ΕΤΙΚΕΤΕΣ

ΠΕΡΙ ΧΡΟΝΟΥ, ΧΩΡΟΥ ΚΑΙ ΔΙΑΝΟΙΑΣ ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΟΝ ΗΡΑΚΛΕΙΤΟ



Του Μιχαλόπουλου Αθανάσιου


Προ-πάντων ο Εαυτός Είναι. Ο Εαυτός δεν έχει αρχή και τέλος, γιατί ο χρόνος και ο χώρος δεν σχετίζονται με αυτόν. Ο χρόνος και ο χώρος αποτελούν αλαβάστρινοι τροχοί της κρύφιας ουσίας του, φαινομενικές επικαλύψεις της που καθίστανται κατανοητές μόνο σε εκείνους που μετέχουν της επιστασίας του όντως Οράν. Οπότε, κάθε απόπειρα πραγμάτευσης για την ψηλάφιση του Εαυτού είναι μάταιη αν ερευνούμε στα δίχτυα του χρόνου ψάχνοντας τις ημέρες, τους μήνες, τα χρόνια, τις δεκαετίες, τις χιλιετίες ή τα δισεκατομμύρια έτη για να διακρίνουμε μια άκρη, ή αν ψάχνουμε κάποια αστρική γωνιά ή πλανητική στεριά για να παρηγορήσουμε την ακόρεστη φιλοψία μας.

Το Είναι, λοιπόν, είναι ο Εαυτός. Είναι η Γνώση-Αλήθεια πέρα και πάνω από κίνητρα, σκοπούς και κατηγορίες, η υπέρτατη αιώνια Νόηση. Αντίθετα, η κοινή σκέψη, ο εγκεφαλικός στοχασμός χαρακτηρίζεται από τα ενάντια κατηγορήματα του Εαυτού. Τι είναι ο Εαυτός; Είναι το καθεαυτό Ένα απροσδιόριστο σημείο, η τέλεια τελεία, η ατελής ατέλεια, η αιώνια ακινησία που εκδηλώνεται στο ίδιο το Είναι της ως κίβδηλη κίνηση που λογίζεται για τους πολλούς ως χωρόχρονος. Ο Εαυτός είναι η ενκίνητη αυτοδιάθετη αυτόβουλη υπερσυνείδηση, η αυτόστροφη αυτοκίνηση πέριξ του Ενός Κέντρου. Το απροσδιόριστο αυτό σημείο είναι ταυτόχρονα και ένας ακένωτος κύκλος. Ενώ το Εγώ είναι η φιλοσοφική διάνοια που εργάζεται με συν-εργάτη τον χωρόχρονο, ο Εαυτός είναι η ανεκδήλωτη ουσία από την οποία συνίστανται τα πάντα. 

Σε όλες τις θρησκευτικές θεωρήσεις γίνεται λόγος για δημιουργό θεό, για δημιουργία του κόσμου με την έννοια της κατασκευής των μορφών που λαμβάνει η ύλη. Έτσι πολύ εύκολα και αβασάνιστα όλοι οι πιστοί εκθειάζουν και λατρεύουν θεό ή θεούς. Η σχέση των πιστών με τη θεότητα έχει διττό χαρακτήρα. Παρουσιάζεται είτε η θεότητα να έχει ανάγκη από λατρευτικές ενέργειες (αυτό σημαίνει και τον πεπερασμένο χαρακτήρα της) είτε οι άνθρωποι να έχουν ανάγκη να λατρέψουν τη θεότητα (αυτό σημαίνει ότι δεν θέλουν να στηριχτούν στον "Εαυτό" τους, να μάθουν να νοούν και καταστούν αυτόνομοι νόες). Πρόκειται φυσικά για μια αυταπάτη που φαίνεται να δημιουργεί στις ανθρώπινες ψυχές η ίδια η εγκόσμια διάνοια, ο κοινός νους τους. 

 Ο μέγας Ηράκλειτος περιέγραψε την ερωτική φιλοσοφική εργασία που ταιριάζει σε μας, τον έμμετρο έλλογο ερευνητικό βίο που προσήκει για την επίτευξη της ανθρώπινης τελείωσης. "Εδιζησάμην εμεωυτόν", μας προτρέπει ο Ηράκλειτος. Μια προτροπή με τρεις λογικούς αναβαθμούς. Πρώτον, να μάθουμε να μετερχόμαστε τη διάνοια μας, τον επιστημονικό νου μας, για να ερευνούμε τα εσωτερικά νοητικά μας δεδομένα και να τα συσχετίζουμε με τον εξωτερικό κόσμο. Έτσι ανακαλύπτουμε δηλαδή το συνειδησιακό επίπεδο στο οποίο έχουμε ανέλθει (βρισκόμαστε). Δεύτερον, να αντιπαραβάλουμε απέναντι από τη διάνοια μας τη δική μας θεώρηση σχετικά με τον τρόπο που δόμησε η διάνοια τις παραστάσεις για τον κόσμο. Τρίτον, να ανέλθουμε από το επίπεδο της διάνοιας και να συλλάβουμε μέσω εσωτερικής διερεύνησης τον Εαυτό (Εμεωυτόν). Να μάθουμε πώς δημιουργείται η ίδια η ουσιακή διάνοια, η νοητική μας διεργασία. Θα υποπτευτούμε στη συνέχεια ότι η διάνοια, ο ενεργητικός ή επιστημονικός νους μας, αποτελεί ταυτόχρονα δύο τινά: πρώτον ότι αυτή είναι ο φαινομενικός δημιουργός, αυτή κατασκευάζει τις παραστάσεις με τον ιστό της εσωτερικής μας αράχνης, της φαντασίας, δεύτερον, ότι η ίδια η διάνοια απορρέει απλά από τον Εαυτό, δεν ενορχηστρώνεται από Αυτόν. 

Η διάνοια είναι ο μερισμένος, ο κομματιασμένος Εαυτός (με τη θετική έννοια), γιατί ο τελευταίος δεν είναι πολλά, αλλά η αληθινή Εναδική Ουσία, η Αληθινή Υπέρτατη Νόηση. Η Νόηση δεν δημιουργεί κόσμους, αλλά δεικνύει διακομίζοντας τον Υπέρλαμπρο Φάνη, Φανερώνει την Ουσία της συνεκτική, αδιαφοροποίητη και βυθισμένη μέσα στο ανείπωτο με γλωσσικούς όρους Κάλλος. Κάθε ερωτική μανική νοητική ματιά δεν διασκορπίζει εξατομικευμένες τις αγαλιάζουσες Ουσίες, αλλά τις ορά ενοποιημένες μέσα στην καθολικότητά τους εκτός χωρόχρονου. Αντίθετα, σπουδαίο έργο της διάνοιας είναι όχι μόνο η εξατομικευμένη σύλληψη των όντων, αλλά και η διαμεσολαβημένη ανάπτυξη, η διάνοιξη, η εξέλιξη και η διυποκειμενική συσχέτισή τους. 

Εν κατακλείδει, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι παρουσιάζεται εδώ σε αυτό το κείμενο όλη η διεργασία της διάνοιας (καθολικής ή ατομικής). Η διάνοια είναι ένας διπλός δημιουργός και οι αμύητοι στη φιλοσοφία της προσδίδουν χαρακτηριστικά και ρόλο θεού ή γενικότερα, θεότητας. Ως πρώτα φαινομενικά δημιουργήματά  της λαμβάνονται ο χώρος, ο χρόνος και η αιτιότητα. Και οι τρεις αυτές έννοιες ή κατηγορίες συνιστούν την ίδια την κοινή σκέψη. Για να διαρθρώσει κανείς μια λογική πρόταση θέτοντας τη σύνδεση της γραμματικής λειτουργίας των λέξεων σε σχέση με τη συντακτική δομή τους είναι θεμελιακή η συνδρομή της χωροχρονικής διαδοχικότητας των κρίσεων, των διανοητικών ενεργειών, των συμβάντων ή της δυναμικής ανάπτυξης των πραγμάτων. Μέσα εκεί σοβεί αυτόματα και η ίδια η αιτιακή σχέση των όρων κάθε λογικού συλλογισμού. Δεύτερη δημιουργία είναι ο αντικειμενικός κόσμος των μορφών που λαμβάνει η ύλη ή οι μορφές που λαμβάνει η ενέργεια. Με την κυριολεκτική φιλοσοφική έννοια δημιουργία κόσμου δεν σοβεί. Δεν υπάρχει δημιουργία. Δεν υπάρχει ουσιαστικός λόγος να λατρεύουμε με δογματικά τυπικά και εξωτερικές πράξεις κάποιο δημιουργό ούτε οφείλουμε ευγνωμοσύνη σε κάποιο θρησκευτικό θεό. Δε χρήζει λατρείας η διάνοια, αλλά αποτελεί σπουδαίο δια-λειτουργικό εργαλείο ώστε να εκδηλώνονται και ως ορατό Κάλλος οι διαδικαστικές λογικές διεργασίες της εσωτερικής δομής του Εαυτού. Το σύμπαν και ο κόσμος, όπως μας επισημαίνει ο Ηράκλειτος, δεν δημιουργήθηκε ποτέ από κάποιον θεό, είναι μια άχρονη αιώνια φωτιά (νοητό και συνάμα υλικό πυρ) που ανάβει και σβήνει.  Είναι ο Εαυτός, η αιώνια Ιδεατή Νοητική Ενκίνητη ή Ακίνητη Ενέργεια/Δύναμη που στην αιωνιότητα πάντοτε αλλάζει (κατά Διάνοια) και ταυτόχρονα παραμένει αμετάβλητη (Υπέρτατη Νόηση). Κάθε μεταβολή λογίζεται ως διαμεσολάβηση της ίδιας της ουσίας του Εαυτού με την  συνειδησιακή κίνηση που εκτελεί η διάνοια. 

Ο αφιλοσόφητος βίος είναι απόλυτα συνυφασμένος με τη θεώρηση της πίστης ότι η αληθινή Ουσία, ο Λόγος ή το Πνεύμα, επέχουν θέσεις θεότητας. Ο Εαυτός δεν είναι κάπου έξω από τα πράγματα ως πράξεις, αντικείμενα ή διανοητικές διερευνήσεις. Είναι παρατηρητική δύναμη εντός αυτών. Ο Εαυτός δεν είναι κάπου έξω από εμάς τους ίδιους, αλλά ο ύψιστος και αθέατος Νοητικός και εν δυνάμει Ενοποιητικός θεωρός εντός μας, ο οποίος αναδύεται ως το Απόλυτο με την έννοια της από-λυσης, της Απελευθέρωσης από κάθε χωρικό δεσμό, χρονολογικό όριο, από κάθε ανάγκη ή αιτιακή εξάρτηση. Το φιλοσοφικό σκίρτημα που θα διανοίξει τον δρόμο προς τον Εαυτό είναι το ερωτικό έλλογο βίωμα, το οποίο δύναται να συλλάβει και να εννοήσει μόνο ο Απελευθερωμένος από κάθε ανάγκη και διανοητικές συμβάσεις Άνθρωπος.