ΕΤΙΚΕΤΕΣ

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΑΒΑΦΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΑΒΑΦΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ - ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΒΑΡΒΑΡΟΥΣ

Αποτέλεσμα εικόνας για περιμένοντας τους βαρβάρους καβάφης


— Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;

Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα.

— Γιατί μέσα στην Σύγκλητο μια τέτοια απραξία;
Τι κάθοντ’ οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;

Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Τι νόμους πια θα κάμουν οι Συγκλητικοί;
Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν.

—Γιατί ο αυτοκράτωρ μας τόσο πρωί σηκώθη,
και κάθεται στης πόλεως την πιο μεγάλη πύλη
στον θρόνο επάνω, επίσημος, φορώντας την κορώνα;

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ - ΑΠΙΣΤΙΑ



Πολλά άρα Ομήρου επαινούντες, αλλά τούτο
ουκ επαινεσόμεθα .... ουδέ Aισχύλου, όταν φη η
Θέτις τον Aπόλλω εν τοις αυτής γάμοις άδοντα

«ενδατείσθαι τας εάς ευπαιδίας,
νόσων τ’ απείρους και μακραίωνας βίους.
Ξύμπαντα τ’ ειπών θεοφιλείς εμάς τύχας
παιών’ επευφήμησεν, ευθυμών εμέ.
Καγώ το Φοίβου θείον αψευδές στόμα
ήλπιζον είναι, μαντική βρύον τέχνη:
Ο δ’, αυτός υμνών, ............................
...................... αυτός εστιν ο κτανών
τον παίδα τον εμόν».

Πλάτων, Πολιτείας Β΄ 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ - ΔΙΑΚΟΠΗ

Αποτέλεσμα εικόνας για ΚΑΒΆΦΗς ΔΙΑΚΟΠΗ

Το έργον των θεών διακόπτομεν εμείς,
τα βιαστικά κι άπειρα όντα της στιγμής.
Στης Ελευσίνος και στης Φθίας τα παλάτια
η Δήμητρα κ’ η Θέτις αρχινούν έργα καλά
μες σε μεγάλες φλόγες και βαθύν καπνόν. Aλλά
πάντοτε ορμά η Μετάνειρα από τα δωμάτια
του βασιλέως, ξέπλεγη και τρομαγμένη,
και πάντοτε ο Πηλεύς φοβάται κ’ επεμβαίνει.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ - ΑΣ ΦΡΟΝΤΙΖΑΝ

Αποτέλεσμα εικόνας για Καβάφη , ασ φρόντιζαν


Κατήντησα σχεδόν ἀνέστιος καί πένης.
Αὐτή ἡ μοιραία πόλις, ἡ Αντιόχεια
όλα τά χρήματα μου τά ‘φαγε:
αυτή ἡ μοιραία μέ τόν δαπανηρό της βίο.

Ἀλλά εἶμαι νέος καί μέ ὑγείαν ἀρίστην.
Κάτοχος τῆς ἑλληνικής θαυμάσιος
(ξέρω και παραξέρω Ἀριστοτέλη, Πλάτωνα∙
τί ρήτορας, τί ποιητάς, τί ὅ,τι κι ἄν πεῖς).
Ἀπό στρατιωτικά ἔχω μιάν ἰδέα,
κ’ ἔχω φιλίες μέ ἀρχηγούς τῶν μισθοφόρων.
Εἶμαι μπασμένος καμπόσο καί στά διοικητικά.
Στην Ἀλεξάνδρεια ἔμεινα ἕξι μήνες, πέρσι∙
κάπως γνωρίζω (κ’ εἶναι τοῦτο χρήσιμον) τά ἐκεῖ:
τοῦ Κακεργέτη βλέψεις καί παληανθρωπιές, καί τά λοιπά.

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΒΑΦΗ

Σχετική εικόνα


Ο Κωνσταντίνος Καβάφης στην ποίησή του εντάσσει εικόνες πολιτικής συμπεριφοράς, ιστορικών ή φανταστικών προσώπων, άλλοτε για να αναδείξει εκείνες που ενέχουν πολιτικό ήθος και άλλοτε για να στηλιτεύσει εκείνες που αποτελούν ένδειξη εκφυλισμού. Με τον τρόπο αυτό ο ποιητής κατορθώνει να μας περάσει τα μηνύματά του με ιδιαίτερα παραστατικό τρόπο, αποδεσμεύοντας παράλληλα τις πολιτικές συμπεριφορές από τα σύγχρονα γεγονότα.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ - ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΑΓΑΛΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΝΔΥΜΙΩΝΟΣ

Αποτέλεσμα εικόνας για ενδυμίων

Επί άρματος λευκού που τέσσαρες ημίονοι
πάλλευκοι σύρουν, με κοσμήματ’ αργυρά,
φθάνω εκ Μιλήτου εις τον Λάτμον. Ιερά
τελών — θυσίας και σπονδάς — τω Ενδυμίωνι,
από την Aλεξάνδρειαν έπλευσα εν τριήρει πορφυρά.—
Ιδού το άγαλμα. Εν εκστάσει βλέπω νυν
του Ενδυμίωνος την φημισμένην καλλονήν.
Ιάσμων κάνιστρα κενούν οι δούλοι μου· κ’ ευοίωνοι
επευφημίαι εξύπνησαν αρχαίων χρόνων ηδονήν.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ - ΑΙΩΝΙΟΤΗΣ


Ο Ινδός Aρσούνας, βασιλεύς φιλάνθρωπος και πράος,
μισούσε τες σφαγές. Ποτέ δεν έκαμνε πολέμους.
Πλην του πολέμου ο φοβερός θεός δυσηρεστήθη —
(λιγόστεψεν η δόξα του, άδειασαν οι ναοί του) —
και μπήκε με θυμό πολύ στου Aρσούνα το παλάτι.
Ο βασιλεύς φοβήθηκε και λέει· «Θεέ μεγάλε,
συγχώρεσέ με αν δεν μπορώ ζωή να πάρω ανθρώπου».
Με περιφρόνησι ο θεός απήντησε· «Από μένα
νομίζεσαι πιο δίκαιος; Με λέξεις μη γελιέσαι.
Καμιά ζωή δεν παίρνεται. Γνώριζε πως ποτέ του
μήτε γεννήθηκε κανείς, μήτε κανείς πεθαίνει».

«Πρόκειται για δάνειο (μάλλον από δεύτερο χέρι) από το ινδικό μυστικο-φιλοσοφικό ποίημα Bhagavad-Gita [= Το Άσμα του Μακαρίου] που είναι ενσωματωμένο στο έκτο βιβλίο του απέραντου έπους Maha-Bharata [= Ο μεγάλος πόλεμος των Μπαράτα]. Ο διάλογος είναι ανάμεσα στον ευγενικό ήρωα Αρσούνα (Arjuna) και στον ηνίοχό του Krishna, γήινη ενσάρκωση του θεού Vishnu.» Γ. Π. Σαββίδης

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ - Η ΔΙΑΚΟΠΗ

Αποτέλεσμα εικόνας για ΘΝΗΤΟΊ ΚΑΙ ΘΕΟΊ

Το έργον των θεών διακόπτομεν εμείς,
τα βιαστικά κι άπειρα όντα της στιγμής.
Στης Ελευσίνος και στης Φθίας τα παλάτια
η Δήμητρα κ’ η Θέτις αρχινούν έργα καλά
μες σε μεγάλες φλόγες και βαθύν καπνόν. Aλλά
πάντοτε ορμά η Μετάνειρα από τα δωμάτια
του βασιλέως, ξέπλεγη και τρομαγμένη,
και πάντοτε ο Πηλεύς φοβάται κ’ επεμβαίνει.

Η ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ Η ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΤΟΥ Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗ

Αποτέλεσμα εικόνας για Η ΠΟΙΗΤΙΚΉ ΤΟΥ ΚΑΒΑΦΗ

Εισαγωγικά

Εφέτος συμπληρώνονται ογδόντα χρόνια από το θάνατο του Καβάφη (1933) και εκατόν πενήντα από τη γέννησή του (1863). Στο διάστημα αυτό, το έργο του ποιητή πέρασε από την αρχική απόρριψη στη σταδιακή αναγνώριση και τέλος στην καθολική αποδοχή και τη διεθνή καθιέρωση. Το έργο του Αλεξανδρινού φέρνει μια μεγάλη τομή στη νεοελληνική ποίηση των αρχών του 20ού αιώνα και αυτός είναι ο λόγος που δε βρήκε στην αρχή εύκολη αποδοχή. Τη στιγμή που στη μητροπολιτική Ελλάδα η δημοτική γλώσσα καταχτά πανηγυρικά το πεδίο της ποίησης κι ενώ μεσουρανεί η ποιητική ρητορεία του Παλαμά και ο χειμαρρώδης λυρισμός του Σικελιανού, ο Καβάφης γράφει πεζολογικά ποιήματα σε μια μεικτή γλώσσα, που αγνοεί το δίλημμα δημοτική ή καθαρεύουσα, απορρίπτοντας παράλληλα την πλούσια εικονοπλασία της καθιερωμένης ποιητικής γραφής. Όσο μάλιστα οριστικοποιεί τις επιλογές του και διαμορφώνει το προσωπικό του ποιητικό ιδίωμα, τόσο περισσότερο προσεγγίζει το ύφος και υιοθετεί τις τεχνικές του αφηγηματικού πεζού λόγου. Όταν ολοκληρώσει αυτές τις διεργασίες, ο Καβάφης θα έχει μετατρέψει αυτό που θεωρήθηκε αδυναμία του σε δύναμη και παράγοντα επιτυχίας, κατακτώντας, μέσα στη γραμματολογία μας, μια εξέχουσα θέση ανάμεσα στους ποιητές που έφεραν – όχι το μοντερνισμό, όπως από σύγχυση κυκλοφορεί στην αγορά – αλλά την ανανέωση του ποιητικού λόγου (1) .

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ - Η ΠΟΛΙΣ


Η ΠΟΛΙΣ

Είπες· «Θα πάγω σ’ άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα.
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή.
Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή·
κ’ είν’ η καρδιά μου — σαν νεκρός — θαμένη.
Ο νους μου ως πότε μες στον μαρασμόν αυτόν θα μένει.
Όπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω
ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,
που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα.»

Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς·
και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ’ ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού — μη ελπίζεις—
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κώχη τούτη την μικρή, σ’ όλην την γη την χάλασες. 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ - Ο ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ, ΟΡΩΝ ΟΛΙΓΩΡΙΑ


«Ορών ουν πολλήν μεν ολιγωρίαν ούσαν
ημίν προς τους θεούς»— λέγει με ύφος σοβαρόν.
Ολιγωρίαν. Μα τι περίμενε λοιπόν;
Όσο ήθελεν ας έκαμνεν οργάνωσι θρησκευτική,
όσο ήθελεν ας έγραφε στον αρχιερέα Γαλατίας,
ή εις άλλους τοιούτους, παροτρύνων κι οδηγών.
Οι φίλοι του δεν ήσαν Χριστιανοί·
αυτό ήταν θετικόν. Μα δεν μπορούσαν κιόλας
να παίζουν σαν κι αυτόνα (τον Χριστιανομαθημένο)
με σύστημα καινούριας εκκλησίας,
αστείον και στην σύλληψι και στην εφαρμογή.
Έλληνες ήσαν επί τέλους. Μηδέν άγαν, Aύγουστε.

Ιστοριογενές ποίημα. Από το 1896 ως το 1932/3 ο Καβάφης έγραψε επτά ποιήματα με στόχο τον Ιουλιανό τον Παραβάτη ή Αποστάτη (από αυτά, το πρώτο, με αρχικόν τίτλο «Ο Ιουλιανός εν Ελευσίνι και τελικόν «Ο Ιουλιανός εν τοις Μυστηρίοις», καταταγμένο στο θεματικό κεφάλαιο «Αι Αρχαί του Χριστιανισμού», έμεινε ανέκδοτο ως το 1968) – Ο Ιουλιανός εν ΝικομηδείαΟ Ιουλιανός και οι ΑντιοχείςΟυκ έγνωςΕις τα περίχωρα της ΑντιοχείαςΜεγάλη συνοδεία εξ ιερέων και λαϊκών. Επίσης, από το 1920 έως τουλάχιστον το 1926, ο Καβάφης σχεδίασε άλλα πέντε ποιήματα σχετικά με τον Ιουλιανό, που έμειναν ανολοκλήρωτα∙ τα σχεδιάσματα αυτά δημοσιεύθηκαν το 1981 από την Renata Lavagnini.

Ορών ουν πολλήν μεν ολιγωρίαν ούσαν ημίν προς τους θεούς = «Βλέποντας, λοιπόν, να έχουμε πολλήν αδιαφορία για τους θεούς» - φράση επιστολής του Ρωμαίου αυτοκράτορα Ιουλιανού (331-363 μ.Χ.) προς τον Θεόδωρο, τον οποίον διορίζει αρχιερέα όλων των ναών της Ασίας. Η επιστολή αυτή, γραμμένη στην Αντιόχεια τον Ιανουάριο 363, αναπτύσσει τις απόψεις μιας άλλης επιστολής του ίδιου, προς τον αρχιερέα Γαλατίας, «λίγον καιρό ύστερα από την αποκατάσταση των Θεών», όταν πια άρχιζε και αντιλαμβανόταν το ανώφελο της προσπάθειάς του και την αδράνεια των εθνικών».

Ο Ιουλιανός (δείτε «Εις τα περίχωρα της Αντιοχείας») μόλις ανέλαβε τα ηνία της αυτοκρατορίας (361) ξεκίνησε σημαντικές μεταρρυθμίσεις στους τομείς της διοίκησης, της παιδείας, των στρατιωτικών, καθώς και της θρησκείας∙ στον τομέα αυτό  ο Ιουλιανός διέταξε να ανοίξουν οι αρχαίοι ναοί και έδωσε το προβάδισμα, σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο οικοδομικό έργο, στην αναστήλωση των κατεστραμμένων αρχαίων ιερών. Ανέλαβε με τόλμη το ρόλο του ανακαινιστή της αρχαίας θρησκείας και προσπάθησε να ενισχύσει τα αδύνατα σημεία της. Έτσι σε μια προσπάθεια ενοποίησης του εθνικού κλήρου και ακολουθώντας τα πρότυπα του χριστιανισμού και της θρησκείας του Μίθρα, εγκαθίδρυσε μια ιεραρχική τάξη την οποία οργάνωσε κατά επαρχίες και πόλεις. Παρενέβη επίσης στο λειτουργικό μέρος εισάγοντας ύμνους, τακτές ώρες προσευχής και κήρυγμα. Φρόντισε ακόμη για την ηθική εξύψωση του εθνικού κλήρου, ίδρυσε διδασκαλεία και φροντιστήρια απ’ όπου κηρύσσονταν οι αξίες του «ελληνισμού» δημόσια από ιερείς που πολλές φορές είχε διορίσει ο ίδιος. Έδωσε μάλιστα εξουσία μεγάλη στους τοπικούς αρχιερείς που ήταν όργανά του. 

«Ορών ουν πολλήν μεν ολιγωρίαν ούσαν
ημίν προς τους θεούς»— λέγει με ύφος σοβαρόν.

Η προσπάθειά του, ωστόσο, να αναδιοργανώσει την αρχαία θρησκεία, προσδίδοντάς της στοιχεία που αντλούσε από τον χριστιανισμό, δεν βρήκε την απήχηση που πιθανώς προσδοκούσε. Ο Ιουλιανός συνειδητοποιεί πως οι εθνικοί αδιαφορούν απέναντι στις γεμάτες ζήλο προσπάθειές του, και την αδιαφορία αυτή τη γενικεύει, σχολιάζοντας με πικρία πως αδιαφορούν ουσιαστικά απέναντι στους αρχαίους θεούς∙ τους θεούς της ίδιας τους της θρησκείας.

Τη γενίκευση αυτή, που δεν του επιτρέπει επί της ουσίας να αντιληφθεί την πραγματική διάσταση της αντίδρασης των εθνικών, την αξιοποιεί ο Καβάφης για να δώσει μια, εκ των υστέρων, εξήγηση στον Ιουλιανό. Η ειρωνεία του ποιητή είναι προφανής κι έρχεται να φανερώσει πόσο έξοχα αντικειμενικός υπήρξε πάντοτε στις κρίσεις του. Έτσι, παρά το γεγονός ότι ο θαυμασμός του Ιουλιανού για την αρχαία θρησκεία τον βρίσκει σύμφωνο, δεν τον αποτρέπει εντούτοις από το να στηλιτεύσει την υπερβολή που χαρακτήριζε τις επιδιώξεις του αυτοκράτορα, αλλά και τον ασύμβατο με την αρχαία θρησκεία συντηρητισμό του. Ο Ιουλιανός επιχειρεί να αναβιώσει μια θρησκεία που έχει πια χάσει την αίγλη για τους τότε υπηκόους του κι αυτό θα το καταλάβει σταδιακά κι ο ίδιος. Ο Ιουλιανός, συνάμα, αδυνατεί να αντιληφθεί τη βαθιά ελευθερία που χαρακτήριζε την αρχαία θρησκεία, κι αυτό έρχεται να επισημάνει ο Καβάφης.

Ολιγωρίαν. Μα τι περίμενε λοιπόν;
Όσο ήθελεν ας έκαμνεν οργάνωσι θρησκευτική,
όσο ήθελεν ας έγραφε στον αρχιερέα Γαλατίας,
ή εις άλλους τοιούτους, παροτρύνων κι οδηγών.
Οι φίλοι του δεν ήσαν Χριστιανοί·
αυτό ήταν θετικόν. Μα δεν μπορούσαν κιόλας
να παίζουν σαν κι αυτόνα (τον Χριστιανομαθημένο)
με σύστημα καινούριας εκκλησίας,
αστείον και στην σύλληψι και στην εφαρμογή.
Έλληνες ήσαν επί τέλους. Μηδέν άγαν, Aύγουστε.

Ο Ιουλιανός, λοιπόν, βλέπει αδιαφορία∙ αδιαφορία απέναντι στους θεούς. Μα, το ποιητικό υποκείμενο, με την αντικειμενικότητα του εξωτερικού παρατηρητή, έρχεται να υποδείξει εκείνο που δεν αντιλαμβάνεται ο απογοητευμένος αυτοκράτορας. Όσο κι αν ήθελε να οργανώσει την αρχαία θρησκεία -προκειμένου να την ενισχύσει, όσο κι αν έστελνε οδηγίες στους αρχιερείς, δεν θα μπορούσε, εντούτοις, ποτέ να εφαρμόσει ένα σύστημα νέας εκκλησίας σε αυτή. Μια τέτοια προσπάθεια ήταν αστεία και ως προς τη σύλληψη, μα και ως προς την εφαρμογή, εφόσον οι εθνικοί φίλοι του αυτοκράτορα ήταν πάνω απ’ όλα Έλληνες, και άρα τους χαρακτήριζε μια βαθιά απέχθεια για την αυστηρή οργάνωση και τον προγραμματισμό.

Η σκέψη του Ιουλιανού να επιβάλει τακτές ώρες προσευχής και κηρύγματα στην αρχαία θρησκεία, μόνο σαν αστείο μπορούσε να φανεί στους Έλληνες, εφόσον ένας τέτοιος προγραμματισμός στερούσε από την κατεξοχήν θρησκεία της ελευθερίας, τη βαθύτερη ουσία της και την καθιστούσε καθήκον και επιβεβλημένη υποχρέωση. Οι Έλληνες λάτρευαν τους θεούς τους με πλήρη ελευθερία και εξέφραζαν την πίστη σε αυτούς με γιορτές και μυστήρια -κάποτε, μάλιστα, και με τελετές αφιερωμένες στην ηδονή-, κι όχι με προγραμματισμένες -ανούσιες- προσευχές και κηρύγματα ηθικού περιεχομένου.

Ο Ιουλιανός έχοντας περάσει ένα σημαντικό διάστημα της ζωής του εξαναγκασμένος να ασχολείται με τη χριστιανική θρησκεία, τις γραφές της και το λειτουργικό της, έχει επηρεαστεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε δεν μπορεί πλέον, όσο κι αν το θέλει, να αντικρίσει την αρχαία θρησκεία στα πραγματικά της μέτρα. Ο «Χριστιανομαθημένος» Ιουλιανός∙ ο συντηρητικός Ιουλιανός που ελάχιστα ενδιαφέρεται για τη σωματική ηδονή∙ ο Ιουλιανός που θεωρεί πως το πρόγραμμα και η οργάνωση αποτελούν την ιδανική επιλογή για την αναβίωση της αρχαίας θρησκείας, απέχει στην πραγματικότητα πολύ από το πνεύμα της θρησκείας εκείνης που προσέφερε στους ανθρώπους απόλυτη ελευθερία και έπλαθε ακόμη και τους θεούς της κατ’ εικόνα των ανθρώπων, με πάθη και ελαττώματα.

Έλληνες ήσαν επί τέλους. Μηδέν άγαν, Aύγουστε.

[Μηδέν άγαν: αρχαίο ελληνικό ρητό, αποδιδόμενο σε έναν από τους «επτά σοφούς», τον Σπαρτιάτη Χίλωνα (π. 556 π.Χ.)∙ σημαίνει «Τίποτε με υπερβολή». Γ. Π. Σαββίδης]

Ο ποιητής, επομένως, εύλογα υπενθυμίζει στον Ιουλιανό πως οι πιστοί των αρχαίων θεών στους οποίους απευθύνεται είναι Έλληνες, και άρα είναι εντελώς απρόθυμοι να δώσουν μια τόσο τυποποιημένη και αυστηρή μορφή στη θρησκεία τους. Εξίσου απρόθυμοι, άλλωστε, είναι και απέναντι στην υιοθέτηση μιας ξένης προς την ιδιοσυγκρασία τους ηθικότητα, η οποία παραπέμπει περισσότερο στον χριστιανισμό και στη δική του ενοχική προσέγγιση του σώματος και της ηδονής.

Το ποίημα κλείνει με την παρότρυνση του ποιητή προς τον Αύγουστο Ιουλιανό να μην κάνει τίποτε με υπερβολή, αφού είναι προφανές πως στην προσπάθειά του να επαναφέρει με αυτόν τον τρόπο την αρχαία θρησκεία ξεπέρασε κατά πολύ τα όρια. Ό,τι, μάλιστα, ο Ιουλιανός εξέλαβε ως σωτήρια ιδέα για τη θρησκεία των εθνικών, την συστηματική οργάνωσή της δηλαδή, αποτελούσε στην πραγματικότητα μια μη αποδεκτή απόπειρα αλλοίωσης της ιδιαίτερης φύσης της. 




πηγή: latistor

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ - Η ΕΠΕΜΒΑΣΙΣ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

Αποτέλεσμα εικόνας για ΚΑΒΆΦΗς

Θα γίνει τώρα τούτο, κ’ έπειτα εκείνο·
και πιο αργά, σε μια ή δυο χρονιές (ως κρίνω),
τέτοιες θα είν’ οι πράξεις, τέτοιοι θα ’ν’ οι τρόποι.
Δεν θα φροντίσουμε για μακρινό κατόπι.
Για το καλύτερον ημείς θα προσπαθούμε.
Και όσο προσπαθούμε, τόσο θα χαλνούμε,
θα μπλέκουμε τα πράγματα, ώς να βρεθούμε
στην άκρα σύγχυσι. Καί τότε θα σταθούμε.
Θα είν’ η ώρα οι θεοί να εργασθούνε.
Έρχονται πάντοτ’ οι θεοί. Θα κατεβούνε
από τες μηχανές των, και τους μεν θα σώσουν,
τους δε βίαια, ξαφνικά θα τους σηκώσουν
από την μέση· και σαν φέρουνε μια τάξι
θ’ αποσυρθούν. — Κ’ έπειτ’ αυτός τούτο θα πράξει,
τούτο εκείνος· και με τον καιρόν οι άλλοι
τα ιδικά των. Και θ’ αρχίσουμε και πάλι.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ - Η ΣΥΝΟΔΕΙΑ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΟΥ


Ο Δάμων ο τεχνίτης (άλλον πιο ικανό
στην Πελοπόννησο δεν έχει) εις παριανό
μάρμαρο επεξεργάζεται την συνοδεία
του Διονύσου. Ο θεός με θεσπεσία
δόξαν εμπρός, με δύναμι στο βάδισμά του.
Ο Άκρατος πίσω. Στο πλάγι του Aκράτου
η Μέθη χύνει στους Σατύρους το κρασί
από αμφορέα που τον στέφουνε κισσοί.
Κοντά των ο Ηδύοινος ο μαλθακός,
τα μάτια του μισοκλειστά, υπνωτικός.
Και παρακάτω έρχοντ’ οι τραγουδισταί
Μόλπος κ’ Ηδυμελής, κι ο Κώμος που ποτέ
να σβύσει δεν αφίνει της πορείας την σεπτή
λαμπάδα που βαστά· και, σεμνοτάτη, η Τελετή.—
Αυτά ο Δάμων κάμνει. Και κοντά σ’ αυτά
ο λογισμός του κάθε τόσο μελετά
την αμοιβή του από των Συρακουσών
τον βασιλέα, τρία τάλαντα, πολύ ποσόν.
Με τ’ άλλα του τα χρήματα κι αυτά μαζύ
σαν μπουν, ως εύπορος σπουδαία πια θα ζει,
και θα μπορεί να πολιτεύεται — χαρά!—
κι αυτός μες στην βουλή, κι αυτός στην αγορά.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ - ΑΠΟΛΛΩΝΙΟΣ Ο ΤΥΑΝΕΥΣ ΕΝ ΡΟΔΩ

Αποτέλεσμα εικόνας για ΤΥΑΝΕΎς

Για την αρμόζουσα παίδευσι κι αγωγή
ο Aπολλώνιος ομιλούσε μ’ έναν
νέον που έκτιζε πολυτελή
οικίαν εν Pόδω. «Εγώ δε ες ιερόν»
είπεν ο Τυανεύς στο τέλος «παρελθών
πολλώ αν ήδιον εν αυτώ μικρώ
όντι άγαλμα ελέφαντός τε και χρυσού
ίδοιμι ή εν μεγάλω κεραμεούν τε και φαύλον.» —


Το «κεραμεούν» και «φαύλον»∙ το σιχαμερό:
που κιόλας μερικούς (χωρίς προπόνησι αρκετή)
αγυρτικώς εξαπατά. Το κεραμεούν και φαύλον.

Ο νεοπυθαγόρειος φιλόσοφος και "μάγος" Απολλώνιος γεννήθηκε στα Τύανα της Καππαδοκίας γύρω στις αρχές του πρώτου αιώνα και πέθανε στα 96/8 μ.Χ. Σπούδασε φιλοσοφία και υιοθέτησε τον ασκητικό βίο των Πυθαγορείων. Ταξίδεψε στην Ανατολή (μέχρι και στην Ινδία) και φημίστηκε για τις θαυματουργικές του ικανότητες∙ έτσι, μετά θάνατον, έφθασε να προβληθεί ως ανταγωνιστής του Ιησού Χριστού. Βέβαια, ο ίδιος δεν ήταν πάρα ένας φιλόσοφος που έζησε συνετά. Πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του στην Έφεσο, αλλά διάφορες παραδόσεις υποστήριζαν πως «ανελήφθη» στη Ρόδο είτε στην Κρήτη.

Η θρυλική βιογραφία του, Τα ες τον Τυανέα Απολλώνιον, γράφηκε σχεδόν δύο αιώνες αργότερα, από τον σοφιστή Φλάβιο Φιλόστρατο – «έργον λίαν αξιοπερίεργον και ανταμείβον τον αναγνώστην του [...] Η ανάγνωσίς του υπήρξε δι’ εμέ αληθής απόλαυσις [...] Η μορφή του μεγάλου "μάγου" φιλοσόφου των Τυάνων γοητεύει το πνεύμα ως μεγαλοπρεπής υπεράνθρωπος προσωπικότης. [...] Τα ποιητικά επεισόδια είναι πολλά, καθιστώντας το βιβλίον αποταμίευμα ποιητικής ύλης» (Καβάφης, εφ. Τηλέγραφος, 24/5 Νοεμβρίου 1892).

Μεταφράζω την περικοπή του Φιλόστρατου, την οποία ενσωματώνει ο Καβάφης: «Εγώ, περνώντας από κάποιον ναό, πολύ πιο ευχαρίστως θα έβλεπα μέσα του –και ας ήταν μικρός– ένα άγαλμα χρυσελεφάντινο, παρά σε μεγάλο ναό ένα πήλινο και ευτελές».
[Γ. Π. Σαββίδης, Κ. Π. Καβάφη, Τα ποιήματα]

Ο Κωνσταντίνος Καβάφης αξιοποιεί στο ποίημά του ένα απόσπασμα από το έργο του Φιλόστρατου, προκειμένου να τονίσει την επιζήμια τάση των ανθρώπων να παρασύρονται από την επιφανειακή διάσταση των πραγμάτων, αδιαφορώντας τελικά για τα πιο ουσιώδη και τα πιο δυσεπίτευκτα. Εντυπωσιάζονται από το επιδεικτικό και το υπερφίαλο, έστω κι αν στερείται περιεχομένου∙ δίνουν μεγαλύτερη σημασία στα χρήματα και στα υλικά αγαθά, παρά στην παιδεία και τη συγκροτημένη προσωπικότητα ενός ατόμου. Παραμένουν εν τέλει ευάλωτοι σε ό,τι συνδέεται με τον πλούτο ή την κοινωνική θέση ενός ατόμου, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους πως ό,τι έχει πραγματική σημασία δεν βρίσκεται στην περιουσία κάποιου, αλλά στην εσωτερική του ποιότητα.   

Για την αρμόζουσα παίδευσι κι αγωγή
ο Aπολλώνιος ομιλούσε μ’ έναν
νέον που έκτιζε πολυτελή
οικίαν εν Pόδω.

Ο ποιητής για να δημιουργήσει μια δραστικότερη εντύπωση παραλείπει τα επιμέρους στοιχεία του διαλόγου ανάμεσα στον Απολλώνιο και τον ευκατάστατο νέο. Θέμα της συζήτησής τους είναι η κατάλληλη παιδεία και αγωγή ενός ανθρώπου, ενώ αφορμή γι’ αυτή τη συζήτηση δίνει το πολυτελές σπίτι το οποίο χτίζει ο νεαρός στη Ρόδο.

Η επιθυμία του νέου να ξοδέψει πολλά χρήματα για να φτιάξει ένα πολυτελές σπίτι, που κύριο σκοπό του έχει να τραβά την προσοχή των άλλων, και να δηλώνει τον υλικό πλούτο του ιδιοκτήτη του, προκαλεί την εύλογη αντίδραση του φιλοσόφου. Είναι το ζητούμενο για τους ανθρώπους ο εντυπωσιασμός και η επίδειξη ή μήπως η ουσία βρίσκεται κάπου άλλου;   

«Εγώ δε ες ιερόν»
είπεν ο Τυανεύς στο τέλος «παρελθών
πολλώ αν ήδιον εν αυτώ μικρώ
όντι άγαλμα ελέφαντός τε και χρυσού
ίδοιμι ή εν μεγάλω κεραμεούν τε και φαύλον.» —

Ο Απολλώνιος για να απαντήσει σε αυτό το ερώτημα παραλληλίζει το μέγεθος και την εξωτερική εικόνα ενός ναού, με την εικόνα που προβάλλει στους συνανθρώπους του ένα άτομο. Ένας μεγάλος και εντυπωσιακός ναός, σχολιάζει, δεν έχει γι’ αυτόν καμία αξία αν εντός του περιέχεται ένα άγαλμα πήλινο και ευτελές. Εκείνο, λοιπόν, που έχει σημασία είναι όχι το εντυπωσιακό περίβλημα, αλλά το περιεχόμενο, η ουσία ενός ατόμου. Έτσι, για τον Απολλώνιο, είναι σαφώς προτιμότερος ένας μικρός και λιγότερο εντυπωσιακός ναός, αν μέσα σ’ αυτόν μπορεί να εντοπίσει ένα πολύτιμο χρυσελεφάντινο άγαλμα.

Η εξωτερική εικόνα, επομένως, λειτουργεί μόνο χάριν εντυπωσιασμού, αλλά δεν έχει καμία αξία, αν η εσωτερική ποιότητα του ατόμου, αν η υπόστασή του είναι ευτελής και άνευ ουσιαστικού περιεχομένου. Το πήλινο άγαλμα ταυτίζεται έτσι με την κενότητα, με την ελλιπή παιδεία, με την απουσία εκείνων των γνωρισμάτων που καθιστούν έναν άνθρωπο αξιόλογο και του προσδίδουν την αναγκαία ψυχική ευγένεια, ώστε να κερδίζει τον πραγματικό σεβασμό και την ειλικρινή εκτίμηση των συνανθρώπων του.

Εκείνο, λοιπόν, που θα πρέπει να εκτιμάμε και να αποζητούμε στους ανθρώπους γύρω μας δεν είναι τα χρήματα και η υλική περιουσία τους, αλλά τα στοιχεία εκείνα που συνθέτουν το αξιόλογο του χαρακτήρα και της προσωπικότητάς τους. Η κατανόηση, η αλληλεγγύη, ο σεβασμός, αλλά και η πνευματική πρόκληση, το διαρκές ενδιαφέρον που μπορεί να προκαλεί ένας άνθρωπος με την ιδιαιτερότητα και την ποιότητα των σκέψεών του και μόνο, συνιστούν αρετές που δεν μπορούν να προκύψουν από κάποιον που βασίζει όλη του την αξία στο πόσα χρήματα διαθέτει.

Το «κεραμεούν» και «φαύλον»∙ το σιχαμερό:
που κιόλας μερικούς (χωρίς προπόνησι αρκετή)
αγυρτικώς εξαπατά. Το κεραμεούν και φαύλον.

Με την καταληκτική στροφή του ποιήματος κι έχοντας αφήσει σκόπιμα διπλό διάκενο από την προηγούμενη στροφή, για να γίνει έτσι αντιληπτή η μετάβαση από το παρελθόν της προηγούμενης διήγησης, ο ποιητής επανέρχεται στο παρόν και στο τι συμβαίνει στη δική του εποχή. Η χρήση του επιθέτου «σιχαμερό», άλλωστε, είναι ο τρόπος του Καβάφη για να δείξει την αγανάκτησή του για τη συνεχή επικράτηση του ευτελούς στις σχέσεις των ανθρώπων. Παρά το γεγονός ότι έχει περάσει ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα από το κάλεσμα του Απολλώνιου να δίνεται σημασία στο περιεχόμενο των ανθρώπων, κι όχι στα υλικά τους αγαθά, οι άνθρωποι συνεχίζουν να παρασύρονται με την ίδια ευκολία από το ανούσιο και το ευτελές.

Ο Καβάφης χρησιμοποιεί τις λέξεις σιχαμερό και αγυρτίκως για να αποδεσμεύσει τον αναγνώστη από το κλίμα και τη χρονικά προγενέστερη περίοδο της προηγούμενης στροφής. Ακόμη και σήμερα (κιόλας), σχολιάζει ο ποιητής, μερικούς ανθρώπους συνεχίζει να τους εξαπατά το πήλινο και ευτελές της υπόστασης εκείνων που καλύπτουν το ανούσιο της ύπαρξής τους πίσω από το χρήμα και την επίδειξη. Οι άνθρωποι που δεν έχουν ικανή «προπόνηση»∙ οι άνθρωποι που δεν έχουν λάβει την αναγκαία παιδεία, συνεχίζουν να δίνουν μεγαλύτερη σημασία στα υλικά αγαθά και όχι στην ουσία των συνανθρώπων τους. Συνεχίζεται έτσι μια λανθασμένη πορεία που οδηγεί σ’ έναν αέναο φαύλο κύκλο, καθώς όσο οι άνθρωποι εντυπωσιάζονται και δίνουν αξία στον υλικό πλούτο, τόσο θα παρατείνεται η προσκόλληση των ανθρώπων στη διεκδίκησή του.

Ο ποιητής επαναλαμβάνει, λοιπόν, τους χαρακτηρισμούς «κεραμεούν και φαύλον» που χρησιμοποίησε ο Απολλώνιος για να αποδώσει την πνευματική και ψυχική κενότητα των ανθρώπων που δίνουν έμφαση στο χρήμα και την επίδειξη. Επανάληψη που προσδίδει έμφαση στη συνεχή κυριαρχία της ελλιπούς αγωγής και της ανουσιότητας που διακρίνει πολλούς ανθρώπους. Ό,τι προκάλεσε τότε την παρέμβαση του Απολλώνιου, συνεχίζει να υπάρχει στην εποχή του Καβάφη, και θα συνεχίσει να υπάρχει μέχρι να γίνει αντιληπτό σε όλους πως δεν είναι ο πλούτος που δίνει αξία σ’ έναν άνθρωπο, αλλά η ιδιαίτερη αξία της προσωπικότητάς του∙ αξία, μάλιστα, που δεν βρίσκει το αντίστοιχό της σε κανένα υλικό αγαθό, καθώς τίποτε δεν μπορεί να προσφέρει μεγαλύτερη χαρά και ψυχική ευδαιμονία από τη συνύπαρξη μ’ έναν άνθρωπο ηθικά και πνευματικά καλλιεργημένο.

Φιλόστρατος, Τα ς τον Τυανέα πολλώνιον

τύγχανέ τι κα μειράκιον νεόπλουτόν τε κα παίδευτον οκοδομούμενον οκίαν τιν ν τ όδ κα ξυμφέρον ς ατν γραφάς τε ποικίλας κα λίθους ξ πάντων θνν. ρετο ον ατό, πόσα χρήματα εη ς διδασκάλους τε κα παιδείαν νηλωκός·  δ «οδ δραχμήν» επεν. «ς δ τν οκίαν πόσα;» «δώδεκα» φη «τάλαντα, προσαναλώσαιμι δ ν κα τερα τοσατα». «τί δ» επεν « οκία βούλεταί σοι;» «δίαιτα» φη «λαμπρ σται τ σώματι, κα γρ δρόμοι ν ατ κα λση κα λίγα ς γορν βαδιομαι κα προσεροσί με ο σιόντες διον, σπερ ς ερν φοιτντες.» «ζηλωτότεροι δ» επεν «ο νθρωποι πότερον δι ατούς εσιν  δι τ περ ατοςντα;» «δι τν πλοτον», επε, «τ γρ χρήματα πλεστον σχύει». «χρημάτων δ», φη « μειράκιον, μείνων φύλαξ πότερον  πεπαιδευμένος σται   παίδευτος;» πε δ σιώπησε, «δοκες μοι», επε «μειράκιον, ο σ τν οκίαν, λλ σ  οκία κεκτσθαι. γ δ ς ερν παρελθν πολλ ν διον ν ατ μικρ ντι γαλμαλέφαντός τε κα χρυσο δοιμι  ν μεγάλ κεραμεον τε κα φαλον.»

Συνέβη επίσης τότε ένας νεόπλουτος και απαίδευτος νεαρός να χτίζει σπίτι στη Ρόδο και να συγκεντρώνει για το σκοπό αυτό πολύχρωμους ζωγραφικούς πίνακες και λίθους από όλες τις χώρες. Τον ρώτησε λοιπόν ο Απολλώνιος πόσα χρήματα είχε ξοδέψει για δασκάλους και μόρφωση. «Ούτε δραχμή», απάντησε. «Και για το σπίτι πόσα;» «Δώδεκα τάλαντα», είπε, «και, αν χρειαστεί, θα ξοδέψω άλλα τόσα». «Και σε τι θα σου είναι χρήσιμο το σπίτι;», ρώτησε. «Θα είναι εξαιρετικό μέρος για τη σωματική μου άσκηση, γιατί έχει μέσα και περιστύλια για περίπατο και άλση, έτσι που λίγες φορές θα χρειάζεται να πηγαίνω στην αγορά· οι άνθρωποι πάλι που θα έρχονται μέσα θα μου μιλούν με ακόμη μεγαλύτερη ευχαρίστηση, σαν να επισκέπτονται ένα ιερό.» «Οι άνθρωποι», ρώτησε ο Απολλώνιος, «εκτιμώνται πιο πολύ γι’ αυτό που είναι οι ίδιοι ή για τα υπάρχοντά τους;» «Για τα πλούτη τους», απάντησε, «γιατί αυτά έχουν τη μεγαλύτερη δύναμη». «Και για τα υπάρχοντα, νεαρέ, ποιος είναι» ρώτησε ο Απολλώνιος, «πιο ικανός φύλακας, ο πεπαιδευμένος ή ο απαίδευτος;» Επειδή εκείνος δεν απάντησε, «Μου δίνεις», είπε, «την εντύπωση, νεαρέ, πως δεν ανήκει το σπίτι σε εσένα, αλλά εσύ στο σπίτι. Όσο για μένα, αν πήγαινα σε ένα ιερό, με πολύ μεγαλύτερη ευχαρίστηση θα έβλεπα σε ένα, έστω και μικρό ιερό άγαλμα χρυσελεφάντινο παρά σε μεγάλο άγαλμα πήλινο και ευτελές»



πηγή: latistor

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ - ΑΠΟΛΕΙΠΕΙΝ Ο ΘΕΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΝ




"Το «Ἀπολείπειν ὁ Θεός Ἀντώνιον» του Κωνσταντίνου Καβάφη, αναφέρεται στη μεγάλη αξία που έχει η διατήρηση της αξιοπρέπειας μπροστά στην απώλεια. Ο Καβάφης παρουσιάζει τον Αντώνιο τη στιγμή που ακούει τον αόρατο θίασο να απομακρύνεται από την πόλη και συνειδητοποιεί ότι ο προστάτης θεός του τον εγκαταλείπει. Η κρίσιμη εκείνη στιγμή που ο Αντώνιος αντιλαμβάνεται ότι η ήττα του είναι δεδομένη και ότι όλα όσα απέκτησε στη ζωή του και όλα όσα σχεδίαζε για το μέλλον του, φτάνουν στο τέλος τους, έχει ιδιαίτερη αξία, καθώς ακριβώς εκείνη τη στιγμή ο Αντώνιος θα πρέπει να σεβαστεί τον εαυτό του και να μη φανεί λιπόψυχος...."