ΕΤΙΚΕΤΕΣ

ΠΕΡΙ ΚΟΣΜΟΥ, ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΥ ΑΙΤΙΟΥ ΚΑΙ ΙΔΕΩΝ Ο ΛΟΓΟΣ



Αν τούτος εδώ ο Κόσμος είναι αυθυπόστατος τότε συμβαίνουν πολλά παράλογα πράγματα. Επί της ουσίας δεν μπορεί να είναι αυθυπόστατος ο Κόσμος. Και εξηγούμε αναλυτικά.
 
Κάθε αυθυπόστατο είναι ανάγκη να είναι αδιαίρετο, διότι κάθε δημιουργικό και γεννητικό αίτιο είναι ασώματο. Μιας και τα σώματα δημιουργούν με ασώματες δυνάμεις που τις ονομάζουμε ποιότητες. Επί παραδείγματι το πυρ δια της θερμότητας.
 
Αν, λοιπόν, το δημιουργικό αίτιο είναι ασώματο, και αν υποθετικά το δημιουργικό αίτιο ταυτίζεται με το δημιούργημα, και το γεννητικό αίτιο επίσης με το γέννημα, τότε οπωσδήποτε το αυθυπόστατο θα είναι αδιαίρετο. Ο Κόσμος, όμως, δεν είναι αδιαίρετος, μιας και κάθε σώμα είναι από κάθε άποψη διαιρετό.
 
Επομένως ο Κόσμος δεν είναι αυθυπόστατος! Πρέπει, λοιπόν, να προέρχεται από κάποια αιτία.
Αυτή η αιτία δεν δημιουργεί κατόπιν συνειδητής επιλογής, διότι τότε ο Κόσμος θα ήταν φθαρτός και θα καταστρεφόταν – μιας και αυτό που επιλέγει να δημιουργήσει από επιλογή μπορεί και να μην το κάνει.
 
Επειδή όμως ο Κόσμος είναι ως προς την ζωή του εικόνα του Αιώνα, το δημιουργικό αίτιο του Κόσμου δημιουργεί τον Κόσμο με τον εαυτό του και το είναι του.
 
Επειδή, λοιπόν, η αιτία του σύμπαντος δημιουργεί με τον εαυτό της και το είναι της, τότε το δημιουργικό αίτιο δημιουργεί με την ουσία του, και άρα το δημιουργικό αίτιο είναι πρωτογενώς αυτό ακριβώς που είναι το δημιούργημα δευτερογενώς, και αυτό που είναι πρωτογενώς το αίτιο το μεταδίδει στο δημιούργημά του δευτερογενώς. Επειδή όμως ο Κόσμος είναι πλήρωμα Ειδών αναγκαστικά αυτά υπάρχουν μέσα στο αίτιο του Κόσμου πρωτογενώς. Γιατί το αίτιο έδωσε υπόσταση στα Είδη αυτά – αυτό έδωσε υπόσταση στον Ήλιο, Σελήνη, στον άνθρωπο, στα ζώα και στα άλλα. Τουτέστιν τα Είδη υπάρχουν πρωτογενώς μέσα στην αιτία του σύμπαντος, άλλος δηλ. άνθρωπος, άλλος Ήλιος και Σελήνη κτλ.
 
Δηλαδή υπάρχουν τα Είδη/Ιδέες πριν από τα αισθητά και είναι δημιουργικά αίτια των αισθητών, τα οποία προϋπάρχουν μέσα στην μία αιτία ολόκληρου του Κόσμου.
 
Βέβαια, η ψυχή μας, εμείς δηλ., μπορούμε και επινοούμε και γεννάμε πράγματα πολύ ακριβέστερα και καθαρότερα από τα ορατά πράγματα. Επιδιορθώνουμε τον ορατό κύκλο και λέμε πόσο αυτός υπολείπεται του ακριβούς κύκλου, και είναι πασιφανές ότι μπορούμε και το κάνουμε αυτό διότι βλέπουμε κάποια καλύτερη και τελειότερη Ιδέα από το ορατό αντικείμενο.
 
Αν όμως μπορούμε εμείς να κάνουμε κάτι τέτοιο, εμείς που είμαστε μια επιμέρους ψυχή, και μπορούμε να γεννάμε κάτι τελειότερο και ακριβέστερο από τα ορατά αντικείμενα και να παρατηρούμε μέσα τους τα ακριβή αντικείμενα, φέρνοντας μπροστά τους τις Ιδέες, καταλαβαίνουμε τότε ότι η ψυχή του Κόσμου μπορεί να γεννήσει και να δει κάτι πολύ καλύτερη από τα ορατά.
 
Και αυτό έχοντας κατά νου πως αυτή είναι δημιουργός του σώματος. Και ότι κάτι δυνατότερο μπορεί να παράγει τελειότερα και ότι η αϋλότερη κίνηση μπορεί να ατενίσει ανώτερα νοήματα. Άρα ο δημιουργός του σύμπαντος και των ψυχών μπορεί να γεννά και να νοεί Ιδέες πολύ ακριβέστερες και τελειότερες από τα ορατά.
 
Ως εκ τούτου δεν κοιτάζει έξω από αυτόν, αλλά μέσα του. Γιατί εκεί υπάρχει το ανώτερο του αισθητού και τα Είδη/Ιδέες. Θεωρεί λοιπόν εντός του και θεωρώντας τον εαυτό του και γεννώντας τον εαυτό του, γεννά ταυτόχρονα και δίνει υπόσταση μέσα του σε Ιδέες που είναι αϋλότερες και ακριβέστερες από τα ορατά.
 
Δηλ. όπως αποδεικνύεται υπάρχει αίτιο του σύμπαντα Κόσμου, και όχι μόνον υπάρχει άλλα προνοεί και για αυτόν – ειδάλλως πως τα όντα υπάρχουν πάντα και πως τα πάντα μέσα στην Φύση γίνονται τόσο συχνά, και όχι σπανίως, ενώ άλλα γίνονται σπανίως;
 
Επειδή δηλαδή υπάρχει αίτιο του σύμπαντα Κόσμου, αυτό τακτοποιεί τα πάντα και άρα δεν αγνοεί τον εαυτό του διότι τότε θα ήταν κατώτερο από τα όντα που αυτό δημιουργεί, μιας και οι ψυχές μπορούν να γνωρίσουν τον εαυτό τους.
 
Επειδή λοιπόν είναι ανάγκη να γνωρίζει – και γνωρίζει  – τον εαυτό του, γνωρίζει και αυτά των οποίων είναι αίτιο, και έτσι τα περιέχει. Δηλαδή είναι νους το αίτιο του Σύμπαντα Κόσμου, και τακτοποιεί τα πάντα μεταξύ τους. Και είναι ένας ο δημιουργός του σύμπαντος, ενώ το σύμπαν είναι ποικίλο και δεν έχουν όλα τα μέρη την ίδια αξία και σειρά.
 
Αυτός είναι που μετρά την αξία των πάντων, μιας και αυτός τους έδωσε υπόσταση. Αυτός που τακτοποίησε καθετί όπως έπρεπε και στην κατάλληλη θέση, αλλού ο Ήλιος, αλλού η Σελήνη, αλλού η γη, αλλού τον μεγάλο ουρανό, γιατί αυτός τα παρήγαγε. Αυτός τα τακτοποίησε όλα και συγκρότησε μια αρμονία από αυτά, μιας και αυτός τους έδωσε την ουσία και την φύση τους.
 
Επειδή, λοιπόν, αυτός είναι εκείνος που τακτοποίησε τα πάντα και καθόρισε την αξία του καθενός, αυτό σημαίνει πως δεν αγνοούσε ούτε την τάξη ούτε την αταξία των πραγμάτων. Γιατί αυτού του είδους η δημιουργία θα ήταν έργο άλογης φύσεως και όχι θείας αιτίας. Θα ήταν ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ανάγκης και όχι νοητικής προμήθειας. Γιατί επειδή νοεί τον εαυτό του, γνωρίζει ότι και η ουσία του έλαβε είναι ακίνητο αίτιο και αντικείμενο του πόθου των πάντων, και γνωρίζει και για ποιο πράγμα είναι αντικείμενο του πόθου των ψυχών. Γιατί δεν είναι αντικείμενο του πόθου των ψυχών συμπτωματικά, αλλά κατ’ ουσία.
 
Επειδή, λοιπόν, δεν αγνοεί τι είναι κατ’ ουσία, γνωρίζει και ότι είναι αντικείμενο του πόθου των ψυχών, και μαζί με αυτό γνωρίζει ότι τα πάντα τον ποθούν και ποια είναι αυτά που τον ποθούν. Γιατί τα γνωρίζει καθορισμένα, και γνωρίζοντάς τα καθορισμένα αυτά που τον ποθούν, γνωρίζει τα αίτιά του, επειδή κοιτάζει στον εαυτό του και όχι στα επόμενά του.
 
Επειδή δε είναι αιτία των πάντων, ορίζει την τάξη των πάντων σύμφωνα με εκείνα, και έτσι είναι το ακίνητο αίτιό τους καθορίζοντας την τάξη των πάντων με την ουσία του.
 
Και δίνει υπόσταση στα πάντα επειδή τα νοούσε, και δεν τα νόησε επειδή ήθελε να τα δημιουργήσει, γιατί τότε θα είχε εξωτερική την ενέργειά του και την στον εαυτό του όραση ως υποδεέστερη την ενέργειας που προχωρά προς τα έξω, και έτσι θα ήταν η πρόνοια υποδεέστερη της δημιουργίας, ενώ τώρα είναι ταυτόσημη η βούλησή του και η πρόνοιά του για το σύμπαν μιάς και είναι δημιουργός των πάντων με το να νοεί τον εαυτό του.
 
Και έτσι δημιούργησε τα πάντα, όσα βρίσκονται έξω από αυτόν, παραπλήσια με όσα βρίσκονται μέσα του. Γιατί αυτή είναι η κατά φύση τάξη των πραγμάτων, η ενέργεια που προχωρά προς τα έξω να είναι εξαρτημένη από την εσωτερική ενέργεια – εξ ου και ολόκληρος ο Κόσμος είναι εξαρτημένος από την απολύτως τέλεια μονάδα των Ιδεών, και τα εδώ μέρη του σύμπαντος είναι εξαρτημένα από τις διακεκριμένες μονάδες.
 
Αλλά ας ερευνήσουμε το θέμα μας ξεκινώντας από τον άνθρωπο και το πώς γεννιέται: από τον άνθρωπο που γεννιέται όπως όλα από το όμοιό του, δηλαδή από άνθρωπο.  Αυτό δηλαδή θα σκεφτόταν κάποιος, ότι ο άνθρωπος γέννιέται από το σπέρμα. Και θα ήταν λογικό να το σκεφτεί κάποιος, γιατί ο Θεός και η Φύση δεν δημιουργούν τυχαία.
 
Όμως από το σπέρμα γεννιέται ο συγκεκριμένος άνθρωπος, όχι καθολικά ο άνθρωπος που υπάρχει πάντα, ενώ το σπέρμα προήρθε από άλλον άνθρωπο.
 
Επίσης το σπέρμα εμπεριέχει εν δυνάμει τους Φυσικούς Λόγους (φυσικές λογικές αρχές) και όχι εν ενεργεία. Γιατί είναι σώμα και δεν μπορεί από τη φύση του να περιέχει αδιαίρετα και εν ενεργεία τους Λόγους.
 
Άρα υπάρχει μια ανώτερη του σπέρματος υπόσταση που έχει τους Λόγους. Γιατί παντού το εν ενεργεία προηγείται του εν δυνάμει. Γιατί είναι ατελές και χρειάζεται κάτι άλλο που θα το τελειοποιήσει. Ως εκ τούτου θα μπορούσε να σκεφτεί κάποιος πως αυτό το κάτι είναι η φύση της μητέρας που τελειοποιεί τους Λόγους και διαπλάθει το γέννημα – τον άνθρωπο που γεννιέται. Όμως όταν μιλάμε για τον καθολικό άνθρωπο ως βιολογικό πλάσμα η μητέρα είναι η Φύση, η ασώματη δύναμη και αρχή κίνησης.
 
Η Φύση είναι που μεταβάλλει τους Λόγους του σπέρματος από εν δυνάμει σε εν ενεργεία. Και παρότι άλογη και αφάνταστη, είναι ωστόσο αιτία των φυσικών Λόγων. Και η Φύση έχει τους Λόγους όχι μόνον των ανθρώπων ως βιολογικών πλασμάτων, αλλά και όλων των ζώων και φυτών και ορυκτών. Δηλαδή υπάρχουν επιμέρους Φύσεις που ενυπάρχουν μέσα σε μια καθολική όπως το πλήθος των αριθμόν ενυπάρχει στην μονάδα.
 
Και αυτή η μια Φύση είναι η φύση της Γαίας, η οποίας γεννά όσα «αναπνέουν και έρπουν πάνω στην γη». Αυτή πολύ πιο πριν από τις επιμέρους Φύσεις έχει τους Λόγους όλων των πλασμάτων που φύονται πάνω της.
 
Και αν ανατρέξουμε στη Φύση που υπάρχει μέσα σε κάθε βαθμίδα, θα βρούμε ότι συμπεριλαμβάνει τα ζώα αυτής της βαθμίδας, ενώ η Φύση της Σελήνης περιλαμβάνει τα είδη που βρίσκονται σε ολες. Γιατί από εκεί κυβερνάται ολόκληρος η γένεσις και μέσα σε εκείνη έχει συμπεριληφθεί εξ αρχής η εξηρημενη μονάδα των ένυλων Φύσεων.
 
Και ανεβαίνοντας μέσω των σφαιρών, θα φτάσουμε στο τέλος στην ίδια τη Φύση του σύμπαντος, και θα δούμε ότι μέσα της υπαρχουν οι Λόγοι και οι δημιουργικές και κινητικές δυνάμεις όλων των φαινομένων πλασμάτων. Γιατί όλα όσα επιτελούνται μέσω των υποδεέστερων, λαμβάνουν υπόσταση από τα ανώτερα με καλύτερο και τελειότερο τρόπο.
 
Η Φύση, λοιπόν, Σύμπαντος ως μητέρα των πάντων περιέχει τους Λόγους των πάντων. Επειδή όμως η Φύση του Κόσμου έχει τους Λόγους των πάντων πρέπει να υπάρχει κάποια άλλη αιτία που να περιέχει τις Ιδέες των πάντων, γιατι όταν η Φύση μπαίνει δημιουργεί με τον ίδιο τρόπο που ο γλύπτης μπαίνει στα μάρμαρα και δημιουργεί αγάλματα.
 
Γιατί η Φύση έχει πάθει τέτοιο, καθώς βαπτίζεται μέσα στα σώματα και κατοικεί μέσα στους όγκους τους και εμφυσά σε αυτά τους Λόγους και την κίνηση από μέσα τους.
 
Γιατί τα ετεροκινούμενα χρειάζονται πάντα μία τέτοια αιτία, η οποία πρέπει να είναι άλογη, προκειμένου να μην απομακρύνεται από τα σώματα τα οποία την χρειάζονται πάντα μια αιτία που να συνοικεί μαζί τους. Και τέτοια είναι η Φύση του σύμπαντος: η αχώριστη αιτία του Κόσμου και αυτήν που περιέχει αχώριστα τις καθολικές αιτίες της γένεσης, όσα έχουν περιλάβει μέσα τους χωρισμένα οι ανώτερες από εμάς ουσίες και διακοσμήσεις. Και περιέχει τη σωματοειδή ζωή και το γενεσιουργό Λόγο, τα ένυλα Είδη, τη γένεση που έχει συντεθεί από αυτά, τη κίνηση που μεταβάλλει τα πάντα και είναι η αιτία που διοικεί με τάξη όσα γεννιούνται.
 
Της ταιριάζει όμως να έχει τους Λόγους, προκειμένου να μπορεί να φρουρεί τα πάντα μέσα στα κατάλληλα τους όρια και να κινεί τα πάντα όπως πρέπει.
 
Και ανήκει σε άλλα και όχι στον εαυτό της, καθώς έχει καταστεί άλογη ως προς την δική της βαθμίδα, και θα λέγαμε πως είναι η φαντασία του δημιουργού και πατέρα του Κόσμου. Μιας και αυτός κατέχει το σύμπαν με την νόηση και δίνει την αίσθηση στον Κόσμο, αλλά πιο πριν δημιουργεί την φαντασία του Κόσμου – την Φύση.
 
Πρέπει βέβαια η κυριότερη αιτία να είναι εξηρημένη από τα δημιουργήματα. Γιατί όσο πιο εξηρημένο είναι το δημιουργικό αίτιο από το δημιούργημα, τόσο πιο καθαρό και τελειότερα δημιουργεί. Και επειδή η Φύση είναι άλογη, χρειάζεται αυτό που θα την καθοδηγεί.
 
Είναι, λοιπόν, κάτι άλλο και έχει από τη φύση του τους Λόγους, από τους οποίους έχουν όλα τα εγκόσμια την εξάρτησή τους.
 
Γι’ αυτό είναι ανάγκη να είναι τοποθετημένοι οι Λόγοι μέσα σε κάτι άλλο που γνωρίζει όσα βρίσκονται μέσα του και ενεργεί γνωστικά και ταυτόχρονα δημιουργικά. Άλλωστε θα ήταν παράλογο εμείς να γνωρίζουμε τον εαυτό μας ενώ το δημιουργικό αίτιο να αγνοεί και τον εαυτό του και το δημιούργημα του.
 
Το δημιουργικό αίτιο του Κόσμου, λοιπόν, γνωρίζει τα πάντα όχι βλέποντας έξω του, γιατί τότε θα αγνοούσε τον εαυτό του, και θα ήταν υποδεέστερο των επιμέρους λογικών ψυχών. Γνωρίζει λοιπόν τα πάντα κοιτάζοντας στον εαυτό του και βλέποντας μέσα του βλέπει τις εντός του ιδέες, νοητικές και γνωστικές, και όχι έξω του, στον Κόσμο.
 
Βέβαια, όσα γεννιούνται, λέμε ότι γεννιούνται είτε από ακίνητη αιτία είτε από κινούμενη. Όσα παράγονται από ακίνητη αιτία είναι ακίνητα και αμετάβλητα, ενώ αντιθέτως τα από κινούμενη αιτία είναι κάθε φορά διαιρετικά. Δηλαδή τα παντοτινά και αμετάβλητα ως προς την ουσία τους, αυτά έχουν γεννηθεί από κάποια ακίνητη αιτία.
 
Ο άνθρωπος, λοιπόν, το είδος άνθρωπος – όχι ένας συγκεκριμένος άνθρωπος, όπως και το κάθε είδος των ζώων, έχει λάβει υπόσταση από κάποια αιτία, αφού και ο Κόσμος έχει λάβει υπόσταση από κάποια αιτία. Αυτή η αιτία δεν μπορεί να είναι κινούμενη, γιατί κάποτε το είδος άνθρωπος θα εξαφανιστεί. Γιατί τα από κινούμενη αιτία παραγόμενα είναι στην φύση τους να εκλείψουν. Και το ίδιο ισχύει για τον ήλιο, την σελήνη και όλα τα άστρα.
 
Αν όμως ισχύει αυτό, τότε πρέπει να υπάρχουν κάπου τα ακίνητα αίτιά τους. Προφανώς όχι μέσα στα σώματα, αλλά μέσα στην Φύση ως άμεσο αίτιό τους. Η Φύση όμως είναι άλογη, ενώ πρέπει τα κύρια αίτια να είναι νοητικά και θεία.
 
Άρα τα ακίνητα αίτια αυτών των Ειδών υπάρχουν πρωταρχικά μέσα στο νου. Γιατί υπάρχουν δευτερογενώς μέσα στην ψυχή, τριτογενώς στην Φύση, και τελευταία μέσα στα σώματα. Γιατί τα πάντα υπάρχουν είτε ορατά είτε αόρατα, είτε αχώριστα από τα σώματα είτε χωριστά από τα σώματα. Και αν υπάρχουν χωριστά από τα σώματα, υπάρχουν είτε με τρόπο ακίνητο ως προς την ουσία τους και κινούμενα ως προς την ενέργειά τους.
 
Κυρίως ακίνητα είναι εκείνα που είναι αμετάβλητα και ως προς την ουσία τους και ως προς την ενέργειά τους, όπως είναι τα νοητικά Είδη. Δεύτερα είναι είναι τα ακίνητα ως προς την ουσία τους και κινούμενα ως προς την ενέργειά τους. Τρίτα είναι εκείνα τα αόρατα που είναι αχώριστα από τα ορατά, όπως τα Φυσικά Είδη. Τελευταία είναι τα ορατά και μεριστά Είδη που βρίσκονται μέσα στα αισθητά. Και τέτοια είναι η ύφεση της προόδου των Ειδών/Ιδεών και μέχρι εδώ φτάνει.
 
Πέραν αυτών όταν συγκρίνουμε δύο σχήματα και λέμε ότι το ένα είναι μεγαλύτερο από το άλλο ή όταν αστρονομουμε και λέμε ότι η τροχιά του χ πλανήτη τέμνει την τροχιά του ψ πλανήτη πως δεν θα παραδεχθούμε ότι υπάρχουν καθολικότεροι των αισθητών κύκλων;
 
Δηλαδή πριν τα ορατά είναι ανάγκη να υπάρχουν οι Ιδέες και να αποτελούν αιτία της ουσίας των ορατών, επειδή είναι καθολικότερες και δυνατότερες των ορατών.
 
Και αυτό είναι κάτι που η επιστήμη μας αναγκάζει να θεωρήσουμε και να πούμε πως τα καθολικά είναι πιο ουσιώδη και ως κυριότερα αίτια από τα επιμέρους, γι’ αυτό προϋπάρχουν οι Ιδέες, και ότι από εκείνες , οι οποίες είναι χωριστές από τα σώματα, λαμβάνουν υπόσταση τα ορατά.

Παρόμοιες νοητικές αναβακχεύσεις έκανε ο Σωκράτης και ο Πλάτων, και πριν από αυτούς ο Παρμενίδης ο Ελεάτης και ο Ορφέας, και όποιος άλλος, κατέληξαν στην σύλληψη αυτής της ουσίας.
Μάλιστα τέτοιου είδους αναβακχεύσεις σχετικά με της θεώρηση τούτων των θείων μονάδων είναι αποκλειστικό χαρακτηριστικό ανθρώπου που ήδη επέστρεψε στον νου και χώρισε τον εαυτό του από τη σύνθετη φύση και κατάφερε να παρατηρήσει τη διαφορά ανάμεσα στην ψυχική και στη σωματική ζωή και ότι δεν είναι καθόλου περίεργο να είναι εντελώς άλλο πράγμα το υπόστρωμα, άλλη η εν των υπόστρομα μεθεκτή Ιδέα και άλλο το εξηρημένο και αμέθεκτο Είδος/Ιδέα. Γιατί ο απλός άνθρωπος, ο οποίος έχει μπερδέψει τη ζωή του με τη ζωή του σύνθετου σώματος, αδυνατεί να διακρίνει την μεθεκτή Ιδέα από την αμέθεκτη. Γιατί αυτός που παρατήρησε τις Ιδέες που είναι εξηρημένες από το σώμα πρέπει να γίνει ο ίδιος όσο δυνατότον περισότερο όμοιος τους, δηλαδή να απομακρυνθεί από το σώμα και να διακρίνει την Ιδέα που μέσα του είναι χωριστή από το σώμα του. Και αυτός που είναι σπουδαίος, αφού παρατηρήσει από μόνος του τη διάκριση αυτών των πραγμάτων, μεταβαίνει στα καθολικά όντα και νοεί τις εξηρημένες και άυλες μονάδες που βρίσκονται πάνω από όλες τις μεθεκτές Ιδέες.
 
Και δεν είναι παράξενο που ο Σωκράτης και ο Πλάτων κατέληξαν στην «υπόθεση» αυτή, άλλωστε όλα τα ορατά σώματα, ουράνια και υποσελήνια, υπάρχουν είτε από την τύχη είτε από κάποια αιτία. Αλλά είναι αδύνατον να υπάρχουν από την τύχη. Γιατί τότε θα ήταν ανακατεμένα τα ανώτερα με τα κατώτερα, ο νους, η λογική και η αιτία μαζί με τα παράγωγά της, και έτσι τα αποτελέσματα θα είναι ανώτερα από τις αρχές.
 
Όμως αν υπάρχουν αίτια όλων των πραγμάτων, αυτά τα αίτια μπορεί να είναι είτε πολλά και ασύνδετα είτε ένα. Αλλά αν είναι πολλά και ασύνδετα, δεν θα μπορέσουμε να πούμε τι είναι αυτό που κάνει το σύμπαν ένα. Ωστόσο βέβαια το ένα είναι ανώτερο από τα πολλά, και το σύνολο ανώτερο από τα μέρη.
 
Ως εκ τούτου και εφόσον το ένα σύμπαν έχει ένα αίτιο, αίτιο με βάση το οποίο έχει μπει σε τάξη, τότε αυτό σημαίνει ότι έχει λογική. Επειδή το αίτιο έχει λογική και γνωρίζει τον εαυτό του, τότε γνωρίζει για τον εαυτό του ότι είναι αίτιο των πάντων. Διαφορετικά, αν αγνοούσε αυτό το γεγονός, θα αγνοούσε τη φύση του. Επειδή λοιπόν ότι είναι αίτιο του σύμπαντος με την ουσία του, γνωρίζει και αυτό του οποίου είναι αίτιο. Ως εκ τούτου γνωρίζει καθορισμένα το ένα, γνωρίζει και το άλλο. Δηλαδή γνωρίζει και το σύμπαν και όλα αυτά από τα οποία αποτελείται το σύμπαν και των οποίων είναι αίτιο. Έτσι κοιτάζοντας τον εαυτό του και γνωρίζοντας τον εαυτό του γνωρίζει και τα επόμενά του. Δηλαδή με κάποιους Λόγους και με κάποιες άυλες Ιδέες γνωρίζει τους κοσμικούς Λόγους και τα Είδη, από τα οποία αποτελείται το σύμπαν, και υπάρχει μέσα του το σύμπαν όμως μέσα σε μια αιτία, ξεχωριστό από την ύλη.
 
Και σε αυτή την θεώρηση συμφωνούν και οι Θεολόγοι, γιατί και ο Ορφέας λέει ότι τα πάντα έχουν γεννηθεί μέσα στον Ζεύ μετά την κατάποση του Φάνη εξ αυτού, επειδή τα πάντα βρίσκονται μέσα στον Φάνη πρωτογενώς και ενωμένα, ενώ μέσα στον δημιουργό και πατέρα Ζευ εμφανίστηκαν τα αίτια όλων των εγκόσμιων δευτερογενώς και διαχωρισμένα. Γιατί εκεί ο ήλιος, η Σελήνη και ο ίδιος ο ουρανός, τα στοιχεία, ο ενοποιός Έρως και γενικά τα πάντα έχουν γίνει ένα και “Έχουν γεννηθεί μαζί μέσα στην γαστέρα του Διός”
 
Και δεν αρκέστηκε μόνο σε αυτά, αλλά παραδίδει και την τάξη των δημιουργικών Ιδεών, λόγω της οποίας και τα αισθητά έλαβαν αυτού του είδους την τάξη και τη διευθέτηση.
 
Οι Θεοί, μάλιστα, επειδή θεώρησαν καλό να αποκαλύψουν την αλήθεια στους ανθρώπους σχετικά με αυτά τα θέματα, γι΄αυτό και έχουν πει και ποια είναι  η μια πηγή των Ιδεών και που για πρώτη φορά έλαβε υπόσταση το σύνολο των Ιδεών και πως προοδεύοντας εξομοιώνουν με τον πατέρα του Κόσμου όλα όσα βρίσκονται μέσα στον Κόσμο, τόσο τα σύνολα όσα και τα μέρη.
 
Να τα επίμαχα λόγια των Χαλδαϊκών Χρησμών:

«ο νους του πατέρα στροβιλίστηκε νοώντας με την ακάματη βούλησή του κάθε μορφής Ιδέες. Κι εκείνες ξεπήδησαν πετώντας από μια πηγή. Γιατί αυτή ήταν η βούληση και ο σκοπός του πατέρα. Μοιράστηκαν όμως από το νοητικό πυρ και διανεμήθηκαν σε άλλες νοητικές Ιδέες. Γιατί ο Βασιλιάς τοποθέτησε πάνω από τον Κόσμο ένα άφθαρτο νοητικό υπόδειγμα, του οποίου το ίχνος έσπευσε να ακολουθήσει με τάξη ο Κόσμος και εμφανίστηκε με μορφή και προικισμένος με κάθε λογής Ιδέες. Αυτών μια είναι η πηγή, από την οποία εξαπολύονται άπειρες άλλες και ξεσπούν μοιρασμένες στα σώματα του Κόσμου. Αυτές ξεχύνονται σαν σμήνη στους τρομερούς κόλπους του Κόσμου και στρέφονται αμέσως σε διάφορες κατευθύνσεις, ιδέες νοητικές, από την πατρική πηγή, κρατημένες γερά απο το άνθος του πυρός. Και την πρώτη στιγμή του ακοίμητου χρόνου πρώτη η αυτοτελής πηγή του πατέρα ανέβλυσε τούτες εδώ τις αρχέγονες Ιδέες.»
 
Με όλα αυτά τα λόγια απεκάλυψαν οι Θεοί πού βρίσκεται η υπόσταση των Ιδεών, ποιος είναι ο Θεός που περιέχει τη μια πηγή τους, πως προκύπτει το πλήθος τους από αυτήν την πηγή, πως έχει δημιουργηθεί ο Κόσμος σύμφωνα με αυτές, ότι είναι τα κινητικά αίτια όλων των κοσμικών συστημάτων, ότι όλες είναι νοητικές ως προς την ουσία τους και ότι είναι ποικιλόμορφες ως προς τις ιδιότητές τους.
 
Και οι Θεοί, λοιπόν, καταθέτουν τη μαρτυρία τους υπέρ των θέσεών μας, που πριν από από εμάς ο θείος Ορφέας και ο θείος Πλάτων εξήγησε, αποκαλώντας τις Ιδέες αυτές νοητικές αιτίες λέγοντας ότι ο Κόσμος έχει διαμορφωθεί με βάση αυτές.
 
Γιατί οι Θεοί ξεκάθαρα έχουν δηλώσει ότι είναι Ιδέες του πατέρα – γιατί μένουν μέσα στις νοήσεις του – και ότι προχωρούν στην δημιουργία του Κόσμου – γιατί η εξαπόλυση είναι η πρόοδος των Ιδεών – και ότι έχουν κάθε μορφή – γιατί παρέχουν τις αιτίες όλων των επιμέρους όντων – και ότι από τις πηγαίες Ιδέες έχουν προκύψει άλλες οι οποίες αποκαλούνται όμοιες με σμήνη, και ότι γεννούν τα κατώτερα όντα.
 
Και ο Τίμαιος, λοιπόν, τοποθέτησε τη μια πρωταρχική αιτία όλων των Ιδεών μέσα στα νοητά – γιατί εκεί βρίσκεται το «αυτόζωον» – ενώ οι Χαλδαϊκοί Χρησμοί των Θεών λενε ότι η πηγή των Ιδεών προϋπάρχουν μέσα στον δημιουργό.
 
Και οι δύο τρόποι εξήγησης δεν διαφωνούν, λοιπόν, πουθενά και σε τίποτα, όπως θεωρούν κάποιοι.
Γιατί δεν είναι ίδιο πράγμα το να ψάχνει κανείς τη μια και καθολική αιτία των εγκόσμιων Ιδεών και το να παρατηρεί την πρώτη εμφάνιση ολόκληρης γενικά της σειράς των Ιδεών.
 
Έτσι ανάγεται η συγκέντρωση των εγκόσμιων Ειδών/Ιδεών στον δημιουργό και η συγκέντρωση ολόκληρης της σειράς των Ιδεών στην ίδια τη νοητική βαθμίδα των θείων, από την οποία συμπληρώνεται και ο δημιουργός και όλοι οι διάκοσμοι της ειδιτικής ουσίας.
 
Εξ ου και οι Χαλδαϊκοί Χρησμοί λένε ότι οι Ιδέες «εξαπολύονται» από την νοητική πηγή και μοιράζονται καθεμία σε άλλη περιοχή και ξεσπούν στα σώματα του Κόσμου, υπό την έννοια ότι μέσα σε αυτή την πηγή περιέχεται η αιτία των εγκόσμιων Ιδεών, με βάση την οποία έχουν διαμορφωθεί όλα τα σύνθετα που γεννήθηκα μέσα στον Κόσμο σύμφωνα με την βούληση του δημιουργού.
 
Οι Ιδέες, βέβαια, που ενυπάρχουν εντός του αυτόζωου, οι οποίες έχουν λάβει υπόσταση μέσα στα όρια των νοητών, δεν λέγεται εκ του Πλάτωνος ότι κινούνται ούτε ότι πηδούν μέσα στα σώματα αλλά ότι μόνο με το είναι τους προσδίδουν της ουσία στα πάντα.
 
Επειδή, λοιπόν, το να δίνει κανείς υπόσταση μέσω ενέργειας και κίνησης είναι κατώτερο από την δημιουργία που βρίσκεται υπεράνω της ενέργειας και της κίνησης, τότε είναι κατανοητό ότι οι Ιδέες που είναι ενιδρυμένης νοητώς και ακινήτως μέσα στο αυτόζωο έλαβαν σειρά ανώτερη από τις δημιουργικές Ιδέες. Και ο δημιουργός διαμορφώνει και δίνει είδος με δυο τρόπους, και με την πηγή που βρίσκεται μέσα του και με τις νοητές Ιδέες. Γιατί εκεί βρίσκονται οι καθολικές αιτίες των πάντων και οι 4εις μονάδες. Και ξεκινώντας οι αιτίες από εκεί, απλώνονται μέσα σε όλους τους θείους διακόσμους μέχρι τα τελευταία όντα, ώστε και οι τελευταίες αισθητές εικόνες τους να έχουν κάποια ομοιότητα μαζί τους, άλλες φορές καθαρότερη και άλλες φορές αμυδρότερη.
 
Αν μάλιστα κάποιος από εμάς είναι ικανός να παρακολουθήσει τις θείες προόδους, θα δει, ακόμα κι αν επιχειρήσει να εξετάσει κάποιο από τα είδη που τοποθετούνται μέσα στην ύλη, ότι κάθε αισθητό είδος προσέλαβε τις ιδιότητες όλων των βαθμίδων των Όντων. Γιατί η ίδια η αυτοκίνηση και η αϊδια ύπαρξη των αισθητών ειδών δεν προέρχεται από πουθενά αλλού παρά από τις πρώτες Ιδέες. Γιατί αυτές είναι πρωταρχικά αιώνιες και μεταδίδουν πάντα την ιδιότητά τους δευτερογενώς και τριτογενώς στα επόμενα. Το γεγονός δε ότι κάθε Είδος αποτελεί πλήθος, αλλά έχει λάβει υπόσταση με βάση τον δικό του ιδιαίτερο αριθμό και έχει συμπληρωθεί από τους αριθμούς που του ταιριάζουν, και ότι γι’ αυτό κάθε Είδος ανάγεται σε διαφορετική θεία βαθμίδα με ένα τρόπο άγνωστο και αρρήτως ως προς εμάς, το προσλαμβάνει από την κορυφή των νοητών & νοητικών θεών και από τις Ιδέες που έχουν λάβει υπόσταση εκεί με απόκρυφο και απόρρητο τρόπο.
 
Έτσι την ιδιότητα να ενοποιούν και να περιορίζουν σε κοινά πέρατα το άπειρο των γεννημένων όντων την έλαβαν από τη συνεκτική βαθμίδα και από τις συνεκτικές Ιδέες. Την δε ιδιότητα να τελειοποιούν πλήρως την ατελή φύση και προάγουν σε ενέργεια την καταλληλότητα των υποστρωμάτων τους σχηματίζοντας το ασχημάτιστο και τελειοποιώντας το ατελές την έλαβαν από την τελειοποιητική Θεότητα και από τις Ιδέες που εμφανίζονται εκεί.
 
Αλλά όμως και στον βαθμό που κάθε Είδος σπεύδει να συγκεντρωθεί στον εαυτό του και να περιλάβει μέσα του τα μέρη ενοειδώς, σε αυτό τον βαθμό φέρει εικόνα της κορυφής των νοητικών και της αμέριστης υπόσταση των Ιδεών που είναι εγκατεστημένες σε εκείνη την βαθμίδα. Στον βαθμό δε που προοδεύει μαζί με την ζωή και λαμβάνει υπόσταση μέσω της κίνησης και εμφανίζεται με ακίνητο τρόπο μέσα στα κινούμενα, σε αυτόν τον βαθμό έχει συμμετάσχει στη ζωογονική σειρά και αποτυπώνει τις δυνάμεις των ζωογονικών Ιδεών. Και στον βαθμό, πάλι, που διαμορφώνει την ύλη και είναι γεμάτο με ικανότητα τεχνικής επεξεργασίας η οποία απλώνεται στην ίδια την Φύση και στον βαθμό που αποδεικνύει θαυμαστή λεπτοτεχνία και λογική διαμορφωτική δραστηριότητα, στον βαθμό αυτό λαμβάνει τη σφραγίδα από τις δημιουργικές Ιδέες. Αν, μάλιστα, εξομοιώνει τα αισθητά με τα νοητά και αν διακρίνει τις ουσίες τους μέσω των διαφορών που στηρίζονται στους Λόγους, είναι φανερό ότι έχει απεικονίσει τις εξομοιωτικές βαθμίδες των Ιδεών, από τις οποίες έχουν εμφανιστεί οι διαιρεμένες πρόοδοι των εγκόσμιων οι οποίες καλύπτουν τα αισθητά με τις εικόνες από τα νοητά.
 
Και κάθε Είδος απλώνεται σε πολλά πράγματα, και στα υλικά και περιορίζει το πλήθος τους με βάση την δική του μορφή, ανάγεται σε κείνη την βαθμίδα των Θεών η οποία εξουσιάζει ανεξάρτητα τους εγκόσμιους κλήρους και ανεβάζει στον εαυτό της πολλά μέρη των εγκόσμιων θείων κλήρων.
 
Δηλαδή προχωρώντας από ψηλά και από τις νοητές Ιδέες μέχρι τα τελευταία Είδη, παρατηρούμε τη συνέχεια ολόκληρης της σειράς και διακρίνουμε νοητικά ποιες ιδιότητες προσέλαβαν τα αισθητά Είδη από κάθε βαθμίδα. Γιατί πρέπει όλα τα κατώτερα να μετέχουν στα προηγούμενα τους και να απολαμβάνουν τα προηγούμενά τους ανάλογά με τη σειρά που τα κατώτερα έλαβαν. Αυτό δεν είναι τίποτα άλλο από αυτό που ισχύει και στις ίδιες τις προόδους των Θεών.
 
Γιατί μαζί με τις προόδους των Θεών προχωρά και η τάξη των Ιδεών η οποία έχει λάβει υπόσταση μέσα σε όλες τις προόδους των Θεών. Με τον ανάλογο τρόπο, νοητά, νοητικά, υπερκόσμια, ή πάλι συνεκτικά, ζωογονικά, δημιουργικά.[1]

__________

[1]  Πρόκλος «Υπόμνημα εις τον Πλάτωνος <<Παρμενίδη>>, 785.4  – 804.37»

πηγή: eleysis69