Της Άννας Κελεσίδου - Γαλανού, διευθύνουσας του ΚΕΕΦ της ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΑΘΗΝΩΝ
«Κάθε ἰδέα ἔρχεται σὰν ἕνας μακρινὸς ξένος, καὶ στὴν ἀρχὴ τῆς πραγμάτωσής της εἶναι δυσκολο νὰ τὴν ξεχωρίσεις ἀπὸ τή φαντασία καὶ τη φαντασιοκοπία»
(Goethe)
«ζητοΰμεν… ἀεὶ δή τί τῶν τιθεμένων πρὸς ἀρετὴν φέρει»
(Πλάτων)
Ἡ οὐτοπία – σύμφωνα μ’ ἕνα σύγχρονο ὁρισμὸ της – εἶναι εἶδος κοινωνικῆς κριτικῆς πού ἀσκείται μέσα ἀπὸ κάποιο κοινωνικὸ σύστημα, ιδανικό, δίχως δηλ. ἐπιστημονικὴ θεμελίωση – γνώση τῶν κινητηρίων κοινωνικῶν δυναμεων – ἤ σύστημα πού περιέχει ἀπραγματοποίητα σχέδια κοινωνικῶν ἀλλαγῶν.
Μὲ τὸν ορισμό αὐτό προσδίδεται στὴν οὐτοπική ἔκφραση γνωστικὴ ἡ προγνωστικὴ λειτουργία, δίχως κύρος ἐπιστημονικό, καὶ ὁραματιστικό περιεχόμενο σὲ διάσταση ἀπὸ τὸ πραγματικό. Ἡ μελέτη μου εἶναι ἀκριβῶς προσπάθεια ἀποσύνδεσης αὐτῆς τῆς σημασίας τῆς οὐτοπίας ἀπὸ τὴν πλατωνικὴ φιλοσοφία ἡ κατάδειξης τῆς ἰδιαίτερης δομῆς καὶ λειτουργίας τῆς πλατωνικῆς «οὐτοπίας».
Θὰ ξεκινήσω μὲ μιὰ διαγραμματικὴ ἀναφορά στὴν πλατωνικὴ σύλληψη τῆς «οὐτοπίας».
α) Ἡ οὐτοπία γεννιέται ἀπὸ τὸ πραγματικὸ καὶ ὑπάρχει ὡς μετάθεση(1) τοῦ ἱστορικοῦ. Στὸν Τίμαιο καὶ τὸν Κριτία π.χ. ὑπάρχει, στὴν περιγραφὴ τῆς Ἀτλαντίδας, μῦθος καὶ ἀλήθεια. Ἡ οὐτοπία τοπικὰ καὶ χρονικὰ καλύπτεται ἀπὸ τὴν Ἱστορία καὶ τή γεωγραφία τοῦ πραγματικοῦ.(2) Συμβαίνει ἐδῶ ὅ,τι καὶ στὸ ἰχνογράφημα: πάνω στὸ ἱστορικὸ μποροῦμε νὰ τραβήξουμε τὰ χρώματα καὶ τὶς γραμμὲς τοῦ «οὐτοπικοΰ» – φανταστικοῦ.(3) Ἡ κίνηση τοῦ φανταστικοῦ ἔχει ἀφετηρία τὸ πραγματικό. Ὅμως τὸ πραγματικὸ δὲν εἶναι ἀκριβῶς τὸ Ἱστορικὸ – παροντικὸ ἀλλὰ τὸ παραδειγματικὸ πού ἀποδίδει ἡ οὐτοπική περιγραφὴ (π.χ. στὸ μύθο τῆς Ἀτλαντίδας καὶ τῆς Ἀθήνας περιγράφονται πρότυπα ὀργάνωσης τῆς κοινωνικῆς ζωῆς). Τὸ ἐπαναστατικὸ πλατωνικὸ πνεῦμα συλλαμβάνει «πάμπολλα… παρὰ τάς ε ἰ ω θ υ ί α ς π ο λ ι τ ε ί α ς (Νόμοι 805b). Προκεῖται ἐδῶ γιὰ μιὰ θεραπευτικὴ τῆς ἱστορίας,(4) δεοντικὴ σύλληψη τοῦ πραγματικοῦ, πού συμφωνεῖ μὲ τή γενική διάκριση τοῦ βέλτιστου ἀπὸ τὸ ἥδιστο (Γοργίας 521d) ἤ τή γενική ἐπιταγή: «Ὡς βελτίστους γίγνεσθαί τε καὶ εἶναι» (Νόμοι 707d).
β) Στὸν Πλάτωνα ὑπάρχει ἡ διάκριση θεωρητικοῦ λόγου καὶ οὐτοπικῆς περιγραφῆς (Πολιτεία(5) καὶ Νόμοι(6) / Τίμαιος καὶ Κριτίας) ἀλλὰ καὶ ἡ σχέση τους: Ὁ ἴδιος ὁ φιλόσοφος στὴν ἀρχή τοῦ Τίμαιου (19 b – c), ὅπου δείχνει ὅτι θὰ ἤθελε ἡ ἱστορία τῆς πραγματικῆς πολιτείας ν’ ἀντιστοιχεΐ στή θεωρητικὴ του περιγραφὴ τῆς ἰδανικῆς πολιτείας, λέει πώς τὸ αἴσθημα πού ἔχει δοκιμάσει γιὰ τὴν πολιτεία πού περιέγραψε «προσέοικεν… οἱον εἴ τις ζῷα καλά που θεασάμενος, εἴτε ὑπὸ γραφῆς εἰργασμένα εἴτε καὶ ζῶντα ἀληθινῶς ἡσυχίαν δὲ ἄγοντα, εἰς ἐπιθυμίαν ἀφίκοιτο θεάσασθαι κινούμενά τε αὐτὰ καὶ τὶ τῶν τοῖς σώμασιν δοκούντων προσήκειν κατὰ τὴν ἀγωνίαν ἀθλοῦντα· ταὐτὸν καὶ ἐγὼ πέπονθα πρὸς τὴν πόλιν ἥν διήλθομεν».
γ) Ἡ λεγομένη «οὐτοπική» περιγραφὴ εἶναι τρόπος διερεύνησης τοῦ ἀγνώστου ἤ φανέρωσης τοῦ μὴ ὀρατοῦ ἤ τοῦ χαμένου ἀπὸ τή μνήμη, κι ἔτσι «λόγος μάλα ἄτοπος παντάπασίν γε μὴν ἀληθής», ὅπως λέει ὁ Κριτίας ἀρχίζοντας τὴν ἀφηγήση του στὸ διαλογο Τίμαιος (20e).(7)
δ) Ἡ οὐτοπία στοιχεῖ στὴν ἀντίθεση ζωντανοῦ – ἀκίνητου· εἶναι δυναμικὸς τρόπος παράστασης τοῦ ἀληθινού, τῆς θεωρίας, πού μὲ τὴν ἀφηρημένη ὀρθολογικότητὰ της εἶναι στατικὴ ὅπως τὸ ζωγραφικὸ ἔργο. ‘Εδῶ πάλι ἔχουμε τὴν μαρτυρία τοῦ Πλάτωνος στὸν Τίμαιο (19b-c). Τὸ θεωρητικὸ πραγματώνεται, ἀληθοποιεῖϊται μὲ τὸν οὐτοπικό μύθο. Στὸν Τίμαιο πάντα (26c-d), μετὰ τὸ μύθο τῆς Ἀτλαντίδας, λέει ὁ Κριτίας: «Τοὺς δὲ πολίτας καὶ τὴν πόλιν ἥν χθὲς ἡμῖν ὡς ἓν μύθῳ διῄεισθα σύ, νῦν μ ε τ ε ν ε γ κ ό ν τ ε ς ἐ π ὶ τ ἀ λ η θ έ ς δεῦρο θήσομεν ὡς ἐκείνην τήνδε οὖσαν καὶ τοὺς πολίτας οὕς δ ι ε ν ο ο ῦ φήσομεν ἐκείνους τοὺς ἀληθινοὺς εἶναι προγόνους ἡμῶν, οὕς ἔλεγεν ὁ ἱερεύς». Ἡ δραματοποίηση τοῦ ἰδεολογικού εἶναι ἡ ἀλήθεια τοῦ οὐτοπικοΰ μύθου. Γι’ αὐτό καὶ τὸ σκηνικὸ περιγράφεται μὲ λεπτομέρειες (Κριτίας 108c-109 κ.μ., 115c, 116c κ.α.), τὰ μεγέθη δίνονται αὐξημένα («θαυμαστά», «κάλλιστα», «μέγιστα»), ὡς θεατρικὸς τρόπος, καὶ μάλιστα, ἂν τηρηθοῦν οἱ ἄναλο-γίες, θάλεγα ὅπως τὸ γκροτέσκο στὸ σύγχρονο θέατρο.
Ἡ εἰδικὴ διερεύνηση τῶν προηγουμένων, πού ἀκολουθεῖ, βασίζεται: α) στοὺς πλατωνικοὺς διαλόγους, β) σὲ μιὰ πραγματεία μου γιὰ τὴν πλατωνικὴ πολιτικὴ σκέψη πού ἐκδοθηκε ἀπὸ τὸ ΚΕΕΦ τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν,(8) γ) ἐκτὸς ἄλλων καὶ στὸ ἔργο τοῦ Καθηγ. Η. Joly, Le Renversement platonicien, Logos, episteme, polis, Vrin 1974.
Ό Η. Joly θυμίζει πρῶτα ἀπ’ ὅλα ὅτι ἡ σύνδεση τοῦ ὅρου οὐτοπία μὲ τὸν Πλάτωνα ἀποτελεί ἱστορικὸ ἀναχρονισμό. Αὐτό ὄχι μόνο σὲ σχέση μὲ τὸν Πλάτωνα, ἀλλὰ γενικὰ μὲ τὴν ἀρχαία σκέψη· γιατί, παρὰ τὴν ἐτυμολογικὴ ἑλληνικοτητά(9) του, ὁ ὅρος – πού παραπέμπει σὲ μιὰ διπλὴ διαφορὰ σὲ σχέση μὲ τὴν Ἱστορία καὶ τή γεωγραφία – πιθανότατα πλάστηκε καὶ πρωτοχρησιμοποιηθηκε(10) ἀπὸ τὸν Thomas Morus στὸ De optirao reipublicae statu deque nova insula Utopia (1516), τὴν ἐποχὴ δηλαδὴ τῆς Ἀναγέννησης.(11) «Οἱ πρῶτες οὐτοπίες εἶναι θυγατέρες τῆς Ἀναγεννήσης»,(12) τῆς ἐποχῆς τῆς ἀνακάλυψης τοῦ νέου κόσμου καὶ τῆς ἀναβίωσης τῶν ἀρχαίων: «Vraisemblablement, Ταὐτὸν’est la Renaissance qui a prete a l’ Antiquite les modeles d’utopie qu’elle lui empruntait. A la limite, Ταὐτὸν’utopie est le residu de la theorie politique ancienne, lorsque la lecture laisse echapper Ταὐτὸν’histoire des institutions et la philosophie des constitutions. Ce residu, tout Ταὐτὸν la fois critique et prophetique… fait ainsi bon mar-che des principes fondamentaux des politeia antiques, Ταὐτὸν’est Ταὐτὸν dire de ce melange de realite historique et de rationalite philosophique qui les caracterisait»..(14)
Ό Goldschmidt λέει χαρακτηριστικά: «On ne parlela pas d’utopie a propos des Anciens ou, en tout cas des Grecs».(15). Θὰ θυμίσω τὸν Ξενοφάνη ἀπὸ τὴν Κολοφώνα, πού τὸν ἕκτο κιόλας αἰώνα π,Χ. ἀντέκρουε τοὺς μύθους γιὰ τὴν χρυσή ἐποχὴ μὲ τὴν ἐπιγραμματικὴ ἐκείνη διατύπωση: «Οὔτοι ἀπ’ ἀρχῆς πάντα θεοί θνητοῖσ’ ὑπέδειξαν, ἀλλὰ χρὸνῳ ζητοῦντες ἐφευρίσκουσιν ἄμεινον» (VS Β 18).(16) Ὁ Πλάτων εἶναι παιδὶ τοῦ Ξενοφάνη ὡς πρὸς τὴν ἰδέα τῆς ἀξίας τοῦ ἀνθρώπινου μόχθου καὶ τῆς γνώσης. Τὸν μύθο τῆς χρυσῆς ἐποχῆς, ὅπου ἡ ἀνθρωπότητα ζεῖ στὴν ἀφθονία καὶ τὴν ἀθωότητα δίχως φόβο καὶ πολιτεύματα, τὸν χρησιμοποίησε βέβαια καὶ ὁ ἴδιος, ἀλλὰ μεταθέτοντας τὸ νόημά του, στὴν περιγραφὴ τῆς γένεσης τῆς πολιτείας στὴν Πολιτεία, στὸν Πολιτικό, στὸν Τίμαιο καὶ στὸν Κριτία (109b-e). Στὴν Πολιτεία πρόκειται γιὰ τὸν πίνακα τῆς ἁπλῆς καὶ γερῆς ζωῆς μιᾶς ὀλιγάριθμης κοινωνίας σὲ πρωταρχικὸ στάδιο (371b κ.μ.), ὅπου οἱ ἀνάγκες εἶναι περιορισμένες καὶ ἰκανοποιοῦνται δίχως μόχθο ἀλλὰ καὶ δίχως πνευματικὲς ἀπολαύσεις. Αὐτή τὴν πόλη, ὅπου οἱ ἄνθρωποι ζούν «ἐν εἰρήνῃ μετὰ ὑγείας» καὶ μὲ μακροβιότητα, ὁ Πλάτων (πού ἀλλοῦ θὰ πεῖ ὅτι δὲν τὸν ἐνδιαφέρει ὁ χρόνος τῆς ζωῆς ἀλλ’ ἡ ποιότητα της(17)) τή χαρακτηρίζει «ὑῶν πόλιν» (372d) καὶ θὰ τὴν ξεπεράσει. Στὸν Πολιτικὸ (272a-c κ.μ.) ὁ φιλόσοφος ἀναφέρεται στὴν ἐποχὴ τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου καὶ τῆς ἄμεσης διακυβέρνησης ἀπὸ τοὺς θεούς. Στὸν Τίμαιο ἡ ἱστορία μιᾶς ἔνδοξης Ἀθήνας, προγενέστερης τοῦ κατακλυσμοῦ, εἶναι ἔκθεση τῆς πραγμάτωσης τῆς ἰδανικῆς πολιτείας τοῦ διαλόγου Πολιτεία. Καὶ στὸν Κριτία (109-110, 122) ὁ Πλάτων συνδέει τὴν προνομιακὴ ἐποχὴ μὲ μιὰ τέλεια Ἀθήνα, ὅταν οἱ θεοί κατεύθυναν τοὺς ἀνθρώπους. Στὸ Δ’ βιβλίο τῶν Νόμων (713b κ.μ.) ὁ φιλόσοφος ἐπανέρχεται στὸ μύθο τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου. Σέ αὐτές τις περιπτώσεις ἔχουμε μεταθεση στὸ πλατωνικὸ σχέδιο δυὸ θεμάτων: τοῦ ἀρχικού παραδείσου καὶ τοῦ χαρισματικοΰ πολιτισμοῦ, τῆς ἀρχικῆς ἀγριότητας καὶ τῆς κατάκτησης τοῦ πολιτισμοῦ. Ἡ χρυσὴ ἐποχὴ γιὰ τὸν μεταρρυθμιστὴ Πλάτωνα δὲν εἶναι ἀναγκαστικὰ ἡ τέλεια ἐποχή, ὅταν εἶναι ἐποχὴ τῆς ἀγνοίας. Ἡ ἔφεση τῆς φρόνησης καὶ ἡ ἄσκηση τῆς φιλοσοφίας εἶναι μόνες ἱκανές ν’ ἀνεβάσουν τή ζωή πάνω ἀπὸ τή ζωώδη ἀθλιότητα:(18) «Ἐπαινῶν τὴν ὀρθὴν φιλοσοφίαν, ὡς ἐκ ταύτης ἐστὶν τὰ πολιτικὰ δίκαια… κατιδεΐν» (Ἑβδόμη Ἐπιστολὴ 326b).
Παρ’ ὅλα αὐτὰ ὁρισμένοι, συσχετίζοντας τὸν πλατωνικὸ λόγο μὲ στοιχεῖα τοῦ φανταστικού, θεωρούν ὅτι ἡ πλατωνικὴ πολιτεία ἀνήκει στὸ χῶρο τοῦ οὐτοπιστικοῦ,(19) ὅπου δηλαδὴ τὸ φανταστικὸ ἀντικαθιστᾶ τὸ ἱστορικό, ἤ ὅπου τὸ φιλοσοφικὸ ἔργο ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸ πραγματικό, ἐνῶ ἐμπνέεται ἀπ’ αὐτό, καὶ αὐτὴ ἡ ἀπομάκρυνση ἀποτελεί δομικὸ συστατικὸ τῆς οὐτοπίας. Ἐδῶ ἡ οὐτοπία νοεῖται μὲ τὴν ἔννοια τοῦ πλασματικοῦ ὄχι τοῦ παραστατικοῦ, ὡς εἶδος τοῦ φανταστικοΰ.(20)
Στή μελέτη μου δὲν θ’ἀναφερθῶ στοὺς βιαστικοὺς ἐπικριτὲς πού, ἔχοντας προκαταβολικὰ ἀπορρίψει τὸν πλατωνισμὸ ὡς ἰδεαλιστικὴ θεωρία, τὸν καταδικάζουν ὡς οὐτοπιστικο· σ’ αὐτοὺς ὑπάρχει ἕνα ἠθικό «πρότερον-ὕστερον». Ἐκεῖνοι πάλι πού σταματοὺν στὶς οὐτοπικές περιγραφὲς κι ἐπικρίνουν τὸν Πλάτωνα κάνουν αὐτό πού ὀνομάζει ὁ Ἔγελος τὴν «πιὸ συνηθισμένη ἀδικία πού γίνεται ἀπέναντι στή θεωρητικὴ φιλοσοφία καὶ πού συνίσταται στὸ νὰ τὴν καθιστᾶ κανεὶς μονόπλευρη, νὰ στέκεται δηλαδὴ σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς συνιστῶσες της»(21), ὅταν μάλιστα κι αὐτὴν δὲν τὴν ἔχει διερευνήσει σὲ βάθος.
Κάθε προσέγγιση στὸ πρόβλημα τῆς ἀλήθειας στὸν Πλάτωνα πρέπει νὰ ξεκινὰ ἀπὸ τὸ βασικὸ χαρακτηριστικὸ τῆς πνευματικῆς του παρουσίας, τὴν προτεραιότητα τοῦ μεθοδολογικοὺ ἀπέναντι στὸ μεθοδικὸ-ἰδεολογικό. Ὁ Πλάτων σκέφτεται καὶ ξανασκέφτεται τὸ πραγματικό· δὲν εἶναι ὅπως δ Ἀριστοτέλης, ὁ δάσκαλος αὐτῶν πού γνωρίζουν, ἀλλὰ ὁ δάσκαλος αὐτῶν πού ἐρευνοῦν.(22) Ἔτσι θ’ ἀπελπίζει πάντα ὅλους τοὺς μαραγκοὺς τῆς προσκούστειας κλίνης, μιᾶς μονόπλευρης ἐρμηνευτικῆς προσέγγισης «τὴν ἄλλην αὖ ὑπόθεσιν ὑποθέμενος» (Φαίδων 101d)· ἀναιρώντας μὲ τή διαλεκτική, πού «μόνη ταύτῃ πορεύεται», «τάς ὑποθέσεις» (Πολιτείᾳ 533c-d)·ἐλέγχοντας τοὺς ἄλλους καὶ τὸν ἑαυτό του μὲ τὴν πεποίθηση ὅτι «τὸν ἀνεξέλεγκτον αὖ… ἂν καὶ τυγχάνῃ βασιλεὺς μέγας ὢν τὰ μέγιστα ἀκάθαρτον ὄντα, ἀπαίδευτον καὶ αἰσχρὸν γεγονέναι» (Σοφιστὴς 230d-e)· πιστεύοντας στή δύναμη «τοῦ διαλέγεσθαι μόνην ἄν… ἐμπείρω ὄντι… ἄλλην δὲ οὐδαμῆ δυνατὸν» (Πολιτεία 533a), καὶ ὁ ἴδιος ὅμως θεωρώντας τὸν ὑπερβολικὰ θεωρητικὸ λόγο ὡς ἐλλειπτικό ζωῆς. Σ’ αὐτὰ ἐντάσσεται ἡ οὐτοπία, πού λειτουργεῖ, ὅπως ἡ παλινωδία, ὁ δεύτερος πλοῦς (Φαίδων 99c-d) κ.α.
Αὐτή ὅμως ἡ ἴδια ἡ πλατωνικὴ πίστη στή δύναμη τοῦ λόγου, τὸν ὁποῖον ἐξεικονίζουν οἱ οὐτοπικὲς περιγραφές, μᾶς ἀναγκάζει νὰ προσέξουμε τή διαφορά τῆς πλατωνικῆς οὐτοπίας ἀπὸ τὶς οὐτοπιστικες περιγραφές, ὅπου βασικὴ συνιστώσα εἶναι ἡ ἀπουσία ἐπιστημονικῆς θεμελίωσης στὴν ἀπεικόνιση ἰδανικῶν κοινωνικῶν συστημάτων. Ὅπως ὅταν, μὲ τὴν ἀνάπτυξη τῶν κοινωνικῶν ἐπιστημῶν,(23) παύει νὰ λειτουργεῖ γνωστικὰ ἡ οὐτοπία, ἔτσι καὶ ὅπου προέχει στὸ γνωστικὸ πεδίο ὁ θεωρητικὸς λόγος, πού αὐτοελέγχεται μὲ ποικίλους τρόπους καθὼς διερευνᾶ τις κινητήριες κοινωνικὲς δυνάμεις (π.χ. ἀρετή, δικαιοσύνη) καὶ τοὺς νόμους τῆς κοινωνικῆς προόδου, ἡ οὐτοπία δὲν εἶναι παρὰ δυναμικὴ παράσταση τῆς θεωρίας.
II
ΠΛΑΤΩΝ ΚΑΙ ΛΟΓΟΣ
«τ ῷ λ ό γ ῳ ἓ ξ ἀ ρ χ ῆ ς π ο ι ῶ μ ε ν π ό λ ι ν»
Στὴν Πολιτεία (369c) λέει ὁ Πλάτων: «ἴθι δή… τῷ λόγῳ ἐξ ἀρχῆς ποιῶμεν πάλιν.(24) ποιήσει δὲ αὐτήν, ὡς ἔοικεν, ἠ η μ ε τ έ ρ α χ ρ ε ί α». Προηγούμενα, λέγεται, μὲ τή συνήθη, ἀντὶ τοῦ οὐσιαστικοΰ τῶν καταστάσεων, ἀναφορὰ στὰ πρόσωπα: «γὶγνεται τοίνυν… πόλις… ἐπειδὴ τυγχάνει ἡμῶν ἕκαστος οὐκ αὐτάρκης, ἀλλὰ πολλῶν ἐνδεὴς» (369b). Μὲ τὸ θεωρητικὸ του λόγο θεμελιώνει ὁ Πλάτων τὴν ἀνθρώπινη κοινωνία πάνω στὴν ἰδέα, ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν ἀνάγκη ὁ ἔνας τὸν ἄλλο.(25) Αὐτή ἡ ἔννοια τῆς χ ρ ε ί α ς (369c) – πού μὲ τὸ ὑλικό της περιεχόμενο ὑπάρχει καὶ στὸν πλατωνικὸ μύθο τοῦ Πρωταγόρα – ὅπου ὅμως ἀπαντοῦν οἱ βασικὲς ἔννοιες τῆς αἰδοῦς καὶ δίκης(26) – δὲν θὰ βρει σύμφωνο τὸν Ἀριστοτέλη (Πολιτικῶν 1291a 10-19) ὁ ὁποῖος στὴν ἵδρυση τῆς κοινωνίας στόχο βλέπει τὸ «καλὸν» καὶ ὄχι τὰ «ἀναγκαῖα».(27)
Ἀπὸ τὴν ἄλλη, «δὲν πρέπει νὰ ξεχνοῦμε ὅτι στὸν Πλάτωνα δὲν ὑπάρχει «πολιτεία Θεοῦ»,(28) ἐπέκεινα πολιτεία, ἄυλη, βασισμένη στὴν πίστη γιὰ τὴν ἀθανασία τῆς ψυχῆς καὶ στὴν ἰδέα ἑνὸς Θεού ῥυθμιστῆ τῆς τύχης τῶν ἀνθρώπων, ὅπως εἶναι ἡ πολιτεία στὸ ἀπολογητικὸ ἔργου τοῦ ἱερού Αὐγουστίνου. Ἡ πλατωνικὴ Πολιτεία εἶναι ἔργο φιλοσοφικό, ὅπου ἀντιμετωπίζονται τὰ κοινωνικὰ – πολιτικὰ προβλήματα καὶ ἀναζητεΐται ὁ τρόπος σύστασης τῆς τέλειας γήινης πολιτείας. Ὁ τρόπος αὐτὸς βασίζεται σὲ λογικὲς ἀποδείξεις· ἡ οὐτοπια ἐδῶ δὲν εἶναι ἀσυμβίβαστη μὲ τή λογική (κάτι τέτοιο μόνο πρόχειρη σκέψη μπορεῖ νὰ τὸ ὑποστηρίξει).(29)
Στοὺς Νόμους, στὸ τέλος τοῦ Γ’ βιβλίου, λέει ὁ Κλινίας: «πειρώμεθα λόγῳ πρῶτον κατοικίζειν τὴν πόλιν» (702e). Τὰ τρία πρῶτα βιβλία τῶν Νόμων εἰσάγουν στὸ θέμα αὐτό, ἐνῶ τὰ πέντε ἑπόμενα μελετοῦν τὴν ὀργάνωση τῆς πολιτείας, τή θέση, τὸν πληθυσμό, τή νομοθεσία, τοὺς ἄρχοντες, τὴν παιδεία κ.α. Στὸ χωρίο 683a μὲ τὴν ἀναφορὰ στὸ λόγο τίθεται καὶ ἡ ἔννοια τοῦ «ἔργου» πού συναποτελεί μ’ αὐτὸν τὸ δομικὸ ζεῦγος τῆς πλατωνικῆς πολιτικῆς θεωρίας τῆς ἀλήθειας: «περιτυχόντες γὰρ ἔργοις γενομένοις … ἐπὶ τὸν αὐτὸν λόγον ἐληλύθαμεν, ὥστε οὐ περὶ κ ε ν ὸ ν τ ἰ ζητήσομεν, ἀλλὰ περὶ γ ε γ ο ν ὸ ς κ α ὶ ἐ χ ο ν α λ η -θ ε ι α ν».
Λόγος στὸν Πλάτωνα εἶναι καὶ ὁ «μὴ πλασθεὶς μῦθος». Στὸν Τίμαιο διακρίνει ὁ φιλόσοφος «τὸν πλασθέντα μῦθον» ἀπὸ τὸν «ἀληθινὸν λόγον» (26d), ἀφοῦ προηγούμενα ἐπιτάσσει τή μετάθεση στὸ ἐπίπεδο τοῦ ἀληθινού ὅσων ἔχει ἐκθέσει «ὡς ἐν μύθῳ», δηλαδὴ ζητᾶ ὄχι πιὰ αὐτό πού συνήθως περιμένουμε ὅταν μιλάμε γιὰ οὐτοπικὸ σχεδίασμα, τή μετάθεση τοῦ πραγματικοῦ στὸ φανταστικό, ἀλλὰ τὴν ἀληθοποίηση τοῦ μύθου: «τοὺς δὲ πολίτας καὶ τὴν πόλιν ἥν χθὲς ὡς ἐν μύθῳ διῄεισθα σύ, νῦν μετενεγκόντες ἐπὶ τ’ ἀληθὲς δεῦρο θήσομεν ὡς ἐκείνην τήνδε οὖσαν καὶ τοὺς πολίτας οὕς διενοοΰ φήσομεν ἐκείνους τοὺς ἀληθινοὺς εἶναι προγόνους ἡμῶν…».
Κοινὸς στόχος τοῦ πολιτικού φιλοσόφου καὶ τοῦ πολιτικοῦ τῆς δράσης εἶναι ἡ πόλη (ἱδρυση, θεσμοί, νόμοι τῆς πόλης). Κοινὸ μπορεῖ νὰ εἶναι τὸ αἴτημα: «κατιδεΐν πῶς ποτ’ ἂν ἄριστα οἰκοίη, καὶ ἰδιᾳ πῶς ἂν τὶς βέλτιστα τὸν αὔτοῦ βίον διαγάγοι» (Πλάτων Νόμοι 702a)- κοινὸ μπορεῖ νὰ εἶναι τὸ αἴτημα γιὰ τὸ «ἐπανορθοῦσθαι»(30) τῆς πολιτείας «εἴ ποτ’ ἐξέρχεται». Ὅμως στοχαστὴς καὶ πολιτικὸς συνήθως στοιχοῦν στὴν ἀντίθεση θεωρίας-πράξης, λόγου-ἔργου. Ὁ φιλόσοφος Πλάτων, πού ὁ λόγος του εἶναι καὶ τὸ ἔργο του – καὶ σὲ μιὰ φάση τῆς ζωῆς του ἡ ἀποκλειστικὴ του ἐκλογή – θεμελιώνει ἤ ἐπανορθώνει τὴν πολιτεία μὲ τὸ λόγο ἤ τή δυναμική του παράσταση· αὐτή εἶναι ἡ οὐτοπική λεγόμενη περιγραφὴ καὶ νόημα της εἶναι ὁρισμένες ἀρχές γιὰ τὴν ποιότητα τῆς ζωῆς. Τὶς ἀρχές αὐτές εὔστοχα συνοψίζει ὁ Καθηγητής σήμερα Πρόεδρος τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν, Ἀκαδημαϊκὸς Γ. Μιχαηλίδης-Νουάρος:
«Πρώτη ἰδέα εἶναι ἡ πρωταρχικὴ σημασία τῆς ἀρετῆς γιὰ τή σωτηρίᾳ τοῦ ἀτόμου καὶ τῆς πολιτείας. Στοιχεῖα τῆς ἀρετῆς εἶναι ἡ σωφροσύνη καὶ ἡ δικαιοσύνη. Ἡ δικαιοσύνη ὡς ἐσωτερικὴ ἀρετὴ εἶναι ἡ ἁρμονία ἀνάμεσα στὰ τρία μέρη τῆς ψυχῆς (τὸ λογιστικό, τὸ θυμοειδὲς καὶ τὸ ἐπιθομητικό), ὡς πολιτικὸς θεσμὸς εἶναι ἡ ὀρθὴ κατανομὴ τῶν τιμῶν καὶ τῶν ποινῶν, ἡ ἐκτέλεση ἀπὸ κάθε πολίτη τοῦ ἔργου πού τοῦ ἀνήκει, ἡ ἀποφυγή τῆς πολυπραγμοσύνης καὶ τῆς ἀλλοτριοπραγμοσύνης.
Δεύτερη ἰδέα εἶναι ὅτι ἡ ἀρετὴ στηρίζεται στή γνώση, πού ὁδηγεῖ στὴν ἒλλογη δράση καὶ στὸν ἄριστο βίο. Ἡ γνώση μπορεῖ νὰ ἀποκτηθεῖ μόνο μὲ τὴν παιδεία πού εἶναι τροφὸς τῆς ψυχῆς.
Τρίτη ἰδέα, πού σήμερα ἔχει γίνει γενικὰ δεκτὴ καὶ ἀποτελεί ἴσως ἕνα «κοινὸ τόπο», εἶναι ἡ ἰδέα τῆς ὑπεροχῆς τοῦ γενικοΰ συμφέροντος σὲ σχέση μὲ τὸ ἀτομικό. Σὲ μιὰ πολὺ γνωστὴ φράση ὁ Πλάτων διακηρύσσει ὅτι, σύμφωνα μὲ τὴν ἀληθινὴ ἐπιστήμη τῆς πολιτικῆς, πρέπει νὰ φροντίζουμε γιὰ τὴν ἐπικραάτηση τοῦ γενικοΰ (ἡ κοινού) συμφέροντος καὶ ὄχι τοῦ ἀτομικοΰ, γιατὶ τὸ γενικὸ συμφέρον ἑνώνει, ἐνῶ τὸ ἀτομικό καταστρέφει τὶς πολιτεῖες (Νόμοι 875a)».(30α)
Ἂς δούμε όμὼς μερικὰ χαρακτηριστικὰ δείγματα τῆς πλατωνικῆς σκέψης: «Στή ζωντανὴ περιγραφὴ τῆς χρυσῆς ἐποχῆς (τοῦ Πολιτικοῦ) τὸ θέαμα τῆς ἀφθονίας, τῆς σχόλης καὶ τῆς εἰρήνης δίνει χρῶμα καὶ ζωὴ στὴν κατάσταση τῆς ἑνότητας καὶ ὁμονοίας, πού θεωρητικὰ ὁρίζεται μόνο μὲ τὴν ἀπουσία τεχνικῶν μέσων καὶ νόμων, δηλαδὴ στερητικά, μὲ κενά…».(31) Ἐδῶ (Πολιτικὸς 271e-272a) λέγεται ὅτι «νέμοντος ἐκείνου (τοῦ θεοῦ) οὒκ ἦσαν οὐδὲ κτήσεις γυναικῶν καὶ παίδων», ἰδέα πού θεωρητικὰ διατυπώνεται καὶ στὴν Πολιτεία (457cd), καὶ ἀπαντᾶ καὶ στὸν Τίμαιο (18c).(32) Οἱ ὑποστηρικτὲς τῆς οὐτοπιστικῆς θεώρησης στὴν πλατωνικὴ ἑρμηνεία δὲν προσέχουν ὅτι στοὺς διαλόγους Πολιτεία-Νόμοι καὶ Τίμαιος-Κριτίας ὑπάρχουν στοιχεῖα πού ἀντιστοιχοΰν ὄχι στὴν ἀντίθεση ἱστορίας καὶ φανταστικοῦ, ἀλλὰ θεωρητικοῦ καὶ ἐξεικονιστικοΰ καὶ στοιχεῖα τοῦ πραγματικού, ὅπως εἶναι π.χ. ἡ κοινὴ ἐκπαίδευση γυναικὼν καὶ ἀνδρῶν στὴν Σπάρτη, οἱ Νόμοι τοῦ Λυκούργου γιὰ τὸ ὅριο ἡλικίας στὸ γάμο καὶ ἡ κοινότητα τῶν γυναικὼν στοὺς Σκύθες, σύμφωνα μὲ τὸν Ἠρόδοτο,(33)πού στοχεύει νὰ ἑνώσει τὰ ἄτομα σὲ μιὰ οἰκογένεια ἔτσι πού ἡ ἑνότητα τοῦ αἵματος νὰ κάνει ἀδύνατη τὴν ἔχθρα καὶ τὸ φθόνο.
Στὸν Τίμαιο (21d) ὁ μύθος γιὰ τή μέγιστη «καὶ ὀνομαστοτάτην πρᾶξιν ἥν ἡ πόλις (τῶν Ἀθηνῶν) ἔπραξεν» καὶ τῆς «Ἀτλαντίδος», τῆς «ὕβρει πορευομένης» (24e), ἐξαγγέλλεται ἀπὸ τὸν Κριτία ὡς «λόγος μάλα ἄτοπος παντάπασί γε μὴν ἀληθὴς» (20d) καί, παρατηρεῖ ὁ Σωκράτης, εἶναι ἀναφορὰ σὲ «ἔργον οὐ λεγόμενον μέν, ὡς δὲ πραχθὲν ὄντως ὑπὸ τῆς πόλεως» καθὼς τὸ διηγήθηκε δ Σόλων. Ἡ Ἀθήνα εἶχε τή δύναμη της στὴν εὐψυχία καὶ τὴν ἀρετὴ τῶν κατοίκων τῆς. Αὐτή τὴν ἰδέα παριστάνει ὁ Πλάτων στὸν Τίμαιο μὲ τὰ λεγόμενα τοῦ αἰγύπτιου ἱερέα καὶ ἐπαναλαμβάνει στὸν Κριτία γιὰ πρόσωπα (112e): «οὗτοι καὶ κατὰ τὴν τῶν ψυχῶν παντοίαν ἀρετὴν ἐλλόγιμοί τε ἦσαν καὶ ὀνομαστότατοι πάντων». Μ’ αὐτὴν μεταθέτει ὁ φιλόσοφος, ὅπως στὸ διαλογο Μενέξενος,(34) τή σύγχρονη ἱστορία τῆς Ἀθήνας καὶ συνάμα, δοξάζοντας μὲ τὸ παρελθὸν τὴν πόλη, προκαλεῖ τοὺς συγχρόνους του.(35) Ἔδω ὑπάρχουν καὶ δύο ἄλλα γνωρίσματα: τὸ ποιητικὸ καὶ τὸ ἱστορικό. Ὑπάρχει δηλαδὴ ἡ σχέση τοῦ μύθου, μὲ τὸν ὁποῖο ἀρχίζει τὸ πλατωνικὸ ἔργο, μὲ τὸ διαλογικὸ μέρος πού ἀκολουθεί(36) Ὁ μύθος εἶναι τρόπος πού ἀνήκει στὸν πλοΰύτο τῆς πλατωνικῆς ἔκφρασης σύμφωνα μὲ τὰ λεγόμενα στὸ χωρίο 19c τοῦ Τίμαιου, ὅπου φαίνεται ὅτι ὁ Πλάτων δὲν περιορίζεται στὴν ὑπερβολικὰ θεωρητικὴ διατύπωση τῆς σκέψης του. Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτό στὴν οὐτοπική περιγραφὴ εἶναι δυνατὸν νὰ ἀνιχνευθοῦΰν ἱστορικὰ στοιχεῖα. Ὁ μύθος τῆς Ἀτλαντίδας εἶναι γνωστὸ ὅτι σχολιάστηκε κιόλας ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα ὡς ἀφήγηση μὲ πραγματικὰ στοιχεῖα (Κράντωρ)· ὁ Ποσειδώνιος θεώρησε ὅτι ὁ Πλάτων τὸν ἐπλασε πάνω σὲ πραγματικὰ δεδομένα· ἀντίθετα ὁ Ἀριστοτέλης τὸν εἶδε ὡς μύθο. Οἱ ὑποθέσεις συνοπτικὰ μπορεῖ νὰ εἶναι τέσσερις: ἱστορικὴ ἀλήθεια, ποιητικὴ μετάθεση πραγματικῶν γεγονότων, ἀλληγορία, καθαρή πλασματικὴ ἱστόρηση.(37)
Σωστὰ παρατηρήθηκε,(38) ὅτι τὰ προβλήματα ἑρμηνείας τῆς Ἀτλαντίδας δὲν ἀφοροῦν τις πηγὲς τοῦ μύθου, ὅπως θὰ ἤθελε ἡ ρεαλιστικὴ ἑρμηνεία, ἀλλὰ τή μέθοδο πού χρησιμοποιεῖ ὁ Πλάτων· ὁ φιλόσοφος ἀκολουθεί τὴν παραδειγματικὴ ὁδό, ἀναζητᾶ πρότυπα μὲ μιὰ σειρὰ ἀντιθέσεις γεωλογικοπολιτικὲς καὶ φιλοσοφικές. Μέσα ἀπὸ τὴν ἀνάμνηση τῶν περσικῶν πολέμων, πού διαβλέπονται ἐδῶ, ὁ Πλάτων ἐπαναφέρει «μὲ σκηνοθετικὸ τρόπο τή δυναμική ἀντίθεση Ελλήνων καὶ βαρβάρων»(39) καὶ κυρίως παριστάνει τὶς θεμελιακὲς του ἰδέες τῆς ὑπεβολῆς στὴν ἀρετὴ καὶ τῆς καταστροφικῆς ἐπίδρασης τῆς πλεονεξίας:(40) «πάσῃ τε καὶ παρὰ πάντας ἀνθρώπους ὑπερβεβληκότες ἀρετῇ» (Τίμαιος 24d).
Ἔτσι ἡ πλατωνικὴ – λεγόμενη – οὐτοπία δομεῖται, ὅπως ὁ λόγος γενικά, πάνω στὶς ὑπερβάσεις: α) τῆς μονομέρειας, β) τῆς ἀκρότητας, γ) ὁρισμένων ἀντιθέσεων τοῦ πραγματικοῦ. Στοὺς Νόμους (692a καὶ 693d-701b) ἀναφέρεται ὁ Πλάτων στή μικτὴ μορφὴ πολιτεύματος τῆς Σπάρτης («ἡ βασιλεία… σύμμεικτος γενομένη καὶ μέτρον ἔχουσα») καὶ στὶς ἀκρότητες τῆς Ἀθήνας καὶ τῆς Περσίας (ἐλευθερία/αὐθαιρεσία/τυραννία). Στὸ χωρίο 712 ὑποστηρίζει ὅτι, «ὅταν εἷς ταῦτον τῷ φρονεΐν καὶ σωφρονεῖϊν ἡ μεγίστη δύναμις ἒν ἀνθρώπῳ συμπέσῃ τότε πολιτείας τῆς ἀρίστης καὶ νόμων τῶν τοιούτων φύεται γένεσις». Ἡ Σπάρτη εἶναι ἡ ἀρίστη καλλιέργεια τῆς ἀρετῆς, ἀλλὰ μιᾶς ἀρετῆς, τῆς σκληραγωγίας· δὲν εἶναι ἀκόμη ἡ δωρικὴ Σπάρτη ἡ πλατωνική, γιατὶ δὲν ἔχει τὴν ἀρετὴ πού κερδίζεται μὲ τὴν ὀρθὴ παιδεία, τή συμφωνία τῶν παθῶν μὲ τὸν λόγο («κεφάλαιον παιδείας… τὴν ὀρθὴν τροφήν», Νόμοι 643c, πρβλ. 653a). Ὅπως ἡ ἀνδρεία δὲν εἶναι μόνο ἀφοβία (633d), ἀλλὰ καὶ ἐγκράτεια – μὴ ἀκολασια – ἔτσι ἡ ἀρετὴ δὲν εἶναι μόνο μόριον: «ἥν δ’ αὖ Τυρταῖος ἐπῃνεσεν μάλιστα, καλὴ μὲν καὶ κατὰ καιρὸν κεκοσμημένη τῷ ποιητῇ, τετάρτη μὲντοι ὅμως ἀριθμῷ τε καὶ δυνάμει τοῦ τιμία εἴναι, λέγοιτ’ ἂν ὀρθότατα» (Νόμοι 630c-d). Τὸ πλατωνικὸ ἰδανικο ἀποβλέπει «πρὸς πᾶσαν ἀρετήν».41
III
ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ
Ὁ Πλάτων δὲν εἶναι οὐτοπιστής, γιατὶ δὲν χαρακτηρίζει τή σκέψη του ὁ ἀντιιστορισμὸς καὶ ἡ μηδενιστικὴ στάση ἀπέναντι στὴν πραγματικότητα, ἀλλ’ οὔτε εἶναι ὀπαδὸς τοῦ ἱστορικισμού· στὸν πλατωνισμό, ὅπου «ὁ ἀπόλυτος στόχος εἶναι ἡ ἀνόρθωση τῆς ζωῆς, ἱστορία καὶ πραγματικότητα ὑπολογίζονται ὡς οἱ μεταβλητὲς στὴν ὑπηρεσία αὐτοῦ τοῦ σκοπού ἤ τὸ ἱστορικὸ εἶναι μόνο ἀφετηρία γιὰ νὰ στηριχθοῦν οἱ φιλοσοφικὲς ἀξίωσεις γιὰ τὴν ὀρθότητα τῆς ζωῆς. Ὁ Πλάτων δὲν εἶναι οὔτε ἱστορικὸς οὔτε μιμητικὸς στοχαστὴς ἤ καλλιτέχνης, ἀλλὰ ποιητής: ἡ ποίηση ὑπάρχει σ’ ὁποιαδήποτε περίπτωση πραγματοποιεῖται ἕνα πέρασμα ἀπὸ τὸ μὴ εἶναι στὸ εἶναι, ἀπὸ τὸ μὴ ὀρθό στὸ ὀρθό: «ἡ γὰρ τοι ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ ὄν ἰόντι ὁταῳοῦν αἰτία πᾶσά ἐστι ποίησις». Εἶναι δηλαδὴ ὁ Πλάτων ποιητὴς νέας πολιτειακῆς κατασκευῆς καὶ ζωγράφος ἑνὸς πίνακα πού εἶναι εἰκόνα καὶ προτυπο: «διὸ δὴ παρὰδειγμά γε πολιτείας οὐκ ἄλλῃ χρῇ σκοπεῖϊν, ἂλλ’ ἐχομένους ταύτης τὴν ὅτι μάλιστα τοιαύτην ζητεΐν κατὰ δύναμιν» (Νόμοι 739e).42
Ὁ δραματικὸς χαρακτῆρας τῆς οὐτοπίας στὸν Πλάτωνα θὰ φανεῖ καὶ ἀπὸ τὰ παρακάτω πού ἀφοροῦν τὸ διαλογο Πολιτεία, τὸ δραματικὸ ποίημα «περὶ δικαιοσύνης». Στὴν ἀρχή τοΰ Ε’ βιβλίου τῆς Πολιτείας (449c) ὁ Σωκράτης ἀναφέρεται στὸν τρόπο «τῆς κοινωνίας», ὅπου «περὶ γυναικῶν τε καὶ παίδων παντὶ δῆλον ὅτι κοινὰ τὰ φίλων ἔσται».
Ἡ ἀρχή αὐτὴ εἶναι ἀριστούργημα δραματικῆς ἔκθεσης· ὁ Πλάτων (450e) καμώνεται πώς διστάζει (ἐνῶ στοὺς Νόμους θὰ πει πώς τολμᾶ «πάμπολλα παρὰ τάς εἰωθυίας πολιτείας») νὰ ἐκθέσει τή γνώμη του, πού θὰ ξεσηκώσει διαμαρτυρίες γιὰ τὴν τόλμη της. Τὸ ἴδιο στὴν ἀρχή τοῦ Τίμαιου (19d) οἱ δισταγμοὶ τοῦ φιλοσόφου δείχνουν πώς ἔχει συνείδηση τοῦ τολμηρού χαρακτήρα τῶν ἀπόψεων του. Σωστὰ παρατηρήθηκε ὅτι ὁ Πλάτων ἀκολουθεῖ τή λογική «τῆς ἰδέας, καὶ κανεὶς δὲν εἶναι πιὸ ριζοσπαστικὸς ἀπὸ ἕνα ἰδεαλιστή».(43) Στή συνέχεια τῆς Πολιτείας (472a) ὁ πλατωνικὸς Σωκράτης ὁμολογεῖ ὅτι ἐπιχειρεῖ «παράδοξον λόγον λέγειν». Ἐν τῷ μεταξύ, στή διαρκεια ταῆς ἔκθεσης, δὲν παραλείπει νὰ τονίσει, ὅτι ἡ «κοινωνία» τῶν γυναικῶν καὶ τῶν παιδιῶν «τοῖς φύλαξι τῆς πόλεως» πρέπει νὰ βεβαιωθεῖ σταθερὰ μὲ τὸ λόγο ὅτι ταιριάζει γιὰ τὴν πολιτεία καὶ εἶναι ἡ καλύτερη: «μακρῷ βελτίστη δεῖ τὸ μετὰ τοῦτο βεβαιώσασθαι παρὰ τοῦ λόγου» (46le)· καὶ τονίζει ὁ Πλάτων: «οὐκοῦν ἡ μὲν ἡδονῆς τε καὶ λύπης κοινωνία ξυνδεῖ, ὅταν ὅτι μάλιστα πάντες οἱ πολίται τῶν αὐτῶν γιγνομένων τε καὶ ἀπολλυμένων παραπλησίως χαίρωσι καὶ λυπῶνται… ἡ δέ γε… ἰδιωσις διαλύει» (462b). Τὸ κοινὸ καλὸ εἶναι μέριμνα τοῦ Πλάτωνος. Ἡ ἐρώτηση πού, σὲ μιὰ στιγμὴ δραματικῆς ἔντασης («ἐξαίφνης») θέτει διακόπτοντας τὸν Σωκράτη ὁ συνομιλητῆς του – κάνοντας, ὅπως θὰ παρατηρήσει ὁ Σωκράτης «ὥσπερ καταδρομὴν» στὸ λόγο του (472a) – εἶναι, ἂν «δυνατὴ αὐτή ἡ πολιτεία γενέσθαι καὶ τίνα τρόπον ποτὲ δυνατὴ» (471c).
Τὸ ἀκροατήριο συμφωνεῖ ὅτι ἀξίζει ἡ πολιτεία πού περιγράφει ὁ Σωκράτης. Τὸ βασικὸ ὅμως ἐρώτημα εἶναι τώρα νὰ πεισθεῖ κανεὶς «ὡ ς δ υ ν α τ ὸ ν κ α ὶ ᾖ δ υ ν α τ ὸ ν» (47le). Σὲ κάθε ἀπόπειρα τοῦ Σωκράτη νὰ ξεφύγει, ὁ συνομιλητής του παρατηρεῖ μὲ δραματικὴ ἐμμονή: «ὅσῳ ἄν… τοιαΰτα πλείω λέγῃς, ἧττον ἀφεθήσει ὑφ’ ἡμῶν πρὸς τὸ μὴ εἴπεϊν πῇ δυνατὴ γίγνεσθαι αὕτη ἡ πολιτεία. Ἀλλὰ λέγε καὶ μὴ διάτριβε» (472b). Τότε ὁ Σωκράτης παρατηρεῖ, ὅτι ἔφτασε στὸ θέμα τῆς «κοινωνίας» ἐρευνώντας «δικαιοσύνην οἷόν ἐστι καὶ ἀδίκια» (472b) καὶ βεβαιώνει, ὅτι ἡ ἔρευνα γιὰ τή δικαιοσύνη καὶ τὸν δίκαιο ἔγινε χάριν «π α ρ αδ ε ί γ μ α τ ο ς»· μὲ ἄλλα λόγια ὅτι ἡ ζωὴ χρειάζεται ἰδανικὰ πρότυπα γιὰ νὰ βελτιωθεῖ ἤ ὅτι τὸ ἀδιακοπο αἴτημα τῆς ποιότητας ὑπερέχει ἀπὸ τὴν ὁποιαδήποτε ἐπίτευξη:(44) «παραδείγματος, ἄρα ἕνεκα, ἦν δ’ ἐγώ, ἐζητοῦμεν αὐτό τε δικαιοσύνην οἷόν ἐστι, καὶ ἄνδρα τὸν τελέως δίκαιον εἴ γένοιτο… ἂλλ’ οὐ τ ο ύ τ ο υ ἕ ν ε κ α, ἵ ν’ ἀ π ο δ ε ί ξ ω μ ε ν ὡ ς δ υ ν α τ ὰ τ α ῦ τα α γ ί γ ν ε σ θ α ι» (472d). Ἀλλοῦ (499d) ὁ Πλάτων χρησιμοποιεῖ ἄλλη κατηγορία πού ἀποδίδει τὸ μόχθο τῆς ὑπέρβασης καὶ ἀντικαθιστᾶ τὴν κατηγορία τοῦ «ἀδύνατου». «Γέγονεν ἡ εἰρημένη πολιτεία καί ἐστιν καὶ γενήσεταί γε, ὅταν αὕτη ἡ Μοΰσα πόλεως ἐγκρατὴς γὲνηται· οὐ γὰρ ἀδύνατος γενέσθαι, οὐδ’ ἡμεῖς ἀδύνατα λέγομεν· χαλεπὰ δὲ» (499d).
Δύο πράγματα πρέπει νὰ προσεχθούν γιὰ νὰ κατανοήσουμε τὴν πλατωνικὴ πολιτικὴ σκέψη: α) Στή σχέση λόγου-πράξης ἀντιστρέφεται ἡ κοινὴ παραδοχὴ τῆς σημασίας τῆς πράξης, β) βασικὴ κατηγορία τῆς πλατωνικῆς γνωσιοθεωρίας, πού σπονδυλώνει καὶ τὴν πολιτικὴ σκέψη, εἶναι τὸ «δυνατόν». Γιὰ τὸ πρῶτο: «Οἱ πιὸ πολλοὶ δέχονται ὅτι ἕνα τέλειο σχέδιο πρέπει συνήθως νὰ τροποποιηθεῖ γιὰ νὰ μπεῖ σὲ ἐφαρμογή, ἀλλὰ δὲν δέχονται ὅτι ὁ «λόγος» ἔχει περισσοτέρη ἀλήθεια ἀπὸ τὴν πράξη τῆς πραγμάτωσης, γιατὶ ἡ ἀλήθεια μιᾶς θεωρίας κρίνεται μὲ τὴν ἐφαρμογὴ πού μπορεῖ κανεὶς νὰ πετύχει, «πρὸς τὸ τελευταῖο ἐκβάν». Ὁ Πλάτων δὲν συμμερίζεται αὐτὴ τὴν ἄποψη. Γι΄ αὐτὸν ὁ πνευματικὸς κόσμος ὄχι μόνο πιὸ τέλειος εἴναι, ἀλλὰ καὶ πιὸ ἀληθινός. «Τὸ ἀληθινό εἶναι τὸ ἰδανικό».(45) Στὴν ἀρχή τοῦ Χ βιβλίου τῆς Πολιτείας (595a) ὁ Πλάτων, ἰκανοποιημένος γιὰ ὅσα ἐξέθεσε «λὸγῳ» σχετικὰ μὲ τὴν ἰδανικὴ πολιτεία, λέει: «Καὶ μήν… πολλὰ μὲν καὶ ἄλλα περὶ αὐτῆς ἐννοῶ, ὡς παντὸς ἄρα μᾶλλον ὀρθῶς ῴκίζομεν πόλιν». Γιὰ τὸ δεύτερο: Ὁ Πλάτων δὲν πιστεύει στή δυνατότητα τελείας πραγμάτωσης τοῦ ἰδανικοῦ του. Ἡ βεβαιότητα τῆς ἀνθρωπίνης περατότητας, πού συχνὰ ἀποδίδεται μὲ τή γνωστική κατηγορίᾳ «τὸ δυνατόν»,(46) καὶ ἡ γνώση τῆς μεταβλητότητας τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων(47) τὸν φέρνει στὴν ὁμολογία τοῦ τέλους τοῦ ἔνατου βιβλίου τῆς Πολιτείας, ὅτι ὁ φιλόσοφος ἐκεῖνος πού, «οὐκ ἄρα τά γε πολιτικὰ ἐθελήσει π ρ ά τ τ ε ι ν », θὰ πραγματώσει («πράττειν» 592b) μέσα του τὴν ἰδανικὴ πολιτεία. Ὁ Πλάτων λέει: «ἐν ᾖ νῦν διήλθομεν οἰκίζοντες πόλεις… τῇ ἐν λόγοις κειμένῃ… γῆς γε οὐδαμοΰ οἶμαι αὕτη ν εἶναι» (529b). «Ἀλλά», παρατηρεῖ τότε ὁ Σωκράτης «ἐν οὐρανῷ ἴσως παράδειγμα ἀνακεῖται τῷ βουλομένῳ ὁρᾶν καὶ ὁρῶντι κατοικίζειν. διαφέρει δὲ οὐδὲ εἴτε πού ἐστιν εἴτε ἔσται· τὰ γὰρ ταύτης μόνης ἂν πράξειεν ἄλλης δὲ οὐδεμιᾶς».
Στὸ ἐρώτημα γιὰ τὴν ἀξία αὐτοῦ τοῦ τρόπου, ὁ Πλάτων θά έδινε αὐτή τὴν ἀπάντηση: «Οἴει ἂν οὖν ἧττον τὶ ἀγαθὸν ζωγράφον εἶναι ὅς ἂν γράψας παράδειγμα οἷον ἂν εἴη ὁ κάλλιστος ἄνθρωπος καὶ πάντα εἰς τὸ γράμμα ἱκανῶς ἀποδοὺς μὴ ἔχῃ ἀποδεῖξαι ὡς καὶ δυνατὸν γενέσθαι τοιοῦτον ἄνδρα;» (472d).
IV
Η ΣΩΚΡΑΤΙΚΗ ΑΤΟΠΙΑ ΚΑΙ Η ΟΥΤΟΠΙΑ
Ἔνας τέτοιος ἄνδρας, ὅπως αὐτὸς πού ἀναφέρθηκε, εἶναι ὁ πλατωνικὸς Σωκράτης. Λέει γιὰ τὸν ἑαυτὸ του καὶ τοὺς ὁμοίους του ὁ πλατωνικὸς δάσκαλος: «Καὶ τούτων δὴ τῶν ὀλίγων οἱ γενόμενοι καὶ γευσάμενοι ὡς ἡδὺ καὶ μακάριον τὸ κτῆμα, καὶ τῶν πολλῶν αὗ ἱκανῶς ἰδόντες τὴν μανίαν, καὶ ὅτι οὐδεὶς οὐδὲν ὑγιὲς ὡς ἔπος εἰπεῖν περὶ τὰ τῶν πόλεων πράττει οὐδ’ ἐστὶ ξύμμαχος μεθ’ ὅτου τὶς ἰών ἐπὶ τὴν τῷ δικαίῳ βοήθειαν σώζοιτ’ ἄν, ἂλλ’ ὥσπερ εἰς θηρία ἄνθρωπος ἐμπεσών, οὔτε ξυναδικεΐν ἐθέλων οὔτε ἱκανὸς ὢν εἰς πᾶσιν ἀγρίοις ἀντέχειν, πρὶν τὶ τὴν πόλιν ἤ φίλους ὀνῆσαι προαπολόμενος ἀνωφελὴς αὐτῷ τε καὶ τοῖς ἄλλοις ἂν γένοιτο, ταῦτα πάντα λογισμῷ, λαβών, ἡσυχίαν ἔχων καὶ τὰ αὐτοῦ πράττων, οἷον ἐν χειμῶνι κονιορτοῦ καὶ ζάλης ὑπὸ πνεύματος φερομένου ὑπὸ τειχίον ἀποστάς, ὁρῶν τοὺς ἄλλους καταπιμπλαμένους ἀνομίας, ἀγαπᾶ εἴ πῃ αὐτὸς καθαρὸς ἀδικίας τε καὶ ἀνοσίων ἔργων τόν τε ἐνθάδε βίον βιώσεται καὶ τὴν ἀπαλλαγὴν αὐτοῦ μετὰ καλῆς ἐλπίδος ἰλεώς τε καὶ εὐμενὴς ἀπαλλάξεται». Τὸ χωρίο αὐτό τῆς Πολιτείας (496c-497a) εἴναι: «σύνοψη τῆς δραματικῆς ἀπολογίας τοῦ Πλάτωνα γιὰ τὸν ἄμαχο μαχητή τοῦ δικαίου· ὑπερκαιρικὸ κατηγορῶ τῆς ἄδικης πολιτειακῆς ζωῆς, καὶ δεῖγμα ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Πλάτων δὲν θυσιάζει στὴν οὐτοπία τὰ παλικάρια τοῦ ἄριστου». «Ἐπειδὴ δὲν ζει στὸ πολίτευμα πού τοῦ ταιριάζει, ἀποφεύγει ὁ φιλόσοφος τὸ μαρτύριο (στὴν οὐσία ἀποποιεῖϊται τὸ μαρτύριο τοῦ συμβιβασμοῦ), μὲ τὸ νὰ μὴ ἐπιχειρεῖ νὰ γίνει σωτῆρας τῶν ἰδιωτῶν καὶ τοῦ κράτους. Στὴν πραγματικότητα, ἐνεργεΐ ὅπως ὁ συνετὸς πού δὲν συμβουλεύει, ἂν δὲ τοῦ τὸ ζητήσουν, καὶ ὅπως ὁ γιατρὸς πού δὲν θεραπεύει, ὅπου τίποτα τὸ ὑγιεινό δὲν ὑπάρχει καὶ ὅπου ἀπουσιάζει ἡ συνείδηση τῆς ἀνάγκης τῆς ἐπέμβασής του (Ζ’ Ἐπιστολὴ 330d-331b)».(48)
Καὶ ἐδῶ όμὼς πάλι ὁ Πλάτων προλαβαίνει τὸν ἀντιίλογο. Ἡ δικαιοσύνη, ἀρετὴ πρώτιστα κοινωνική, εἶναι, ἐνάντια στὸ σκάνδαλο καὶ τὴν τυραννία μιᾶς ἄθλιας κοινωνίας, τὸ ὕψιστο καταφύγιο τοῦ ἀτόμου, ἡ πηγὴ τῆς εὐτυχίας του σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, ἀλλὰ δὲν δημιουργεῖται μέσα στὸ ἄτομο παρὰ πάνω στὸ προτυπο καὶ μὲ τὴν πράξη μιᾶς ὀρθὰ ὀργανωμένης κοινωνίας. Ὁ ἴδιος ὁ δίκαιος, ἂν καὶ εἶναι δυνατὸ νὰ μείνει καθαρὸς στή μοναξιὰ του, δὲν πραγματοποιεῖται μὲ πληρότητα παρὰ στὴν «προσήκουσα» πολιτεία: «ἐν γὰρ προσηκούσῃ αὐτός τε μᾶλλον αὐξήσεται καὶ μετὰ τῶν ἰδίων τὰ κοινὰ σώσει» (Πολιτεία 497a).
Ὅπως λέγεται, ὅτι ὁ σοφὸς ἀποστρέφεται τὴν πολιτεία πού δὲν τοῦ ταιριάζει, λέγεται καὶ ὅτι ἡ ἄριστη πολιτεία δὲν εἶναι πολιτεία αὔτοῦ τοῦ κόσμου, γι’ αὐτό ἐπιβάλλεται ἡ ἀποστροφὴ ἀπὸ τή νυχτερινὴ μέρα στὴν ἀληθινὴ (521c). Αὐτη ἡ ἰδέα συνέχει τοὺς διαλόγους Ἀπολογία, Γοργίας, Φαίδων, Συμπόσιον, Πολιτεία. Παρ’ ὅλα αὐτὰ ὁ Πλάτων πάλι ὑποστηρίζει, ὅτι σ’ αὐτὸν ἐδῶ τὸν κόσμο ἐπιβάλλεται νὰ πραγματοποιηθεῖ κατὰ «τὸ δυνατὸν» ἡ ἄριστη πολιτεία. Ἡ πορεία στὸ Ἀγαθὸν δὲν εἶναι μονόδρομος. Ἡ κατάβαση σημαίνει ν’ ἀφοσιωθεῖ ὁ σοφὸς στή σωτηρία ὅλης τῆς πόλης. Μόνη ἡ ἀνάβαση θ’ ἀχρήστευε τή θέαση. Ὁ φιλόσοφος διαπλάθεται ἀπὸ τὴν πολιτεία γιὰ τὴν πολιτεία «ἐπὶ τὸν ξύνδεσμον τῆς πόλεως» (520a).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Transposition: σὲ ἄλλα πεδία τῆς σκέψης, βλ. Dies, Autour de Platon, I & II, Paris 1927.
2. Ό Rivaud (Notice au Timee, Belles Lettres, 11-12) στὴν ἔκδοση τοῦ Τίμαιου καὶ τοῦ Κριτία Ἔδειξε ὅτι εἶναι δυνατὸ νὰ προσγραψοομε τὸ φανταστικὸ κόσμο πάνω στὸν πραγματικό, ἀθηναϊκο, αἰγυπτιακὸ ἡ κρητικό.
3. Βλ. Η. Joly, Le Renversement platonicien, Vrin 1974, 308 κ.μ.
4. «Ὁ φιλόσοφος Πλάτων ἀντιμετωπίζει τὴν Ἱστορικὴ πραγματικότητα ὡς μετρούμενο μέτρο, δηλαδὴ ὡς ἐννοιολογικό μέγεθος. Εἶναι ὡσὰν ν’ ἀντιστρέφεται ἕνα νεοτερο αἴτημα γιὰ τή μετατροπή μὲ τὴν πράξη τοῦ κόσμου τοῦ ἤδη σχεδιασμένου μὲ τὸ στοχασμό. Ἡ πλατωνικὴ φιλοσοφικὴ πράξη-στοχασμὸς ἀλλάζει τὴν ἱστορικὴ πράξη. Αἴτημα της δὲν εἶναι ἡ ἀλήθεια ὡς σύμπτωση ἱστορικοῦ εἶναι καὶ νοούμενου εἶναι, ἀλλ’ ἡ ἀλήθεια τοῦ δέοντος ὡς ὑπέρβαση τῆς πραγματικότητας ἤ ἐξορκισμος της.
«Στὴν Πολιτεία (Ε 465d-e) προτυπο τοῦ Πλάτωνος εἶναι ὄχι ὁ ἀθλητής, ἀλλ’ ὁ ολεμιστὴς πού ἀφιερώνεται στὴν ὑπόθεση τῆς νίκης γιὰ τή σωτηρία ὅλης τῆς πόλης («νίκην τε γὰρ νικῶσι συμπάσης τῆς πόλεως σωτηρίαν») γιὰ τοῦτο καὶ εἶναι ἀξιότερος ( «βίος καλλίων καὶ ἀμείνων») καὶ περισσότερο τιμώμενος ἀπὸ τὸν ἀθλητή, Ἐδῶ δὲν μνημονεύεται ὁ Τυρταῖος· ὁ ποιητὴς τῆς Σπάρτης ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν Πλάτωνα στοὺς Νόμους (629b), ὅπου ὁ λόγος γιὰ τὴν ἀναγκαιότητα τῆς πολεμικῆς ἀρετῆς, στὸ δεύτερο ὅμὼς βιβλίο (660e), ὁ Τυρταῖος δὲν ὑπάρχει ὅπως εἶναι στὸ σπαρτιατικὸ συμβολο, ἀλλὰ μεταπλασμένος. Ἔτσι ὁ Τυρταῖος εἶναι ἰδανικὸ πέρασμα γιὰ τὴν ἀναπαράσταση τοῦ πλατωνικοῦ πολιτικοῦ πιστεύω. Ἡ ἰδέα ὅτι ὁ Τυρταῖος τῆς ἀνδρείας πρέπει νὰ διορθωθεῖ μὲ τὸν Τυρταῖο τῆς δικαιοσύνης ἰσοδυναμεῖ μὲ δικαιοκρισία: εἶναι συνέπεια τῆς ἱστορικῆς γνώσης τῆς τραγικῆς πτώσης.
«Ὅπως στὴν τραγωδία μέτρο τῆς κάθαρσης εἶναι ἡ μεταμόρφωση, στή φιλοσοφία ἡ διόρθωση ἤ ἡ καλύψη μιᾶς ἔλλειψης (Πολιτικὸς 311 c) εἶναι κάθαρση. Ἡ κάθαρση εἶναι πάντα «προσήκων καθαρμὸς» (Νόμοι Ἑ 735).
«Μέλημα τοῦ Πλάτωνος δὲν εἶναι ἡ ἐπιλογὴ μιᾶς θέσης μὲ τὴν ἀπορριψη μιᾶς ἄλλης, ἀλλ’ ἡ προσήκουσα διαλογή. Ὁ Πλάτων ἀναρωτᾶ τὸ πραγματικό: τὸ κράτος-δύναμη εἶναι βάση τοῦ κράτους ἡ τὸ κράτος τοῦ δικαίου ἡ δύναμη τοῦ κράτους; Ἡ οὐτοπια, ὁ ἄλλος Τυρταῖος, εἶναι νέα πραγματικότητα πού δὲν εἶναι ὑπαρκτικὴ ἀλλὰ δεοντική». (Ἄννα Κελεσίδου-Γαλανοῦ, Ἡ ἔννοια τῆς σωτηρίας στὴν πλατωνικὴ πολιτικὴ φιλοσοφία, ἔκδ. Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν, Πρόλογος τοῦ Ἀκαδημαϊκοΰ Γ. Μιχαηλίδη-Νουάρου, Ἀθήνα 1982, 92).
5. 369ο «λόγῳ ἐξ ἀρχῆς ποιῶμεν πόλιν».
6. Νόμοι 683c: «περιτυχόντες ἔργοις γενομένοις».
7. Στὸ Γοργία ἡ ἰδέα ὅτι «αὐτό τὸ ἀποθνῄσκειν οὐδεὶς φοβεῖται, ὅστις μὴ παντάπασιν ἀλόγιστός τε καὶ ἄνανδρός ἐστιν. τὸ δὲ ἀδικεϊν φοβεῖται» (522e), ἐνῶ ἡ δυστυχία εἶναι νὰ πάει κανεὶς στὸν Ἅδη γεμάτος κρίματα, ἐξεικονίζεται μὲ τὸ μύθο τοῦ κάτω κόσμου που ἀκολουθεϊ· τὸ μύθο ἄλλωστε ὁ Σωκράτης ὀνομάζει Λόγο: «Ἄκουε δή…μάλα καλοῦ λόγου», λέει στὸν Καλλικλῆ, «ὂν σὺ μὲν ἡγήσει μῦθον, ὡς ἐγὼ οἶμαι, ἐγὼ δὲ λόγον· ὡς ἀληθῆ γὰρ ὄντα σοὶ λέξω ἅ μέλλω λέγειν» (523a). Καὶ ὁ μύθος-λόγος τοῦ Γοργία (523α) γιὰ τὸν κάτω κόσμο παραστατικὰ ἀποδίδει τή σημασίᾳ τῆς δικαιοσύνης: «τὸν μὲν δικαίως τὸν βίαν διελθόντα καὶ ὁσίως, ἐπειδὰν τελευτήοει, ἐς μακάρων νήσους ἀπιόντα οἰκεῖν ἐν πάςῃ εὐδαιμονίᾳ…» (523b). Ἡ ἀνάφορα στὸν Ἅδη γίνεται μὲ γεωγραφικὴ ἀκρίβεια (βλ. Joly, δ.π. 329: «Οἱ οὐτοπικες περιγραφές, μὲ τὸν πλοῦτο τῶν λεπτομερειῶν τους, πρέπει νὰ θεωῥηθοΰν ζωντανὰ προτυπα τῆς κοινωνικῆς, πολιτικῆς καὶ ἀτομικῆς ζωῆς, πού ὁ ρόλος τοὺς εἶναι να συμπληρώσουν καὶ νὰ βάλουν σὲ κίνηση στὸ χῶρο καὶ στὸ χρόνο τὰ ἄψυχα ἀκόμη κενὰ καὶ ἄχρωμα προτυπα τῆς πολιτικῆς θεωρίας καὶ συνάμα νὰ προτείνουν, μὲ ἕνα παιχνίδι ἀντιθέσεων καὶ ἕνα συγκεκριμένο καὶ ἀληθοφανες σύστημα, ἕνα εἶδος κοινωνικο-πολιτικοῦ μηχανισμοῦ…»).
Στὸν Τίμαιο, ὅπως παρατηρήθηκε (Rivaud, δ.π. 12), ἡ λέξη «εἰκὼς» χαρακτηρίζει τὸ μύθο καὶ τοῦ προσδίδει ἀκριβῶς μεγαλύτερο κύρος. Ὁ μῦθος αὐτός, ἂν καὶ μυθικὴ περιγραφή, πλησιάζει ὅσο κανεὶς ἄλλος τὴν ἀλήθεια. Εἶναι ἐδῶ, στή φυσική, ὁ θεὸς γνωρίζει τὴν ἀλήθεια, ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει πιθανότητες. Κι αὐτό στοιχεῖ στή διάκριση λόγου-ἀίδιου δντος, γιγνόμενου-εἰκασίας. Ὁ ἐπιστημονικὸς λόγος δὲν ἀναφέρεται στὸ γιγνόμενὸ· αὐτό τὸ κάνει, ὅπως στὸν Παρμενίδη ἡ «δόξα», ὁ εἰκώς μύθος.
Καὶ ὁ γεωγραφικὸς μύθος τοῦ Φαίδωνος (πβ. 110b) γιὰ τὸν προορισμὸ τῶν ψυχῶν, πού ἀκολουθεῖ τὸ λόγο γιὰ τὴν ἀθανασία τῆς ψυχῆς («ἐπειδὴ ἀθάνατος φαίνεται οὖσα, οὐδεμία ἂν εἴη αὐτῇ ἅλλη ἀποφυγή κακῶν οὐδὲ σωτηρία, πλὴν τοῦ ὡς βελτίστην τε καὶ φρονιμωτάτην γενέσθαι» (107b), ἀποτελεΐ δραματοποίηση-ἐξεικόνιαη αὐτῆς τῆς ἐντολῆς τοῦ ὡς «βελτίστην», πού λέγεται γιὰ τὴν ψυχή.
8. «Εἶναι γνωστό, ὅτι ὅταν πρόκειται γιὰ τὸ ἄριστο κράτος στὴν Πολιτεία δὲν ἀναφέρεται ἡ ἱστορικὴ Σπάρτή. Στὴν οὐτοπία αὐτή – ὅπου στόχος εἶναι ἡ γνώση τῆς ἀρχῆς – δὲν χωρᾶ τὸ ἐμπειρικο οὔτε μεταστοιχειωμένο. Ἀλλ’ ἡ οὐτοπία ἔχει φάσεις, ὅπως κάθε δραματοποίηση τοῦ πραγματικοῦ. Μετὰ τὴν ἀναφορὰ στὴν Ἱστορία, στὶς ἐκπτωτικες μορφὲς τῶν πολιτευμάτων φέρνεται ἡ Σπαρτὴ σὲ ἀξιοκρατικὰ ἐπίπεδα (544ο). Ἡ μεταστοιχείωση τῆς πραγματικότητας μέσῳ τῆς Σπάρτης εἶναι πλατωνικὴ» (Ἄννα Κελεσίδου-Γαλανοΰ, Ἡ ἔννοια τῆς σωτηρίας στὴν πλατωνικὴ πολιτικὴ φιλοσοφία, 85).
9. Βλ. L. Marin, De l’ Utopia de More a la scandza de Cassiodore-Jordanes, Annales, Mars-avril 1971, 311.
10. Βλ. V. Goldschmidt, Platonisme et pensee contemporaine, Paris, Aubier 1970, 167.
11. Πβ. Rabelais, Pantagruel, II, κεφ. 24, Βάκων, Νέα Ἀτλαντίς, Καμπανέλλα, Πολιτεία τοῦ Ἡλίου, Cabet, Ταξίδι στὴν Ἰκαρία.
12. Βλ. A.C. Dareste, Τ. Morus et Campanella, ou Essai sur les utopies contemporaines, Dupont 1843, 17.
13. Ὁ Πλήθων εἶναι γέφυρα μεταξὺ ἀρχαίου καὶ νεότερου κόσμου: Ἔφερε τὸν πλατωνισμὸ στή Δύση. Στὰ ὑπομνήματὰ του στοὺς Παλαιολόγους ὑποστηρίζει ὅτι ὁ οἰκονομικὸς καὶ κοινωνικὸς βίος πρέπει νὰ ρυθμισθεῖ σύμφωνα μὲ τὶς ἀντιλήψεις τοῦ Πλάτωνος, μὲ τὴν κατάργηση τῆς ἰδιοκτησίας.
14. Joly 326.
15. ‘Ο.π. 165.
16. Βλ. καὶ Ἄννας Κελεσίδου-Γαλανοΰ, Ἡ κάθαρση τῆς θεότητας στή φιλοσοφία τοῦ Ξενοφάνη, Ἀθήνα 1969, 50.
17. Γοργίας 512e.
18. Πβ. Α. Dies, Platon, Les Lois, Les Belles Lettres 1951, XVIII.
19. P. Leveque et P. Vidal Naguet, Clisthene Ταὐτὸν’Athenien, Paris, Les Belles Lettres 1964.
20. Ό Η. Joly ἐνισχύει τὴν ἄποψή του γιὰ τή σχέση οὐτοπίας-ἀληθείας ἀναλύοντας τῚς δλλες κατηγορίες τῆς πολιτικῆς θεωρίας τοῦ Πλάτωνος, τὸ ὄνειρο, τὸ μύθο, τὴν παιδιὰ (330-341).
21. Hegel, Science de la logique, μετάφρ. J. Jankelevitch, I, 83.
22. Βλ, Schaerer, La Question platonicienne, Vrin 1969, 13: «Στὸν Πλάτωνα πρῶτο στοιχεῖο δὲν εἶναι ἡ ἰδέα ἤ ὁ διάλογος, ἀλλὰ ὁ διάλογος, ἤ καλλίτερα ἡ ἰδέα δὲν ἔχει νόημα παρὰ μὲ τή θέση της μέσα στὸ διαλογο». Πβ. Dies, Autour de Platon, Paris, Bauchesne 1927, 229, καὶ Ἄννας Κελεσίδου-Γαλανοΰ. Ἡ ἔννοια τῆς σωτηρίας στὴν πλατωνικὴ πολιτικὴ φιλοσοφία: Ἀειρείτην… αἱρετήν: τὴν ῥοὴν τῆς ἀγαθῆς ψυχῆς αἰεί. (π.χ. Λάχης 194a, Σοφιστὴς 1246d, Φίληβος 58b-d: τὸ ζητεῖν, Θεαίτητος 154c: «πάλιν ἐπανασκέπτεσθαι»).
23. «Ἂς μὴ ξεχνοῦμε πάντως πώς ἡ ἀστικὴ κοινωνιολογία – πού θεωρεῖ τὴν οὐτοπία ὡς χιμαιρικὸ σχέδιο μετασχηματισμοῦ τῆς κοινωνίας – θεώρησε οὐτοπικό καὶ τὸν μαρξισμό, αὐτό μέχρι τή σοσιαλιστικὴ ἐπαναστάση στή Ρωσία.
24. Πβ. Τίμαιος 19c: «λόγῳ διεξιόντες».
25. Πβ. Νόμοι 676a-680e (κατακλυσμοὶ καὶ ἀνάγκη συμπαράστασης τοῦ ἑνὸς ἀπὸ τὸν ἄλλο).
26. Ὅπου δμὼς ἀπαντοῦν καὶ οἱ βασικὲς ἔννοιες τῆς αἰδοῦς καὶ τῆς ἀνάγκης, βλ. Ἄννας Κελεσίδου-Γαλανοΰ, Τὸ πλατωνικὸ προμηθεϊκὸ πρότυπο καὶ ἡ πλατωνικὴ σωτηρίας μηχανή, («Ἡ ἔννοια τῆς σωτηρίας», 75 καὶ ὑπ, 8).
27. Πβ. L. Robin, Platon et la science sociale, Rev. de Met. et de Mor. XX 1913 (=La pensee hellenique des origines a Epicure, Paris 1942, 191): «Ce n’est pas par des raisons logiques ni meme purement morales, que Platon explique la formation des societ.es… Platon n’y voit qu’une reaction spontanee de la nature humaine Ταὐτὸν Ταὐτὸν’egard des conditions qualitatives du milieu physique et des variations quamitatives de 1’agregat social*.
28. Ή Civitas dei τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας εἶναι συγγενικὴ μὲ τὴν πλατωνικὴ πολιτεία ὄχι μόνο γιὰ τό θεοκρατικὸ τῆς χαρακτήρα (γιὰ τὸ γνώρισμα αὐτό στὸν Πλάτωνα βλ. U. Wilamowitz-Mollendorff, Platon, Berlin 1920\ I, 401), ἀλλὰ γιατὶ καὶ ἐδῶ καὶ ἐκεῖ ἡγέτες τῶν πολλῶν εἶναι οἱ λίγοι ἐκλεκτοί πού ἀγωνίζονται νὰ ἐλευθερώσουν τοὺς πολλοὺς ἀπὸ τὴν ἐνόχή καὶ νὰ τοὺς καταστήσουν ἀξίους γιὰ τὴν αἰωνιότητα. Στὴν Civitas dei ὅμὼς ὑπάρχουν ἡ χάρη καὶ ἡ ἀποκάλύψη, ἡ ὁποία πηγάζει ἀπὸ τὴν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ στὴν πλατωνικὴ πολιτεία ἡ σωτηρία συνδέεται μὲ τή φιλοσοφική ἱκανότητα, τή δύναμη τοῦ ἔλλογου στοιχείου τῆς ψυχῆς. Βλ. καὶ Ε. Παπανούτσου, Τὸ θρησκευτικὸ βίωμα στὸν Πλάτωνα, Ἀθήνα 1971,150-151. Κ. Δεσποτόπουλου, Ἡ πολιτικὴ φιλοσοφία τοῦ Πλάτωνος, Παπαζήσης 1980, 40 (τὴν οὐτοπικη ἑρμηνεία δέχεται π.χ. ὁ J. Zafiropulo, Diogene d’Appolonie, Paris, Les Belles Lettres 1956, 166).
29. Ἄννας Κελεσίδου-Γαλανοΰ, Ἡ ἔννοια τῆς σωτηρίας στὴν πλατωνικὴ πολιτικὴ φιλοσοφία, 25.
30. «Δεῖ δὴ τὴν παιδείαν μηδαμοΰ ἀτιμαζειν, ὡς πρῶτον τῶν καλλίστων τοῖς ἀρίστοις ἀνδράσιν παραγιγνόμενον· καὶ εἴ ποτ’ ἐξέρχεται, δυνατὸν δ’ ἐστὶν ἐπανορθοῦσθαι, τοῦτ’ ἀεί δραστέον διά βίου παντὶ κατὰ δύναμιν» (Ἃ 644b).
30α. Πρόλογος στὸ ἔργο μου, ὅ.π. στ’.
31. Joly 32 (μετφρ. Ἄννας Κελεσίδου-Γαλανοΰ).
32. Πβ. Κριτίας 110 (κοινὲς οἱ πολεμικὲς ἀσχολίες στοὺς ἄντρες καὶ γυναῖκες).
33. I 216, I.
34. Τὸ ἴδιο στὴν «Πολιτεία», ὅπου ὁ Πλάτων εἶναι δημιουργὸς πολιτείας ἄλλου τόπου, ὅταν ἐπιτάσσει τὴν ἔνωση μουσικῆς καὶ γυμναστικῆς παιδείας στὴν πολιτεία, δηλαδὴ μιὰ ἐνοποίηση πού δὲν ὑπάρχει οὔτε στὴν πραγματοποιημένη σπαρτιατικὴ πολιτεία οὔτε στὴν ἀθηναϊκή.
35. Δὲν νομίζω ὅτι καὶ τοὺς ταπεινώνει, ὅπως ὑποστηρίζει ὁ Rivaud, Notice au Timee, 26.
36. Βλ. Rivaud, ὅ.π. 28: «Grace au mythe initial, la poesie va rayonner sur les parties les plus techniques et les plus abstraites du Timee une lumiere diffuse dont elles seront toutes baignees et embellies. Ce mythe ouvre sur le passe et sur l ‘avenir des perspectives… profondes».
37. Rivaud, δ.π. 28-29, πβ. 11-12.
38. Vidal Naguet, Athenes et l’Atlantide, Structure el signification d’ un mythe platonicien, REG 67 1967,425: «Pla-ton ne pensait pas en termes de «sources», de ce qu’Herodotc appelle l’ δψις et l’ ἄκοή, mais precisement en ter-mes de modeless.
39. Joly, ὅ.π. 329-330. Προσοχὴ ὅμὼς γιατὶ στὸν Πλάτωνα βάρβαρο εἶναι μόνο τὸ μὴ ὀρθό: βλ. τὴν ἀναφορὰ στὶς Σαυρομάτιδες (Νόμοι 805 πβ. Ἄννας Κελεσίδου-Γαλανοΰ, Ἄνδρας-γυναίκα βίοι παράλλἰηλοι, Ἐκλογή, Δεκέμβριος 1977, 21).
40. πβ. Νόμοι 691: καταγγελία τῆς ἔφεσης στὸν πλουτισμό.
41. Ἄννας Κελεσίδου-Γαλανοῦ, Ἡ ἔννοια τῆς σωτηρίας στὴν πλατωνικὴ φιλοσοφία, 86.
Καὶ ὁ Κοραῆς, βλέποντας γενικευτικὰ τὸ θέμα, παρερμήνευσε τὴν πλατωνικὴ πολιτικὴ σκέψη, σωστὰ ὅμὼς ἐπισήμανε τὴν ἀξία τῆς παιδευτικῆς θεωρίας: Γιὰ τὴν πλατωνικὴ πολιτεία γράφει σὲ ὑποσημείωση στά Προλεγόμενα του στὰ Πολιτικὰ τοῦ Ἀριστοτέλη: «Αἱ δύο πολιτεῖαι τοῦ Πλάτωνος (Πολ. α-η’ καὶ Νόμοι α-ιβ) πλάσματα τῆς φαντασίας του,τὰ ὁποῖα οὐδ’ αὐτὸς ἐπίστευε δυνατὰ νὰ ἐνεργηθῶσι, δείχνουν, ὅτι σκοπὸν ἄλλον δὲν εἶχεν ὁ γράφων, παρὰ νὰ θησαυρίση εἷς αὐτὰς ὅλας του τάς περὶ παίδων ἀγωγῆς θεωρίας, ἐκ τῶν ὁποίων τῆς χρηστῆς ἀνατροφῆς κρέμεται τῆς πολιτείας ἡ εὐνομία…» (βλ. Βαλέτα, Κοραής, Ἅπαντα τὰ πρωτοτυπα ἔργα, Ά’, Δωρικός, 320 ὑπ. 43.πβ. 293).
42. Ἄννας Κελεσίδου-Γαλανοΰ, ὅ.π. 83. Πβ. Πλάτων, Πολιτεία 548d.
43. Α. Dies, Platon, La Republique, Les Belles Lettres 1965, XLVII.
44. Πβ. Ἄννας Κελεσίδου-Γαλανοΰ, ὅ.π. 64: «Κι ἐδῶ καθοδηγητική ἀρχή εἶναι ἡ ἀρετὴ (ἀειρείτη) τοῦ ἀδιάκοπου στοχασμοῦ: ὁ ἀγώνας γιὰ τή σωτηρίᾳ εἶναι σημαντικότερος ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἕτοιμη σωτηρία. Ὁ ἀγώνας αὐτὸς ἔχει τοὺς ἰδανικοὺς στόχους καὶ τὰ ἰδανικὰ του πρότυπα, ἀλλὰ καὶ τὰ πρακτικὰ-πραγματικὰ του καταφύγια. Ἔχει τοὺς ἰδεατοὺς πρώτους δρόμους καὶ τοὺς ἀναγκαίους δεύτερους ὅρους, τὸν δεύτερο πλοῦ στή ζήτηση τῆς σωτηρίας (πρβλ. Φαίδων 99α). Ἰδανικὸ καὶ δυνατὸ εἶναι γενικὰ τὰ δυό πεδία, ὅπου κινεῖται ἡ πλατωνικὴ σκέψη· ἐδῶ θὰ τὴν ἀκολουθήσει ἡ ἀριστοτελική.
»Ὁ πλατωνικὸς δεύτερος πλοῦς εἴναι: ἄλλοτε ὄνειρο καὶ ὑποθεση δίπλα στὴν νῦν κρίσιμη πραγματικότητα· ἄλλοτε ἡ ἔννομη πολιτεία γιὰ τοὺς πολλούς, ἐνῶ ὑπάρχει στὸν ἰδανικὸ ὁρίζοντα ὁ ἄριστος ἄνδρας (Πολιτεία Η 544a) καὶ ἡ ἰδανικὴ πολιτεία. Ὁ δεύτερος πλοῦς δὲν εἶναι οὔτε ἡ χειρότερη πορεία οὔτε ἡ στιγμὴ τῆς συγκατάβασης, ἀφοῦ ἡ σταθερὰ τοῦ Πλάτωνος εἶναι ὁ στόχος τοῦ καλλίτερου».
45. Chambry Ε., Platon, les Belles Lettres 1966, ὕπ. 1. μτφρ. Ἄννας Κελεσίδου-Γαλανοῦ.
46. Βλ. Ἄννας Κελεσίδου-Γαλανοῦ, Τὸ πεπερασμένο τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ ἀριστοκρατία τῆς γνώσεως κατὰ Πλάτωνα. ΕΕΦΣΠΑ 1972, 226, κμ.
47. Βλ. Πολιτικός, 294b.
48. Βλ. Ἄννας Κελεσίδου-Γαλανοῦ, Ἡ ἔννοια τῆς σωτηρίας…, 41.
πηγή: ekivolosblog