ΕΤΙΚΕΤΕΣ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΙΔΕΑΛΙΣΜΟ

Αποτέλεσμα εικόνας για αλήθεια, έργα ζωγραφων

Πρόλογος του Μιχαλόπουλου Αθανάσιου

Όταν γίνεται λόγος για τον γερμανικό ιδεαλισμό, ουσιαστικά εννοούμε τους τέσσερις φιλοσόφους Καντ, Φίχτε, Σέλινγκ και Χέγκελ. Πολλοί, όσοι ασχολούνται επιφανειακά με την φιλοσοφία, κατατάσσουν τον προκείμενο ιδεαλισμό μαζί με τον σκεπτικιστικό ιδεαλισμό του Ντεκάρτ ή με τον δογματικό ιδεαλισμό του Μπέρκλεϊ, ενώ δεν είναι έτσι. Οι Γερμανοί ιδεαλιστές φθάνουν στον ιδεαλισμό από την πλευρά του φαινομενισμού, της αντίληψης ότι τα πράγματα που αντιλαμβανόμαστε δεν είναι αυτά ακριβώς που βλέπουμε, αλλά φαινόμενα, η εξωτερική επιφανειακή όψη των πραγμάτων και όχι τα ίδια τα όντα.

Ο Καντ, ο οποίος θεωρείται ο εμπνευστής του κριτικού ιδεαλισμού, αντιλαμβάνεται ως φαινόμενο καθετί που μπορεί να γίνει αντικείμενο εμπειρίας μέσα στον χώρο και τον χρόνο προσδιοριζόμενο από τις a priori κατηγορίες. Για τον Καντ, μπορούμε να γνωρίσουμε τα πράγματα μόνο ως προς τον τρόπο που παρουσιάζονται στις αισθήσεις μας, ως φαινόμενα δηλαδή, ενώ είναι αδύνατον να εννοήσουμε την αληθινή τους ουσία, ως καθ΄εαυτά.

Ο Φίχτε θεωρεί περιττή την καθ΄εαυτού γνώση των πραγμάτων και υποστηρίζει ότι υπάρχει μόνο το ΕΓΩ, η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ, το ΠΝΕΥΜΑ, το οποίο μόνο του συλλαμβάνει την αληθινή γνώση. Στη συνέχεια, μας λέει ο Φίχτε, καθώς το ΕΓΩ αναπτύσσεται (οι σκέψεις και η εξέλιξή τους), συναντά εμπόδια στο να ορίσει τον εαυτό του, για αυτό και επιτυγχάνει έναν εσωτερικό χωρισμό μέσα του, θέτοντας το άλλο κομμάτι του ΕΓΩ, το ΜΗ ΕΓΩ, που είναι ο εξωτερικός κόσμος. Ο εξωτερικός κόσμος, ως αντικείμενο, είναι μια λειτουργική συνάρτηση του ΕΓΩ μας, μια ψυχική υποκειμενική αναπαράσταση, μέσα από την οποία το ΕΓΩ μέσω των προσδιορισμών-κατηγοριών θα συλλάβει  την αληθινή γνώση. Ο ιδεαλισμός του Φίχτε είναι υποκειμενικός, γιατί θέτει ως βάση το υποκείμενο ΕΓΩ.

Ο Σέλινγκ, λαμβάνοντας υπόψη το ΕΓΩ του Φίχτε, θεώρησε ότι η αληθινή ουσία δεν είναι ούτε το ΕΓΩ (υποκείμενο) ούτε η ΦΥΣΗ (αντικείμενο), αλλά είναι κάτι πέρα και πάνω από αυτά τα δύο, κάτι που δεν είναι ούτε η συνείδηση ούτε το Είναι. Αυτό είναι το ΑΔΙΑΦΟΡΟ, το οποίο ο Σέλινγκ το ονομάζει ΑΠΟΛΥΤΟ, από το οποίο πηγάζουν τόσο το ΕΓΩ όσο και η ΦΥΣΗ. Το αδιάφορο ΑΠΟΛΥΤΟ δεν είναι ούτε πνεύμα ούτε ύλη. Ο ιδεαλισμός του Σέλινγκ είναι αντικειμενικός.


Ο Χέγκελ επιτυγχάνει μια σύνθεση υποκειμενικού και αντικειμενικού ιδεαλισμού συγκροτώντας τον απόλυτο ιδεαλισμό. Για τον Χέγκελ το ΑΠΟΛΥΤΟ δεν είναι ούτε το ΕΓΩ (Φίχτε) ούτε το αδιάφορο ΑΠΟΛΥΤΟ (Σέλινγκ), αλλά η ΙΔΕΑ, η λογική αφαίρεση. Η πρωταρχική ουσία είναι η ΙΔΕΑ, η καθαρή νόηση, όλο το σύστημα των εννοιών της ΛΟΓΙΚΗΣ. Έτσι το Ον και οι ΙΔΕΕΣ (ή ΕΝΝΟΙΕΣ) ή αλλιώς, ο νους και ο κόσμος γίνονται ένα. Το ΑΠΟΛΥΤΟ ως πνεύμα, είτε τον προσλαμβάνουμε ως ΝΟΥ είτε ως ΛΟΓΟ, καθώς προσπαθεί να ορίσει, να προσδιορίσει τον εαυτό του, δεν επιδέχεται κανέναν περιορισμό στον εαυτό του, λόγω της απειρίας του, μετατρέπεται σε φύση, δηλαδή σε εξωτερική ύπαρξη, αντίθετη στην καθαρή νόηση. Η κάθοδος του ΛΟΓΟΥ φθάνει μέχρι την ανόργανη ύλη και στη συνέχεια ξεκινά την διαδικασία επιστροφής στον εαυτό του μέσα από όλα τα επίπεδα του Όλου, για να ανέλθει πάλι ως ΝΟΥΣ. Ο Νους ή Λόγος καθίσταται Αυτοσυνείδηση μέσα από τον ανθρώπινο νου ή οποιοδήποτε Ον στο σύμπαν νοεί, σκέφτεται και διανοείται.

Μέσα από αυτό το ταξίδι του εγελιανού ΛΟΓΟΥ διαφαίνεται ο προορισμός του ανθρώπινου όντος, που δεν είναι άλλος από το να συλλάβει την αληθινή ουσία του και να επιστρέψει μαζί με τον ΛΟΓΟ στην πρωταρχική ΙΔΕΑ, στην ΙΔΕΑ του ΑΓΑΘΟΥ κατά Πλάτωνα, κάτι που επιτυγχάνεται μέσω της πνευματικής άσκησης και ενασχόλησης με την Φιλοσοφία και τον θεωρητικό βίο, που είναι ο καθ' εαυτού ενάρετος βίος.

Της Σοφίας Μακράκη

Η φιλοσοφία της νεότερης περιόδου ανέλαβε το καθήκον να διερευνήσει και να διατυπώσει εννοιολογικά την ενότητα του φυσικού κόσμου με το άπειρο. Το κύριο ερώτημα της επικεντρώνεται στην εσωτερική, κατ’ ουσίαν, ενότητα του απείρου και του πεπερασμένου. Οι απαντήσεις που δόθηκαν είναι στο πλαίσιο του ιδεαλισμού, αντικατοπτριζόμενες μέσα σε τρεις αλληλοδιάδοχες παραδόσεις, με τελευταία εκείνη την απάντηση που αντιπροσωπεύει το φιλοσοφικό κίνημα του γερμανικού ιδεαλισμού.


Ο όρος ιδεαλισμός εισάγεται στη γραμματεία της φιλοσοφίας, από τον Λάιμπνιτς, και «συνίσταται στην άποψη, σύμφωνα με την οποία, η πραγματικότητα δεν υπάρχει αυτοτελώς, αλλά εξαρτάται από τον παρατηρητή της»1. Αντιστοιχεί, δηλαδή, στην αντίληψη που θεωρεί ως πρωτεύουσα οντότητα το πνεύμα και υποστηρίζει ότι η πραγματικότητα δεν υπάρχει ανεξάρτητη από τη σκέψη. Αντίθετος όρος του ιδεαλισμού, ο υλισμός.

Πρώτοι οι εμπειριστές, τον 17ο και 18ο αιώνα, διατυπώνουν τα συμπεράσματα των σκέψεων τους στηριζόμενοι, θα λέγαμε, στον ορθόδοξο ιδεαλισμό ή αλλιώς, -όπως θα επικρατήσει αργότερα ο όρος- διαμορφώνουν τα συστήματά τους, εντός του πλαισίου του εμπειρικού ιδεαλισμού.

Ο εμπειρισμός ισχυρίστηκε ότι η γνώση που έχουμε για τον κόσμο γύρω μας, στηρίζεται στις εικόνες που συλλαμβάνουν οι αισθήσεις μας, καθώς έρχονται σ’ επαφή με τα πράγματα και η συνειδητότητά μας συνίσταται από τις ιδέες που σχηματίζουμε γι’ αυτά, καθώς εισρέουν στην νόησή μας τα δεδομένα των αισθήσεων. Η δεύτερη μορφή ιδεαλισμού, εκφράστηκε από τη φιλοσοφία του καλούμενου κριτικού ιδεαλισμού ή υπερβατολογικού ιδεαλισμού. Θεμελιωτής της ο Ιμμάνουελ Κάντ. Στηριγμένος στις απόψεις των εμπειριστών, υποστήριξε και ο ίδιος ότι οι γνώσεις μας προέρχονται από την επαφή μας με τα πράγματα.

Διέγνωσε, ωστόσο, δύο ειδών πραγμάτων. Τα πράγματα ως φαινόμενα, τα οποία μπορούμε να αντιληφθούμε με τις αισθήσεις και έτσι να μας γίνουν γνωστά και τα πράγματα καθ’ εαυτά. Τα δεύτερα, υφίστανται ανεξάρτητα από εμάς, υπάρχουν σε ένα κόσμο έξω από τον κόσμο της εμπειρίας, απρόσιτα από τις αισθήσεις μας. Συνεπώς, αφού τα καθ’ εαυτά πράγματα οι αισθήσεις αδυνατούν να τα προσεγγίσουν, δεν είναι δυνατόν και να τους αποδοθεί κανένα κατηγόρημα, ούτε να τους γίνει κανενός είδους περιγραφή. Ως εκ τούτου, δεν έχουμε πληροφορίες γι’ αυτά τα στοιχεία, δηλαδή, που μας είναι απαραίτητα για να μας γίνουν γνωστά. Η αδυναμία μας αυτή, λέει ο Κάντ, δεν μας στερεί τη δυνατότητα να τα σκεφτόμαστε ως υπαρκτά ή να υποθέτουμε γι’ αυτά π.χ. μπορούμε να σκεφτούμε, ή να υποθέτουμε ότι υπάρχει μια άλλη νοήμονα ζωή στο σύμπαν, παρότι δεν μπορούμε να την γνωρίσουμε.

Η Γερμανική σκέψη, εκπροσωπούμενη από τους -μετέπειτα του Κάντ- μεγάλους στοχαστές της, Φίχτε, Σέλινγκ και Χέγκελ, διατυπώνει, κατά τα τέλη του 18ου αιώνα και στη διάρκεια του 19ου, τον τρίτο τύπο του ιδεαλισμού, με τη μορφή του απόλυτου ιδεαλισμού.

Οι παραπάνω ιδεαλιστές στοχαστές υποστήριξαν ότι ο άνθρωπος διαθέτει τις απαιτούμενες ικανότητες για να διερευνήσει, τόσο θεωρητικά, όσο και πρακτικά, τις προοπτικές για την επίτευξη της απόλυτης γνώσης. Επεδίωξαν να γεννηθεί ένα φιλοσοφικό σύστημα με πρωταρχικό μέλημα να αναγάγει τον στοχασμό σε ύψη τελειότητας. Τα μεγάλα συστήματα που ανέπτυξαν διατρανώνουν την ορθότητα της πεποίθησής τους.

Σύμφωνα με τον γερμανικό ιδεαλισμό βάση του κόσμου είναι το Απόλυτο, ως Καθαρή πνευματική οντότητα, που δεν προέρχεται, δεν εξαρτάται από τίποτε άλλο εκτός του εαυτού της. Το Απόλυτο, μπορεί να θεωρηθεί μόνο ως προς τον εαυτό του, “εσωτερικά”, είχε πει ο Καντ, ανεξαρτήτως οποιασδήποτε άλλη σχέσης. Ο Φίχτε χαρακτηρίζοντας το Εγώ: «ως άπειρη σύλληψη του Εαυτού δια του Εαυτού του», το καταλαβαίνει ως το απόλυτο. Ο Σέλινγκ με τον όρο Απόλυτο, εννοεί την ταυτότητα υποκειμένου-αντικειμένου. Ο Χέγκελ θεωρεί το Απόλυτο ως το καθαρό πνεύμα, αναπαυόμενο εντός του Εαυτού του, πριν εκπέσει ως φύση, σε κατάσταση ύλης, και καταστεί έκτοτε η δύναμη της ιστορίας. Της οποίας τελικός σκοπός είναι η απελευθέρωση του πνεύματος από κάθε είδους εξάρτηση, πέραν του εαυτού του.

Ο Φίχτε, πρώτος χρονικά από τους τρεις μεγάλους του απόλυτου ιδεαλισμού, δηλώνει μαθητής του Κάντ, του οποίου τη θεωρία «Κριτικός ιδεαλισμός», θεωρεί ως την αληθινή φιλοσοφία. Συνειδητοποίησε, όμως, κάτι που ο ίδιος ο Κάντ, αρνήθηκε να αποδεχτεί, με συνέπεια να αποκηρύξει το φιχτιανό σύστημα. Αυτή του η ενέργεια, ανάγκασε το Φίχτε να αποκαλέσει το δάσκαλό του, “μυαλό τριών τετάρτων”, δηλαδή ότι καλά τα είπε ο Κάντ, αλλά στο ένα, στο τελευταίο τέταρτο, κόλλησε.

Το καινοφανές, του Φίχτε, στην Επιστημολογία του, είναι ότι δεν αντλεί το γνωστικό της περιεχόμενο από την εμπειρία αλλά επιχειρεί να την συγκροτήσει, στο σύνολό της, από την καθαρή αυτοσυνειδησία. Αντίθετα από τον Κάντ, ο οποίος προσλαμβάνει τις κατηγορίες από την τυπική Λογική, δηλαδή ως απλές δομές της συνείδησης, ο Φίχτε, αποπειράται να παράγει2 τις κατηγορίες με βάση τις ενέργειες και τις υπερβατολογικές πράξεις του Εγώ.

Οι δώδεκα κατηγορίες που ανακάλυψε ο Κάντ, με την βοήθεια των προτάσεων των κρίσεων, λέει ο Φίχτε, είναι κάτι πολύ πιο ριζικό. Αφορούν την ίδια τη φύση του νοούντος υποκειμένου, και ουσιαστικά αποτελούν πλευρές του Εγώ. Άνευ Εγώ δεν υπάρχει η κατηγορία π.χ. της ταυτότητας ή η κατηγορία της ετερότητας (αντίθεσης). Τα όποια περιεχόμενα υπάρχουν στην αυτοσυνείδηση είναι δικά της δημιουργήματα, τα παράγει η πρωταρχική ενέργεια, την οποία ο Φίχτε, καλεί «ενεργοπραξία».

Πέρα από τις a priori θεμελιώδεις αρχές τις νόησης, ο Φίχτε “βλέπει” το Εγώ. Το Εγώ, καθολικό και απόλυτο. Λέγοντας Εγώ, ο Φίχτε, εννοεί κάτι πολύ απλό, αυτό που είμαστε όλοι μας. Όλοι μας είμαστε Εγώ, δηλαδή νόες, νοούμε! Καθένας από εμάς είναι ένα κέντρο εντός του οποίου επικεντρώνεται η αίσθηση και η νόηση. Η πραγματικότητα, λέει ο Φίχτε, είναι το Εγώ, ως δρων υποκείμενο και ως ατομική ύπαρξη. Η δημιουργική δράση του Εγώ, παράγει καθετί, ως αίτιο κάθε εξωτερικού αντικειμένου.

Στην Επιστημολογία του, γραμμένη το 1794, αναλύει το Εγώ με τρεις θεμελιώδεις προτάσεις ή θέσεις. Εκκινώντας από αυτές τις θέσεις, προσβλέπει να συγκροτήσει μια Επιστημολογία που να πραγματώνει το άπαν της επιστήμης. Προσδοκά, δηλαδή, να είναι η Επιστήμη των Επιστημών, εξ’ αυτής να απορρέουν όλες οι άλλες επιστήμες.

Οι τρεις θεμελιώδεις θέσεις που προτάσσει είναι:

Πρώτη πρόταση: «Το Εγώ θέτει πρωταρχικά το δικό του Είναι», όπερ σημαίνει, ταυτίζομαι με τον Εαυτό μου, δηλαδή, Εγώ=Εγώ. 

Δεύτερη πρόταση: «Στο Εγώ αντιπαρατίθεται, κατ’ ανάγκην, ένα μη-Εγώ». Δηλαδή τίθεται κάτι έτερο της απολύτου αυτοσυνειδησίας. Το μη-Εγώ είναι διάφορο του Εγώ και θεσπίζεται, κατά κάποιο τρόπο από την εναντιότητα. Το μη Εγώ είναι το άλλο. 

Από τις αντιθετικές αυτές προτάσεις προκύπτει η συνθετική πρόταση: «Το άπειρο Εγώ αντιπαραθέτει εντός του, και απέναντι στο διαιρετό Εγώ ένα διαιρετό μη Εγώ»3. Η πρόταση αυτή δηλώνει τις δύο όψεις του Εγώ. Αφενός ως προσδιοριζόμενο, άρα παθητικό, πάσχον από τα πράγματα, -αρχή του Ρεαλισμού και του Εμπειρισμού- και αφετέρου, το ίδιο το Εγώ, ως αυτό το οποίο καθορίζει, άρα ενεργητικό, τον εαυτό του να είναι “τι” προσδιορισμένο.

Ο ιδεαλισμός του Φίχτε διακρίθηκε ως ηθικός ιδεαλισμός, λόγω του ηθικού χαρακτήρα που διαγιγνώσκεται στη δημιουργική δράση του Εγώ, εν αντιθέσει με τον απόλυτο ιδεαλισμό του Σέλινγκ που υποστήριξε ότι, μέσω της τέχνης, ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να προσεγγίσει το απόλυτο.

Σε σχέση με το σύστημα του Φίχτε, ο Σέλινγκ πραγματώνει γνήσια φιλοσοφική πρόοδο. Την διέπει η αρχή της ενότητας, νοείν και Είναι. Αντιπαρέρχεται, το πεδίο της αυτοεποπτείας του Εγώ, στο οποίο είχε εγκλωβιστεί ο Φίχτε, και μεταβαίνει σε ένα επίπεδο το οποίο του επιτρέπει την ταυτόχρονη εποπτεία φύσης και Εγώ κατανοώντας τα, εν τέλει, ως ενιαία ολότητα.

Στο φυσικοφιλοσοφικό έργο του «Ideen zu einer Philosophie der Natur» (Ιδέες για μια φιλοσοφία της φύσης, 1797), υποστηρίζει ότι φύση και Εγώ είναι ταυτόσημα. Το πνεύμα ως ουσία του Εγώ και η φύση της οποίας ουσία είναι η ύλη δεν είναι ριζικά αντίθετες οντότητες αλλά ταυτόσημες. Χαρακτήρισε την ύλη δύναμη μέσον της οποίας συντελείται η ενοποίηση “πνεύματος”4 και φύσης. Η εκδήλωση της φανερώνεται με δύο τύπους δυνάμεων, ως έλξη και ως απώθηση. Ενεργοποιούμενη ως έλξη διαμορφώνει την αντικειμενική μορφή της φύσης, είναι τα πράγματα, εκφραζόμενη ως απώθηση, είναι υποκειμενική, είναι Εγώ, είναι “πνεύμα”. Η πραγματικότητα, λέει ο Σέλινγκ, δεν προέρχεται από κανενός είδους αντιπαλότητα, μεταξύ “πνεύματος” και φύσεως, αλλά μέσω μιας ταυτόχρονης αλληλεπίδρασης.

Στο έργο του «Von der Weltseele. Eine Hypothese der hoheren Physik.» (Περί της ψυχής του κόσμου). Μια υπόθεση της ανώτερης φυσικής φιλοσοφίας), αναζητά την καθολική αρχή που θα ενώσει την οργανική με την ανόργανη ύλη, ως κοινή αρχή. Την βρίσκει στην «ψυχή του κόσμου», την οποία υιοθετεί και καθιερώνει ως όρο. Είναι η ενοποιός δύναμη των πάντων. Αναδεικνυόμενη η ενότητα των πάντων, ταυτόχρονα διαφαίνεται και αναδύεται το Απόλυτο, ως “πνεύμα” που εκδηλώνεται, τόσο στη φύση ως αντικείμενο όσο και στο υποκείμενο ως γνώση.

Το Απόλυτο, αμερής και αδιαφοροποίητη ταυτότητα, ανάγεται σε μια κοινή, ουδέτερη πηγή, τον Λόγο. Απόλυτο θεμέλιο της γνώσης μας, καθ’ εαυτόν υπάρχον. Ο Περικλείων μέσα του όλη την εκδηλωμένη φύση και τη γνώση όλων των πραγμάτων. Όλη η πραγματικότητα, είναι υπό την νομοτέλεια του Κοσμικού Λόγου, ο οποίος εκδηλώνεται ως παγκόσμια συνείδηση και βούληση, αναφέρει ο Σέλινγκ, στο «Σύστημα του Υπερβατολογικού Ιδεαλισμού», (System des transzendentales Idealismus, 1800).

Ο Χέγκελ, είναι ο φιλόσοφος που διατύπωσε το πιο ολοκληρωμένο, από αρχιτεκτονικής άποψης, σύστημα φιλοσοφίας. Η αρτιότητα, ο πλούτος και το βάθος των εγελιανών αναλύσεων, κάνει πολλά άλλα φιλοσοφικά έργα να φαντάζουν ως αποσπασματικές απόπειρες. Η άψογη δομή του του χαρίζει την πρωτοκαθεδρία και κάνεις τους περισσότερους να ομολογούν ότι ανάλογό του δεν έχει προκύψει, έως σήμερα. Ο ίδιος ο φιλόσοφος το θεώρησε κατακλείδα όλων των προηγούμενων. Το παρουσιάζει, συνολικά, στο έργο του: «Enzyklopadie der philosophischen Wissenschaften» (Εγκυκλοπαίδεια των φιλοσοφικών επιστημών, 1816).

Ήδη, στο έργο του «Φαινομενολογία», την οποία γράφει ο Χέγκελ όταν ήταν 36 χρόνων, παρουσιάζει το σύστημά του, όχι όμως στην τελική του μορφή, καθόσον εκθέτει όλα τα αναγκαία στάδια που διανύει η ατομική συνείδηση οδεύοντας προς την απόλυτη γνώση, τη γνώση του Απολύτου. Πορεία που υπόκειται κάθε μορφή γνώσης, αλλά και το κάθε τι.

Η γνώση του αληθούς δεν είναι άμεση λέει ο Χέγκελ, δεν κατακτάται μετά από μια στιγμιαία έκλαμψη της συνειδήσεως, αλλά είναι αποτέλεσμα μιας πορείας, στη διάρκεια της οποίας η εσωτερική φύση, σταδιακά, φωτίζεται. Η σταδιακή φανέρωση της γνώσης, που αποκτά το πνεύμα είναι, κατ’ ουσία, γνώση του εαυτού, και η οποία με την ολική φανέρωσή της, το καθιστά οικείο στον εαυτό του, και ταυτόχρονα με τον κόσμο, που παύει να είναι, πλέον, το έτερον και γίνεται εαυτός.

Στην «Φαινομενολογία» καταδεικνύει, πως οι γνώσεις εξωθούμενες στην υπέρβασή τους από μια εσωτερική αναγκαιότητα, προκύπτουν σε νέες βελτιωμένες μορφές, καθιστώντας έτσι την γνωσιοθεωρία Επιστήμη. Το σύνολο της πραγματικότητας, ο Χέγκελ το “είδε” ως το προϊόν του πνεύματος, ή Λόγου, το οποίο εκδηλώνεται καθώς το ίδιο πορεύεται προς την ελευθερία του. Η σκέψη και οι ιδέες, λέει ο Χέγκελ, συνιστούν τη μοναδική αλήθεια της πραγματικότητας, η οποία (αλήθεια) δεν μπορεί να προσεγγιστεί ούτε μέσω της τέχνης, (όπως υποστήριζε ο Σέλινγκ) ούτε μέσω της θρησκείας. Η μόνη που μπορεί να προσπελάσει και να πραγματώσει αυτή την προσέγγιση είναι η Επιστήμη της φιλοσοφίας.

Το φιλοσοφικό σύστημα που συνέταξε ο Χέγκελ, το θεμελίωσε σύμφωνα με την Διαλεκτική μέθοδο, -την οποία, πρώτος, εφάρμοσε ο Πλάτωνας- τελειοποιημένη, από τον ίδιο, στον ύψιστο βαθμό. Η διαλεκτική αποδεικνύοντας «την κοινωνία των γενών», δηλαδή, των καθολικών εννοιών, δείχνει ότι το «ταυτόν» μετέχει του «θάτερου» και αντιστρόφως.

Το εγελιανό σύστημα που παρουσιάζεται στην «Εγκυκλοπαίδεια» αναπτύσσεται σε τρεις ενότητες: τη «Λογική», τη «Φιλοσοφία της Φύσεως» και τη «Φιλοσοφία του Πνεύματος». Σ’ αυτό, το σύνολο της πραγματικότητας, ερμηνεύεται υπό το πρίσμα της αρχής του Απολύτου. Όλο το Είναι της πραγματικότητας απορρέει από το Απόλυτο. Η εγγγενής κίνηση του, ωθεί στην εκδίπλωση και ανάπτυξη όλων των περιεχομένων του, καθιστώντας τα φανερά. «Η εγελιανή φιλοσοφία, δεν αναζητά μια κρυμμένη ουσία, των όντων, αλλά παρατηρεί όλα τα όντα ως φανερώσεις της ουσίας, με άλλα λόγια, τα παρατηρεί ως προσδιορισμούς του Απόλυτου, κατά το γίγνεσθαι, ή κατά την πραγμάτωσή του»5.

Ο Χέγκελ αντιμετώπισε τα πράγματα και τις ιδέες ή έννοιες όχι στατικά, αλλά σαν να βρίσκονται σε μια συνεχή δυναμική πορεία, και η οποία διαρθρώνεται σε τρεις φάσεις. Θέση – Άρνηση – Άρνηση αρνήσεως. Σε κάθε στάδιο, το κάθε τι, εμφανίζεται με μία μορφή. Κατά την διάρκεια της πρώτης φάσης, της θέσης, το πράγμα έχει μια συγκεκριμένη μορφή, η οποία στη συνέχεια, κατά τη δεύτερη φάση, της άρνησης, μεταπίπτοντας, παίρνει την εντελώς αντίθετη (της πρώτης) μορφή. Καταλήγει σε μια επόμενη φάση, της άρνησης αρνήσεως, όπου εκεί εναρμονίζεται η αρχική κατάσταση, της πρώτης μορφής, με τη δεύτερη. Αυτή η δυναμική πορεία ακολουθείται εις το διηνεκές, επ’ άπειρο.

Ο Χέγκελ συνειδητοποιεί ότι το Απόλυτο του Σέλινγκ, το σύμφωνο με το «σύστημα της ταυτότητας», εννοούμενο ως απόλυτη ταυτότητα, δηλαδή, μια αμερή ενότητα στην οποία υποκειμενικό και αντικειμενικό ταυτίζονται, πρέπει να ξεπεραστεί. Στο σύστημα του, το Απόλυτο γίνεται κατανοητό ως υποκείμενο το έχων μέσα του τη διαφορά. Δεν είναι όμως ένα πεπερασμένο υποκείμενο, όπως νοείται το ατομικό Εγώ του Φίχτε, αλλά καθολικό υποκείμενο, το οποίο θέτει το ίδιο, το αντικείμενό του. Αλλά και το αντικείμενό του δεν είναι πεπερασμένο όπως είναι τα περιεχόμενα της ατομικής γνώσης. Το αντικείμενο του είναι η πραγματικότητα που περιέχει μέσα της και η ίδια τις αντίθετες σφαίρες της, του πνεύματος και της φύσης. Αυτές οι διαφορετικές, αντίθετες, αυτοτελείς σφαίρες προέκυψαν ως απορροή του Απολύτου, ως το εκτός Εαυτού Είναι.

Τρεις είναι οι διαβαθμισμένες σφαίρες του Απολύτου: 

Α) Το Απόλυτο κατά τον Εαυτό.
Β) Το Απόλυτο κατά την ετερότητά του.
Γ) Το Απόλυτο ως ενότητα του Εαυτού του και της οικείας του ετερότητας.

Πιο αναλυτικά: Η πρώτη σφαίρα είναι η κατ’ εξοχή σφαίρα του Απολύτου (Λόγος) και εξετάζεται από τον Χέγκελ, στο πρώτο τμήμα του εγελιανού συστήματος, υπό τον τίτλο, «Η Επιστήμη της Λογικής». Η δεύτερη σφαίρα εκδηλώνει την αυτοεξωτερίκευση του (Φύση) και θα αποτυπωθεί στο δεύτερο τμήμα του συστήματος ως, «Η φιλοσοφία της Φύσης» και η τρίτη σφαίρα, σηματοδοτεί την επιστροφή στον εαυτό του, (Πνεύμα) δια μέσου της ετερότητάς του. Την επιστροφή αυτή, την παρακολουθούμε στο τρίτο μέρος του συστήματος ονομάζεται, «Η φιλοσοφία του Πνεύματος».

Η απορροή του Απολύτου, σ’ αυτές τις σφαίρες, διαρθρώνεται ως εξής:

Από το Απόλυτο (Λόγο) προβάλλει το έτερον του Εαυτού του, το οποίο είναι μια ενότητα αποτελούμενη και η ίδια από μια αντίθεση, δηλαδή πνεύμα-Φύση. Το Απόλυτο με την εξωτερικότητα του, η οποία εκδηλώνεται, μέσω μιας αντίθεσης, αποτελούν μια ενότητα.

Η αυτοεξωτερικότητα του Απολύτου εκδηλώνεται ως Φύση, η επιστροφή στον Εαυτό του εκφράζεται ως Πνεύμα. Αυτές οι δύο σφαίρες, πνεύμα και Φύση, είναι εξίσου πραγματικές και αυτοτελείς πλευρές του όντος, παρότι βρίσκονται εκτός Απολύτου. Όλες οι σφαίρες που δημιουργούνται στην συνεχιζόμενη εκδίπλωση της εξωτερικότητας του Απολύτου, διαμορφώνονται με την ίδια διάταξη. Κάθε μια είναι μια σχέση αντιθέτων και συνάμα μια αυτοτελή ολότητα. Αλλά και τα μέρη της αντίθεσης, «ταυτόν» και «θάτερον», είναι ολότητες συναποτελούμενες από αντιθετικά σύνολα. Σχηματικά: Το Α = Ολότητα, συναποτελούμενη από την αντίθεση Β+Γ. Όμως και το Β είναι μια αυτόνομη ολότητα, συναποτελούμενη από μια αντίθεση , β+γ. Το ίδιο ισχύει και για το Γ.

Νοούμενο το Απόλυτο ως έχων μέσα του τη διαφορά, η οποία το καθιστά ικανό να προβαίνει στην ετερότητα του, θέτοντας το έτερο του Εαυτού του, ο Χέγκελ γιγνώσκει το Απόλυτο, ως Απόλυτη Ιδέα η οποία περικλείει μέσα της όλο το Είναι -πριν ακόμα κινηθεί προς την αυτοαποξένωσή της, εκδηλούμενη- παραμένοντας πλήρη και τετελεσμένη.

Ι. Η «Επιστήμη της Λογικής»

Όπως ήδη είπαμε, η «Επιστήμη της Λογικής» εξετάζει τη σφαίρα όπου το Απόλυτο βρίσκεται εντός του Εαυτού του. Οι προσδιορισμοί του Απολύτου, σ’ αυτή τη σφαίρα, είναι οι παρακάτω τρεις κατηγορίες:

Α) Το «Είναι».
Β) Η «ουσία».
Γ) Η «έννοια», (η οποία καταλήγει στην Απόλυτη Ιδέα).

Οι δύο πρώτες βασικές κατηγορίες, «Είναι» και «ουσία» υπάγονται στην «αντικειμενική Λογική», η τρίτη, η «έννοια», κατατάσσεται στην «υποκειμενική Λογική» ή αλλιώς, «Λογική της έννοιας».

Αναλυτικότερα: 

Στην σφαίρα του «Είναι», εξετάζονται οι καθολικότεροι, οι πιο αφηρημένοι λογικοί, εννοιολογικά, προσδιορισμοί του Απολύτου. Περιλαμβάνει τα: περί της ποιότητας, της ποσότητας, και του μέτρου. Το μέτρο είναι η συνθετική περιοχή των δύο προηγούμενων, δηλαδή, συλλαμβάνεται ως «ποιοτική ποσότητα». Κάθε μία από τις επιμέρους περιοχές του «Είναι» αναλύεται, (περιλαμβάνει) τους δικούς της εννοιακούς προσδιορισμούς. Έτσι, στην εξεταζόμενη η π ο ι ό τ η τ α, εμπίπτουν : α) Το «καθαρό Είναι», β) το «προσδιορισμένο Είναι», και γ) στο «δι’ εαυτόν Είναι».

Η επιμέρους περιοχή της π ο σ ό τ η τ α ς διαρθρώνεται, επίσης, στους παρακάτω εννοιακούς προσδιορισμούς: α) της «ποσότητα εν γένει» β) της «συγκεκριμένης ποσότητας» και γ) της «ποσοτικής αναλογίας».

Η περιοχή του «Είναι» αποπερατώνεται με όσα αφορούν το μ έ τ ρ ο, και περιλαμβάνει: α) «ειδική ποσότητα», β) «πραγματικό μέτρο», και γ) το «γίγνεσθαι μέτρο».

Β) Η σφαίρα της «ουσίας» διακρίνεται ως: α) «ουσία εν εαυτή», β) «φαινόμενο», γ) «πραγματικότητα», που περιλαμβάνει εντός της, ως ενότητα, το α+β.

Γ) Η σφαίρα της «έννοιας» ή «Λογική έννοια», αναλύεται και αυτή σε τρεις επιμέρους περιοχές και περιέχει: α) Την «υποκειμενική έννοια», στην οποία εντάσσονται τα περιεχόμενα της Λογικής, (έννοια-κρίση-συλλογισμός), β) Την «αντικειμενική έννοια» η οποία συμπεριλαμβάνει το μηχανισμό, το χημισμό και την τελεολογία, δια της οποίας μεταβαίνουμε γ) στην Απόλυτη Ιδέα.

ΙΙ. Η δεύτερη ενότητα που παρουσιάζεται στην «Εγκυκλοπαίδεια»είναι η «Φιλοσοφία της Φύσης».

Η φύση κατανοείται ως το σύνολο των όντων, τα ευρισκόμενα εντός του χώρου και του χρόνου, τα οποία αντιλαμβανόμαστε με την βοήθεια των αισθήσεων μας, ως υλικά (εκτατά) σώματα και στη συνέχεια, μέσον της αίσθησης, γίνονται περιεχόμενα (γνώση) της συνειδήσεως. Σε αντιδιαστολή με τα νοητά όντα, τις ιδέες, τα οποία μας γίνονται γνωστά, τα συνειδητοποιούμε, μέσον της νόησης. Το σύνολο, λοιπόν, των όντων που κατανοείται ως φύση είναι, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, τμήμα του Είναι, του εκτός εαυτού της Ιδέας. Αντανακλά, ως μορφή, την Απόλυτη Ιδέα.

Στο εγελιανό σύστημα, της φύσης, συναντούμε και πάλι, σε τρεις βασικές περιοχές, τους προσδιορισμούς και τις κατηγορίες που αντιστοιχούν στις συνιστώσες της εννοίας και εξετάζονται: α) ως «καθολικότητα», β) ως «ιδιαιτερότητα ή μερικότητα», γ) ως «ατομικότητα ή υποκειμενικότητα ή και συγκεκριμένη καθολικότητα». Αναλυτικότερα: Οι άμεσοι προσδιορισμοί της φύσης είναι οι απολύτως γενικοί και αφορούν όλα τα όντα ανεξαιρέτως. Ισχύουν, δηλαδή, σε ολάκερη τη σφαίρα της φύσης και εκφράζονται ως «καθολικότητα».

Η «μερικότητα» χαρακτηρίζει μια μικρότερη σφαίρα, της οποίας τα περιεχόμενα καθορίζονται, σε σχέση με άλλους προσδιορισμούς, ως διαφοροποίηση, (αντίθεση). Στη σφαίρα που επιτελείται η σύνθεση των αντιθέτων, «καθολικότητας» και «μερικότητας», οι προσδιορισμοί γίνονται ολότητες και συνιστούν φυσικές ιδεατές ενότητες` δηλαδή, τα φυσικά όντα κατανοούν τον εαυτό τους ως μερικότητα, αλλά ταυτόχρονα, αυτοσχετιζόμενα και αυτοπροσδιοριζόμενα με το καθολικό, γιγνώσκουν τον εαυτό τους ως καθολικότητα. Προσδιορίζονται ως μερικότητα και καθολικότητα συνάμα. Πρόκειται για τη σφαίρα της «υποκειμενικότητας ή συγκεκριμένης καθολικότητας». 


ΙΙΙ «Φιλοσοφία του Πνεύματος»

Στο τρίτο μέρος της «Εγκυκλοπαίδειας» αναπτύσσεται η τρίτη ενότητα της εγελιανής Φιλοσοφίας, η «Φιλοσοφία του Πνεύματος». Εξετάζει, παρακολουθεί, την επιστροφή της απόλυτης Ιδέας, μέσω της εξωτερίκευσής της, ως φύση, στον εαυτό της. Η πορεία αυτή διαμορφώνεται από εκείνο το όν που καλείται «πνεύμα». Είναι το όν που έχει πλήρη γνώση` από την απλή αισθητηριακή γνώση, έως την απόλυτη γνώση. Δηλαδή, όχι μόνο ως ατομικό πνεύμα, αλλά ταυτόχρονα καθολικό, απόλυτο πνεύμα.

Οι προσδιορισμοί που αποδίδει, ο Χέγκελ και τους οποίους τεκμηριώνει με το ακριβές νόημά τους, στο ατομικό πνεύμα, (αυτό που ονομάζουμε «γιγνώσκον υποκείμενο» ή «υποκειμενικό πνεύμα») είναι: Η αίσθηση, η διάνοια, και ο Λόγος.

Αυτές οι έννοιες είναι τα “εργαλεία” που συγκροτούν τον υποκειμενικό τρόπο της γνώσης. Η ουσίας τους όμως, «όσο η γνώση δεν έχει ακόμα καταστεί αυτοσυνείδηση, παραμένει αφανής, είναι το ίδιο το Απόλυτο` δια της μετοχής στο Απόλυτο και μόνο είναι δυνατή η ατομική γνώση. Χάρις στο Λόγο, ο οποίος συνιστά εκείνο το επίπεδο στο οποίο η ατομική γνώση είναι κατ’ ουσία αυτοσυνείδηση, το πνεύμα μεταβαίνει στην αντικειμενικότητα και καθιστά πρακτικό, επιδιώκοντας κατ’ ουσίαν, να υπερβεί την ατομικότητά του»6.

Το ατομικό πνεύμα συναλλασσόμενο μέσα στο πλαίσιο των νόμων της κοινωνίας, και των παραδεδεγμένων ηθών, της συλλογικής συνείδησης, μετέχει στην αμοιβαία αναγνώριση των άλλων ανθρώπων ως πνευμάτων. Οι ανθρώπινες κοινωνίες ως συλλογικές συνειδήσεις, αποτελούν μορφές εκδήλωσης του Απολύτου -μέσα στο χώρο και στο χρόνο, εκδηλωμένες με πεπερασμένο τρόπο-, μέρος της ουσίας του Απολύτου.

Κάθε ιστορική εποχή κατορθώνει να φτάσει στη δική της αυτοσυνείδηση μέσω των τριών μορφών εκδήλωσης του απολύτου πνεύματος: α) μέσω της Τέχνης, β) μέσω της Θρησκείας και γ) μέσω της Φιλοσοφίας.

Εντός του ορίζοντα της Τέχνης, το πνεύμα απελευθερώνεται εκφραζόμενο με αισθητό τρόπο, και στην οποία αντιστοιχούν τρεις μορφές τέχνης: η συμβολική τέχνη, η κλασική τέχνη και η ρομαντική τέχνη. Κάθε μια απ’ αυτές υπηρετείται από ειδικότερα είδη τέχνης: την αρχιτεκτονική, τη γλυπτική, τη ζωγραφική, τη μουσική και την ποίηση.

Με βάση το κριτήριο, την επιδίωξη της ελευθερίας του πνεύματος, ο Χέγκελ θεωρεί την αρχιτεκτονική ως κατώτερο είδος τέχνης. Είναι το πρώτο είδος τέχνης που καταπιάστηκαν οι άνθρωποι και εκπροσωπεί τη συμβολική τέχνη. Ανώτερη της αρχιτεκτονικής, η γλυπτική` αντιπροσωπεύει την κλασική τέχνη. Οι τρεις επόμενες μορφές της τέχνης, ζωγραφική, μουσική και ποίηση, είναι φορείς της ρομαντικής τέχνης και υπερέχουν της γλυπτικής` π.χ. η ζωγραφική, ως δισδιάστατη τέχνη, θεωρείται πιο πνευματική, (ως πιο αφαιρετική) της τρισδιάστατης γλυπτικής. Έπεται η μουσική, η οποία καταργεί εντελώς το χώρο, και έτσι επιτρέπει μεγαλύτερη ελευθερία στο πνεύμα. Στην ανώτερη κλίμακα, ο Χέγκελ, τοποθετεί την ποίηση, ως ανώτερη όλων των τεχνών. Η ποίηση χρησιμοποιεί μόνο λέξεις και χάρη των νοημάτων τους, είναι πιο κοντά στο Λόγο.

Η Θρησκεία, αμέτοχη από υλικά στοιχεία, παρέχει μεγαλύτερα περιθώρια ελευθερίας στο πνεύμα, χωρίς όμως να του εξασφαλίσει την πλήρη ελευθερία του. Επειδή όλες οι θρησκείες είναι συνδεδεμένες με φανταστικές διηγήσεις, περιγραφές πραγμάτων και γεγονότων, οι οποίες σκιάζουν και εμποδίζουν το πνεύμα να αποκτήσει την υπέρτατη ελευθερία του.

Η απόλυτη ελευθερία του πνεύματος καθίσταται δυνατή μόνο μέσω της Φιλοσοφίας, της οποίας τα “εργαλεία” δεν έχουν καμιά εξάρτηση από την ύλη. Δεν χρειάζονται π.χ. χρώμα ή ήχους ή μάρμαρα για να εκφραστούν, ούτε έχουν καμιά συνάφεια με αφηγήσεις γεγονότων. Οι φιλόσοφοι “εργάζονται” (συνδιαλέγονται) μόνο με έννοιες, οι οποίες είναι ομόλογες προς την μορφή του πνεύματος.

Ως κατακλείδα του εγελιανού συστήματος, θα μπορούσαν να είναι, τα λόγια του Χέγκελ: «Εκείνο που πρέπει να γίνει οριστικά γνωστό, είναι το συγκεκριμένο πνεύμα` και επειδή είναι πνεύμα, γίνεται κατανοητό μόνο πνευματικά, με τη σκέψη. Αυτό μόνο εκδηλώνεται σε όλες τις πράξεις και τις κατευθύνσεις ενός λαού, που προσπαθεί να πραγματωθεί, να απολαύσει τον εαυτό του και να αυτοκατανοηθεί, γιατί πρέπει να αυτοπαραχθεί. Για το πνεύμα, το ανώτερο σημείο είναι να φτάσει στην αυτογνωσία του, όχι μόνο να εποπτεύσει τον εαυτό του, αλλά και να τον στοχαστεί»7.
_________________________________

Δεσπόζουσες προσωπικότητες του γερμανικού ιδεαλισμού: Ο πρωτοπόρος Immanuel Kant (1724-1804), ο Johann Gottlieb Fichte (= Γιόχαν Γκότλιμπ Φίχτε, 1762-1814), 0 Friedrich W. J. Schell¬ing (= Φρίντριχ Σέλινγκ, 1775-1854), ο Georg Wilhelm Friedrich Hegel (= Γκέοργκ Βίλχελμ Φρίντριχ Χέγκελ ή Έγελος, 1770-183). Είναι αυτοί που έθρεψαν με το πνεύμα τους τα μεγάλα συστήματα του θεωρησιακού ιδεαλισμού.
Άλλοι εκπρόσωποί του, με σημαντική προσφορά οι: Friedrich Heinrich Jacobi (= Φρίντριχ Χάινριχ Γιακόμπι, 1743-1819), Friedrich von Schiller (= Φρίντριχ φον Σίλλερ, 1759-1805), Φρίντριχ Σλάιερμαχερ, (1768-1834).
Αντιπροσωπευτικά κείμενα του γερμανικού ιδεαλισμού :
Φίχτε: «Το κλειστό μερκαντιλιστικό Κράτος», (1800),
«Θεμελίωση του φυσικού δικαίου»,
«Καθορισμός του ανθρώπου», (1801),
«Οδηγός για μια ευτυχισμένη ζωή», (1806).
Σέλινγκ: Vom Ichals Priuzip Philosophie «Το Εγώ ως αρχή της φιλοσοφίας», (1795).
Von der Weltseele. Eine Hypothese der hoheren Physik. «Περί της ψυχής του κόσμου».
Ideen zu einer Philosophie der Natur «Ιδέες για μια φιλοσοφία της φύσης» (1797).
System des transzendentales Idealismus «Σύστημα του Υπερβατολογικού Ιδεαλισμού». Darstellung meines Systems der Philosophie «Έκθεση του φιλοσοφικού μου συστήματος» Philosophie und Religion «Φιλοσοφία και θρησκεία» (1804).
Και το τελευταίο έργο του: Philosophische Untersuchungen uber das Wesen der menschlichen Freiheit «Φιλοσοφικές έρευνες σχετικά με την ουσία της ανθρώπινης ελευθερίας» (1809).
Χέγκελ: Phänomenologie des Geistes (1806-7): «Φαινομενολογία του Πνεύματος».
Philosophie der Geschichte «Φιλοσοφία της ιστορίας»
Wissenschaft der Logik (1812-16) : «Η επιστήμη της Λογικής»
Philosophie des Geistes : Η φιλοσοφία του πνεύματος
Grundlinien der Philosophie des Rechts (1821) : «Βασικές κατευθύνσεις της φιλοσοφίας του δικαίου ή φυσικό δίκαιο και πολιτειακή επιστήμη»
Enzyklopadie der philosophischen Wissenschaften «Εγκυκλοπαίδεια των φιλοσοφικών επιστημών», (1816).
Philosophie der Religion : «Φιλοσοφία της θρησκείας».
Σημειώσεις:
1. Λεξικό Φιλοσοφίας Θ. Πελεγρίνη
2. Ο Χέγκελ του αναγνωρίζει και τον τιμά γι’ αυτή την μεγάλη προσφορά του, λέγοντας ότι είναι ο πρώτος που κατάλαβε τι σημαίνει πραγματικά Υπερβατολογική Φιλοσοφία. Ότι δηλαδή η γνώση συγκροτείται υπερβατολογικά.
3.Π.Κλιματσάκης: «Συστηματική Εισαγωγή στον Γερμανικό Ιδεαλισμό, σελ. 91-93
4. Ο όρος “πνεύμα” νοείται ως απόλυτο αυτοθεμέλιο της γνώσης μας και περαιτέρω, ως απόλυτο και καθαρόν υπάρχον υποκειμενο-αντικείμενο
5. Π.Κλιματσάκης : «Συστηματική Εισαγωγή στον Γερμανικό Ιδεαλισμό», σελ. 173
6. Π.Κλιματσάκης : «Συστηματική Εισαγωγή στον Γερμανικό Ιδεαλισμό», σελ. 206
7. Χέγκελ: «Φιλοσοφία της Ιστορίας», εισαγωγή σελίδα 91.
πηγή: ideotopos