ΕΤΙΚΕΤΕΣ

ΠΛΑΤΩΝ - ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ, ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΜΕΘΕΚΤΟΣ ΝΟΥΣ

Eshop - Greco Art - Έργα

Του Μιχαλόπουλου Αθανάσιου

Ο πλατωνικός διαλογισμός είναι η αποκορύφωση της φιλοσοφικής διαλεκτικής και είναι άγνωστος στο ευρύ ελληνικό κοινό που ασχολείται με τη φιλοσοφία θεωρώντας ότι η φιλοσοφία είναι μόνο μια θεωρητική και νοησιαρχική δραστηριότητα. Εννοείται ότι δεν αναφέρομαι καθόλου στους θρησκευόμενους, χριστιανούς ή μη, που ακόμα "προσεύχονται", γιατί όχι μόνο δεν ξέρουν καν τι είναι ο διαλογισμός, αλλά και αρνούνται να μάθουν, λόγω της άγνοιας που τους εμπότισε ο θρησκευτικός δογματισμός και φανατισμός με τον οποίο γαλουχήθηκαν από τα θρησκευτικά συστήματα. Ο διαλογισμός τον οποίο μετερχόταν ο Σωκράτης και ο Πλάτων ταυτίζεται με τον διαλογισμό του μεγάλου Ινδού διαλογιστή Πατάνζαλι. Ο διαλογισμός δεν είναι ούτε ελληνικός ούτε ινδικός, είναι ένας. 


Όταν γίνεται λόγος για διαλογισμό ή πραγματική γιόγκα, πολλοί τον ταυτίζουν με τις επιφανειακές τεχνικές σε σχολές γιόγκα που ασχολούνται μόνο με το εξωτερικό μέρος της το οποίο σχετίζεται περισσότερο με ασκήσεις χαλάρωσης και σωματικής ευεξίας. Αυτό δεν αποτελεί διαλογισμό, αλλά γυμναστικές ασκήσεις προκαταρκτικού και μόνο χαρακτήρα.  Η πραγματική γιόγκα, ο αληθινός διαλογισμός είναι η πνευματική τελείωση της άσκησης του νου του ανθρώπου. Τα αίτια που συντέλεσαν στην λανθασμένη πρόσληψη και θεώρηση της φιλοσοφίας του διαλογισμού στην ελληνική παράδοση μετά τον Πλάτωνα μέχρι και σήμερα σχετίζονται με την άστοχη νοηματοδότηση των όρων και των εννοιών που κόμιζε η πλατωνική φιλοσοφία, αλλά και με την διάδοχη κατάσταση στην πλατωνική ακαδημία ή την μεταβολή του θρησκευτικού προσανατολισμού του ελληνικού πολιτισμού.

Προκειμένου να γνωρίσουμε και να αναλύσουμε την σωκρατική ασκητική μέθοδο του πλατωνικού διαλογισμού η οποία παρέμενε άγνωστη στον ελληνικό χώρο στο ευρύ κοινό θα παραθέσουμε ένα μόνο απόσπασμα από τον διάλογο "Φαίδων" του Πλάτωνα, για να δοθεί η αρχική αφορμή. 

Γράφει ο Πλάτων στον διάλογο Φαίδων στο απόσπασμα 66 b.4 - 67 a.4:

νεοελληνική απόδοση:


[...Όσο χρόνο δηλαδή είμαστε με το σώμα μας και όσο χρόνο η ψυχή μας συμφύρεται με ένα τέτοιο κακό, ποτέ δεν θα αποκτήσουμε πραγματικά αυτό που επιθυμούμε, ενώ ισχυριζόμαστε ότι αυτό είναι το αληθινό. Διότι το σώμα μάς αποσπά με χίλιες δυο ασχολίες για την αναγκαία μας τροφή- το σώμα και εάν προστεθούν και κάποιες αρρώστιες είναι αυτά που μας εμποδίζουν από το κυνήγι αυτού που είναι. Αυτό μας γεμίζει ως πάνω με έρωτες, επιθυμίες, φόβους και φαντάσματα λογής λογής, και περισσή φλυαρία, ώστε -το λέει ο λόγος- είναι αδύνατο, πραγματικά, να σκεφθούμε μια φορά με σύνεση το παραμικρό. 

Το σώμα, οι επιθυμίες του και όχι κάτι άλλο είναι αυτά που προκαλούν πολέμους, εξεγέρσεις και μάχες. Όλοι οι πόλεμοι γίνονται για την απόκτηση χρημάτων, τα χρήματα μάς επιβάλλεται να τα αποκτήσουμε για το σώμα μας, καθώς τα υπηρετούμε ως δούλοι. Όλα αυτά αλλά και το σώμα είναι οι αιτίες που δεν έχουμε ημέρα σχόλης για τη φιλοσοφία. Το πιο άσχημο, εάν κάπως ησυχάσουμε μακριά του και στραφούμε προς την έρευνα, παντού, με τη σειρά του, μέσα στην έρευνα μας εισχωρεί, θορυβεί, δημιουργεί σεισμό και ταραχή σε σημείο που, εξ αιτίας του, αδυνατούμε να δούμε με τα μάτια μας την αλήθεια. Αλλά το πράγμα το ίδιο μας έδειξε ότι, εάν θελήσουμε κάποτε να μάθουμε κάτι άψογα, οφείλουμε να απαλλαγούμε από αυτό και μόνον με τη ψυχή να παρατηρήσουμε τα πράγματα καθεαυτά. Τότε μόνον -έτσι φαίνεται- όταν πεθάνουμε, καθώς σημαίνει ο λόγος, θα αποκτήσουμε αυτό που επιθυμούμε και λέμε πως είμαστε εραστές του, τη γνώση, όχι όσο είμαστε ζωντανοί. Εφ' όσον δεν είναι δυνατό, όσο ζούμε με το σώμα, να γνωρίσουμε στην εντέλεια κάτι, ένα από τα δύο συμβαίνει- η απόκτηση της γνώσης ή πουθενά ή μόνον μετά τον θάνατο είναι δυνατή. Διότι τότε ακριβώς η ψυχή [67a] μένει αυτή καθεαυτή, χωριστά από το σώμα, όχι πιο πριν. Όμως και όσο είμαστε ζωντανοί φαίνεται ότι είναι δυνατόν να φθάσουμε στη γνώση, όσο γίνεται πιο κοντά, εάν διατηρήσουμε την ελάχιστη σχέση και επικοινωνία με το σώμα μας, στο βαθμό που επιβάλλει η ανάγκη, χωρίς η ίδια του φύση να μας κατακλύσει...]

αρχαίο κείμενο:

[...Ότι, έως άν το σώμα έχωμεν κάί συμπεφυρμένη η ημών ή ψυχή μετά τοιούτου 'κακού, ού μή ποτέ κτησώμεθα ίκανως οΰ έπιθυμοϋμεν φαμέν δέ τούτο είναι το αληθές, μυρίας μέν γάρ ήμίν ασχολίας παρέχει το σώμα διά τήν άναγκαίαν τροφήν έτι δέ, άν τίνες νόσοι προσπέσωσιν, έμποδίζουσιν ημών τήν τού δντος θήραν. ερώτων δέ κάί επιθυμιών καΧ φόβων κάί είδώλων παντοδαπών καΧ φλυαρίας έμπίμπλησιν ημάς πολλής, ώστε το λεγόμενον ώς αληθώς τφ δντι ύπ' αύτοΰ ουδέ φοονήσαι ήμΐν έγγίγνεται ουδέποτε ουδέν, κάί  γάρ πολέμους καΧ στάσεις κάί μάχας ουδέν άλλο παρέχει ή το σώμα και αϊ τούτου έπιθυμίαι. διά γάρ τήν τών χρημάτων κτήσιν πάντες oi πόλεμοι d γίγνονται, τά δέ χρήματα άναγκαζόμεθα κτάσθαι διά το σώμα, δουλεύοντες τή τούτου θεραπεία- κάί έκ τούτου άσχολίαν άγομεν φιλοσοφίας πέρι διά πάντα ταύτα, το δ' έσχατον πάντων δτι, έάν τις ήμΐν καΧ σχολή γένηται άπ' αύτοΰ κάί τραπώμεθα προς το σκοπεΐν τι, έν ταΐς ζητήσεσιν αΰ πανταχού παραπΐπτον θόρυβον παρέχει κάί ταραχήν κάί εκπλήττει, ώστε μή δύνασθαι ύπ' αύτοΰ e καθοράν τάληθές. άλλα τφ δντι ήμΐν δέδεικται δτι, εί μέλλομέν ποτέ καθαρώς τι είσεσθαι, άπαλλακτέον αύτοΰ κάί αυτή τή ψυχή θεατέον αυτά τά πράγματακάί τότε, ώς έοικεν, ήμΧν έσται οΰ έπιθυμούμέν τε καί φαμεν έραστάί είναι, φρονήσεως, έπειδάν τελευτήσωμεν, ώς ό λόγος σημαίνει, ζώσιν δέ ού. εί γάρ μή οΐόν τε μετά τοΰ σώματος μηδέν καθαρώς γνώναι, δυοϊν θάτερον, ή ούδαμοΰ έστιν κτήσασθαι το είδέναι ή τελευτήσασιν τότε γάρ αυτή καθ' αυτήν ή ψυχή a εσται χωρΧς τοΰ σώματος πρότερον δ' οΰ. κάί έν ω δν ζώμεν, ούτως, ώς έοικεν, έγγυτάτω έσόμεθα τοΰ είδέναι, έάν δτι μάλιστα μηδέν όμιλώμεν τώ σώματι μηδέ κοινωνώμεν, δτι μή πάσα ανάγκη, μηδέ άναπιμπλώμεθα τής τούτου φύσεως, αλλά καθαρεύωμεν άπ' αύτοΰ, έως δν ό θεός αυτός άπολύση ημάς...]

Εν πρώτοις να αναφέρουμε ότι όλη η εργασία που πραγματοποιείται στον διαλογισμό σχετίζεται με τον αμέθεκτο νου. Ο αμέθεκτος νους (ο όρος συναντάται και στον Ιάμβλιχο) είναι ο ανώτερος αληθινός νους του ανθρώπου που είναι αμιγής, καθαρός, δεν είναι αναμεμειγμένος με τον αισθητό κόσμο (5 αισθήσεις, συναισθήματα, επιθυμίες). Είναι ο ίδιος με τον θεϊκό νου του Αριστοτέλη, το κινούν ακίνητο. Ο αμέθεκτος νους είναι ο θεωρός του όλου, ο παρατηρητής των πάντων, και είναι ακίνητος, δεν αποσπάται καθόλου, βιώνει την απόλυτη συγκέντρωση στο είναι του. Όταν ο άνθρωπος ανέλθει σε αυτό το επίπεδο και νοεί αμέθεκτα, τότε συλλαμβάνει τον αληθινό κόσμο, βιώνει τη θεότητα και πλημμυρίζει από την πλατωνική ΙΔΕΑ. Οι πλατωνικές ΙΔΕΕΣ δεν σχετίζονται με τις σκέψεις και τις ιδέες που φτιάχνουμε όσο λειτουργούμε στην καθημερινή μας κατάσταση. Οι ΙΔΕΕΣ αυτές είναι τα αληθινά όντα, ο αληθινός κόσμος του θείων πνευμάτων και του κόσμου συνολικά. Μόνο με αυτόν τον τρόπο, όταν ο νους καθίσταται "ακίνητος", καθαρός, η λογική ψυχή μπορεί να συλλάβει τον αληθινό εαυτό της και να αντικρίσει τον αληθινό κόσμο. Οι ανατολικοί διαλογιστές (Κρισναμούρτι, Όσσο) ισχυρίζονται ακριβώς τα ίδια πράγματα και ασκούν στην πράξη τον ίδιο διαλογισμό μετερχόμενοι τους γλωσσικούς όρους των αντίστοιχων εννοιών με διαφορετικό νόημα το οποίο και θα αποκαλύψουμε εδώ, για να κατανοήσουμε την κοινή διάσταση της διαλογιστικής πρακτικής ολοκληρωτικά. 

Ο Κρισναμούρτι και ο Όσσο όταν αναφέρονται στη λέξη "νους" σε καμιά περίπτωση δεν αναφέρονται στον ΝΟΥ της ορφικοπυθαγόρειας πλατωνικής παράδοσης που είναι ο αμέθεκτος νους, αλλά στον επιθυμητικό νου που διαρκώς βρίσκεται σε κίνηση και συνεχώς είναι αποσπασμένος γυρίζει διαρκώς εδώ και εκεί, αδυνατεί να συγκεντρωθεί στον εαυτό του. Ο "νους" των διαλογιστών αυτών είναι η "ψυχή" της ορφικοπυθαγόρειας πλατωνικής φιλοσοφίας. Η πλατωνική ψυχή ή ο νους των ανατολικών διαλογιστών είναι το ίδιο πράγμα. Και στις δύο περιπτώσεις η ψυχή αυτή είναι ο επιθυμητικός νους, (ο διονυσιακός νους) που είναι ανάγκη να δουλευτεί με τον ασκητικό και τον φιλοσοφικό βίο ώστε να καθαρθεί και να ανέλθει μόνο το ενεργητικό κομμάτι του (λογιστικό μέρος) και να ενωθεί με τον αμέθεκτο νου (ή απολλώνιο νου). Είναι ανάγκη, δηλαδή, να αποβληθεί η άλογη ψυχή (θυμικό και επιθυμητικό μέρος) ή ο "νους" των ανατολικών διαλογιστών (Κρισναμούρτι, Όσσο, Πατάνζαλι, Βιάσα,  κλπ). Αυτή η αποβολή της άλογης ψυχής από το άρμα του αμέθεκτου νου θα καταστήσει τον ανθρώπινο νου αμέθεκτο, παρατηρητή, θεωρό και προπάντων υποδοχέα της αλήθειας και της ΙΔΕΑΣ. 

Αυτή η πνευματική άσκηση του βίου κατά την οποία ο άνθρωπος μαθαίνει να ενεργοποιεί τον αμέθεκτο νου αποτραβώντας τον επιθυμητικό νου που είναι βουτηγμένος στα αισθητά είναι η ΜΕΛΕΤΗ ΘΑΝΑΤΟΥ που εννοεί ο Πλατωνικός Σωκράτης. Ο φιλοσοφικός θάνατος, όπως μας λέει και ο Πλούταρχος, είναι ο χωρισμός του νου από την άλογη ψυχή, προκειμένου να "θεωθεί" η αληθινή ουσία μας, ο αμέθεκτος νους. Αυτό ακριβώς μας λέει ο Πλάτων στις τέσσερις τελευταίες υπογραμμισμένες σειρές του νεοελληνικού αποσπάσματος. Ότι μπορούμε να αντικρίσουμε την αλήθεια και το αγαθό ακόμα και ως ένσαρκοι, αρκεί να απομονώσουμε τις επιδράσεις του σώματος πάνω στον  νου μας, ώστε ο τελευταίος να καταστεί ήρεμος, αυτούσιος, καθαρός, ακίνητος, παρατηρητής και θεωρός των πάντων, του ίδιου του "Είναι". Αν δεν μυηθούμε από εδώ στη ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ, στην άσκηση του νου σε όλα τα επίπεδα, δε θα μπορέσουμε να το επιτύχουμε μετά τον φυσικό θάνατο. 

Ο αληθινός διαλογισμός δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί στη βάση κάποιας υπαγόρευσης εξαναγκασμού του νου με κάποιες μηχανιστικές τεχνικές. Η νοητική συγκέντρωση και προσήλωση απαιτεί την ηθελημένη συμμετοχή ολόκληρου του είναι μας, είναι ανάγκη, δηλαδή, να δουλέψει προηγουμένως το λογιστικό μέρος της ψυχή μας (ενεργός διονυσιακός νους) να έχει επιλέξει ένα φιλοσοφικό υπαρξιακό θέμα, ή μια βαθιά έννοια, και να την δουλέψει νοητικά εσωτερικά, τουλάχιστον λίγα λεπτά, έτσι ώστε να ανάψει η φλόγα που θα θερμάνει τη φυγή προς τον ανώτερο αμέθεκτο νου με την απουσία κάθε σκέψης και απόσπασης από το κέντρο μας.

Προκειμένου να διαλογιστούμε πραγματικά είναι ανάγκη να αποβάλλουμε κάθε πρακτική που συνδέεται με κάποια θρησκεία. Ο πραγματικός διαλογισμός είναι η καθαρή ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ και αποτυγχάνει όταν συνδέεται με θρησκευτικές θεωρήσεις και πρακτικές και μετατρέπεται σε προσευχή. Ο διαλογισμός δεν είναι προσευχή, γιατί η τελευταία είναι μια λειτουργία που απευθύνεται σε κάτι έξω από εμάς, από τον πνευματικό εαυτό μας. Οι περισσότεροι από εμάς έχουν πειραματιστεί με διάφορες μεθόδους διαλογισμού, που κατά κύριο λόγο υπαγορεύουν έναν εξαναγκασμό του νου να είναι συγκεντρωμένος και προσηλωμένος κάπου π.χ σε μια εικόνα ή μια ιδέα, ενώ αυτός, δηλαδή ο νους περιπλανιέται αενάως και εις το διηνεκές. Μάλιστα οι περισσότεροι άνθρωποι που ακολουθούν ένα δόγμα, κατά κύριο λόγο θρησκευτικό διατείνονται ότι δεν έχουν ανάγκη τον διαλογισμό, καθώς για τους ίδιους η προσευχή λαμβάνει τη θέση του διαλογισμού. Ο Ινδός διανοητής και δάσκαλος Κρισναμούρτι άρει την άνωθεν διαπίστωση και παρατηρεί ότι η προσευχή εν μέρει φέρει κάποιες αρετές, όπως για παράδειγμα τον εξαναγκασμό του νου για εφησυχασμό και ησυχία, τη διορατικότητα καθώς μέσα από την εξ ανάγκης αυτή ησυχία αναδύονται και μεταφέρονται λανθάνουσες απαντήσεις από το ασυνείδητο μέρος του εγκεφάλου στο συνειδητό. Η προσευχή από τη φύση της είναι μια ειδωλολατρική διαδικασία, εφόσον ο νους αποπειράται να επικεντρωθεί στην ιδέα κάποιου Θεού, σε μια εικόνα, σε ένα δόγμα. Όταν ο νους, το λογιστικό μας (ενεργητικός διονυσιακός νους), κατασκευάζει στον εσωτερικό καθρέπτη του σχήματα, εικόνες, φανταστικά πλάσματα, ανθρωποθεούς, αγίους κλπ στην ουσία δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να κατασκευάζει είδωλα και καθίσταται αδύνατον να ανέλθει στο επίπεδο του αμέθεκτου νου. Μπορεί η προσευχή να μας ηρεμεί και να μας ανεβάζει στο άνω μέρος του λογιστικού μας και να φθάνουμε στο επίπεδο της διόρασης με την καλλιέργεια των αρετών και την προσπάθεια για αυτοσυγκέντρωση, όμως όλη αυτή η υπαρξιακή κατάσταση είναι κίβδηλη, ψεύτικη, δεν αποτελεί σε καμιά περίπτωση διαλογισμό, γιατί μας εξαναγκάζει να αλλάξουμε στοιχεία του χαρακτήρα μας προσδιοριστικά του εαυτού και της ταυτότητάς μας, γεγονός που δε μας επιτρέπει να γνωρίσουμε τον αληθινό εαυτό μας. 

Ο αληθινός διαλογισμός, τον οποίο ασκούσε ο Σωκράτης, ως άλλος Πατάνζαλι ή Κρισναμούρτι, είναι η θέαση της αλήθειας, το αποτράβηγμα της λογικής ψυχής από τη  χρονικότητα και ο θάνατος κάθε εμποδίου (σκέψης, απόλαυσης, αίσθησης) που αποτρέπει την πορεία της λογικής ψυχής προς την ένωσή της με τον αμέθεκτο νου, τον μη αναμεμειγμένο με τα υλικά και αισθητά. Η ζωή του Σωκράτη ήταν κάθαρση (νοητική και σωματική) με την αρετή και τη γνώση, δηλαδή ανύψωση της λογικής ψυχής στον αληθινό πατέρα της, που δεν είναι κάποιος εικονικός ή ανθρωπόμοφος θεός, αλλά ο αμέθεκτος νους. Στον διαλογισμό του αμέθεκτου νου απουσιάζει κάθε κατασκευασμένη ή μη μορφή, κάθε μορφική σκέψη, η νόηση είναι αμιγής, χωρίς σχήματα και απεικονίσεις που αντικατοπτρίζουν είδωλα πάνω στο λογιστικό μας. Το λογιστικό μας πρέπει να βουτηχτεί στο σκοτάδι της ακινησίας, όπως ακριβώς γινόταν στα ελευσίνια ή στα καβείρια μυστήρια, για να αναχθεί στο επίπεδο της θεοπτείας και της έκστασης (Σαμάντι κατά Πατάνζαλι). Ο πλατωνικός Σωκράτης μας διδάσκει μια φιλοσοφία πέρα από κάθε θεολογία και θρησκεία, μια φιλοσοφία στην οποία μπορεί να ασκηθεί οποιοσδήποτε άνθρωπος πάνω στη γη, πέρα και πάνω από γλώσσες, φυλές και πολιτισμούς. 

Βιβλιογραφία
Φαίδων Πλάτωνα
Σχόλια του Όσσο στις σούτρες του Πατάνζαλι (Γιόγκα, το Α και το Ω)