ΕΤΙΚΕΤΕΣ

ΜΠΡΟΥΝΟ ΣΝΕΛΛ - ΟΛΥΜΠΙΟΙ ΘΕΟΙ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΠΝΕΥΜΑ



Αποσπάσματα από το 2ο κεφάλαιο στο έργο του συγγραφέα 
«Η ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ» 

Ὁ ἄν­θρω­πος ἀν­τι­με­τω­πί­ζει το φό­βο καί τό μυ­στή­ρι­ο ἀρ­χι­κά με τη μορ­φή τοῦ θε­ϊ­κοῦ και δαι­μο­νι­κοῦ στοι­χεί­ου, πού οἱ πρω­τό­γο­νοι προ­σπα­θοῦν να το θέ­σουν ὑ­πό ἔ­λεγ­χο και να το ἐ­ξορ­κί­σουν με τη θρη­σκεί­α. Ὑ­περ­νί­κη­ση τοῦ φό­βου ση­μαί­νει συγ­χρό­νως και με­τα­βο­λή τῶν θρη­σκευ­τι­κῶν πα­ρα­στά­σε­ων. Με την πί­στη στους ὀ­λύμ­πι­ους θε­ούς, ὅ­πως πα­ρου­σι­ά­ζε­ται στην Ἰ­λι­ά­δα και την Ὀ­δύσ­σει­α, πραγ­μα­το­ποι­εί­ται αὐ­τή ἡ με­τα­βο­λή, και μά­λι­στα τό­σο ρι­ζι­κά, ὥ­στε δυ­σκο­λευ­ό­μα­στε να κα­τα­νο­ή­σου­με αύ­τή τη θρη­σκευ­τι­κό­τη­τα, ἀ­πό την ὁ­ποί­α λεί­πει σε με­γά­λο βαθ­μό ὁ φό­βος γι­α τις μυ­στη­ρι­α­κές δυ­νά­μεις…

Γι­α τον Ἕλ­λη­να οἱ θε­οί εἶ­ναι κά­τι τό­σο φυ­σι­κό και αὐ­το­νό­η­το, ὥ­στε πο­τέ του δεν ἀ­να­ρω­τή­θη­κε ἄν ἄλ­λοι λα­οί θα μπο­ρού­σαν να ἔ­χουν δι­α­φο­ρε­τι­κή πί­στη ἤ δι­α­φο­ρε­τι­κούς θε­ούς…


Οἱ θε­οί τῶν Ἕλ­λή­νων ἀ­νή­κουν στη φυ­σι­κή τά­ξη τοῦ κό­σμου, και γι’ αὐ­τό δεν πε­ρι­ο­ρί­ζον­ται σε ἐθνικά σύ­νο­ρα οὔ­τε συν­δέ­ον­ται με ὁ­ρι­σμέ­νες ὁ­μά­δες…

Οἱ δί­κες γι­α ἀ­θε­ΐ­α δεί­χνουν με ποι­ο νό­η­μα μπο­ροῦ­με να μι­λοῦ­με γι­α θρη­σκευ­τι­κή πί­στη ἤ ἀ­πι­στί­α στην ἀρ­χαί­α Ἑλ­λά­δα…Κα­νείς δεν κα­τα­δί­ω­κε «ἀλ­λό­θρη­σκους», δη­λα­δή ὁ­πα­δούς μι­ᾶς ἄλ­λης θρη­σκεί­ας ἤ μι­ᾶς ἄλ­λης πί­στης, ἀλ­λά φι­λο­σό­φους. Δεν τους κα­τη­γο­ροῦ­σε γι­α­τί ἀμ­φι­σβη­τοῦ­σαν ἕ­να ὁ­ρι­σμέ­νο δόγ­μα - ἡ ἑλ­λη­νι­κή θρη­σκεί­α δεν εἶ­χε κα­νέ­να δόγ­μα και δεν γνω­ρί­ζου­με να κλή­θη­κε πο­τέ κα­νέ­νας ἕλ­λη­νας φι­λό­σο­φος γι­α να ἀ­να­κα­λέ­σει την αἱ­ρε­τι­κή δι­δα­σκα­λί­α του· τους κα­τη­γο­ροῦ­σε γι­α ἀ­σέ­βει­α, γι­α προ­σβο­λή τῶν θε­ῶν, ὅ­πως θα μπο­ρού­σα­με να με­τα­φρά­σου­με την ἀρ­χαί­α ἑλ­λη­νι­κή λέ­ξη…Ὁ Σω­κρά­της δεν χα­ρα­κτη­ρί­στη­κε, ἑ­πο­μέ­νως, αἱ­ρε­τι­κός ἀλ­λά ἄ­θε­ος…Μό­νο σε μί­α σύν­το­μη πε­ρί­ο­δο, την πε­ρί­ο­δο τοῦ Δι­α­φω­τι­σμοῦ πού δη­μι­ούρ­γη­σε ἡ φι­λο­σο­φί­α, ὁ­πό­τε φά­νη­κε ὅ­τι κιν­δύ­νευ­ε να δι­α­τα­ραχ­τεί ἡ στα­θε­ρή κοι­νω­νι­κή τά­ξη, ἔ­γι­ναν δι­ώ­ξεις ἀ­θέ­ων, και μά­λι­στα μό­νο στην Ἀ­θή­να…

Σύμ­φω­να με την κλα­σι­κή ἑλ­λη­νι­κή ἀν­τί­λη­ψη καί οἱ ἴ­δι­οι οἱ θε­οί ὑ­πο­τάσ­σον­ται στην κο­σμι­κή τά­ξη…Ἡ ἑλ­λη­νι­κή θε­ό­τη­τα δεν εἶ­ναι σε θέ­ση να δη­μι­ουρ­γή­σει κά­τι ἀ­πό το μη­δέν, γι’ αὐ­τό και ὁ μύ­θος τῆς Δη­μι­ουρ­γί­ας τοῦ κό­σμου εἶ­ναι ἄ­γνω­στος στους Ἕλ­λη­νες· …Ὑ­πάρ­χουν κα­νό­νες σύμ­φω­να με τους ὁ­ποί­ους οἱ θε­οί ἐ­πεμ­βαί­νουν ἤ κα­λύ­τε­ρα πρέ­πει να ἐ­πεμ­βαί­νουν στην ἐ­πί­γει­α δρά­ση…

Ἡ ἀν­θρώ­πι­νη δρά­ση δεν εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κή και αὐ­τό­νο­μη. Ό,τι σχε­δι­ά­ζει και ἐ­κτε­λεῖ ὁ ἄν­θρω­πος ὀ­φεί­λε­ται σε θε­ϊ­κό σχέ­δι­ο και έ­νέρ­γει­α…Ἔτ­σι ὁ­τι­δή­πο­τε κά­νουν οἱ ἄν­θρω­ποι με ἐ­πι­μέ­λει­α και μό­χθο ἀ­πό την ἀρ­χή τῆς ζω­ῆς τους, το κα­τευ­θύ­νουν χω­ρίς κό­πο οἱ θε­οί…

Στο Ὅ­μη­ρο ὅ­μως ὁ ἄν­θρω­πος δεν αἰ­σθά­νε­ται ἀ­κό­μη τον ἑ­αυ­τό του ὡς πη­γή τῶν ἀ­πο­φά­σε­ών του· αὐ­τό συμ­βαί­νει γι­α πρώ­τη φο­ρά στην τρα­γω­δί­α. Στον Ὅ­μη­ρο ὅ­ταν ἕ­νας ἄν­θρω­πος με­τά ἀ­πό σκέ­ψη κα­τα­λή­γει σε κά­ποι­α ἀ­πό­φα­ση, αἰ­σθά­νε­ται ὅ­τι κα­θο­ρί­ζε­ται ἀ­πό τους θε­ούς…Στον Ὅ­μη­ρο δεν ὑ­πάρ­χει ἡ συ­νεί­δη­ση τῆς αὐ­θορ­μη­σί­ας τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου πνεύ­μα­τος, ἡ συ­νεί­δη­ση δη­λα­δή ὅ­τι ὁ ἄν­θρω­πος φέ­ρει στον ἐ­σω­τε­ρι­κό του κό­σμο την πη­γή τῶν ἀ­πο­φά­σε­ών του, κα­θώς και τῶν πα­ρορ­μή­σε­ων και συ­ναι­σθη­μά­των του. Ὅ, τι ἰ­σχύ­ει γι­α τά γε­γο­νό­τα στο ἔ­πος ἰ­σχύ­ει και γι­α τά αἰ­σθή­μα­τα, τη σκέ­ψη και τη βού­λη­ση τοῦ ἀν­θρώ­που: ὅ­λα αὐ­τά συν­δέ­ον­ται ἄ­με­σα με τους θε­ούς…

Κά­θε πρω­τό­γο­νος ἄν­θρω­πος νι­ώ­θει δε­μέ­νος με τους θε­ούς, και δεν ἔ­χει ἀ­φυ­πνι­στεῖ, ὥ­στε να ἀ­πο­κτή­σει συ­νεί­δει­ση τῆς προ­σω­πι­κῆς του ἐ­λευ­θε­ρί­ας. Οἱ Ἕλ­λη­νες κα­ταρ­γοῦν αὐ­τή τη δε­σμευ­τι­κή σχέ­ση με τους θε­ούς και ἔτ­σι θε­με­λι­ώ­νουν το δυ­τι­κό πο­λι­τι­σμό…   

Ὁ ἑλ­λη­νι­κός θε­ός δεν χρη­σι­μο­ποι­εῖ τη θύ­ελ­λα και τον κα­τα­κλυ­σμό γι­α να κα­τα­κε­ραυ­νώ­σει τον ἄν­θρω­πο, και ὁ ἄν­θρω­πος δεν αἰ­σθά­νε­ται, γε­μά­τος δέ­ος, την ἀ­δυ­να­μί­α του στο ἀν­τί­κρυ­σμα τοῦ θε­οῦ…Στον Ὅ­μη­ρο ἡ πα­ρου­σί­α τοῦ θε­οῦ δεν κο­νι­ορ­το­ποι­εῖ πο­τέ τον ἄν­θρω­πο…Το αἴ­σθη­μα πού νι­ώ­θει ὁ ἄν­θρω­πος μπρός στο θε­ό δεν εἶ­ναι ρί­γος, οὔ­τε δέ­ος ἤ φό­βος ἤ ἀ­κό­μη θρη­σκευ­τι­κή εὐ­λά­βει­α και σε­βα­σμός. Ὅ­λα αὐ­τά προ­ϋ­πο­θέ­τουν το φό­βο πού ἐμ­πνέ­ει μι­α μυ­στη­ρι­α­κή θε­ό­τη­τα, πράγ­μα πού γε­νι­κά εἶ­ναι ἄ­γνω­στο στον Ὅ­μη­ρο. Ἡ τα­πει­νο­φρο­σύ­νη και ἡ ἀ­γά­πη προς το θε­ό εἶ­ναι φυ­σι­κά ἐ­πί­σης ἄ­γνω­στες· πα­ρό­μοι­α αἰ­σθή­μα­τα ἐμ­φα­νίζο­νται γι­α πρώ­τη φο­ρά στο χρι­στι­α­νι­σμό…

 Ἡ ἔκ­πλη­ξη και ὁ θαυ­μα­σμός δεν αποτελούν χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά θρη­σκευ­τι­κά αἰ­σθή­μα­τα οὔ­τε γε­νι­κά οὔ­τε και στον Ὅ­μη­ρο εἰ­δι­κό­τε­ρα…Θαυ­μα­σμός ση­μαί­νει το γε­μά­το ἔκ­πλη­ξη βλέμ­μα…Ὅ­ταν λοι­πόν το δέ­ος μπρός στο άγνω­στο ἀν­τι­κα­θί­στα­ται ἀ­πό το θαυ­μα­σμό τοῦ ὡ­ραί­ου, το θεῖ­ο γί­νε­ται γι­α τον ἄνθρω­πο πι­ο ξέ­νο και συγ­χρό­νως πι­ο οἰ­κεῖ­ο, δεν κα­τα­πι­έ­ζει τον ἄν­θρω­πο οὔ­τε τον δε­σμεύ­ει ἄ­με­σα με μα­γι­κό τρό­πο, και πα­ρά ταῦ­τα γί­νε­ται γι­α τον ἄν­θρω­πο φυ­σι­κό­τε­ρο…Κι ὅ­ταν ὁ ἄν­θρω­πος πρέ­πει να ὑ­πο­φέ­ρει ἐ­ξαι­τί­ας ἑ­νός θε­οῦ, ὅ­πως ὁ Ὀ­δυσ­σέ­ας ἐ­ξαι­τί­ας τοῦ Πο­σει­δώ­να, δεν τα­πει­νώ­νε­ται οὔ­τε ὑ­πο­κύ­πτει, ἀλ­λά ὑ­πο­μέ­νει θαρ­ρα­λέ­α αὐ­τή την ἐ­χθρό­τη­τα δι­α­τη­ρών­τας μι­α ἰ­σορ­ρο­πί­α ἀ­νά­με­σα στην τα­πει­νο­φρο­σύ­νη και την ἀ­λα­ζο­νεί­α, ἰ­σορ­ρο­πί­α πού δεν εἶ­ναι εὔ­κο­λο να δι­α­τη­ρη­θεῖ. Ἡ ἑλ­λη­νι­κή θε­ό­τη­τα σε ἀν­τί­θε­ση με την ἑ­βρα­ϊ­κή, την ἰν­δι­κή ἤ την κι­νε­ζι­κή προ­κα­λεῖ τον ἄν­θρω­πο να την μι­μη­θεῖ. Γι’ αὐ­τό οἱ Ἕλ­λη­νες δι­έ­τρε­χαν πάν­τα τον κίν­δυ­νο να γί­νουν αὐ­τά­ρε­σκοι και ἀ­λα­ζό­νες ὑ­περ­βαί­νον­τας τά ἀν­θρώ­πι­να ὅ­ρι­α. Αὐ­τή την κε­νο­δο­ξί­α, πού οἱ Ἕλ­λη­νες την ὀ­νο­μά­ζουν ὕ­βρη, κλη­ρο­νό­μη­σε ἡ εὐ­ρω­πα­ϊ­κή σκέ­ψη πα­ρ’­ὅ­λο τον ἐκ­χρι­στι­α­νι­σμό της, ἤ ἴ­σως ἐ­ξαι­τί­ας τοῦ ἐκ­χρι­στι­α­νι­σμοῦ της, σε ἀ­κό­μη με­γα­λύ­τε­ρο βαθ­μό ά­πό τους Ἕλ­λη­νες…

Ἡ κα­θα­ρό­τη­τα και ἡ δι­αύ­γει­α τῆς ὁ­μη­ρι­κῆς πί­στης πρέ­πει να ἀ­πο­δο­θοῦν στους ρι­ζο­σπά­στες ά­ρι­στο­κρά­τες τῶν πό­λε­ων τῆς Μι­κρα­σί­ας πού ἔ­φυ­γαν ἀ­πό την Ἑλ­λά­δα ἀ­φή­νον­τας πί­σω τους τις σκο­τει­νές δυ­νά­μεις τῆς γῆς, και τί­μη­σαν τον οὐ­ρά­νι­ο θε­ό Δί­α ὡς ἄρ­χον­τα θε­ῶν και ἀν­θρώ­πων. Αὐ­τοί οἱ θε­οί δεν προ­ήλ­θαν ἀ­πό τη λα­τρεί­α και δεν ὀ­φεί­λουν τήν ὕ­παρ­ξή τους σε θε­ο­λο­γι­κά συ­στή­μα­τα ἱ­ε­ρέ­ων, ἀλ­λά δη­μι­ουρ­γή­θη­καν με το ἐ­πι­κό τρα­γού­δι μα­ζί με τους ά­χαι­ούς ἥ­ρω­ες. Τους ἥ­ρω­ες αὐ­τούς τους δη­μι­ούρ­γη­σε ἡ ἀ­νά­μνη­ση τῆς μυ­κη­να­ϊ­κῆς ἡ­ρω­ϊ­κῆς ἐ­πο­χῆς, πού δι­α­τη­ρή­θη­κε ζων­τα­νή στους σκοτεινούς αἰ­ῶ­νες, και ἡ νο­σταλ­γί­α γι­α μι­α χα­μέ­νη ἐ­πο­χή και γι­α την ἐγ­κα­τα­λειμ­μέ­νη πα­τρί­δα…

Και ἐ­πει­δή ὁ Ὅ­μη­ρος εἶ­ναι ὁ δη­μι­ουρ­γός μι­ᾶς λο­γο­τε­χνι­κῆς γλώσ­σας κα­τα­νο­η­τῆς ἀ­πό ὅ­λους τούς Ἕλ­λη­νες, αὐ­τό ση­μαί­νει ὅ­τι ὁ Ὅ­μη­ρος – το ὄ­νο­μα το χρη­σι­μο­ποι­οῦ­με με την ἀ­ο­ρι­στί­α πού κα­θι­ε­ρώ­θη­κε στη φι­λο­λο­γι­κή ἔ­ρευ­να – δη­μι­ούρ­γη­σε τον πνευ­μα­τι­κό κό­σμο, την πί­στη και τη σκέ­ψη τῶν Ἑλλή­νων…

Ἐ­πει­δή οἱ θε­οί αὐ­τοί δεν ἐ­πεμ­βαί­νουν στη ζω­ή τοῦ ἀν­θρώ­που με μι­α ἄ­λο­γη και τρο­μα­κτι­κή ἐ­πί­δει­ξη τῆς δύ­να­μής τους, εἶ­ναι δυ­να­τόν ἡ ζω­ή του να δι­α­μορ­φω­θεῖ ἄ­νε­τα σύμ­φω­να με τους δι­κούς της ἄγραφους νό­μους. Κα­θώς οἱ Ἕλ­λη­νες ἀν­τί­κρυ­σαν ἀ­προ­κα­τά­λη­πτα και με θαυ­μα­σμό ἕ­ναν ἔλ­λο­γο και τα­κτο­ποι­η­μέ­νο κό­σμο, Θε­ώ­ρη­σαν ὅ­τι ἄ­ξι­ζε να θέ­σουν σε κί­νη­ση τά χέ­ρι­α τους, να ἀ­νοί­ξουν τά μά­τι­α τους και προ­παν­τός να δρα­στη­ρι­ο­ποι­ή­σουν το πνεῦ­μα τους. Ὁ ὄ­μορ­φος κό­σμος, πού ἑλ­κυ­στι­κά ἀπλω­νό­ταν γύ­ρω τους, τους ὑ­πο­σχό­ταν να ἀ­πο­κα­λύ­ψει το νό­η­μα και τη δι­άρ­θρω­σή του. Ἀ­πό το θαυμα­σμό και την ἀ­πο­ρί­α, με μι­α ση­μα­σί­α πλα­τύ­τε­ρη ἀ­πό αὐ­τήν πού ἔ­δι­νε στη λέ­ξη ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης, γεν­νή­θη­κε ἡ φι­λο­σο­φί­α…

Και το σπου­δαι­ό­τε­ρο ἀ­πό ὅ­λα εἶ­ναι ὅ­τι ἡ ἐ­πι­στή­μη γεν­νή­θη­κε στην Ἑλ­λά­δα ἀ­πό την πί­στη ὅ­τι ὁ κό­σμος εἶ­ναι ἔλ­λο­γος και πώς μπο­ρεῖ να ἀ­πο­κα­λυ­φθεῖ στην ἀν­θρώ­πι­νη νό­η­ση. Ἔτ­σι οἱ ση­με­ρι­νοί Εὐ­ρω­παῖ­οι εἴ­μα­στε σε τε­λευ­ταί­α ά­νά­λυ­ση δη­μι­ουρ­γή­μα­τα τῶν ὀ­λύμ­πι­ων θε­ῶν…

Οἱ ὀ­λύμ­πι­οι θε­οί "πέ­θα­ναν" ἐ­ξαι­τί­ας τῆς φι­λο­σο­φί­ας, ἀλ­λά ἐ­ξα­κο­λού­θη­σαν να ζοῦν στην τέ­χνη…   

Οἱ ὀ­λύμ­πι­οι θε­οί ἔ­χουν ὅ­λα τά πά­θη (μόνο στους μύθους, όχι στην πραγματική τους φύση), χω­ρίς αὐ­τό να τους ἀ­φαι­ρεῖ τί­πο­τε ἀ­πό την ὀ­μορ­φι­ά τους. ..

Σ’ ἐ­μᾶς φαί­νε­ται ἀ­δι­α­νό­η­το πῶς μπο­ρεῖ κά­ποι­ος να σα­τι­ρί­ζει με ἀ­ρι­στο­φα­νι­κά ἀ­στεῖ­α τους θε­ούς στούς ὁ­ποί­ους πι­στεύ­ει. Ἀλ­λά το γέ­λι­ο ἀ­νή­κει και αὐ­τό στην ἔλ­λο­γη, γό­νι­μη και θε­τι­κή πλευ­ρά τῆς ζω­ῆς, και γι­α τους Ἕλ­λη­νες εἶ­ναι θε­ϊ­κό­τε­ρο ἀ­πό τη βλο­συ­ρή ἐ­πι­ση­μό­τη­τα πού μᾶς φαί­νε­ται ὅ­τι ταιρι­ά­ζει στην εὐ­σέ­βει­α. Τρί­α πράγ­μα­τα λοι­πόν συν­δι­ά­ζουν οἱ ὀ­λύμ­πι­οι θε­οί: ζω­τι­κό­τη­τα, ὀ­μορ­φι­ά και πνευ­μα­τι­κή δι­αύ­γει­α. ..

Αὐ­τόν τον κά­πως εὐ­τε­λή ἀλ­λά πνευ­μα­τώ­δη και λαμ­πρό κό­σμο τα­ῶν ἀρ­χαί­ων θε­ῶν γνώ­ρι­σε κυ­ρί­ως ἡ Ἀ­να­γέν­νη­ση, και ἦ­ταν φυ­σι­κό το εἰ­δω­λο­λα­τρι­κό στοι­χεῖ­ο με την ἰ­δι­αί­τε­ρη ση­μα­σί­α τῆς λέ­ξης να ἀ­σκή­σει ἐ­πί­δρα­ση πά­νω της, γι­α­τί οἱ χα­ρού­με­νοι θε­οί ἔρ­χον­ταν σε ἀν­τί­θε­ση με τις ἀ­σκη­τι­κές τάσεις τοῦ Χρι­στι­α­νι­σμοῦ. Στις μορ­φές τῶν ὀ­λύμ­πι­ων θε­ῶν και τῶν κλα­σι­κῶν μύ­θων χρω­στᾶ ἡ Ἀ­να­γέν­νη­ση ὄ­χι λί­γα, γι­α­τί χά­ρη σ’ αὐ­τούς ἔ­μα­θε να βλέ­πει και να θαυ­μά­ζει την ό­μορ­φι­ά καί το με­γα­λεῖ­ο τοῦ κό­σμου.  


πηγή: ekivolos.gr