Άνθρωπος: «πάντων χρημάτων μέτρον»
§1: Ο Πρωταγόρας ανήκει στο ριζοσπαστικό κίνημα των Ελλήνων Σοφιστών, που αναπτύχθηκε θεμελιωδώς κατά την κλασική περίοδο της αρχαίας Ελλάδας, βασικά της Αθήνας του Περικλή. Το εν λόγω κίνημα είναι εν πολλοίς ένα ελευθεριακό κίνημα σκέψης, με δεσπόζουσα την πολιτική απόχρωση και με αποκλίνουσες επί αρκετών θεμάτων ιδέες. Εγκαινίασε καθοριστικά τη στροφή προς τον άνθρωπο σε αντίθεση με την προηγηθείσα σκέψη των προσωκρατικών, η οποία είχε ασχοληθεί κι αυτή βέβαια με τον άνθρωπο αλλά σε ένα ευρύτερο πλαίσιο κοσμολογικών-οντολογικών προβληματισμών: οι διανοητές της προ-σοφιστικής, ήτοι της προσωκρατικής περιόδου, διαστοχάστηκαν κυρίως πάνω στη φύση, τον κόσμο (βασικά με το νόημα του σύμπαντος) και το ον εν γένει. Η έννοια του ανθρώπου τους απασχόλησε ως τμήμα αυτού του κόσμου. Για τους Σοφιστές, απεναντίας, ο άνθρωπος δεν εξακοντίζεται πλέον σε συλλήψεις ενός οντο-κοσμο-λογικού Είναι, αλλά συλλαμβάνεται βασικά ως ένα πλέγμα σχέσεων: σχέσεις προς τη φύση, την κοινωνία, το κράτος, τους θεούς· προς άλλους ανθρώπους ή άλλους λαούς κ.λπ. Στο πνεύμα αυτών των σχέσεων κατανοείται, λιγότερο ή περισσότερο, και η σχέση των ίδιων των Σοφιστών με τον κοινωνικό τους περίγυρο. Μάλιστα, μέσα στην ιστορία της φιλοσοφίας, η σχέση τους αυτή αποτιμάται άλλοτε ως μια στεγνή επαγγελματική σχέση, όπου εξαργυρωνόταν η γνώση με χρήμα, με συνέπεια να αμαυρώνεται η εικόνα του σοφιστικού κινήματος, άλλοτε ως μια στοχαστική σχέση του ανθρώπινου ατόμου εντός της κοινωνίας και σε σχέση με τούτη.
§2: Οποιαδήποτε οπτική αποτίμησης του κινήματος αυτού κι αν ακολουθεί κανείς, γεγονός είναι ότι οι εν λόγω διανοητές περιφέρονταν συνήθως από πόλη σε πόλη και δίδασκαν με οξυμένη την αίσθηση της σχετικότητας· κατ’ επέκταση, πρώτοι δημιουργούσαν τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της κριτικής σκέψης και της σκεπτόμενης ατομικότητας. Η δυσφήμησή τους ως αμοραλιστών, όπως σωστά παρατηρεί ο Χέγκελ (Werke 18, 407), προέρχεται κατά κύριο λόγο από τον κοινό νου. Συχνά συμβαίνει ο τελευταίος να χάνεται μέσα στη φαινομενικότητα και να μην μπορεί να διακρίνει ότι στο σοφιστικό κίνημα, ας πούμε, οφείλεται η καθίδρυση, για πρώτη φορά στη φιλοσοφία του ανθρώπινου πολιτισμού, της πνευματικής υποκειμενικότητας. Ένας τέτοιος χαλασμένος κοινός νους χαρακτηρίζει και τις μαριονέτες του σάπιου πολιτικού καθεστώτος της σημερινής Ελλάδας. Όσο χαλασμένος είναι αυτός ο νους, τόσο οι διάφοροι αγύρτες του εν λόγω καθεστώτος επιδεικνύουν την αμορφωσιά τους και διαπράττουν ὕβριν. Ὕβρις ασυγχώρητης αμπελοφιλοσοφικής αμορφωσιάς π.χ. είναι η παρερμηνεία, από υψηλά ιστάμενο του καθεστώτος –και μάλιστα καλοπληρωμένο προφεσόρο– της πρωταγόρειας ρήσης: πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος, κατανοώντας στρεψόδικα το χρημάτων ως χρήμα με τη σημερινή έννοια και όχι ως χρήσιμο πράγμα, που είναι το σωστό (βλ.§2) .
§3: Ο Πρωταγόρας συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πρώτους και στους πιο σημαντικούς Σοφιστές. Ο ίδιος έδωσε στον εαυτό του το όνομα Σοφιστής και, όπως λέει ο Χέγκελ, «παρουσιάστηκε ως δάσκαλος της δημόσιας σφαίρας» (ό.π.). Τούτο σημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι κατανοούσε τον ενάρετο πολίτη ως καλό πολίτη και ως καλό πολιτικό. Γενικώς ειπείν, η σκέψη του Πρωταγόρα είναι πρωτίστως πολιτική, δηλαδή σκέψη της Πόλεως και για την Πόλιν. Η πρώτη θετική φάση της φιλοσοφίας του είναι αυτή που αντιπροσωπεύει το έργο του: Αλήθεια ή Καταβάλλοντες. Από τούτο, όπως και από άλλα έργα του, έχουν σωθεί μόνο αποσπάσματα. Στην αρχή αυτού του έργου έγραφε:
«πάντων χρημάτων μέτρον εστίν άνθρωπος, των μεν όντων
ως έστιν, των δε ουκ όντων ως ουκ έστιν».
«Για όλα τα πράγματα μέτρο είναι ο άνθρωπος, για όσα
είναι ότι είναι και για όσα δεν είναι ότι δεν είναι».
Η περιώνυμη τούτη ρήση φαίνεται να προσδιορίζει τον άνθρωπο ως το μοναδικό, ως το ισχύον μέτρο για την ύπαρξη ή μη ύπαρξη, για το Είναι ή μη-Είναι όλων των πραγμάτων. Εκ πρώτης όψεως δείχνει να εκφράζει κάτι το άμεσο και σαφές. Παρά τη συντομία της ωστόσο παραμένει αινιγματώδης. Πώς εννοείται το «μέτρο» και ακόμη πώς το «χρήμα»; Υπό ένα γενικό πνεύμα, που έχει δημιουργήσει παράδοση, το μέτρο υποδηλώνει ότι η αλήθεια είναι κάτι σχετικό και υπάρχει πάντοτε σε σχέση με τη γνώμη ή τη γνώση που διαθέτει ο άνθρωπος. Επίσης το χρήμα σημαίνει ένα χρήσιμο πράγμα, κάτι το ωφέλιμο και όχι γενικά το πράγμα, γιατί τότε ο Πρωταγόρας θα χρησιμοποιούσε τη λέξη πράγμα –σημαίνουσα λέξη τόσο της αρχαίας όσο και της νέας ελληνικής– και όχι χρήμα.
Εάν εισχωρήσει κανείς στα ενδότερα της σκέψης του Πρωταγόρα, διαπιστώνει, και με τη βοήθεια νεώτερων ερευνών, ότι ο όρος μέτρο δεν επιδέχεται μόνο την παραπάνω εξήγηση ή τη σημασία του κριτηρίου, που του απέδωσε ο Σέξτος Εμπειρικός, αλλά εκφράζει –κατά κύριο λόγο– μια (γνωσιακή-κανονιστική) ισχύ του ανθρώπου επί των πραγμάτων που τον αφορούν και τον καθορίζουν. Άρα, με βάση την ερμηνεία αυτή, ο άνθρωπος είναι το μέτρον με το εξής νόημα: η γνωρίζουσα ισχύς, η κανονιστική δύναμη που άρχει, αλλά δεν εξουσιάζει, δηλαδή δεν παγιδεύεται και δεν ηδονίζεται μέσα στην ὕβριν , όπως συμβαίνει με την κάθε εξουσία, αλλά χαράσσει μια συνειδητή πορεία συλλογής και ανασυλλογής της εκδηλωνόμενης μέσα στα πράγματα εμπειρικής της κατάφασης. Το γεγονός ενός άρχειν χωρίς βία και εξουσιασμό, χωρίς τον εξανδραποδισμό του άλλου αλλά σε γόνιμη αντιπαράθεση μαζί του, οδηγεί τον Πρωταγόρα σε μια πρώτη, ουσιώδη και ιστορικά ανεπανάληπτη σύλληψη της ανθρώπινης υποκειμενικότητας ως μιας αυθυπόστατης ορθο-Λογικότητας του υποκειμένου.
§4: Η αυθυπόστατη υποκειμενικότητα αντλεί την αυτονομία της, το σχετικό της αυτεξούσιο, όχι από έναν αυξημένο μέσα στο ίδιο το άτομο ατομισμό ή ατομικισμό, από έναν υπερφίαλο ή αρρωστημένο εσωτερικισμό που κατά κανόνα επιζητεί την «ισορροπία» του στην καταδυνάστευση του άλλου, αλλά από την έξοδο της σκέψης της από τον εν λόγω καχεκτικό ατομικισμό. Πώς δύναται αυτή η υποκειμενικότητα να πραγματοποιεί τούτη την έξοδο; Με το να επιδιώκει τη συνάντηση της γνώμης ή της γνώσης της με τη γνώμη και τη γνώση των άλλων. Η συνάντηση τούτη δεν είναι υποταγή ή κυριαρχία αλλά η καθολικότητα της αλήθειας ως διαλεκτική ατομικού και καθολικού.
Τα πολιτικά ανδρείκελα τότε και τώρα είναι ανδρείκελα, γιατί φοβούνται αυτή τη συνάντηση που περιέχει πότε ήττες και πότε νίκες του υποκειμένου. Την ως άνω συνάντηση ο Πρωταγόρας την πραγματεύεται στο έτερο έργο του, που δεν διαφέρει και πολύ από το πρώτο, με τον τίτλο: Αντιλογίες. Από τούτο το έργο –μάλλον το πιο εκτενές του Πρωταγόρα– έχουν σωθεί δυστυχώς μόνο πληροφορίες και ενδείξεις από άλλους συγγραφείς. Η πεμπτουσία του, εν τοιαύτη περιπτώσει, φαίνεται να αφορά τη σύλληψη της αντίφασης και την εισαγωγή της μέσα στα πράγματα, έτσι ώστε να μην κρίνονται και γίνονται αποδεκτά στη σκέψη μας ως κάτι το ακίνητο, το αναλλοίωτο, το αιώνιο. Τα τελευταία τούτα γνωρίσματα έχουν κακοπάθει στα χέρια και τα «μυαλά» των μίσθαρνων πολιτικών, οι οποίοι την ανικανότητά τους μαζί και την εσωτερική τους ανισορροπία θέλουν να τις παγιώνουν, να τις διαιωνίζουν ως αναντικατάστατες πολιτικές αρετές.
Ο Πρωταγόρας βέβαια συλλαμβάνει την ως άνω αντίφαση στην αρχαϊκή της μορφή, αλλά παρά ταύτα εν σπέρματι διαλεκτικά. Σύμφωνα λοιπόν με αυτόν τον μεγάλο διανοητή «για κάθε πράγμα υπάρχουν δύο λόγοι που αντιφάσκουν ο ένας προς τον άλλο». Η πολιτική διαμάχη ως τέτοια επαληθεύει από μόνη της ετούτη την αρχή. Η τελευταία ανάγει τον πολεμικό της χαρακτήρα στην Ηρακλείτεια αντίληψη περί αντιφατικής πραγματικότητας, όπου κυριαρχεί ο πόλεμος, η στοχαστική αντιπαράθεση και όχι οι ανέξοδες και άκρως υποτιμητικές για τους ίδιους κοκορομαχίες των καθεστωτικών πάσης φύσεως. Η πρωταγόρεια τούτη σύλληψη της αντίφασης, της ύπαρξης δύο αντιφατικών λόγων έχει ιδιαίτερη αξία, γιατί ο λόγος, η γλώσσα ως ομιλία διχοτομείται σε λόγους που στρέφονται ο ένας ενάντια στον άλλο και δημιουργούν έτσι τη δυνατότητα να αποφεύγονται οι αναπόδεικτες γενικεύσεις, το κάθε υποκείμενο δε να εισδύει στο συγκεκριμένο και να οικοδομεί το (σχετικό) αυτεξούσιό του στη δεινότητα της αντιλογικής-αντιφατικής θεώρησης των πραγμάτων. Τότε φέρελπις πολιτικός δεν γίνεται ο κάθε δοτός, ο οποίος λόγω απουσίας αντίστοιχης σκέψης εκφράζει τον ήσσονα λόγο, τον ασθενή λόγο, και είναι επιρρεπής σε ενδοτισμούς, αλλά η αυτενεργός και αυτοσυνείδητη υποκειμενικότητα που έχει επίγνωση των ορίων της. Ο λόγος της τελευταίας είναι εκείνος που συμμερίζονται και άλλοι και γι' αυτό καθίσταται λόγος της αλήθειας.
πηγή: hegel-platon