐ­δῶ οἱ κα­τα­πλη­κτι­κοί στί­χοι 707-709:

ὅ­στις γάρ αὐ­τός ἤ φρο­νεῖν μό­νος δο­κεῖ,
ἤ γλῶσ­σαν, ἥν οὐκ ἄλ­λος, ἤ ψυ­χήν ἔ­χειν,
οὗ­τοι δι­α­πτυ­χθέν­τες ὤ­φθη­σαν κε­νοί.

Ὁ Κρέ­ων ἔ­χει ἄ­δι­κο, πα­ρό­λο ὅ­τι ἔ­χει δί­κιο, για­τί ἐ­πι­μέ­νει στό μό­νος φρο­νεῖν — δέν βρί­σκε­ται μέ­σα στο ἴσον φρονεῖν, δεν θέλει καί δέν εἶ­ναι ἱ­κα­νός νά ἀ­κού­σει τόν λό­γο και τούς λό­γους τοῦ ἄλ­λου καί τῶν ἄλ­λων. Εἶ­ναι μέ­σα στήν ὕ­βρη, δέν κα­τορ­θώ­νει νά σύνυ­φά­νει.

Ἡ Ἀντιγόνη εἶ­ναι — ὅ­πως καί ὁ Ἐπιτάφιος — μιά κο­ρυ­φή τῆς δη­μο­κρα­τι­κῆς πο­λι­τι­κῆς σκέ­ψης καί στά­σης, πού ἀ­πο­κλεί­ει καί κα­τα­δι­κά­ζει τό μό­νος φρο­νε­ῖν, πού ἀ­να­γνω­ρί­ζει τήν ἔμ­φυ­τη ὕ­βρη τῶν ἀν­θρώ­πων καί ἀ­παν­τᾶ σ’ αὐ­τήν μέ τήν φρό­νη­ση, καί πού ἀν­τι­με­τωπί­ζει τό ἔ­σχα­το πρό­βλη­μα τοῦ αὐ­τό­νο­μου ἀν­θρώ­που — καί τοῦ ἀ­τό­μου καί τῆς πο­λι­τι­κῆς κοι­νό­τη­τας — τό πρό­βλη­μα τοῦ αὐ­το­περι­ο­ρι­σμοῦ.

Ὁ αὐ­το­πε­ρι­ο­ρι­ο­μός εἶ­ναι ἀ­πα­ραί­τη­τος, ἀ­κρι­βῶς για­τί ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι δει­νός καί για­τί τήν δει­νό­τη­τα αὐ­τή τί­πο­τε ἐ­ξω­τε­ρι­κό δέν μπο­ρεῖ νά τήν πε­ρι­ο­ρί­σει οὐ­σι­α­στι­κά. Οὔ­τε βέ­βαι­α ἡ θε­ῶν ἔ­νορ­κος δί­κα. Αὐ­τή εἶ­ναι μί­α ἀ­πό τίς ἀρ­χές πού δι­έ­πουν τήν ζω­ή τῶν ἀν­θρώ­πων — ἀλ­λά μέ κα­νέ­να τρό­πο δέν φθά­νει. Ἄν ἔ­φθα­νε, δέν θά ὑ­πῆρ­χε οὔ­τε Ἀντιγόνη οὔ­τε τρα­γω­δί­α. Ὅ­πως καί δέν ὑπάρ­χει καί δέν μπο­ρε­ῖ νά ὑ­πάρ­ξει τρα­γω­δί­α ἐ­κεῖ πού μί­α ἔ­σχα­τη ἀρ­χή δί­νει ἀ­παν­τή­σεις σ’ ὅ­λα τά ἐ­ρω­τή­μα­τα: στόν κό­σμο τόν πλα­τω­νι­κό, ὅ­πως καί στόν κό­σμο τόν χρι­στι­α­νι­κό.

Ἡ τρα­γω­δί­α, καί εἰ­δι­κά ἡ Ἀντιγόνη, προ­ϋ­πο­θέ­τει ἀ­κρι­βῶς τήν δει­νό­τη­τα τοῦ ἀν­θρώ­που, πού κο­ρυ­φώ­νε­ται καί αὐ­το­κα­τα­στρέ­φεται μέ τήν ὕ­βρη, ἀλ­λά πού μπο­ρεῖ ἐ­πί­σης, ὅ­ταν εἶ­ναι συ­νυ­φα­σμέ­νη μέ τό ἴ­σον φρο­νε­ῖν, νά φθά­σει στό ὕψος το­ῦ ὑ­ψι­πό­λι­δος. Ἐξ οὗ καί ἡ ἐ­σω­τε­ρι­κή ἀ­νάγ­κη νά πε­ρι­γρα­φεῖ καί νά ὑ­μνη­θεῖ αὐ­τή ἡ δει­νό­τη­τα — πράγ­μα πούκά­νει ὁ Χο­ρός στό με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος τοῦ στα­σί­μου (334-363).

Τό κεν­τρι­κό νό­η­μα τοῦ χο­ρι­κοῦ προ­ε­ξαγ­γέλ­λε­ται στούς δύ­ο πρώ­τους στί­χους — πολ­λά τά δει­νά κοὐ­δέν ἀν­θρώ­που δει­νό­τε­ρον πέ­λει— πού μᾶς βά­ζουν ἀ­μέ­σως σέ ἐ­ρω­τή­μα­τα.

Ἡ καί­ρια λέ­ξη τῶν στί­χων εἶ­ναι φυ­σι­κά τό δει­νός — ἀ­με­τά­φραστη κι αὐ­τή. (Ό Heidegger τήν με­τα­φρά­ζει μέ τό ἀ­νε­παρ­κέ­στα­το das Unheimliche, πού ξε­χνά­ει κεν­τρι­κές ση­μα­σί­ες τῆς λέ­ξης. Ὁ Γάλ­λος με­τα­φρα­στής του αὐ­ξά­νει ἀ­κό­μα τήν ἀ­πό­στα­ση, ἀ­πο­δί­δοντάς τό Unheimliche μέ τό inquietant, ἀ­νη­συ­χη­τι­κός). Συ­νο­ψί­ζον­τας σέ μιά φρά­ση τά συμ­πε­ρά­σμα­τα μιᾶς ἄλ­λης, ἀ­δη­μο­σί­ευ­της ἀ­κό­μα, με­λέ­της μου, θά πῶ ὅ­τι ὁ Σο­φο­κλῆς — κι αὐ­τό εἶ­ναι ἕ­νας οὐ­σι­ώ­δης χα­ρα­κτή­ρας τῆς ἀρ­χαί­ας ἑλ­λη­νι­κῆς ποί­η­σης — ὄ­χι μό­νο δέν εἶ­ναι πάν­τα ὑ­πο­χρε­ω­μέ­νος νά δι­α­λέ­ξει ἀ­νά­με­σα στίς δι­ά­φο­ρες ση­μα­σί­ες τῆς λέ­ξης, ἄλ­λα ἐμ­φα­νέ­στα­τα πολ­λές φο­ρές δέν δι­α­λέ­γει, μπο­ρε­ῖ καί θέ­λει νά τίς δώ­σει ὅ­λες μα­ζί. Δει­νός: πού προ­κα­λεῖ, δι­και­ο­λο­γη­μέ­να, δέ­ος, φό­βο καί τρό­μο — φο­βε­ρός, τρο­με­ρός· ἐ­πι­κίν­δυ­νος. Ἀ­πό ἐ­δῶ πη­γαί­νου­με, μέ μιά ἀ­π’ τίς ὡ­ραι­ό­τε­ρες ση­μα­σια­κές πα­ρα­γω­γές στά ἀρ­χαῖ­α ἑλ­λη­νι­κά, στό: κα­τα­πλη­κτι­κά δυ­να­τός, ἰ­σχυ­ρός, θαυ­μά­σιος καί ἀ­ξι­ο­θαύ­μα­στος, ἐν­δε­χο­μέ­νως καί πα­ρά­ξε­νος. Θαυ­μά­σιος καί ἀ­ξι­ο­θαύ­μα­στος για­τί; Δι­ό­τι ὑ­πέρ-ἱ­κα­νός, ἐ­πι­δέ­ξιος, σο­φός, ἀ­ρι­στο­τέ­χνης, πού βρί­σκει λύ­ση πάν­τα, πού δέν εἶ­ναι πο­τέ χω­ρίς μέ­σα, πο­λυ­μή­χα­νος καί πο­λυ­τρό­πος θά ἔ­λε­γε ὁ Ὅ­μη­ρος — καί τό λέ­ει ὁ Σο­φο­κλῆς στό τέ­λος τοῦ χω­ρί­ου πού συ­ζη­τᾶ­με: ἄ­πο­ρος ἐ­π’ οὐ­δέν ἔρ­χε­ται τό μέλ­λον (360-361). Ἀνάμεσα σ’ αὐ­τές τίς ση­μα­σί­ες οἱ λε­ξι­κο­γρά­φοι καί οἱ με­τα­φρα­στές εἶ­ναι ὑ­πο­χρε­ωμέ­νοι νά δι­α­λέ­ξουν. Ὁ Σο­φο­κλῆς, κι ὅσοι ἔ­χου­με τήν τύ­χη νά κα­τα­λα­βαί­νου­με λί­γο τά ἑλ­λη­νι­κά, ὄ­χι.

Τό ση­μα­σια­κό σύμ­πλεγ­μα τῆς λέ­ξης φω­τί­ζε­ται καί πλου­τί­ζε­ται ἀπ’ τήν συ­νέ­χεια τοῦ κει­μέ­νου. Δει­νός ση­μαί­νει, ἀ­π’ τήν Ἀντιγόνη καί με­τά, ὅ­λα ὅ­σα ὁ Σο­φο­κλῆς θά ἀ­πο­δώ­σει στόν ἄν­θρω­πο ὡς δει­νόν. Κι ὁ πρῶ­τος φω­τι­σμός μᾶς δί­νε­ται ἀ­π’ τήν ἐ­πα­νά­λη­ψη τῆς λέ­ξης στήν συ­νέ­χεια τῆς φρά­σης, σ’ ἕ­να οἰ­ο­νεί ὑ­περ­θε­τι­κό βαθ­μό, κα­τα­σκευ­α­σμέ­νο μέ τήν ἄρ­νη­ση το­ῦ συγ­κρι­τι­κοῦ: οὐ­δέν ἄν­θρω­που δει­νό­τε­ρον. Τό δει­νός προσ­δι­ο­ρί­ζει τόν ἄν­θρω­πο, καί προσ­δι­ο­ρί­ζε­ται ἀ­π’ τόν ἄν­θρω­πο: εἶ­ναι ὁ χα­ρα­κτή­ρας ἐ­κεῖ­νος, πού κα­νέ­να ὄν δέν τόν πα­ρου­σιά­ζει στόν ἴ­διο βαθ­μό μέ τόν ἄν­θρω­πο.

Οὐ­δέν ἀν­θρώ­που δει­νό­τε­ρον. Τί­πο­τα δέν εἶ­ναι πιό τρο­με­ρό, θαυ­μά­σιο, ἱ­κα­νό-πραγ­μα­το­ποι­η­τι­κό, ἀ­π’ τόν ἄν­θρω­πο. Ἀκόμα μιά φο­ρά ἐ­ρω­τῶ: τολ­μᾶ­με νά πά­ρου­με τόν ποι­η­τή στά σο­βα­ρά; Θά ὑ­πο­θέ­σου­με ὅ­τι ὁ ποι­η­τής χρη­σι­μο­ποι­εῖ λέ­ξεις εἰ­κῇ καί ὡς ἔ­τυ­χε; Ὁ Σο­φο­κλῆς, μά­στο­ρας τῆς κυ­ρι­ο­λε­ξί­ας καί τῆς και­ρι­ο­λε­ξί­ας, λέ­ει κα­θα­ρά καί δυ­να­τά: οὐ­δέν. Οὐ­δέν: οὔ­τε ἡ θά­λασ­σα, οὔ­τε ὁ χει­μώ­νας, οὔ­τε τά ἄ­γρια θη­ρί­α — τί­πο­τα. Τί­πο­τα ἀ­π’ τήν φύ­ση. Ἀλ­λά ὁ Σο­φο­κλῆς δέν πε­ρι­ο­ρί­ζει τό οὐ­δέν στήν φύ­ση. Λέ­ει, ἀ­πο­λύ­τως: οὐ­δέν. Οὐ­δέν: οὔ­τε λοι­πόν καί οἱ θε­οί.

Αὐ­τό φω­τί­ζει πά­λι τό δει­νός, ἐ­νῶ φαί­νε­ται ταυ­το­χρό­νως νά τό συ­σκο­τί­ζει. Μέ ποι­ά ἔν­νοι­α μπο­ρεῖ ὁ ἄν­θρω­πος νά εἶ­ναι δει­νό­τε­ρος ἀ­π’ τήν φύ­ση — κι ἀ­π’ τούς θε­ούς; Ἡ ἀ­πάν­τη­ση εἶ­ναι ἐν­τού­τοις προ­φα­νής — καί ἐ­κτί­θε­ται, σχε­δόν ἄ­με­σα, στήν συ­νέ­χεια τοῦ χο­ρι­κοῦ. Ὁ πο­λιός πόν­τος κι ὁ χει­μέ­ριος νό­τος εἶ­ναι ἀ­σφα­λῶς δυ­να­τό­τε­ρα ἀ­π’ τόν ἄν­θρω­πο — ὅ­πως καί τά θη­ρῶν ἀ­γρί­ων ἔ­θνη, καί τό­σα ἄλ­λα ὄν­τα. Ἀλλά τά ὄν­τα αὐ­τά εἶ­ναι, καί εἶ­ναι ὅ,τι εἶ­ναι, ἀ­πό τήν φύ­ση τους. Σέ ὁ­ποι­ον­δή­πο­τε χρό­νο ἔ­κα­ναν, κά­νουν καί θά κά­νουν τά ἴ­δια πράγ­μα­τα. Καί τίς δυ­νά­μεις πού ἔ­χουν, τίς ἔ­χουν δι­ό­τι τούς ἔ­χουν δο­θεῖ μιά γιά πάν­τα, χω­ρίς νά μπο­ροῦν νά τίς ἀλ­λάξουν. Τό τί ἐ­στίν τους, ὅ­πως θά ἔ­λε­γε ὁ Ἀριστοτέλης, πού τά κα­θο­ρί­ζει καί πού ἀ­να­πτύσ­σε­ται στά δι­ά­φο­ρα κα­τη­γο­ρή­μα­τά τους, δέν προ­έρ­χε­ται ἀ­πό αὐ­τά τά ἴ­δια.

Τό ἴ­διο ἀ­κρι­βῶς ἰ­σχύ­ει καί γιά τούς θε­ούς. Συν­τρι­πτι­κά πιό δυ­να­τοί ἀ­π’ τόν ἄν­θρω­πο, προι­κι­σμέ­νοι μέ ἀ­να­ρίθ­μη­τες δυ­να­τό­τη­τες καί ἱ­κα­νό­τη­τες — ὄ­χι ὅ­μως, ἄς τό ὑ­πεν­θυ­μί­σου­με, παν­το­δύ­να­μοι —, ἀ­θά­να­τοι — ὄ­χι ὅ­μως αἰ­ώ­νιοι ἤ ἄ­χρο­νοι — οἱ θε­οί εἶ­ναι αὐ­τό πού εἶ­ναι ἀ­π’ τήν «φύ­ση» τους καί χω­ρίς νά ἔ­χουν κά­νει τί­πο­τα γι’ αὐ­τό. Κι ἔ­τσι, π.χ., ἀ­π’ τήν μιά με­ριά δέν ἔ­χουν ἀ­νάγ­κη νά κα­τα­φύ­γουν στήν τέ­χνη — νά ναυ­πη­γή­σουν κα­ρά­βια γιά νά με­τα­κι­νη­θοῦν, ἤ νά γρά­ψουν κά­τι γιά νά τό θυ­μη­θοῦν ἀ­π’ τήν ἄλ­λη με­ριά, ἡ τέ­χνη τοῦ Ἡ­φαί­στου εἶ­ναι βέ­βαι­α ἀ­συγ­κρί­τως ἀ­νώ­τε­ρη ἀ­π’ τήν ἀνθρώ­πι­νη, ἀλ­λά τήν τέ­χνη αὐ­τή δέν τήν ἐ­πε­νό­η­σε ὁ Ἡ­φαι­στος, τοῦ εἶ­ναι ἔμ­φυ­τη, ὁ Ἥ­φαι­στος εἶ­ναι ἡ τέ­χνη, ὅπως ὁ Ἄ­ρης εἶ­ναι ὁ πό­λε­μος κι ἡ Ἀ­θη­νᾶ εἶ­ναι ἤ σο­φί­α.

Ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι τό ὄν, τοῦ ὁ­ποί­ου οὐ­δέν δει­νό­τε­ρον πέ­λει, κι αὐ­τό, για­τί τί­πο­τε ἀ­π’ ὅ­σα κά­νει — καί πού πε­ρι­γρά­φον­ται, ἐν­δει­κτι­κά καί ἀ­πο­σπα­σμα­τι­κά κα­τ’ ἀ­νάγ­κην, στούς στί­χους 334-351 — δέν μπο­ρεῖ νά ἀ­πο­δο­θεῖ σ’ ἕ­να «φυ­σι­κό» προί­κι­σμά του. Τό τί ἔ­στιν τοῦ ἀν­θρ­ώ­που. πού ἐκ­φρά­ζε­ται καί ἀ­να­πτύσ­σε­ται μέ τά διάφο­ρα κα­τη­γο­ρή­μα­τά του, εἶ­ναι ἔρ­γο τοῦ ἴ­διου τοῦ ἀν­θρώ­που. Σέ φι­λο­σο­φι­κή ὁ­ρο­λο­γί­α: ὁ ἄν­θρω­πος θέ­τει τόν ἑ­αυ­τό του ὡς ἄν­θρω­πο, ἡ οὐ­σί­α τοῦ ἄν­θρω­που εἶ­ναι αὐ­το­δη­μι­ουρ­γί­α, κι αὐ­τή ἡ φρά­ση νο­εῖ­ται μέ­ τίς δύ­ο ἔν­νοι­ες: ὁ ἄν­θρω­πος δη­μι­ουρ­γεῖ τήν οὐ­σία του, καί ἡ οὐ­σία αὐ­τή εἶ­ναι δη­μι­ουρ­γί­α καί αὐ­το­δη­μι­ουρ­γί­α. Ὁ ἄν­θρω­πος δη­μι­ουρ­γεῖ τόν ἑ­αυ­τό του ὡς δη­μι­ουρ­γό, μέ­σα σ’ ἕ­να κύ­κλο, τοῦ ὁ­ποί­ου ἡ φαι­νο­με­νι­κή λο­γι­κή φαυ­λό­τη­τα ἀ­πο­κα­λύ­πτει τό ὀν­το­λο­γι­κά πρω­ταρ­χι­κό.

Τό ὅ­τι αὐ­τή εἶ­ναι ἡ σύλ­λη­ψη τοῦ Σο­φο­κλέ­ους γί­νε­ται φα­νε­ρό πέ­ρα ἀ­πό κά­θε ἀμ­φι­βο­λί­α μέ μί­α λέ­ξη, πού — μα­ζί μέ τό παν­το­πό­ρος· ἄ­πο­ρος ἐ­π’ οὐ­δέν ἔρ­χε­ται τό μέλ­λον καί τό οὐ­δέν ἀν­θρώ­που δει­νό­τε­ρον — εἶ­ναι ὁ τρί­τος στυ­λο­βά­της αὐ­τού του μέ­ρους τοῦ χο­ρι­κοῦ: ἐ­δι­δά­ξα­το (354). Ἡ μέ­ση φω­νή δη­λώ­νει, ὅ­πως ξέ­ρου­με, τήν ἐ­πι­στρο­φή τῆς ἐ­νέρ­γειας πά­νω στό ὑ­πο­κεί­με­νο πού ἐ­νερ­γεῖ. Τόν ἀν­θρ­ω­πο δέν τόν ἐ­δί­δα­ξε κα­νείς (π.χ. ὁ Προ­μ­η­θεύς)· ἐ­δί­δαξε τόν ἑ­αυ­τό του. Ὅ­ταν μέ δι­δά­σκουν, κά­ποι­ος πού ἤ­δη κα­τέ­χει μί­α γνώ­ση, μοῦ τήν δί­νει, μοῦ τήν προ­σφέ­ρει, μοῦ τήν με­τα­βι­βά­ζει. Ὅ­ταν δι­δά­σκο­μαι (μέ­ση φω­νή), δί­νω στόν ἕ­αυ­τό μου κά­τι πού ὁ ἑ­αυ­τός μου δέν ἔ­χει (ἀλ­λι­ῶς, για­τί νά τοῦ τό δώ­σω;) καί πού ἔ­χει (ἀλ­λι­ῶς, ποι­ός τό δί­νει;). Ὁ φαι­νο­με­νι­κός πα­ρα­λο­γι­σμός αἴ­ρε­ται ἅ­μα κα­τα­λά­βου­με ὅ­τι ἡ αὐ­το­ε­νέρ­γεια τοῦ αὐ­τοδι­δα­σκό­μενου ἀν­θρώ­πρυ δημιουρ­γε­ῖ (φέρ­νει σέ ὕ­παρ­ξη) καί τό «πε­ρι­ε­χό­μενο» καί τό «ὑ­πο­κίμε­νό» της, πού ἀλ­λη­λο­προσ­δι­ο­ρί­ζον­ται καί ἀλ­λη­λο-ὑ­πάρ­χουν.

Ὁ τρί­τος αὐ­τός στυ­λο­βά­της εἶ­ναι, ἴ­σως, ὁ ση­μαν­τι­κό­τε­ρος, για­τί τό ἐ­δι­δά­ξα­το αὐ­τό ἀ­να­προσ­δι­ο­ρί­ζει καί ἀ­να­το­πο­θε­τε­ῖ ὅ­λα ὅ­σα ἐ­λέ­χθη­σαν προ­η­γου­μέ­νως: ὅ­λα τά ἔρ­γα καί δη­μι­ουρ­γή­μα­τα τοῦ ἀν­θρώ­που, πού σχε­τί­ζον­ται μέ συγ­κε­κρι­μέ­νες τέ­χνες (ναυ­σι­πλο­ΐ­α, γε­ωρ­γί­α, θή­ρα κλπ.)· Για­τί ὅλες αὐ­τές οἱ τέ­χνες προ­ϋ­πο­θέ­τουν ἀ­πο­φα­σι­στι­κά αὐ­τά πού ¨ο ἄν­θρω­πος ἐδιδά­ξα­το:

Καί φθέγ­μα καί ἀ­νε­μό­εν
φρό­νη­μα καί ἀ­στυνόμους
ὀρ­γάς ἐ­διδά­ξα­το...

¨Ο Ἀριστοτέλης, ἕ­να αἰ­ώ­να με­τά, θά κα­θο­ρί­σει τόν ἄν­θρω­πο ὡς ζῷ­ον λό­γον ἔ­χον καί ζῶ­ον πο­λιτι­κόν. Τολ­μῶ νά πῶ ὅ­τι ὁ ποι­η­τής ἐ­δῶ εἶ­ναι βα­θύ­τε­ρος, δι­ό­τι ρι­ζι­κό­τε­ρος, ἀ­π’ τόν βα­θύ­τα­το φι­λό­σο­φο. Ὁ ἄν­θρω­πος δέν «ἔ­χει» τόν λό­γο ὡς «φυ­σι­κή» ἰ­δι­ό­τη­τα ἤ προί­κι­ση — οὔ­τε ἡ πο­λι­τι­κό­τη­τά του τοῦ εἶ­ναι ἁ­πλῶς δο­σμέ­νη καί δε­δο­μέ­νη. Ὁ ἄν­θρω­πος ἐ­δί­δα­ξε στόν ἕ­αυ­τό του — ἐ­δη­μι­ούρ­γη­σε — τήν γλώσ­σα (φθέγ­μα), τήν σκέ­ψη (φρό­νη­μα) καί τίς ἀ­στυνό­μους ὀρ­γάς, πού ὁ Χά­ιν­τεγ­κερ με­τα­φρά­ζει, κα­θα­ρά να­ζι­στι­κά πλέ­ον, den Mut der Herrschaft iiber die Stadte, τό πά­θος τῆς κυ­ρι­αρ­χί­ας πά­νω στίς πό­λεις. Με­τά­φρα­ση ἐ­πι­πλέ­ον ἄ­φρων· γιά νά ὑ­πάρ­χει κυ­ρι­αρ­χί­α πά­νω στίς πό­λεις, πρέ­πει πρῶ­τα νά ὑ­πάρ­χουν πό­λεις. Ὁ Σο­φο­κλῆς δέν μι­λά­ει γιά κυ­ρι­αρ­χί­α πά­νω σέ δῆ­θεν ἤ­δη ὑ­πάρ­χουσές πό­λεις, το­πο­θε­τεῖ­ται στήν «στιγ­μή» (στό ὀν­το­λο­γι­κό στρῶ­μα), ὅ­ταν ὁ ἄν­θρω­πος δη­μι­ουρ­γεῖ τήν γλώσ­σα καί τήν σκέ­ψη — καί τίς ἀ­στυνό­μους ὀρ­γάς, τά πά­θη, τίς δι­α­θέ­σεις, τίς ὁρ­μές πού δί­νουν νό­μους στά ἄ­στε­α — πού θε­σμί­ζουν τίς πό­λεις. Τά θε­σμί­ζον­τα πά­θη εἶ­ναι ἴ­σως ἡ κα­λύ­τε­ρη ἀ­πό­δο­ση τῆς ἐκ­πλη­κτι­κῆς — σκε­φτό­μα­στε συ­νή­θως τόν νό­μο καί τόν θε­σμό ὡς τά ἀ­πο­λύ­τως ἀν­τί­θε­τα μέ τίς ὀρ­γές, μέ τά πά­θη — καί βα­θιά ἀ­λη­θι­νῆς —στήν ρί­ζα τοῦ πρω­ταρ­χι­κοῦ θε­σμοῦ ὑ­πάρ­χει μί­α προ-λο­γι­κή «βού­λη­ση» καί πρό­θε­ση, κι οἱ θε­σμοί δέν μπο­ροῦν νά δι­α­τη­ρη­θοῦν χω­ρίς πά­θος — ἰ­δέ­ας το­ῦ Σο­φο­κλέ­ους.

Ἡ δει­νό­τη­τα το­ῦ ἀν­θρώ­που συ­νο­ψί­ζε­ται μέ τήν φρά­ση πού κλεί­νει αὐ­τό τό μέ­ρος τοῦ στα­σί­μου:

Παν­το­πό­ρος· ἄ­πο­ρος
ἐ­π’ οὐ­δέν ἔρ­χε­ται
τό μέλ­λον...

πού γιά τόν Ἕλ­λη­να ἀ­να­γνώ­στη δέν χρει­ά­ζε­ται με­τά­φρα­ση καί σχε­τι­κά μέ τήν ὁ­ποί­α θά ση­μει­ώ­σω μό­νο ξα­νά τό παν­το­πό­ρος, πού πα­ρα­πέμ­πει ὄ­χι μό­νο στήν πο­λυ­μη­χα­νί­α ἀλ­λά καί στήν κα­θο­λι­κότη­τα τῆς ἀν­θρώ­πι­νης αὐ­το­δη­μι­ουρ­γί­ας.

Τῆς δει­νό­τη­τας αὐ­τῆς ὁ ποι­η­τής γνω­ρί­ζει ἕ­να καί μό­νον ἕ­να ἀ­πό­λυ­το ὅ­ριο, τόν θά­να­το:

... Ἅι­δα μό­νον
φε­ῦ­ξιν οὐκ ἐ­πά­ξε­ται.

¨Ο Ἅ­δης ὁ τε­λει­ω­τι­κός — σύμ­φω­να μέ τήν προ­κλα­σι­κή καί κλα­σι­κή ἑλ­λη­νι­κή ἀν­τί­λη­ψη ὡς τό τέ­λος τόν 5ου αἰ­ώ­να, πού δέν κα­τα­δέ­χε­ται νά αὐ­το­πα­ρηγ­ορη­θεῖ μέ ἀ­θα­να­σί­ες καί φροῦ­δες ἐλ­πί­δες γιά με­τά θά­να­τον ζω­ή — ἔρ­χε­ται ἐ­δῶ ὄ­χι μό­νο σάν ὑ­πό­μνη­ση τῆς ἔ­σχα­της ἀ­λή­θειας, ἀλ­λά καί γιά νά ὑ­πο­γραμ­μί­σει τήν δει­νό­τη­τα τοῦ ὄν­τος αὐ­τοῦ, πού γνω­ρί­ζον­τας τήν θνη­τό­τη­τά του, δέν παύ­ει ἐν­τού­τοις νά χω­ρεῖ, νά ἀ­πο­τρύε­ται, νά ἄ­γει, νά κρα­τεῖ καί νά δι­δά­σκε­ται.

   Τό δεύ­τε­ρο ὅ­ριο, τό ἐ­σω­τε­ρι­κό, ἄν μπο­ρῶ νά πῶ, καί ἐγ­γε­νές στόν ἄν­θρω­πο, εἶ­ναι ἡ δι­φυ­ΐ­α του, πού τόν κά­νει νά βα­δί­ζει ἄλ­λο­τε πρός τό κα­κόν κι ἄλ­λο­τε πρός τό ἐ­σθλόν. Ὅ­ριο, για­τι ὁ Σο­φο­κλῆς — ὅ­πως κι ὁ Θου­κυ­δί­δης εἴ­κο­σι ἤ τριά­ντα χρό­νια ἀρ­γό­τε­ρα — , ἐ­νῶ πε­ρι­γρά­φει μί­α τι­τα­νι­κή δι­α­δι­κα­σί­α δη­μι­ουρ­γί­ας καί πρό­σκτη­σης δύ­να­μης καί δυ­νά­με­ων το­ῦ ἀν­θρώ­που, δέν βλέ­πει, δι­και­ό­τα­τα, κα­μί­α «ἠ­θι­κή πρό­ο­δο» νά ἐ­πι­τε­λεῖ­ται μέ­σω αὔ­τής της δι­α­δι­κα­σί­ας. Τό κα­κόν καί τό ε­σθλόν πάν­τα συ­νό­δευ­αν καί θά συ­νο­δεύ­ουν τόν ἄν­θρω­πο, πάν­τα θά εἶ­ναι οἱ δύ­ο πό­λοι πού ἐ­ναλ­λασ­σό­με­νοι κα­τευ­θύ­νουν τά βή­μα­τά του. Ὁ ἀ­να­γνώ­στης τοῦ 20ού αἰ­ώ­να θά ἐ­πι­κυρώ­σει χω­ρίς δυ­σκο­λί­α τήν ἀν­τίλη­ψη τοῦ ποι­η­τῆ μέ τήν ἐμ­πει­ρί­α εἴ­κο­σι πέν­τε αἰ­ώ­νων με­γα­λουρ­γη­μά­των καί τε­ρα­τω­δῶν κα­κουρ­γη­μά­των, τά χει­ρό­τε­ρα ἀ­π’ τά ὁ­ποῖ­α ἔ­γι­ναν μέ τήν ἐ­πί­κλη­ση τοῦ ἐ­σθλοῦ καί τῆς ἐγ­κό­σμιας ἤ ἐξω­κο­σμι­κῆς σω­τη­ρί­ας τοῦ ἀν­θρώ­που

Τήν δι­φυ­ΐ­α ὅ­μως αὐ­τήν ὁ ποι­η­τής δέν τή βλέ­πει μοι­ρο­λα­τρι­κά. Γνω­ρί­ζει ὅ­τι ὁ ἄν­θρω­πος μπο­ρεῖ νά γί­νει ὑψί­πο­λις, καί τό κα­τορ­θώ­νει, ὅ­ταν συ­νυ­φαί­νει τούς νό­μους χθο­νός μέ τήν θε­ῶν ἔ­νορ­κον δί­καν. Ἡ δί­κη αὐ­τή ἐμ­φα­νί­ζε­ται, ἔ­τσι, σάν ἕ­να τρί­το, σχε­τι­κό, ὅ­ριο τῆς ἀν­θρώ­πι­νης πρά­ξης/ποί­η­σης. Ὁ ἄν­θρω­πος δι­δά­σκε­ται τούς νό­μους του, τούς θέ­τει καί τούς θε­σμί­ζει. Πλά­ι ὅ­μως σ’ αὐ­τούς τούς νό­μους ὑ­πάρ­χει ἡ δί­κη τῶν θε­ῶν, πού δέν φθά­νει κα­τά κα­νέ­να τρό­πο — ἀλ­λι­ῶς δέν θά χρει­ά­ζον­ταν καί δέν θά ὑ­πῆρ­χαν κάν νό­μοι χθο­νός — ἀλ­λά καί πού δέν μπο­ρεῖ νά πα­ρα­γνω­ρι­σθεῖ.

Στήν Ἀντιγόνη ἡ δί­κη τῶν θε­ῶν ἔ­χει ἕ­να συγ­κε­κρι­μέ­νο πε­ρι­ε­χό­με­νο, ἀ­φο­ρᾶ τά κα­θι­ε­ρω­μέ­να ἔ­θι­μα τῆς τα­φῆς. Ἤ­δη στήν Ἀν­τι­γό­νη ὅ­μως κι αὐ­τή ἡ δί­κη συ­ναν­τᾶ τά ὅ­ριά της. Λα­τρεί­α θε­ῶν χω­ρίς πό­λη, χω­ρίς ἔν­νο­μη ἀν­θρώ­πι­νη κοι­νό­τη­τα, δέν εἶ­ναι νο­η­τή. Πό­λη πού νά μή προ­στα­τεύ­ει τόν ἑ­αυ­τό της ἀ­πό τήν προ­δο­σί­α, τήν συ­νερ­γα­σί­α μέ τούς ἐ­χθρούς, μέ μό­νο κί­νη­τρο τήν δί­ψα τῆς προ­σω­πι­κῆς ἐ­ξου­σί­ας (Πο­λυ­νεί­κης) ἐ­πί­σης δέν εἶ­ναι νο­η­τή. Ἡ μή κύ­ρω­ση τῆς δι­α­γω­γῆς το­ῦ Πο­λυ­νεί­κους θά κα­θι­στοῦ­σε, στίς ὁ­ρια­κές της συ­νέ­πει­ες ἀ­δύ­να­τη τήν λα­τρεί­α τῶν θε­ῶν. Ἡ κύ­ρω­σή της μέ τόν τρό­πο πού ἀ­πο­φά­σι­σε ὁ Κρ­έ­ων —τήν ἀ­πα­γό­ρευ­ση τα­φής — πρ­οσβάλ­λει ἐ­πί­σης τούς θε­ούς. Ἡ δί­κη τῶν θε­ῶν δέν εἶ­ναι μο­νο­σή­μαν­τη — κι αὐ­τό τό γνω­ρί­ζου­με ἄ­φθο­να κι ἀ­πό τόν Ὅ­μη­ρο κι ἀ­πό πολ­λές ἄλ­λες τρα­γω­δί­ες. Οἱ ἴ­διοι οἱ θε­οί εἶ­ναι σέ πό­λε­μο με­τα­ξύ τους· οἱ ἴ­διοι δέν ἔ­χουν νό­μους, οἱ σχέ­σεις τους ρυθ­μί­ζον­ται ἀ­πό τήν δύ­να­μη, ὄ­χι ἀ­πό τόν νό­μο. Ὁ  Ὀ­ρέ­στης το­ῦ Αἰ­σχύ­λου εἶ­ναι ἕ­να ἀπ’ τά τό­σα θύ­μα­τα τῆς δι­α­μά­χης τῶν θε­ῶν. Οἱ ἐ­πι­τα­γές τῶν θε­ῶν εἶ­ναι σκο­τει­νές καί πο­λυ­σή­μαν­τες, καί μπο­ροῦν νά ὁ­δη­γή­σουν στήν κα­τα­στρο­φή — ὅ­πως πράγ­μα­τι ὁ­δη­γοῦν στήν κα­τα­στρο­φή τήν Ἀντιγόνη.

Τό πῶς σκέ­πτε­ται τούς θε­ούς ὁ Σο­φο­κλῆς δέν τό ξέ­ρου­με, κι εἶ­ναι πο­λύ δύ­σκο­λο νά τό συμ­πε­ρά­νου­με. Ξέ­ρου­με ὅ­τι ἀ­νῆ­κε στόν κύ­κλο τοῦ Πε­ρι­κλέ­ους — ὅ­πως καί ὁ Πρω­τα­γό­ρας (Πε­ρί μέν θε­ῶν οὐκ ἔ­χω εἰ­δέ­ναι, οὔθ ’ ὡς εἰ­σίν οὔθ’ ὡς οὐκ εἰ­σίν οὔθ’ ὁ­ποῖ­οι τινές ἰ­δέ­αν, Diels Kranz11, 80, 4). Τοῦ­το του­λά­χι­στον μᾶς ἐ­πι­τρέ­πει ἡ Ἀντιγόνη νά ποῦ­με ἀ­δί­στα­κτα: ὅ­πως ἡ δί­κη τῶν θε­ῶν δέν ἀρ­κεῖ, τό ἴ­διο δέν ἀρ­κοῦν οἱ νό­μοι χθο­νός. Ὑ­πα­κού­ον­τας σ’ αὐ­τούς ὁ ἄν­θρω­πος πρέ­πει νά ξέ­ρει ὅ­τι δέν κα­θο­ρί­ζουν ἀ­πο­κλει­στι­κά τό θε­μι­τό, οὔ­τε ἐ­ξαν­τλοῦν τό ἀ­πα­γο­ρευ­μέ­νο. Κά­ποι­ο ἄλ­λο στοι­χεῖ­ο, πλά­ι στόν ἑ­κά­στο­τε θε­σμι­σμέ­νο — θε­τι­κό καί, ὅ­πως καί νά ’­ναι, χῶ­ρο-χρο­νι­κά το­πι­κό, ἄ­ρα σχε­τι­κό — νό­μο πρέ­πει νά ὑ­πάρ­χει, πού, χω­ρίς νά τόν ἀ­ναι­ρεΐ ἡ νά τόν ὑ­πα­γο­ρεύ­ει, χρει­ά­ζε­ται νά συ­νυ­φαν­θεῖ μα­ζί του. Αυτό τό στοι­χεῖ­ο ὁ ποι­η­τής, μέ τήν γλώσ­σα καί τίς πα­ρα­στά­σεις τῆς πό­λης του καί τῆς ἐ­πο­χῆς του, τό ὀ­νο­μά­ζει θε­ῶν ἔ­νορ­κον δί­καν.

Τε­λει­ώ­νον­τας, ἄς συ­νο­ψί­σου­με συγ­κρι­τι­κά τήν ἀν­θρω­πο­λο­γί­α τῶν δύ­ο ποι­η­τῶν. Τό κοι­νό τους ση­μεῖ­ο εἶ­ναι, φυ­σι­κά, ἡ κα­θο­ρι­στι­κή ση­μ­α­σί­α τῆς σκέ­ψης καί τῆς τέ­χνης. Πέ­ρα ἀ­π’ αὐ­τό, οἱ δι­α­φο­ρές εἶ­ναι τε­ρά­στι­ες. Ὁ Αἰ­σχύ­λος μι­λά­ει δι­ε­ξο­δι­κά γιά τήν μαν­τι­κή, ὁ Σο­φο­κλῆς δέν ἐν­δι­α­φέ­ρε­ται γι’ αὐ­τήν. Ὁ Αἰ­σχύ­λος δέν ἀ­να­φέ­ρει κα­θό­λου τήν ἵ­δρυ­ση καί τήν θέ­σμι­ση τῆς πο­λι­τι­κῆς κοι­νω­νί­ας, ὁ Σο­φο­κλῆς ὁ­δη­γεῖ ὅ­λο τό χο­ρι­κό πρός τίς ἀ­στυνό­μους ὀρ­γάς, τόν ὕὑψί­πο­λιν καί τόν ἄπο­λιν.

 Ὁ Αἰ­σχύ­λος ξε­κι­νά­ει ἀ­πό μί­α ὀ­νει­ρι­κή, ἐ­φι­αλ­τι­κή πρό-ἀν­θρώ­πινη κα­τά­στα­ση καί πα­ρου­σιά­ζει τήν δι­ά­βα­ση πρός τήν ἀν­θρώ­πι­νη κα­τά­στα­ση ὡς δῶ­ρο, ἀ­πό­φα­ση καί πρά­ξη ἑ­νός ὑ­πε­ράν­θρω­που ὄντος. Τί­πο­τε τό ἀ­νά­λο­γο στόν Σο­φο­κλῆ, γιά τόν ὁ­ποῖ­ο δέν ὑ­πάρ­χει προ-ἀν­θρώ­πι­νη κα­τά­στα­ση το­ῦ ἀν­θρώ­που, ἀλ­λά, ἀ­π’ τήν στιγ­μή πού ὑ­πάρ­χει ἄν­θρω­πος, ὁ­ρί­ζε­ται μέ τήν δη­μι­ουρ­γι­κή καί αὐ­το-δη μι­ουρ­γι­κή του πρά­ξη/ποί­η­ση, μέ τήν αὐ­το­δι­δα­χή του. Τόν ἄν­θρω­πο τοῦ Αἰ­σχύ­λου ὁ Προ­μη­θέ­ας τόν ἐ­δί­δα­ξε ὅ­τι εἶ­ναι θνη­τός, ἀν­τισταθ­μί­ζον­τας ταυ­το­χρό­νως τό ἀ­βά­στα­χτο βά­ρος αὐτής της γνώ­σης μέ τυ­φλές ἐλ­πί­δες. Ὁ ἄν­θρω­πος τοῦ Σο­φο­κλῆ ξέ­ρει ὅ­τι εἶ­ναι θνη­τός κι ὅ­τι ὁ βα­σι­κός αὐ­τός κα­θο­ρι­σμός του εἶ­ναι ἀ­νυ­πέρ­βλη­τος. Φυ­σι­κά, μέ­σα στό θέ­μα καί τό πλαί­σιο τοῦ Προ­μη­θέ­ως δέν ὑ­πάρ­χει λό­γος, τρό­πος καί τό­πος νά ἀ­να­φερ­θοῦν τά προ­βλή­μα­τα πού ἀν­τι­με­τω­πί­ζει ὁ ἄν­θρω­πος. Αὐ­τά τά προ­βλή­μα­τα ὁ Σο­φο­κλῆς τά συλ­λαμ­βά­νει κα­τά ρι­ζι­κό τρό­πο, ὡς ὁ­μο­ού­σια μέ τήν δι­φυ­ΐα το­ῦ ἀν­θρώ­που, τήν ἔμ­φυ­τη ὕ­βρη του (τόλ­μας χά­ριν) καί τήν τά­ση του νά φρο­νεῖ μό­νος.

Μέ­σα σ’ ἕ­να τέ­ταρ­το αἰῶ­νος ἡ ἑλ­λη­νι­κή αὐ­το­γνω­σί­α περ­νά­ει ἀ­π’ τήν ἰ­δέ­α μιᾶς θε­ϊ­κῆς ἀν­θρω­πο­γο­νί­ας στήν ἰ­δέ­α τῆς αὐ­το­δη­μιουργί­ας τοῦ ἀν­θρώ­που. Τό στά­σι­μό τῆς Ἀντιγόνης, καί ὁ ὁ­μο­ού­σιός του καί ἀ­νυ­πέρ­βλη­τος Ἐ­πι­τά­φιος τοῦ Θου­κυ­δί­δη, πού θά τήν ἀ­κολου­θή­σει σέ δώ­δε­κα χρό­νια, δί­νουν σ’ αὐ­τήν τήν αὐ­το­γνω­σί­α τίς λαμ­πρό­τε­ρες μορ­φές της.

πηγή: ekivolos.gr