ΕΤΙΚΕΤΕΣ

ΦΕΡΕΚΥΔΗΣ Ο ΣΥΡΙΑΝΟΣ - Η ΦΕΡΕΚΥΔΕΙΟΣ ΘΕΟΓΟΝΙΑ

Pherecydes.jpg       

Ο Φερεκύδης, (5ος αιώνας π.Χ) υιός του Βάβυος, ήταν θεογονιστής ποιητής και φιλόσοφος από τη νήσο Σύρο. Ανέπτυξε τη δική του κοσμολογική θεωρία που επηρεάστηκε από τις ορφικές ιδέες, τη θεωρία του Θαλή, τη μυθολογική Θεογονία του Hσιόδου και τις δοξασίες των ιερέων της αρχαίας Aιγύπτου. Κατ’ αυτόν υπάρχουν τρία κοσμογονικά στοιχεία, ο Ζας, ο Χρόνος και η Χθονίη, τρεις Θεοί που «ήσαν αεί», δηλαδή υπήρχαν ανέκαθεν μέσα στο Σύμπαν και εξ αυτών γεννήθηκε η πρώτη θεϊκή γενεά, η λεγόμενη «Πεντάμυχος». Έγραψε σε ιωνική διάλεκτο.


Ποιητές σαν τον Φερεκύδη, περιγράφοντας τη γένεση και τη ζωή του κόσμου και των θεών έστω και ανεπίγνωστα προσπάθησαν να δώσουν μια εξήγηση της πρώτης αρχής των πραγμάτων. ( Κωνσταντίνος Τσάτσος, Η κοινωνική φιλοσοφία των αρχαίων Ελλήνων, σ. 34, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1970)

Τον 6ο π.Χ αιώνα, ο τύραννος της Σάμου Πολυκράτης επέκτεινε την κυριαρχία του και στη Σύρο. Μέσω αυτής της κυριαρχίας ο Φερεκύδης βρέθηκε στη Σάμο όπου δίδαξε τον μεγάλο Πυθαγόρα. Ήταν τέτοια η αγάπη και η ευγνωμοσύνη του Πυθαγόρα προς το δάσκαλο του, που δε δίστασε όταν πληροφορήθηκε το θάνατο του Φερεκύδη να έρθει στη Σύρο να πάρει τη σορό του και να επιβάλει να ενταφιαστεί στη Δήλο, αφού οι τότε ιερείς τον υπελάμβαναν ως άθεον και αντιστρατευόμενο κατά της τότε θρησκείας (Αμπελάς Τ.). Μέτρησε τον Ήλιο και θεωρείται ο εφευρέτης το πρώτου ηλιακού ρολογιού.

Η φιλοσοφία του Φερεκύδη μέσα  από τη θεογονία του

Ἡ ἀρ­χα­ϊ­κή ἑλ­λη­νι­κή σκέ­ψη - ἀρ­χα­ϊ­κή ὡς πρώ­τη ἑρ­μη­νευ­τι­κή, μέ τή ση­μα­σί­α δη­λα­δή αὐ­τοῦ πού εἶ­ναι κον­τά σ’ ὁ­λες τίς πη­γές - ἔ­χει αὐ­τόν ἀ­κρι­βῶς τόν ἀ­δα­πά­νη­το πλοῦ­το: εἶ­ναι συ­χνά γι­γαν­το­μα­χί­α τοῦ λό­γου πού συμ­μα­χεῖ μέ τή φαν­τα­σί­α εἴ­τε γιά νά δώ­σει κά­ποι­ες ἐκ­φάν­σεις της εἴ­τε γιά νά ἀ­πο­κτή­σει ὁ λό­γος με­γα­λύ­τε­ρο εὖ­ρος. Αὐ­τό γί­νε­ται π.χ. μέ τήν ἀλ­λη­γο­ρί­α: ἐ­νῶ ὁ μῦ­θος εἶ­ναι ταυ­το­λο­γι­κός, λέ­ει αὐ­τό πού ὁ ἴ­διος εἶ­ναι, ¨η ἀλ­λη­γο­ρί­α λέ­ει καί κρύ­βει, χρη­σι­μο­ποι­εῖ τόν μῦ­θο γιά νά πεῖ καί νά κρύ­ψει κά­τι ἄλ­λο. Ὁ Φε­ρε­κύ­δης ὁ Σύ­ριος, σύγ­χρο­νος τοῦ Μι­λή­σιου Ἀ­να­ξί­μαν­δρου, πού πρῶ­τος ἔ­γρα­ψε τή φι­λο­σο­φι­κή θε­ω­ρί­α του, γρά­φει πρω­το­πο­ρια­κά γιά τήν ἐ­πο­χή του σέ πε­ζό λό­γο, ἐκ­θέ­τον­τας μ’ αὐ­τόν τόν τρό­πο, ὅ­πως ὁ Ἑ­κα­ταῖ­ος καί ὁ Ἀ­κου­σί­λα­ος, τήν ποι­η­τι­κή του σο­φί­α σχε­τι­κά μέ τή θε­ο­γο­νί­α καί τίς γε­νε­α­λο­γί­ες. Ὁ Φε­ρε­κύ­δης δέν κα­τα­σκευά­ζει νέ­ους θε­ούς, ἐ­πα­νερ­μη­νεύ­ει τούς πα­λαι­ούς, δέν ἀ­παρ­νι­έ­ται τήν ποι­η­τι­κή δύ­να­μη τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου νοῦ πού ἐκ­φρά­ζε­ται μέ τίς μυ­θο­λο­γι­κές δο­ξα­σί­ες, ἐ­πι­χει­ρεῖ νά ἑρ­μη­νεύ­σει τόν μῦ­θο μέ φυ­σι­ο­κρα­τι­κές θέ­σεις. Ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης λέ­ει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά γι’ αὐ­τόν: «(...) μή μυ­θι­κῶς ἅ­παν­τα λέ­γειν», σέ ἀν­τί­θε­ση μέ τό «μυ­θι­κῶς σο­φί­ζε­σθαι», πού ἀ­πέ­δι­δε στόν τρό­πο σκέ­ψης τοῦ Ἡ­σί­ο­δου. Καί ὁ Δι­ο­γέ­νης Λα­έρ­τιος (I 126) μαρ­τυ­ρεῖ ὅ­τι ὁ Φε­ρε­κΰ­δης ἔ­γρα­ψε πρῶ­τος πε­ρί φύ­σε­ως καί θε­ῶν  ὅ­τι ἡ θε­ο­γο­νί­α του πε­ρι­εῖ­χε καί τό φυ­σι­ο­λο­γεῖν.

Οἱ ὀ­νο­μα­σί­ες: αὐ­γή τ­ῆς ἑλ­λη­νι­κῆς φι­λο­σο­φί­ας (Burnet) καί νε­ό­τη­τα τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς ἐ­πι­στή­μης (Rey) εἶ­ναι, νο­μί­ζω, ἐ­πι­τυ­χεῖς, ὄ­χι για­τί δη­λώ­νουν τήν ἀρ­χή τα­ῆς φι­λο­σο­φί­ας καί τῆς ἐ­πι­στή­μης, κά­τι δη­λα­δή ρι­ζο­σπα­στι­κά νέ­ο, στήν Ἑλ­λά­δα, τήν ἐ­πο­χή πού ἀκ­μά­ζει, καί ὁ σύ­ριος σο­φός, ἀλ­λά για­τί δεί­χνουν ὅ­τι ἡ και­νού­ρια κο­σμο­αν­τί­λη­ψη συγ­κρα­τεῖ καί τά προ­η­γού­με­να τῆς γέν­νη­σής της στοι­χεῖ­α, ὅ­πως ἡ αὐ­γή συγ­κρα­τεῖ καί συγ­χρό­νως ξε­περ­νᾶ τό σκο­τά­δι καί ἡ νι­ό­τη ἀ­φο­μοι­ώ­νει τήν παι­δι­κό­τη­τα καί συ­νά­μα τήν ὑ­περ­βαί­νει. Ἡ ἐ­πο­χή μας βέ­βαι­α κα­μα­ρώ­νει γιά τίς ρι­ζο­σπα­στι­κές ἀλ­λα­γές στό εἶ­δος καί τόν τρό­πο τῆς γνώ­σης, γιά τίς κα­τα­λυ­τι­κές ἀρ­νή­σεις τῆς πα­ρά­δο­σης, τόν ὀρ­θο­λο­γι­σμό της. Μέ­χρι νά δι­α­πι­στώ­σει ἡ ἴ­δια τήν «ὕ­βρι» τῆς γνώ­σης, τή γε­ρον­τι­κή ἀ­καμ­ψί­α, τῶν μο­νο­δι­ά­στα­των ἀν­θρώ­πων της, ὁ­πό­τε νο­σταλ­γι­κά ξα­να­σκέ­πτε­ται ἐ­κεί­νους τούς σο­φούς, πού θέ­λον­τας νά δώ­σουν πρό­τυ­πα ζω­ῆς. Δέν χά­ρι­ζαν ἀλ­λά συ­νε­δύ­α­ζαν κρι­τι­κά, δέν σκέ­πτον­ταν ἀλ­λά, συ­νέ­χι­ζαν τήν πο­ρεί­α τοῦ πνεύ­μα­τος· τούς σο­φούς ἐ­κεί­νης τῆς ἐ­πο­χῆς, γιά τούς ὁ­ποί­ους ἡ κο­σμο­γο­νί­α ἦ­ταν θε­ο­γο­νί­α κι αὐ­τή ἡ ταυ­τό­τη­τα ἐ­ξα­σφά­λι­ζε γιά τόν κό­σμο τήν ἰ­δέ­α τῆς τε­λει­ό­τη­τας. 

Ἀ­πο­κα­λυ­πτι­κά εἶ­ναι τά λό­για τοῦ Νί­τσε:

«Δέν ἀ­πο­κά­μνω ν’ ἀ­να­πο­λῶ αὐ­τούς τούς στο­χα­στές πού κα­θέ­νας τους εἶ­χε μιάν ἀν­τι­λη­πτή ἰ­δι­αι­τε­ρό­τη­τα... καί φαί­νε­ται πώς οἱ Ἕλ­λη­νες, στά κα­το­πι­νά χρό­νια, λη­σμό­νη­σαν τό καλ­ύ­τε­ρο μέ­ρος (τῆς πνευ­μα­τι­κῆς τους πο­ρεί­ας). Καί ποι­ός λα­ός θά μπο­ροῦ­σε νά ἰ­σχυ­ρι­σθεῖ ὅ­τι τό ξα­να­βρῆ­κε; ὅ­πως καί νά ‘ναι, νο­μί­ζω πώς ὅ­λα αὐ­τά λέ­γον­ται μέ μιά κραυ­γή: τό­σο ὡ­ραῖ­οι ὑ­πῆρ­ξαν».

Ἀ­πό αὐ­τή τήν ὀ­πτι­κή γω­νί­α θά προ­σπα­θή­σω νά ξα­να­θυ­μί­σω με­ρι­κά στοι­χεῖ­α ἀ­πό ὅ­σα σώ­ζον­ται ἤ πα­ρα­δί­δον­ται γιά τόν Φε­ρε­κύ­δη (δά­σκα­λο ἴ­σως τοῦ Πυ­θα­γό­ρα, σύμ­φω­να μέ τόν Δι­ο­γέ­νη Λα­έρ­τιο γνώ­ρι­μο τοῦ Θα­λῆ καί τοῦ Ἀ­να­ξί­μαν­δρου) ὁ ὁ­ποῖ­ος γεν­νή­θη­κε καί ἔ­ζη­σε τόν 6ο π.Χ. αἰ­ώ­να στή Σῦ­ρο καί γιά τόν ὁ­ποῖ­ο μι­λοῦν μέ σε­βα­σμό ὡς τό τέ­λος τῶν ἀρ­χαί­ων χρό­νων. 

«Ζάς μέν καί χρό­νος ἦ­σαν ἀ­εί καί Χθο­νί­η, Χθο­νί­η δέ ὄ­νο­μα ἐ­γέ­το Γῆ, ἐ­πει­δή αὐ­τῇ Ζάς, γῆν γέ­ρας δι­δοῖ». 

Μέ αὐ­τές τίς φρά­σεις ἀρ­χί­ζει τό ἔρ­γο «Θε­ο­γο­νί­α» - ὀ­νο­μά­στη­κε ἀρ­γό­τε­ρα «Πεν­τέ­μυ­χος» - πού ὁ­δή­γη­σε τή νε­ό­τε­ρη ἔ­ρευ­να στόν χα­ρα­κτη­ρι­σμό τοῦ συγ­γρα­φέ­α του ὡς τοῦ τε­λευ­ταί­ου με­γά­λου μυ­θο­λό­γου τῆς πα­ρά­δο­σης. Ἀ­πό τήν ἀρ­χή φαί­νε­ται ἡ συμ­πο­ρεί­α ποι­η­τι­κῆς εἰ­κό­νας, ἐ­τυ­μο­λο­γι­κοῦ παί­γνιου καί φι­λο­σο­φι­κοῦ - κρυμ­μέ­νου στήν ἀλ­λη­γο­ρί­α - νο­ή­μα­τος. Στόν φε­ρε­κύ­δει­ο μῦ­θο τό πρῶ­το στά­διο τῆς συ­νύ­παρ­ξης τῶν ἀρ­χῶν ἀ­κο­λου­θεῖ ἡ φά­ση τῆς θε­ο­γέ­νε­σης καί κο­σμο­γέ­νε­σης. Ἀ­πό τή μυ­θι­κή Ρέ­α-Ρέ­η (ἐ­τυ­μο­λο­γι­κό παι­χνί­δι ἀ­πό τό ρέ­ω ὅ­πως τό Ζάς ἀ­πό τό ζῆν), μο­να­δι­κό σπέρ­μα τοῦ χρό­νου, πα­ρά­γον­ται ἡ φω­τιά, τό πνεῦ­μα καί τό νε­ρό: αὐ­τά χω­ρι­κά μοι­ρά­ζον­ται σέ πέν­τε μυ­χούς, σπη­λι­ές ἐ­πάλ­λη­λες ἡ οὐ­ρα­νί­ους θό­λους, ἀ­π’ ὅ­που προ­έρ­χον­ται πέν­τε γέ­νη θνη­τῶν.

Δα­μά­σκιος πα­ρα­δί­δει: «τόν δέ χρό­νον ποι­ῆ­σαι ἐκ τοῦ γό­νου ἑ­αυ­τοῦ πῦρ καί πνεῦ­μα καί ὕ­δωρ... ἐξ ὧν ἐν πέν­τε μυ­χοῖς δι­ῃ­ρη­μέ­νων πολ­λήν ἄλ­λην γε­νε­άν συ­στῆ­ναι θε­ῶν, τήν πεν­τέ­μυ­χον κα­λου­μέ­νην ταῦ­τον δέ ἴ­σως εἰ­πεῖν πεν­τέ­κο­σμον». Ἕ­να ἀ­πό τά γέ­νη, οἱ Ὀ­φι­ο­νί­δες ἐ­πι­δι­ώ­κουν νά κυ­ρι­αρ­χή­σουν. Στήν Τι­τα­νο­μα­χί­α - πού ἐ­δῶ γί­νε­ται στή φά­ση τῆς θε­ο­γο­νί­ας, καί εἶ­ναι κι­ό­λας πα­ρα­δο­σια­κή πί­στη - νι­κᾶ ὁ ὕ­ψι­στος τῶν οὐ­ρά­νι­ων θε­ῶν Κρό­νος τούς γή­ι­νους καί τόν ἀρ­χη­γό Ὀ­φι­ο­νέ­α καί τούς ρί­χνει στόν Ὠ­κε­α­νό. Με­τά τή νί­κη ἔρ­χε­ται τό στά­διο τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας: στό προ­σκή­νιο δέν εἶ­ναι πιά ὁ πο­λε­μι­κός Κρό­νος, ἀλ­λά ὁ εἰ­ρη­νι­κός Δί­ας, τε­χνί­της καί ὀρ­γα­νω­τής τοῦ σύμ­παν­τος πού ἀ­να­λαμ­βά­νει νά κο­σμή­σει τή Χθο­νί­η-Γῆ· τή μέ­ρα τοῦ γά­μου τους τῆς χα­ρί­ζει ἕ­να γα­μή­λιο «φᾶ­ρος», με­τα­μορ­φω­μέ­νος, λέ­ει ὁ Πρό­κλος. σέ ἔ­ρω­τα: «Φε­ρε­κύ­δης ἔ­λε­γεν εἰς ἔ­ρω­τα με­τα­βε­βλῆ­θαι τόν Δί­α μέλ­λον­τα δη­μι­ουρ­γεῖν, ὅ­τι δή τόν κό­σμον, ἐκ τῶν ἐ­ναν­τί­ων συ­νι­στά­ναι εἰς ὁ­μο­λο­γί­αν καί φι­λί­αν ἤ­γα­γε καί ταυ­τό­τη­τα πᾶ­σιν ἐ­νέ­σπει­ρε καί ἕ­νω­σιν τήν δί’ ὅ­λων δι­ή­κου­σαν». Στό φᾶ­ρος εἶ­ναι κεν­τη­μέ­να ἡ γῆ, ἡ σε­λή­νη, ὁ ὠ­κε­α­νός καί οἱ πη­γές του. Ἀ­πό αὐ­τό τό δῶ­ρο-γέ­ρας ἡ Χθο­νί­η με­το­νο­μά­ζε­ται Γῆ. Ό Jaeger λέ­ει ὅ­τι ὁ Φε­ρε­κύ­δης ζω­γρα­φί­ζει τόν ἱ­ε­ρό γά­μο με­τα­ξύ Δί­α καί Χθο­νί­ης σάν μυ­θι­στο­ρι­ο­γρά­φος καί ὅ­τι τά ἀν­θρω­πο­μορ­φι­κά στοι­χεῖ­α τῆς πε­ρι­γρα­φῆς δέν εἶ­ναι ἁ­πλο­ϊ­κός τρό­πος ἀλ­λά ἀλ­λη­γο­ρί­α με­στή ἀ­πό φι­λο­σο­φι­κά στοι­χεῖ­α. 

Ἡ ποι­η­τι­κή ἀλ­λη­γο­ρί­α λέ­ει καί κρύ­βει τά ἑ­ξῆς νέ­α φι­λο­σο­φι­κά νο­ή­μα­τα:

1)  αἰ­ω­νι­ό­τη­τα τῶν ἀρ­χῶν (Ζεύς - Κρό­νος - Χθο­νί­η), ὄ­χι μέ τήν ἡ­σι­ό­δεια ση­μα­σί­α τῆς δι­α­δο­χῆς. Αὐ­τό ὁ Jaeger τό ὀ­νο­μά­ζει δι­όρ­θω­ση τοῦ ἡ­σι­ό­δει­ου μύ­θου. Τόν μῦ­θο ἐ­πι­κρί­νουν ἐ­πί­σης ὁ Ξε­νο­φά­νης καί ὁ Ἐ­πί­χαρ­μος, ὁ πρῶ­τος μέ τήν ἄρ­νη­ση τῆς γέν­νη­σης τοῦ θεί­ου, ὁ δεύ­τε­ρος - ἄν τό ἀπ. 1 εἶ­ναι γνή­σιο - μέ τήν ἄρ­νη­ση τῆς ἰ­δέ­ας ὅ­τι τό Χά­ος εἶ­χε κι αὐ­τό γέ­νε­ση στόν χρό­νο.

2) αἰ­ώ­νια σύν­θε­ση τοῦ οὐ­ρά­νιου καί τοῦ γή­ι­νου μα­ζί μέ τόν χρό­νο. Οἱ σχο­λια­στές ταυ­τί­ζουν τόν Δί­α μέ τόν αἰ­θέ­ρα καί τή Χθο­νί­η μέ τή γῆ· στόν ἕ­να βλέ­πουν τό φῶς, στήν ἄλ­λη τό σκο­τά­δι, ἤ τό ἐ­νερ­γη­τι­κό καί τό πα­θη­τι­κό στοι­χεῖ­ο. Τό ση­μαν­τι­κό εἶ­ναι αὐ­τή ἡ πρω­ταρ­χι­κή δυ­αρ­χί­α πού συμ­βο­λίζεται μέ τήν ἕ­νω­ση τοῦ ἀρ­σε­νι­κοῦ καί τοῦ θη­λυ­κοῦ.

3) σύλ­λη­ψη τοῦ γί­γνε­σθαι ὡς με­τα­βο­λή (Χθο­νί­η-Γῆ, Ἔ­ρως).

4) ἡ με­γά­λη στιγ­μή πού ὁ λό­γος ἀν­τι­με­τω­πί­ζει κρι­τι­κά τόν μῦ­θο, τή μυ­θι­κή κο­σμο­γο­νί­α, εἶ­ναι - ὅ­πως φαί­νε­ται καί ἀ­πό τούς πρώ­τους φυ­σι­ο­λό­γους τῆς Μι­λή­του - ἡ σύλ­λη­ψη τῆς ἔν­νοι­ας τῆς ἀρ­χῆς, τῆς αἰ­ώ­νιας πη­γῆς ὅ­λων, τοῦ «πό­θεν γί­γνε­ται τί», ὅ­πως θά πεῖ ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης.

5) δι­αί­ρε­ση τοῦ σύμ­παν­τος, πού προ­ϊ­δε­ά­ζει τήν ἔν­νοι­α τῶν στοι­χεί­ων τῆς προ­σω­κρα­τι­κῆς φι­λο­σο­φί­ας.

Ση­μαν­τι­κό γιά τή φι­λο­σο­φί­α εἶ­ναι ὅ­τι ὁ φε­ρε­κύ­δει­ος μύ­θος, μέ τήν ἀλ­λη­γο­ρι­κή ἑρ­μη­νεί­α τῆς πα­ρα­δο­σια­κῆς θε­ο­λο­γί­ας ἀ­νοί­γει τόν δρό­μο τῆς νέ­ας κο­σμο­λο­γί­ας. Ἡ φυ­σι­ο­κρα­τι­κή ἑρ­μη­νεί­α, πού θά γί­νει ἀρ­γό­τε­ρα συ­στη­μα­τι­κή ἑρ­μη­νεί­α τοῦ κό­σμου, ἀρ­χί­ζει τόν ἕ­κτο αἰ­ώ­να μέ τόν Φε­ρε­κύ­δη καί τούς μι­λή­σιους σο­φούς. Ὅ­πως πα­ρα­τη­ρή­θη­κε, «Ἡ θε­ο­γο­νί­α ἄν­τλη­σε νέ­ες δυ­νά­μεις μέ τήν πνευ­μα­το­ποί­η­ση τοῦ φυ­σι­κοῦ κό­σμου· αὐ­τό, στήν οὐ­σί­α, εἶ­ναι τό ἀ­πο­τέ­λε­σμα τῆς ἴ­διας φαν­τα­σί­ας ἡ ὁ­ποί­α γέ­μι­σε τήν Ἑλ­λά­δα μέ δέν­τρα βου­νά, πη­γές μέ δρυά­δες καί νύμ­φες καί τι­μοῦ­σε σάν θε­ούς τόν Ἥ­λιο καί τή Σε­λή­νη. Πα­ρό­μοι­α θε­ώ­ρη­ση τοῦ κό­σμου με­τα­τρέ­πε­ται σέ παν­θε­ϊ­σμό μό­λις συλ­λη­φθοῦν οἱ ἰ­δέ­ες τοῦ ὅ­λου καί τῆς ἑ­νό­τη­τας. Ἡ ἀ­σύγ­κρι­τη ἱ­κα­νό­τη­τα πού ζων­τα­νεύ­ει παν­θε­ϊ­στι­κά τόν κό­σμο δί­νει νέ­α ζω­ή στί πα­λι­ές θε­ό­τη­τες. Τά θε­ϊ­κά πρό­σω­πα με­τα­τρέ­πον­ται σέ θε­ϊ­κές δυ­νά­μεις μέ κα­τά­λη­ξη τήν ἔν­νοι­α τῆς Φύ­σης, τῶν φι­λο­σό­φων καί τῶν θε­ο­λό­γων. Ἡ φι­λο­σο­φί­α εἶ­ναι ὁ θά­να­τος τῶν ἀρ­χαί­ων ἐ­πῶν, ἡ ἴ­δια εἶ­ναι μί­α θρη­σκεί­α πού μέ τίς και­νού­ρι­ες θε­ο­γο­νί­ες ἀ­πο­κο­μί­ζει τόν καρ­πό πού ἔ­σπει­ρε».

Στή με­λέ­τη αὐ­τή δέν θ’ ἀ­σχο­λη­θῶ μέ τίς σχέ­σεις καί τίς δι­α­φο­ρές τοῦ φε­ρε­κύ­δει­ου μύ­θου-λό­γου ἀ­πό τήν ὀρ­φι­κή καί τήν ἡ­σι­ό­δεια κο­σμο­θε­ώ­ρη­ση: ἐν­δει­κτι­κά μό­νο θά ἀ­να­φερ­θῶ σ’ αὐ­τό: γιά τούς Ὀρ­φι­κούς, π.χ., ἀ­πό τόν χρό­νο πη­γά­ζει ὁ Φά­νης. ὑ­πέρ­τα­τος θε­ός. Ἡ φε­ρε­κύ­δεια Ρέ­α θυ­μί­ζει τήν ὑ­γρή μᾶ­ζα τῶν Ὀρ­φι­κῶν, δέν εἶ­ναι ὅ­μως ἡ Νύ­κτα τῆς ὀρ­φι­κῆς θε­ο­γο­νί­ας καί κο­σμο­γο­νί­ας ἀ­πό τήν ὁ­ποί­α ἐ­πί­σης ἀ­πορ­ρέ­ουν πέν­τε ζεύ­γη θνη­τῶν. Γιά τούς Ὀρ­φι­κους τά πάν­τα ἀ­πο­τε­λοῦν μυ­στι­κή ἑ­νό­τη­τα. Στόν Φε­ρε­κύ­δη τό θεῖ­ο εἶ­ναι δι­α­κο­σμη­τής τοῦ κό­σμου. Θε­ός καί κό­σμος δέν ταυ­τί­ζον­ται. Γιά τόν Ἡ­σί­ο­δο, ὁ­πως εἶ­πα­με, τό χά­ος γεν­νι­έ­ται: Τό πρῶ­το ζεῦ­γος τῶν θε­ῶν εἶ­ναι ὁ Οὐ­ρα­νός καί ἡ Γῆ (ὁ­ρα­τά). Ὀρ­φι­κοί καί Ἡ­σί­ο­δος θέ­τουν στήν ἄρ­χι τοῦ κό­σμου μιάν ἀ­τε­λῆ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα (Νύ­κτα-Χά­ος) ἐ­νῶ ὁ Φε­ρε­κύ­δης μιάν τέ­λεια ἀρ­χή (Ζεύς). Δέν θά ἐ­ξε­τά­σω τό πρό­βλη­μα γιά τή με­τα­μόρ­φω­ση τοῦ Δί­α σέ Ἔ­ρω­τα, τήν ὁ­ποί­α ἄλ­λο ἀ­πό­σπα­σμα, πού βρέ­θη­κε ἀρ­γό­τε­ρα, δέν στη­ρί­ζει μέ τό νά κά­νει ἁ­πλά λό­γο γιά ἱ­ε­ρό γά­μο τοῦ Δί­α καί τῆς Χθο­νί­ης.

Ἄλ­λο πρό­βλη­μα εἶ­ναι ἡ ταύ­τι­ση χρό­νου-Κρό­νου: «Κρό­νον δέ τόν Χρό­νον», λέ­ει ὁ Ἑρ­μί­ας (Diels 7 A 9). Ἡ ταύ­τι­ση προ­βλη­μα­τί­ζει τή λο­γι­κή μας πού κα­τα­νο­εῖ μέ σχέ­σεις χρο­νι­κῆς ἀ­κο­λου­θί­ας. Προ­νό­μιο τῆς ποι­η­τι­κῆς σκέ­ψης εἶ­ναι ἡ δυ­να­τό­τη­τά της νά μήν ἀ­να­γνω­ρί­ζει τέ­τοι­ες πε­ρι­ο­ρι­στι­κές δι­α­τά­ξεις. Ὅ­τι ἡ ἔν­νοι­α τοῦ χρό­νου δέν χρει­ά­ζε­ται νά συ­σχε­τι­σθεῖ μέ ἀ­να­το­λι­κές ἐ­πι­δρά­σεις, ἀλ­λά μέ τήν ἑλ­λη­νι­κή φι­λο­σο­φί­α, τήν ἀ­να­ξι­μάν­δρεια κο­σμο­θε­ώ­ρη­ση, ὑ­πο­στη­ρί­χτη­κε πει­στι­κά (ἀ­πό τόν Jaeger π.χ.).

8) Νε­ώ­τε­ροι ἐ­ρευ­νη­τές ἔ­δει­ξαν τή ση­μα­σί­α τῆς ἐ­τυ­μο­λο­γί­ας στόν Φε­ρε­κύ­δη: Ἡ ἐ­τυ­μο­λο­γί­α εἶ­ναι μέ­θο­δος ση­μαν­τι­κή καί συ­χνή στόν πρῶ­το ἑλ­λη­νι­κό θε­ο­λο­γι­κό στο­χα­σμό. Ό Jaeger πα­ρα­τη­ρεῖ ὅ­τι στη­ρί­ζε­ται «στήν ὑ­πό­θε­ση κα­τά τήν ὁ­ποί­α τά ὀ­νό­μα­τα τῶν μυ­στη­ρι­ω­δῶν θε­ϊ­κῶν δυ­νά­με­ων, ἄν ἐρ­μη­νευ­θοῦν σω­στά, ἐ­πι­τρέ­πουν τήν κα­τα­νό­η­ση τῆς φύ­σης τῶν θε­ῶν». Στόν Φε­ρε­κύ­δη ὅ­μως τά ὀ­νό­μα­τα δι­ερ­μη­νεύ­ουν συ­νά­μα τίς τά­σεις τοῦ θε­ω­ρη­τι­κοῦ στο­χα­σμοῦ τῆς ἐ­πο­χῆς. Ὅ,τι θε­ω­ρῶ ἐν­δι­α­φέ­ρον ἐ­δῶ εἶ­ναι νά σκε­φτῶ τόν φε­ρε­κύ­δει­ο μῦ­θο-λό­γο μέ­σα ἀ­πό τά μη­νύ­μα­τα πού προ­σφέ­ρει μέ τήν τε­τρά­δα Χρό­νος-Ζεύς-Γῆ-Ἔ­ρως ἤ ἱ­ε­ρός γά­μος. Ὅ­πως ἀ­νέ­φε­ρα, τό ἰ­δι­αί­τε­ρο στόν Φε­ρε­κύ­δη εἶ­ναι ἡ ἰ­σορ­ρο­πί­α τῆς κο­σμο­θε­ώ­ρη­σης, ἰ­σορ­ρο­πί­α πού χά­σα­με ἐ­μεῖς πιά σή­με­ρα μέ τίς ἀ­πο­κλει­στι­κές τά­σεις στίς ἐ­πι­λο­γές μας. Στό δί­λημ­μα οὐ­ρά­νιο-γή­ι­νο ἡ φε­ρε­κύ­δεια ἀ­πάν­τη­ση θά μπο­ροῦ­σε νά πα­ρα­βλη­θεῖ μέ τή στά­ση πού ἀ­να­φέ­ρει ὁ Πλά­των στόν Σο­φι­στή γιά τά παι­διά: ὅ­ταν τούς ζη­τή­σουν νά δι­α­λέ­ξουν ἀ­νά­με­σα σέ δύ­ο, αὐ­τά παίρ­νουν καί τά δύ­ο.

Ὁ Φε­ρε­κυ­δης δέ­χε­ται ἐ­ξί­σου ση­μαν­τι­κά καί συμ­πλη­ρω­μα­τι­κά τά ἀν­τί­θε­τα: οὐ­ρά­νιο-γή­ι­νο ἡ αἰ­θέ­ριο-χθό­νιο, φω­τει­νό-σκο­τει­νό. Ζάς-Χθο­νί­η εἶ­ναι κά­τι πα­ρα­πά­νω ἀ­πό πρό­σω­πα τῆς μυ­θι­κῆς θε­ο­γο­νί­ας καί κο­σμο­γο­νί­ας· εἶ­ναι σύμ­βο­λα ὄ­χι μό­νο τῆς ἕ­νω­σης στή θρη­σκευ­τι­κή της δι­ά­στα­ση, ἀλ­λά τῆς ἕ­νω­σης τῶν ἀν­τι­θέ­των, μέ τήν ὁ­ποί­α, προσ­δι­ο­ρί­ζε­ται ἡ ἁρ­μο­νί­α, τῆς ἕ­νω­σης πού χα­ρα­κτη­ρί­ζει τή συν­δυ­α­στι­κή σκέ­φη: ὁ Φε­ρε­κύ­δης δέ­νει τά­σεις τῆς θρη­σκεί­ας τοῦ δω­δε­κά­θε­ου καί τῶν Ὀρ­φι­κῶν καί προ­ϊ­δε­ά­ζει ὅ­σες δι­δα­σκα­λί­ες δί­νουν προ­τε­ραι­ό­τη­τα στόν δυ­να­μι­σμό τῆς σύν­θε­σης. Μέ τή στά­ση αὐ­τή, γιά τόν φι­λο­σο­φι­κό ἑρ­μη­νευ­τι­κό στο­χα­σμό ἡ φε­ρε­κύ­δεια ἀν­θρω­πο­θε­ώ­ρη­ση πα­ρου­σιά­ζει ἰ­δι­αί­τε­ρο ἐν­δι­α­φέ­ρον: οὔ­τε ἡ ἀ­παι­σι­ό­δο­ξη σύλ­λη­ψη τοῦ ἀν­θρώ­που, ὅ­που ὁ ἄν­θρω­πος - γή­ι­νος ἡ προ­ϊ­όν πτώ­σης - εἶ­ναι με­τά τόν θά­να­το ἔγ­κλει­στος στό σκο­τά­δι τῆς γῆς, ἀλ­λά οὔ­τε καί ἡ αἰ­σι­ό­δο­ξη, ὀρ­φι­κή ἤ ὅ­ποι­α ἄλ­λη σύλ­λη­ψη, ὅ­ταν ὁ θά­να­τος εἶ­ναι λύ­τρω­ση ἀ­πό τή σω­μα­τι­κό­τη­τα καί ἐ­πά­νο­δος στήν οὐ­ρά­νια πα­τρί­δα. Μέ τήν ἰ­δέ­α τῆς σχέ­σης θεί­ου-κό­σμου στήν τά­ξη τοῦ χρό­νου, τήν πνευ­μα­το­ποί­η­ση τῆς φύ­σης, τήν ἰ­δέ­α τῆς τε­λει­ό­τη­τας τοῦ κό­σμου, δη­μι­ουρ­γή­μα­τος τοῦ ὕ­ψι­στου θε­οῦ, ὁ κό­σμος γί­νε­ται αὐ­το­σκο­πός. Καί ἡ ἰ­δέ­α αὐ­τή καρ­πο­φο­ρεῖ μιάν ἄλ­λη: ἡ τε­λει­ό­τη­τα τοῦ κό­σμου ἐ­πι­βάλ­λει ρυθ­μί­σεις στήν ἀν­θρώ­πι­νη ζω­ή. Ἐ­πι­κυ­ρώ­νει τόν ἀ­γώ­να τῆς ἀ­ρε­τῆς - ὁ­μοί­ω­ση, ὅ­πως θά ποῦν ἄλ­λες θρη­σκευ­τι­κές καί φι­λο­σο­φι­κές φω­νές, δί­χως νά ὑ­πο­βάλ­λει τή δρα­πέ­τευ­ση ἀ­πό τόν κό­σμο. Οἱ αἰ­ῶ­νες τοῦ λό­γου ἔ­κα­ναν - ἕ­κτος τῶν ἄλ­λων θε­τι­κῶν - τό ἀν­θρώ­πι­νο χρέ­ος τρα­γι­κό· τό «οὐ­ρά­νιον φυ­τόν» - ὅ­πως ἀ­πο­κα­λεῖ ὁ Πλά­των τόν ἀν­θρω­πο - καί ὁ κό­σμος δι­α­χω­ρί­στη­καν, ἤ ὁ κό­σμος ἔ­γι­νε κα­θ’ ὁ­μοί­ω­ση τοῦ ἀν­θρώ­που - ἀ­πάν­θρω­πος καί ἄ­κο­σμος. Ἡ στιγ­μή τοῦ μύ­θου-λό­γου εἶ­ναι δι­α­φο­ρε­τι­κή.

Τόν ἀ­γώ­να τῆς δη­μι­ουρ­γι­κῆς ζω­ῆς τόν δι­δά­σκει πρῶ­τος ὁ Ξε­νο­φά­νης ὁ Κο­λο­φώ­νιος πού ἀρ­νι­έ­ται ὅ­τι στόν ἄν­θρω­πο εἶ­ναι τά πάν­τα δῶ­ρα θε­ῶν, δί­χως γι’ αὐ­τό ν’ ἀρ­νη­θεῖ τό θεῖ­ο, πού τό κα­θαί­ρει ἀ­πό ἀν­θρω­πο­μορ­φι­κά ὀ­τοι­χεῖ­α: «οὗ­τοι ἀ­π’ ἀρ­χῆς πάν­τα θε­οί θνη­τοῖ­σ’ ὑ­πέ­δει­ξαν, ἀλ­λά χρό­νῳ ζη­τοῦν­τες ἐ­φευ­ρί­σκου­σιν ἄ­μει­νον» (D.-Κ., VS Β 18). Στόν Ξε­νο­φά­νη ἡ γα­μή­λια σχέ­ση λό­γου-μύ­θου, ἄν­θρω­που-κό­σμου-θεί­ου δι­α­κό­πτε­ται μέ τή θαρ­ρα­λέ­α δι­α­φω­τι­στι­κή προ­σπά­θεια τόν πνεύ­μα­τος. Ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι δη­μι­ουρ­γός της ἰ­στο­ρί­ας μέ­σα στόν χρό­νο. Ἡ ἱ­στο­ρί­α ὅ­μως, ἡ συ­νεί­δη­ση τῆς ἱ­στο­ρί­ας εἶ­ναι τρα­γι­κή, ἀ­ναγ­καί­α καί ἀ­να­πό­φευ­κτη· δέν μπο­ρεῖ νά εἶ­ναι πιά ἡ εὐ­δαι­μο­νι­σμέ­νη ἐ­ξή­γη­ση τοῦ κο­ο­μου καί τῆς ζω­ῆς, ὅ­πως ἐ­κεί­νη τοῦ φε­ρε­κύ­δει­ου μύ­θου. Μέ­χρι νά φτά­σου­με στήν ἐ­πο­χή μας, στόν δι­κό μας ἀ­φι­λο­σό­φη­το μῦ­θο-λό­γο: Ἡ ση­με­ρι­νή Ρέ­α, ἡ τε­χνι­κή σπέρ­μα τῆς ἐ­πι­στή­μης, πα­ρά­γει φω­τιά, γέ­νη ἀν­θρώ­πων-ρομ­πότ. Στίς τι­τα­νο­μα­χί­ες κερ­δί­ζουν οἱ πο­λε­μό­βιοι.

Ἡ ποί­η­ση, λέ­ει ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης, εἶ­ναι φι­λο­σο­φι­κό­τε­ρη τῆς ἱ­στο­ρί­ας. Καί μιά ἐ­πι­στρο­φή σ’ ἕ­να ποι­η­τι­κό νοῦ, ὅ­πως τοῦ Φε­ρε­κύ­δη, ὅ­που τά πάν­τα δέν εἶ­ναι μῦ­θος, εἶ­ναι ἴ­σως κα­λός ἆ­θλος ὄ­χι ἀ­νώ­φε­λος.

πηγές: ekivolos.gr - βικιπαίδεια