ΕΤΙΚΕΤΕΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ - Η ΔΙΑΚΟΠΗ

Αποτέλεσμα εικόνας για ΘΝΗΤΟΊ ΚΑΙ ΘΕΟΊ

Το έργον των θεών διακόπτομεν εμείς,
τα βιαστικά κι άπειρα όντα της στιγμής.
Στης Ελευσίνος και στης Φθίας τα παλάτια
η Δήμητρα κ’ η Θέτις αρχινούν έργα καλά
μες σε μεγάλες φλόγες και βαθύν καπνόν. Aλλά
πάντοτε ορμά η Μετάνειρα από τα δωμάτια
του βασιλέως, ξέπλεγη και τρομαγμένη,
και πάντοτε ο Πηλεύς φοβάται κ’ επεμβαίνει.

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΘΕΤΩΝ, ΤΟΥ ΑΓΡΟΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ, ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΚΟΝΔΥΛΑΚΗ

Αποτέλεσμα εικόνας για ΚΟΝΔΥΛΑΚΗΣ

Από την άποψη της θεματικής του καθώς κι από την άποψη της τυπολογίας των ηρώων, το αφηγηματικό έργο του Κονδυλάκη θα μπορούσε να ταξινομη­θεί σε δυο ευρείες κατηγορίες:
Α. Αφηγήματα του αγροτικού χώρου
Β. Αφηγήματα του αστικού χώρου.
Η πρώτη κατηγορία έχει ως αντικείμενο αναφοράς την κρητική ύπαιθρο, την παραδοσιακή αγροτοκτηνοτροφική κοινωνία, τα ήθη και τον πολιτισμό της.
Η δεύτερη κατηγορία έχει ως αντικείμενο αναφοράς το αστικό περιβάλ­λον, τον άνθρωπο της πόλης και τα προβλήματά του.
Στην πρώτη, κατατάσσονται τα αφηγήματα: «Ο Πατούχας», «Η καμπάνα», «Ο Γενή-Μανώλης», «Ο Βρυκόλακας», «Πώς ερώμιεψε το χωριό», «Σκούρα», «Ο γέρος», «Ο κερκέζος», «Ο καλικάντζαρος», «Η πρώτη αγάπη» κ. ά.

ΛΑΪΚΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ - ΟΙ ΜΥΘΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΑΤΑΒΟΛΕΣ ΤΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ ΤΟΥ ΤΡΙΤΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ

Αποτέλεσμα εικόνας για λαικο παραμυθι

Ένας από τους πιο σημαντικούς νόμους της λαϊκής ποίησης και αφήγησης[1] είναι ο «νόμος του αριθμού τρία», σύμφωνα με τον οποίο υπάρχει στο λαϊκό λόγο ένα σχήμα τριμερούς κλιμάκωσης ώστε τα μέλη μιας περιόδου λόγου έχουν την τάση να “αυξάνονται” ως προς το μέγεθός τους, έτσι ώστε το δεύτερο να είναι μεγαλύτερο από το πρώτο και το τρίτο μεγαλύτερο από το δεύτερο. Είναι ένας νόμος που παρατηρείται κατεξοχήν στα δημοτικά τραγούδια[2], ενώ τον βρίσκουμε συχνά και στα ομηρικά έπη.[3]
Σύμφωνα με τον Δανό Axel Olrik, που πρώτος διατύπωσε τον επικό αυτό νόμο, «τρεις είναι ο μεγαλύτερος αριθμός ανθρώπων και αντικειμένων που απαντούν στην παραδοσιακή αφήγηση (παραμύθια, μύθοι, τραγούδια, παραδόσεις)», ενώ «τίποτε δεν διαφοροποιεί τον μεγάλο όγκο της λαϊκής αφήγησης από τη νεότερη λογοτεχνία […] όσο ο αριθμός τρία» (σελ. 133).

Ο ΑΧΙΛΛΕΑΣ Ή Ο ΠΑΤΡΟΚΛΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΣ ΗΡΩΑΣ ΤΗΣ ΗΛΙΑΔΑΣ;

Αποτέλεσμα εικόνας για Ο Αχιλλέας ή ο Πάτροκλος


«Τα ομηρικά έπη καθρεφτίζουν, κάτω από το φως της λαϊκής φαντασίας, τη μετάβαση από τη μινωμυκηναϊκή ίσαμε την κλασσική Ελλάδα. Δηλαδή την εποχή που καλείται συνήθως ηρωική»[1], αποφαίνεται ο George Thomson, καθηγητής της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και φιλολογίας στο Birmingham παλαιότερα.
Σύμφωνα με τους ειδικούς, στα μυκηναϊκά χρόνια αυτοσχεδίαζαν και τραγουδούσαν τέτοια τραγούδια στις βασιλικές αυλές. Το ηρωικό έπος είναι το πρώτο είδος ποίησης που εμφανίζεται σ΄ όλους τους λαούς. Η δημιουργία του γίνεται σύμφωνα με τους κανόνες της συλλογικής προφορικής ποίησης που διέπουν και το δημοτικό τραγούδι.

ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ - Η ΙΕΡΑ ΟΔΟΣ

Αποτέλεσμα εικόνας για ιερα οδος

Το ποίημα γράφτηκε το 1935 και είναι από τα πιο σημαντικά του ποιητή. Δεν πρόκειται μόνο για ένα ανθρωπιστικό θέμα, για την απολύτρωση δηλαδή του ανθρώπου από την καταπίεση και τον πόνο. Στο υποβλητικό ακόμη τότε σκηνικό της Ιεράς Οδού, του δρόμου που οδηγούσε από την Αθήνα στην Ελευσίνα και που ακολουθούσαν οι αρχαίες πομπές των Ελευσίνιων μυστηρίων, ο ποιητής, μέσα από το «συμβολικό δρώμενο» που βλέπει και περιγράφει, αναπαρασταίνει καταστάσεις ανάλογες με αυτές που ζούσαν οι μυημένοι στα Ελευσίνια μυστήρια. Μας δίνει δηλαδή την εικόνα του ξεπεσμού και της υποδούλωσης που οδήγησε τον άνθρωπο η αφροσύνη του να αλυσοδέσει και να υποτάξει τη Μάνα-Γη, σύμβολο της μητρότητας και της αγάπης, για να οραματιστεί τελικά τη μέρα της σωτηρίας και της λύτρωσης, όταν η ψυχή του ανθρώπου θα συμφιλιωθεί απόλυτα και θα ταυτιστεί με τους αιώνιους νόμους της ζωής και με τη φύση. Παρήγορο μήνυμα ανάστασης και θριάμβου της ζωής.

Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΑΝΑΚΑΛΥΠΤΕΤΑΙ, ΔΕΝ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΤΑΙ

Αποτέλεσμα εικόνας για η αλήθεια ανακαλύπτεται


Οι περισσότεροι άνθρωποι νομίζουν ότι γνωρίζουν την αλήθεια. Η αλήθεια όμως δεν αποκαλύπτεται αλλά ανακαλύπτεται αργά και σταθερά μέσω της φιλοσοφίας και των επιστημών, "οικοδομείται" μέσα μας. Οι νόμοι που διέπουν το σύμπαν, κάθε ον, είναι ορισμένοι μαζί με την ύπαρξή του. Ο άνθρωπος μπορεί μόνο να τους ανακαλύψει, κανείς θεός δε θα τους αποκαλύψει σε αυτόν. Η θεία σπίθα βρίσκεται μέσα μας στο βαθμό που εμείς σκεφτόμαστε συμπαντικά. Γιατί η ανθρώπινη νοητική ψυχή μας εγκλείει μέσα της ολόκληρη την αλήθεια για το όλον. Είναι ένα ψήγμα, ένα μέρισμα του Όντος. Ο βαθμός κατανόησης του τρόπου που υπάρχουν τα πράγματα από εμάς συναρτάται από το επίπεδο της εξέλιξης του νου μας. 

Η ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΣΕΦΕΡΗ

           Σχετική εικόνα

Για τον Σεφέρη «η ποίηση είναι μια στάση απέναντι στη ζωή»• που θα πει, δεν εξαντλείται σε ένα ανώδυνο αισθητικό παιχνίδι, αλλ’ αντίθετα, εκφράζει μια υπεύθυνη άποψη απέναντι στον κόσμο και τη ζωή. Κι αληθινά, ο Σεφέρης εντάσσεται με το δικό του σεμνό τρόπο, στον τύπο του Ποιητή – Στοχαστή – Παιδαγωγού, που καθιερώνουν, με την ποίηση και την πράξη τους, ποιητές όπως ο Παλαμάς και ο Σικελιανός. Το ποιητικό του έργο εκφράζει τη στοχαστική αντίδραση απέναντι στο δράμα του Νέου ελληνισμού, από τη σκοπιά μιας συνείδησης που κουβαλεί τη σοφία της διαχρονικής ελληνικής παράδοσης. Το δράμα αυτό έχει δύο όψεις∙ η μία αφορά τη σχέση του ποιητικού υποκειμένου με το σύγχρονο κόσμο∙ η άλλη τη σχέση με τη δική του ιστορία και πολιτισμό. Το συλλογικό ποιητικό υποκείμενο (ένα «εμείς» που αντιπροσωπεύει το Νέο ελληνισμό), επιχειρώντας να συντονίσει το βήμα του με τους άλλους ευρωπαϊκούς λαούς, παραπαίει ανάμεσα σε δυο αντιφατικούς στόχους: αφενός να ξαναβρεί την ταυτότητά του μέσα από τη δημιουργική αφομοίωση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, αφετέρου να ενσωματωθεί στο σύγχρονο δυτικό πολιτισμό, που αντιπροσωπεύει το αντίπαλο πολιτισμικό πρότυπο. Έτσι, ακολουθώντας το δυτικό πρότυπο, αφομοιώνεται ο ίδιος από ένα αλλότριο και φθίνοντα πολιτισμό και περνά στη φάση της παρακμής πριν αναπτύξει τις δημιουργικές του δυνατότητες. Κάτω απ’ αυτούς τους όρους, η αναζήτηση του αυθεντικού του προσώπου στη δική του πολιτισμική παράδοση αποτυγχάνει και ξεπέφτει σε μια σχέση επιφανειακή και τυπολατρική, που αποτελεί μια νέα αλλοτρίωση. Αυτή την αντιφατική κατάσταση, που συνιστά το δράμα του Νέου ελληνισμού, επιχειρεί να αναπαραστήσει ο Σεφέρης με την ποίησή του. Κι απ’ αυτή την άποψη είναι μια ποίηση βαθιά πολιτική και βαθιά φιλοσοφική.

Η ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ Η ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΤΟΥ Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗ

Αποτέλεσμα εικόνας για Η ΠΟΙΗΤΙΚΉ ΤΟΥ ΚΑΒΑΦΗ

Εισαγωγικά

Εφέτος συμπληρώνονται ογδόντα χρόνια από το θάνατο του Καβάφη (1933) και εκατόν πενήντα από τη γέννησή του (1863). Στο διάστημα αυτό, το έργο του ποιητή πέρασε από την αρχική απόρριψη στη σταδιακή αναγνώριση και τέλος στην καθολική αποδοχή και τη διεθνή καθιέρωση. Το έργο του Αλεξανδρινού φέρνει μια μεγάλη τομή στη νεοελληνική ποίηση των αρχών του 20ού αιώνα και αυτός είναι ο λόγος που δε βρήκε στην αρχή εύκολη αποδοχή. Τη στιγμή που στη μητροπολιτική Ελλάδα η δημοτική γλώσσα καταχτά πανηγυρικά το πεδίο της ποίησης κι ενώ μεσουρανεί η ποιητική ρητορεία του Παλαμά και ο χειμαρρώδης λυρισμός του Σικελιανού, ο Καβάφης γράφει πεζολογικά ποιήματα σε μια μεικτή γλώσσα, που αγνοεί το δίλημμα δημοτική ή καθαρεύουσα, απορρίπτοντας παράλληλα την πλούσια εικονοπλασία της καθιερωμένης ποιητικής γραφής. Όσο μάλιστα οριστικοποιεί τις επιλογές του και διαμορφώνει το προσωπικό του ποιητικό ιδίωμα, τόσο περισσότερο προσεγγίζει το ύφος και υιοθετεί τις τεχνικές του αφηγηματικού πεζού λόγου. Όταν ολοκληρώσει αυτές τις διεργασίες, ο Καβάφης θα έχει μετατρέψει αυτό που θεωρήθηκε αδυναμία του σε δύναμη και παράγοντα επιτυχίας, κατακτώντας, μέσα στη γραμματολογία μας, μια εξέχουσα θέση ανάμεσα στους ποιητές που έφεραν – όχι το μοντερνισμό, όπως από σύγχυση κυκλοφορεί στην αγορά – αλλά την ανανέωση του ποιητικού λόγου (1) .

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ - Η ΠΟΛΙΣ


Η ΠΟΛΙΣ

Είπες· «Θα πάγω σ’ άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα.
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή.
Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή·
κ’ είν’ η καρδιά μου — σαν νεκρός — θαμένη.
Ο νους μου ως πότε μες στον μαρασμόν αυτόν θα μένει.
Όπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω
ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,
που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα.»

Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς·
και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ’ ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού — μη ελπίζεις—
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κώχη τούτη την μικρή, σ’ όλην την γη την χάλασες. 

ΠΩΣ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΩΝ ΧΡΟΝΩΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΗΚΕ ΩΣ ΙΣΤΟΡΙΑ


Φωτογραφία του χρήστη ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ  ΚΟΙΝΟΤΙΣΜΟΣ.

ΟΙ "ΑΝΑΣΤΗΜΕΝΟΙ" ΘΕΟΙ ΠΟΛΛΩΝ ΜΥΘΟΛΟΓΙΚΩΝ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΝ

Σχετική εικόνα

Ο ρόλος της μυθολογίας είναι άγνωστος στην συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων. Στην αρχαία ελληνική παράδοση ο μύθος είναι κατασκευή των φιλοσόφων και έχει δομηθεί έτσι, ώστε να μπορούν να τον κατανοήσουν μόνο όσοι ασχολούνται με την βαθιά φιλοσοφική σκέψη και ανάλυση. Και άλλες μυθολογικές παραδόσεις κινούνται στα ίδια πλαίσια περίπου. Παρακάτω παρατίθενται παραδείγματα θανάτου και ανάστασης μυθολογικών θεών.
_______________________

Είναι γεγονός ότι ο θάνατος απασχόλησε την ανθρωπότητα από τις πρώτες στιγμές που συνειδητοποίησε τον εαυτό της. Δεν είναι εξάλλου καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι το παλιότερο σωζόμενο γραπτό μνημείο του ανθρώπινου πολιτισμού, το πανάρχαιο Έπος του Γκιλγκαμές, περιστρέφεται γύρω από το οντολογικό ερώτημα γιατί υπάρχει ο θάνατος.

Δεν αποτελεί λοιπόν έκπληξη γιατί ο άνθρωπος μετέφερε τη συζήτηση για τα της ζωής και τα μετά της ζωής στις λατρευτικές του πίστεις, καθώς η οργανωμένη θρησκεία ήρθε τώρα να απαντήσει στην προαιώνια αυτή ανθρώπινη περιέργεια.

Ας ρίξουμε μια ματιά σε θεϊκές οντότητες που επέστρεψαν από την άλλη πλευρά του ποταμού της ζωής, αν και η παγκόσμια μυθολογία βρίθει από τέτοια παραδείγματα.

ΑΝΤΙΓΡΑΦΕΣ ΜΥΘΩΝ

Αποτέλεσμα εικόνας για αθηνά παλλάδα

Κατά την αρχαιότητα μία από τις σημαντικότερες Δελφικές Εορτές ήταν τα «Θεοφάνεια» τα οποία διασώζονται ως σήμερα με το ίδιο όνομα και οι εορτές του Διός Σωτήρος που διασώζονται ακόμα ως Ημέρα του «Σωτήρος». Πέρα από όλα αυτά έχουμε και την Εορτή του Αγίου Πνεύματος, η οποία εορτάζεται μόνον από τους Ελληνορθόδοξους χριστιανούς και όχι από τους καθολικούς κλπ, γιατί σχετίζεται με τις Εορτές των Παναθηναίων προς τιμήν της Παλλάδας Αθηνάς. 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ - Ο ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ, ΟΡΩΝ ΟΛΙΓΩΡΙΑ


«Ορών ουν πολλήν μεν ολιγωρίαν ούσαν
ημίν προς τους θεούς»— λέγει με ύφος σοβαρόν.
Ολιγωρίαν. Μα τι περίμενε λοιπόν;
Όσο ήθελεν ας έκαμνεν οργάνωσι θρησκευτική,
όσο ήθελεν ας έγραφε στον αρχιερέα Γαλατίας,
ή εις άλλους τοιούτους, παροτρύνων κι οδηγών.
Οι φίλοι του δεν ήσαν Χριστιανοί·
αυτό ήταν θετικόν. Μα δεν μπορούσαν κιόλας
να παίζουν σαν κι αυτόνα (τον Χριστιανομαθημένο)
με σύστημα καινούριας εκκλησίας,
αστείον και στην σύλληψι και στην εφαρμογή.
Έλληνες ήσαν επί τέλους. Μηδέν άγαν, Aύγουστε.

Ιστοριογενές ποίημα. Από το 1896 ως το 1932/3 ο Καβάφης έγραψε επτά ποιήματα με στόχο τον Ιουλιανό τον Παραβάτη ή Αποστάτη (από αυτά, το πρώτο, με αρχικόν τίτλο «Ο Ιουλιανός εν Ελευσίνι και τελικόν «Ο Ιουλιανός εν τοις Μυστηρίοις», καταταγμένο στο θεματικό κεφάλαιο «Αι Αρχαί του Χριστιανισμού», έμεινε ανέκδοτο ως το 1968) – Ο Ιουλιανός εν ΝικομηδείαΟ Ιουλιανός και οι ΑντιοχείςΟυκ έγνωςΕις τα περίχωρα της ΑντιοχείαςΜεγάλη συνοδεία εξ ιερέων και λαϊκών. Επίσης, από το 1920 έως τουλάχιστον το 1926, ο Καβάφης σχεδίασε άλλα πέντε ποιήματα σχετικά με τον Ιουλιανό, που έμειναν ανολοκλήρωτα∙ τα σχεδιάσματα αυτά δημοσιεύθηκαν το 1981 από την Renata Lavagnini.

Ορών ουν πολλήν μεν ολιγωρίαν ούσαν ημίν προς τους θεούς = «Βλέποντας, λοιπόν, να έχουμε πολλήν αδιαφορία για τους θεούς» - φράση επιστολής του Ρωμαίου αυτοκράτορα Ιουλιανού (331-363 μ.Χ.) προς τον Θεόδωρο, τον οποίον διορίζει αρχιερέα όλων των ναών της Ασίας. Η επιστολή αυτή, γραμμένη στην Αντιόχεια τον Ιανουάριο 363, αναπτύσσει τις απόψεις μιας άλλης επιστολής του ίδιου, προς τον αρχιερέα Γαλατίας, «λίγον καιρό ύστερα από την αποκατάσταση των Θεών», όταν πια άρχιζε και αντιλαμβανόταν το ανώφελο της προσπάθειάς του και την αδράνεια των εθνικών».

Ο Ιουλιανός (δείτε «Εις τα περίχωρα της Αντιοχείας») μόλις ανέλαβε τα ηνία της αυτοκρατορίας (361) ξεκίνησε σημαντικές μεταρρυθμίσεις στους τομείς της διοίκησης, της παιδείας, των στρατιωτικών, καθώς και της θρησκείας∙ στον τομέα αυτό  ο Ιουλιανός διέταξε να ανοίξουν οι αρχαίοι ναοί και έδωσε το προβάδισμα, σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο οικοδομικό έργο, στην αναστήλωση των κατεστραμμένων αρχαίων ιερών. Ανέλαβε με τόλμη το ρόλο του ανακαινιστή της αρχαίας θρησκείας και προσπάθησε να ενισχύσει τα αδύνατα σημεία της. Έτσι σε μια προσπάθεια ενοποίησης του εθνικού κλήρου και ακολουθώντας τα πρότυπα του χριστιανισμού και της θρησκείας του Μίθρα, εγκαθίδρυσε μια ιεραρχική τάξη την οποία οργάνωσε κατά επαρχίες και πόλεις. Παρενέβη επίσης στο λειτουργικό μέρος εισάγοντας ύμνους, τακτές ώρες προσευχής και κήρυγμα. Φρόντισε ακόμη για την ηθική εξύψωση του εθνικού κλήρου, ίδρυσε διδασκαλεία και φροντιστήρια απ’ όπου κηρύσσονταν οι αξίες του «ελληνισμού» δημόσια από ιερείς που πολλές φορές είχε διορίσει ο ίδιος. Έδωσε μάλιστα εξουσία μεγάλη στους τοπικούς αρχιερείς που ήταν όργανά του. 

«Ορών ουν πολλήν μεν ολιγωρίαν ούσαν
ημίν προς τους θεούς»— λέγει με ύφος σοβαρόν.

Η προσπάθειά του, ωστόσο, να αναδιοργανώσει την αρχαία θρησκεία, προσδίδοντάς της στοιχεία που αντλούσε από τον χριστιανισμό, δεν βρήκε την απήχηση που πιθανώς προσδοκούσε. Ο Ιουλιανός συνειδητοποιεί πως οι εθνικοί αδιαφορούν απέναντι στις γεμάτες ζήλο προσπάθειές του, και την αδιαφορία αυτή τη γενικεύει, σχολιάζοντας με πικρία πως αδιαφορούν ουσιαστικά απέναντι στους αρχαίους θεούς∙ τους θεούς της ίδιας τους της θρησκείας.

Τη γενίκευση αυτή, που δεν του επιτρέπει επί της ουσίας να αντιληφθεί την πραγματική διάσταση της αντίδρασης των εθνικών, την αξιοποιεί ο Καβάφης για να δώσει μια, εκ των υστέρων, εξήγηση στον Ιουλιανό. Η ειρωνεία του ποιητή είναι προφανής κι έρχεται να φανερώσει πόσο έξοχα αντικειμενικός υπήρξε πάντοτε στις κρίσεις του. Έτσι, παρά το γεγονός ότι ο θαυμασμός του Ιουλιανού για την αρχαία θρησκεία τον βρίσκει σύμφωνο, δεν τον αποτρέπει εντούτοις από το να στηλιτεύσει την υπερβολή που χαρακτήριζε τις επιδιώξεις του αυτοκράτορα, αλλά και τον ασύμβατο με την αρχαία θρησκεία συντηρητισμό του. Ο Ιουλιανός επιχειρεί να αναβιώσει μια θρησκεία που έχει πια χάσει την αίγλη για τους τότε υπηκόους του κι αυτό θα το καταλάβει σταδιακά κι ο ίδιος. Ο Ιουλιανός, συνάμα, αδυνατεί να αντιληφθεί τη βαθιά ελευθερία που χαρακτήριζε την αρχαία θρησκεία, κι αυτό έρχεται να επισημάνει ο Καβάφης.

Ολιγωρίαν. Μα τι περίμενε λοιπόν;
Όσο ήθελεν ας έκαμνεν οργάνωσι θρησκευτική,
όσο ήθελεν ας έγραφε στον αρχιερέα Γαλατίας,
ή εις άλλους τοιούτους, παροτρύνων κι οδηγών.
Οι φίλοι του δεν ήσαν Χριστιανοί·
αυτό ήταν θετικόν. Μα δεν μπορούσαν κιόλας
να παίζουν σαν κι αυτόνα (τον Χριστιανομαθημένο)
με σύστημα καινούριας εκκλησίας,
αστείον και στην σύλληψι και στην εφαρμογή.
Έλληνες ήσαν επί τέλους. Μηδέν άγαν, Aύγουστε.

Ο Ιουλιανός, λοιπόν, βλέπει αδιαφορία∙ αδιαφορία απέναντι στους θεούς. Μα, το ποιητικό υποκείμενο, με την αντικειμενικότητα του εξωτερικού παρατηρητή, έρχεται να υποδείξει εκείνο που δεν αντιλαμβάνεται ο απογοητευμένος αυτοκράτορας. Όσο κι αν ήθελε να οργανώσει την αρχαία θρησκεία -προκειμένου να την ενισχύσει, όσο κι αν έστελνε οδηγίες στους αρχιερείς, δεν θα μπορούσε, εντούτοις, ποτέ να εφαρμόσει ένα σύστημα νέας εκκλησίας σε αυτή. Μια τέτοια προσπάθεια ήταν αστεία και ως προς τη σύλληψη, μα και ως προς την εφαρμογή, εφόσον οι εθνικοί φίλοι του αυτοκράτορα ήταν πάνω απ’ όλα Έλληνες, και άρα τους χαρακτήριζε μια βαθιά απέχθεια για την αυστηρή οργάνωση και τον προγραμματισμό.

Η σκέψη του Ιουλιανού να επιβάλει τακτές ώρες προσευχής και κηρύγματα στην αρχαία θρησκεία, μόνο σαν αστείο μπορούσε να φανεί στους Έλληνες, εφόσον ένας τέτοιος προγραμματισμός στερούσε από την κατεξοχήν θρησκεία της ελευθερίας, τη βαθύτερη ουσία της και την καθιστούσε καθήκον και επιβεβλημένη υποχρέωση. Οι Έλληνες λάτρευαν τους θεούς τους με πλήρη ελευθερία και εξέφραζαν την πίστη σε αυτούς με γιορτές και μυστήρια -κάποτε, μάλιστα, και με τελετές αφιερωμένες στην ηδονή-, κι όχι με προγραμματισμένες -ανούσιες- προσευχές και κηρύγματα ηθικού περιεχομένου.

Ο Ιουλιανός έχοντας περάσει ένα σημαντικό διάστημα της ζωής του εξαναγκασμένος να ασχολείται με τη χριστιανική θρησκεία, τις γραφές της και το λειτουργικό της, έχει επηρεαστεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε δεν μπορεί πλέον, όσο κι αν το θέλει, να αντικρίσει την αρχαία θρησκεία στα πραγματικά της μέτρα. Ο «Χριστιανομαθημένος» Ιουλιανός∙ ο συντηρητικός Ιουλιανός που ελάχιστα ενδιαφέρεται για τη σωματική ηδονή∙ ο Ιουλιανός που θεωρεί πως το πρόγραμμα και η οργάνωση αποτελούν την ιδανική επιλογή για την αναβίωση της αρχαίας θρησκείας, απέχει στην πραγματικότητα πολύ από το πνεύμα της θρησκείας εκείνης που προσέφερε στους ανθρώπους απόλυτη ελευθερία και έπλαθε ακόμη και τους θεούς της κατ’ εικόνα των ανθρώπων, με πάθη και ελαττώματα.

Έλληνες ήσαν επί τέλους. Μηδέν άγαν, Aύγουστε.

[Μηδέν άγαν: αρχαίο ελληνικό ρητό, αποδιδόμενο σε έναν από τους «επτά σοφούς», τον Σπαρτιάτη Χίλωνα (π. 556 π.Χ.)∙ σημαίνει «Τίποτε με υπερβολή». Γ. Π. Σαββίδης]

Ο ποιητής, επομένως, εύλογα υπενθυμίζει στον Ιουλιανό πως οι πιστοί των αρχαίων θεών στους οποίους απευθύνεται είναι Έλληνες, και άρα είναι εντελώς απρόθυμοι να δώσουν μια τόσο τυποποιημένη και αυστηρή μορφή στη θρησκεία τους. Εξίσου απρόθυμοι, άλλωστε, είναι και απέναντι στην υιοθέτηση μιας ξένης προς την ιδιοσυγκρασία τους ηθικότητα, η οποία παραπέμπει περισσότερο στον χριστιανισμό και στη δική του ενοχική προσέγγιση του σώματος και της ηδονής.

Το ποίημα κλείνει με την παρότρυνση του ποιητή προς τον Αύγουστο Ιουλιανό να μην κάνει τίποτε με υπερβολή, αφού είναι προφανές πως στην προσπάθειά του να επαναφέρει με αυτόν τον τρόπο την αρχαία θρησκεία ξεπέρασε κατά πολύ τα όρια. Ό,τι, μάλιστα, ο Ιουλιανός εξέλαβε ως σωτήρια ιδέα για τη θρησκεία των εθνικών, την συστηματική οργάνωσή της δηλαδή, αποτελούσε στην πραγματικότητα μια μη αποδεκτή απόπειρα αλλοίωσης της ιδιαίτερης φύσης της. 




πηγή: latistor

ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ - ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ

image

«Σκοπός της ζωής μας δεν είναι η χαμέρπεια. Yπάρχουν απειράκις ωραιότερα πράγματα και απ’ αυτήν την αγαλματώδη παρουσία του περασμένου έπους. Σκοπός της ζωής μας είναι η αγάπη. Σκοπός της ζωής μας είναι η ατελεύτητη μάζα μας. Σκοπός της ζωής μας είναι η λυσιτελής παραδοχή της ζωής μας και της κάθε μας ευχής εν παντί τόπω εις πάσαν στιγμήν εις κάθε ένθερμον αναμόχλευσιν των υπαρχόντων. Σκοπός της ζωής μας είναι το σεσημασμένον δέρας της υπάρξεώς μας.»

ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ - ΤΟ ΑΓΑΛΜΑ ΚΑΙ Ο ΤΕΧΝΙΤΗΣ

Αποτέλεσμα εικόνας για ΤΟ ΆΓΑΛΜΑ ΚΑΙ Ο ΤΕΧΝΊΤΗς

Σαν έκλεινε το μουσείο
αργά τη νύχτα η Δηιδάμεια
κατέβαινε από το αέτωμα.
Κουρασμένη από τους τουρίστες
έκανε το ζεστό λουτρό της και μετά
ώρα πολλή μπροστά στον καθρέφτη
χτένιζε τα χρυσά μαλλιά της.
Η ομορφιά της ήταν για πάντα
σταματημένη μες στο χρόνο.

Τότε τον έβλεπε πάλι εκεί
σε κάποια σκοτεινή γωνιά να την παραμονεύει.
Ερχόταν πίσω της αθόρυβα
της άρπαζε τη μέση και το στήθος
και μαγκώνοντας τα λαγόνια της
με το ένα του πόδι
έμπηγε τη δυνατή του φτέρνα
στο πλάι του εξαίσιου μηρού της.

Καθόλου δεν την ξάφνιαζε
κάθε φορά που της ριχνόταν.
Άλλωστε το περίμενε, το είχε συνηθίσει πια.
Αντιστεκόταν τάχα σπρώχνοντας
με τον αγκώνα το φιλήδονο κεφάλι του
και καθώς χανόταν όλη
μες στην αρπάγη του κορμιού του
τον ένιωθε να μεταμορφώνεται
σιγά σιγά σε κένταυρο.

Τώρα η αλογίσια οπλή του
την πόναγε κάπου εκεί
γλυκά στο κόκαλο
και τον ονειρευότανε παραδομένη
ανάμεσα στο φόβο της και τη λαγνεία του
να τη λαξεύει ακόμη.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ - Η ΕΠΕΜΒΑΣΙΣ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

Αποτέλεσμα εικόνας για ΚΑΒΆΦΗς

Θα γίνει τώρα τούτο, κ’ έπειτα εκείνο·
και πιο αργά, σε μια ή δυο χρονιές (ως κρίνω),
τέτοιες θα είν’ οι πράξεις, τέτοιοι θα ’ν’ οι τρόποι.
Δεν θα φροντίσουμε για μακρινό κατόπι.
Για το καλύτερον ημείς θα προσπαθούμε.
Και όσο προσπαθούμε, τόσο θα χαλνούμε,
θα μπλέκουμε τα πράγματα, ώς να βρεθούμε
στην άκρα σύγχυσι. Καί τότε θα σταθούμε.
Θα είν’ η ώρα οι θεοί να εργασθούνε.
Έρχονται πάντοτ’ οι θεοί. Θα κατεβούνε
από τες μηχανές των, και τους μεν θα σώσουν,
τους δε βίαια, ξαφνικά θα τους σηκώσουν
από την μέση· και σαν φέρουνε μια τάξι
θ’ αποσυρθούν. — Κ’ έπειτ’ αυτός τούτο θα πράξει,
τούτο εκείνος· και με τον καιρόν οι άλλοι
τα ιδικά των. Και θ’ αρχίσουμε και πάλι.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ - Η ΣΥΝΟΔΕΙΑ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΟΥ


Ο Δάμων ο τεχνίτης (άλλον πιο ικανό
στην Πελοπόννησο δεν έχει) εις παριανό
μάρμαρο επεξεργάζεται την συνοδεία
του Διονύσου. Ο θεός με θεσπεσία
δόξαν εμπρός, με δύναμι στο βάδισμά του.
Ο Άκρατος πίσω. Στο πλάγι του Aκράτου
η Μέθη χύνει στους Σατύρους το κρασί
από αμφορέα που τον στέφουνε κισσοί.
Κοντά των ο Ηδύοινος ο μαλθακός,
τα μάτια του μισοκλειστά, υπνωτικός.
Και παρακάτω έρχοντ’ οι τραγουδισταί
Μόλπος κ’ Ηδυμελής, κι ο Κώμος που ποτέ
να σβύσει δεν αφίνει της πορείας την σεπτή
λαμπάδα που βαστά· και, σεμνοτάτη, η Τελετή.—
Αυτά ο Δάμων κάμνει. Και κοντά σ’ αυτά
ο λογισμός του κάθε τόσο μελετά
την αμοιβή του από των Συρακουσών
τον βασιλέα, τρία τάλαντα, πολύ ποσόν.
Με τ’ άλλα του τα χρήματα κι αυτά μαζύ
σαν μπουν, ως εύπορος σπουδαία πια θα ζει,
και θα μπορεί να πολιτεύεται — χαρά!—
κι αυτός μες στην βουλή, κι αυτός στην αγορά.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ - ΑΠΟΛΛΩΝΙΟΣ Ο ΤΥΑΝΕΥΣ ΕΝ ΡΟΔΩ

Αποτέλεσμα εικόνας για ΤΥΑΝΕΎς

Για την αρμόζουσα παίδευσι κι αγωγή
ο Aπολλώνιος ομιλούσε μ’ έναν
νέον που έκτιζε πολυτελή
οικίαν εν Pόδω. «Εγώ δε ες ιερόν»
είπεν ο Τυανεύς στο τέλος «παρελθών
πολλώ αν ήδιον εν αυτώ μικρώ
όντι άγαλμα ελέφαντός τε και χρυσού
ίδοιμι ή εν μεγάλω κεραμεούν τε και φαύλον.» —


Το «κεραμεούν» και «φαύλον»∙ το σιχαμερό:
που κιόλας μερικούς (χωρίς προπόνησι αρκετή)
αγυρτικώς εξαπατά. Το κεραμεούν και φαύλον.

Ο νεοπυθαγόρειος φιλόσοφος και "μάγος" Απολλώνιος γεννήθηκε στα Τύανα της Καππαδοκίας γύρω στις αρχές του πρώτου αιώνα και πέθανε στα 96/8 μ.Χ. Σπούδασε φιλοσοφία και υιοθέτησε τον ασκητικό βίο των Πυθαγορείων. Ταξίδεψε στην Ανατολή (μέχρι και στην Ινδία) και φημίστηκε για τις θαυματουργικές του ικανότητες∙ έτσι, μετά θάνατον, έφθασε να προβληθεί ως ανταγωνιστής του Ιησού Χριστού. Βέβαια, ο ίδιος δεν ήταν πάρα ένας φιλόσοφος που έζησε συνετά. Πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του στην Έφεσο, αλλά διάφορες παραδόσεις υποστήριζαν πως «ανελήφθη» στη Ρόδο είτε στην Κρήτη.

Η θρυλική βιογραφία του, Τα ες τον Τυανέα Απολλώνιον, γράφηκε σχεδόν δύο αιώνες αργότερα, από τον σοφιστή Φλάβιο Φιλόστρατο – «έργον λίαν αξιοπερίεργον και ανταμείβον τον αναγνώστην του [...] Η ανάγνωσίς του υπήρξε δι’ εμέ αληθής απόλαυσις [...] Η μορφή του μεγάλου "μάγου" φιλοσόφου των Τυάνων γοητεύει το πνεύμα ως μεγαλοπρεπής υπεράνθρωπος προσωπικότης. [...] Τα ποιητικά επεισόδια είναι πολλά, καθιστώντας το βιβλίον αποταμίευμα ποιητικής ύλης» (Καβάφης, εφ. Τηλέγραφος, 24/5 Νοεμβρίου 1892).

Μεταφράζω την περικοπή του Φιλόστρατου, την οποία ενσωματώνει ο Καβάφης: «Εγώ, περνώντας από κάποιον ναό, πολύ πιο ευχαρίστως θα έβλεπα μέσα του –και ας ήταν μικρός– ένα άγαλμα χρυσελεφάντινο, παρά σε μεγάλο ναό ένα πήλινο και ευτελές».
[Γ. Π. Σαββίδης, Κ. Π. Καβάφη, Τα ποιήματα]

Ο Κωνσταντίνος Καβάφης αξιοποιεί στο ποίημά του ένα απόσπασμα από το έργο του Φιλόστρατου, προκειμένου να τονίσει την επιζήμια τάση των ανθρώπων να παρασύρονται από την επιφανειακή διάσταση των πραγμάτων, αδιαφορώντας τελικά για τα πιο ουσιώδη και τα πιο δυσεπίτευκτα. Εντυπωσιάζονται από το επιδεικτικό και το υπερφίαλο, έστω κι αν στερείται περιεχομένου∙ δίνουν μεγαλύτερη σημασία στα χρήματα και στα υλικά αγαθά, παρά στην παιδεία και τη συγκροτημένη προσωπικότητα ενός ατόμου. Παραμένουν εν τέλει ευάλωτοι σε ό,τι συνδέεται με τον πλούτο ή την κοινωνική θέση ενός ατόμου, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους πως ό,τι έχει πραγματική σημασία δεν βρίσκεται στην περιουσία κάποιου, αλλά στην εσωτερική του ποιότητα.   

Για την αρμόζουσα παίδευσι κι αγωγή
ο Aπολλώνιος ομιλούσε μ’ έναν
νέον που έκτιζε πολυτελή
οικίαν εν Pόδω.

Ο ποιητής για να δημιουργήσει μια δραστικότερη εντύπωση παραλείπει τα επιμέρους στοιχεία του διαλόγου ανάμεσα στον Απολλώνιο και τον ευκατάστατο νέο. Θέμα της συζήτησής τους είναι η κατάλληλη παιδεία και αγωγή ενός ανθρώπου, ενώ αφορμή γι’ αυτή τη συζήτηση δίνει το πολυτελές σπίτι το οποίο χτίζει ο νεαρός στη Ρόδο.

Η επιθυμία του νέου να ξοδέψει πολλά χρήματα για να φτιάξει ένα πολυτελές σπίτι, που κύριο σκοπό του έχει να τραβά την προσοχή των άλλων, και να δηλώνει τον υλικό πλούτο του ιδιοκτήτη του, προκαλεί την εύλογη αντίδραση του φιλοσόφου. Είναι το ζητούμενο για τους ανθρώπους ο εντυπωσιασμός και η επίδειξη ή μήπως η ουσία βρίσκεται κάπου άλλου;   

«Εγώ δε ες ιερόν»
είπεν ο Τυανεύς στο τέλος «παρελθών
πολλώ αν ήδιον εν αυτώ μικρώ
όντι άγαλμα ελέφαντός τε και χρυσού
ίδοιμι ή εν μεγάλω κεραμεούν τε και φαύλον.» —

Ο Απολλώνιος για να απαντήσει σε αυτό το ερώτημα παραλληλίζει το μέγεθος και την εξωτερική εικόνα ενός ναού, με την εικόνα που προβάλλει στους συνανθρώπους του ένα άτομο. Ένας μεγάλος και εντυπωσιακός ναός, σχολιάζει, δεν έχει γι’ αυτόν καμία αξία αν εντός του περιέχεται ένα άγαλμα πήλινο και ευτελές. Εκείνο, λοιπόν, που έχει σημασία είναι όχι το εντυπωσιακό περίβλημα, αλλά το περιεχόμενο, η ουσία ενός ατόμου. Έτσι, για τον Απολλώνιο, είναι σαφώς προτιμότερος ένας μικρός και λιγότερο εντυπωσιακός ναός, αν μέσα σ’ αυτόν μπορεί να εντοπίσει ένα πολύτιμο χρυσελεφάντινο άγαλμα.

Η εξωτερική εικόνα, επομένως, λειτουργεί μόνο χάριν εντυπωσιασμού, αλλά δεν έχει καμία αξία, αν η εσωτερική ποιότητα του ατόμου, αν η υπόστασή του είναι ευτελής και άνευ ουσιαστικού περιεχομένου. Το πήλινο άγαλμα ταυτίζεται έτσι με την κενότητα, με την ελλιπή παιδεία, με την απουσία εκείνων των γνωρισμάτων που καθιστούν έναν άνθρωπο αξιόλογο και του προσδίδουν την αναγκαία ψυχική ευγένεια, ώστε να κερδίζει τον πραγματικό σεβασμό και την ειλικρινή εκτίμηση των συνανθρώπων του.

Εκείνο, λοιπόν, που θα πρέπει να εκτιμάμε και να αποζητούμε στους ανθρώπους γύρω μας δεν είναι τα χρήματα και η υλική περιουσία τους, αλλά τα στοιχεία εκείνα που συνθέτουν το αξιόλογο του χαρακτήρα και της προσωπικότητάς τους. Η κατανόηση, η αλληλεγγύη, ο σεβασμός, αλλά και η πνευματική πρόκληση, το διαρκές ενδιαφέρον που μπορεί να προκαλεί ένας άνθρωπος με την ιδιαιτερότητα και την ποιότητα των σκέψεών του και μόνο, συνιστούν αρετές που δεν μπορούν να προκύψουν από κάποιον που βασίζει όλη του την αξία στο πόσα χρήματα διαθέτει.

Το «κεραμεούν» και «φαύλον»∙ το σιχαμερό:
που κιόλας μερικούς (χωρίς προπόνησι αρκετή)
αγυρτικώς εξαπατά. Το κεραμεούν και φαύλον.

Με την καταληκτική στροφή του ποιήματος κι έχοντας αφήσει σκόπιμα διπλό διάκενο από την προηγούμενη στροφή, για να γίνει έτσι αντιληπτή η μετάβαση από το παρελθόν της προηγούμενης διήγησης, ο ποιητής επανέρχεται στο παρόν και στο τι συμβαίνει στη δική του εποχή. Η χρήση του επιθέτου «σιχαμερό», άλλωστε, είναι ο τρόπος του Καβάφη για να δείξει την αγανάκτησή του για τη συνεχή επικράτηση του ευτελούς στις σχέσεις των ανθρώπων. Παρά το γεγονός ότι έχει περάσει ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα από το κάλεσμα του Απολλώνιου να δίνεται σημασία στο περιεχόμενο των ανθρώπων, κι όχι στα υλικά τους αγαθά, οι άνθρωποι συνεχίζουν να παρασύρονται με την ίδια ευκολία από το ανούσιο και το ευτελές.

Ο Καβάφης χρησιμοποιεί τις λέξεις σιχαμερό και αγυρτίκως για να αποδεσμεύσει τον αναγνώστη από το κλίμα και τη χρονικά προγενέστερη περίοδο της προηγούμενης στροφής. Ακόμη και σήμερα (κιόλας), σχολιάζει ο ποιητής, μερικούς ανθρώπους συνεχίζει να τους εξαπατά το πήλινο και ευτελές της υπόστασης εκείνων που καλύπτουν το ανούσιο της ύπαρξής τους πίσω από το χρήμα και την επίδειξη. Οι άνθρωποι που δεν έχουν ικανή «προπόνηση»∙ οι άνθρωποι που δεν έχουν λάβει την αναγκαία παιδεία, συνεχίζουν να δίνουν μεγαλύτερη σημασία στα υλικά αγαθά και όχι στην ουσία των συνανθρώπων τους. Συνεχίζεται έτσι μια λανθασμένη πορεία που οδηγεί σ’ έναν αέναο φαύλο κύκλο, καθώς όσο οι άνθρωποι εντυπωσιάζονται και δίνουν αξία στον υλικό πλούτο, τόσο θα παρατείνεται η προσκόλληση των ανθρώπων στη διεκδίκησή του.

Ο ποιητής επαναλαμβάνει, λοιπόν, τους χαρακτηρισμούς «κεραμεούν και φαύλον» που χρησιμοποίησε ο Απολλώνιος για να αποδώσει την πνευματική και ψυχική κενότητα των ανθρώπων που δίνουν έμφαση στο χρήμα και την επίδειξη. Επανάληψη που προσδίδει έμφαση στη συνεχή κυριαρχία της ελλιπούς αγωγής και της ανουσιότητας που διακρίνει πολλούς ανθρώπους. Ό,τι προκάλεσε τότε την παρέμβαση του Απολλώνιου, συνεχίζει να υπάρχει στην εποχή του Καβάφη, και θα συνεχίσει να υπάρχει μέχρι να γίνει αντιληπτό σε όλους πως δεν είναι ο πλούτος που δίνει αξία σ’ έναν άνθρωπο, αλλά η ιδιαίτερη αξία της προσωπικότητάς του∙ αξία, μάλιστα, που δεν βρίσκει το αντίστοιχό της σε κανένα υλικό αγαθό, καθώς τίποτε δεν μπορεί να προσφέρει μεγαλύτερη χαρά και ψυχική ευδαιμονία από τη συνύπαρξη μ’ έναν άνθρωπο ηθικά και πνευματικά καλλιεργημένο.

Φιλόστρατος, Τα ς τον Τυανέα πολλώνιον

τύγχανέ τι κα μειράκιον νεόπλουτόν τε κα παίδευτον οκοδομούμενον οκίαν τιν ν τ όδ κα ξυμφέρον ς ατν γραφάς τε ποικίλας κα λίθους ξ πάντων θνν. ρετο ον ατό, πόσα χρήματα εη ς διδασκάλους τε κα παιδείαν νηλωκός·  δ «οδ δραχμήν» επεν. «ς δ τν οκίαν πόσα;» «δώδεκα» φη «τάλαντα, προσαναλώσαιμι δ ν κα τερα τοσατα». «τί δ» επεν « οκία βούλεταί σοι;» «δίαιτα» φη «λαμπρ σται τ σώματι, κα γρ δρόμοι ν ατ κα λση κα λίγα ς γορν βαδιομαι κα προσεροσί με ο σιόντες διον, σπερ ς ερν φοιτντες.» «ζηλωτότεροι δ» επεν «ο νθρωποι πότερον δι ατούς εσιν  δι τ περ ατοςντα;» «δι τν πλοτον», επε, «τ γρ χρήματα πλεστον σχύει». «χρημάτων δ», φη « μειράκιον, μείνων φύλαξ πότερον  πεπαιδευμένος σται   παίδευτος;» πε δ σιώπησε, «δοκες μοι», επε «μειράκιον, ο σ τν οκίαν, λλ σ  οκία κεκτσθαι. γ δ ς ερν παρελθν πολλ ν διον ν ατ μικρ ντι γαλμαλέφαντός τε κα χρυσο δοιμι  ν μεγάλ κεραμεον τε κα φαλον.»

Συνέβη επίσης τότε ένας νεόπλουτος και απαίδευτος νεαρός να χτίζει σπίτι στη Ρόδο και να συγκεντρώνει για το σκοπό αυτό πολύχρωμους ζωγραφικούς πίνακες και λίθους από όλες τις χώρες. Τον ρώτησε λοιπόν ο Απολλώνιος πόσα χρήματα είχε ξοδέψει για δασκάλους και μόρφωση. «Ούτε δραχμή», απάντησε. «Και για το σπίτι πόσα;» «Δώδεκα τάλαντα», είπε, «και, αν χρειαστεί, θα ξοδέψω άλλα τόσα». «Και σε τι θα σου είναι χρήσιμο το σπίτι;», ρώτησε. «Θα είναι εξαιρετικό μέρος για τη σωματική μου άσκηση, γιατί έχει μέσα και περιστύλια για περίπατο και άλση, έτσι που λίγες φορές θα χρειάζεται να πηγαίνω στην αγορά· οι άνθρωποι πάλι που θα έρχονται μέσα θα μου μιλούν με ακόμη μεγαλύτερη ευχαρίστηση, σαν να επισκέπτονται ένα ιερό.» «Οι άνθρωποι», ρώτησε ο Απολλώνιος, «εκτιμώνται πιο πολύ γι’ αυτό που είναι οι ίδιοι ή για τα υπάρχοντά τους;» «Για τα πλούτη τους», απάντησε, «γιατί αυτά έχουν τη μεγαλύτερη δύναμη». «Και για τα υπάρχοντα, νεαρέ, ποιος είναι» ρώτησε ο Απολλώνιος, «πιο ικανός φύλακας, ο πεπαιδευμένος ή ο απαίδευτος;» Επειδή εκείνος δεν απάντησε, «Μου δίνεις», είπε, «την εντύπωση, νεαρέ, πως δεν ανήκει το σπίτι σε εσένα, αλλά εσύ στο σπίτι. Όσο για μένα, αν πήγαινα σε ένα ιερό, με πολύ μεγαλύτερη ευχαρίστηση θα έβλεπα σε ένα, έστω και μικρό ιερό άγαλμα χρυσελεφάντινο παρά σε μεγάλο άγαλμα πήλινο και ευτελές»



πηγή: latistor