ΕΤΙΚΕΤΕΣ

ΕΠΙΔΑΥΡΟΣ

          Αρχαίο θέατρο Επιδαύρου
                                                            Πατώντας εδώ: βλέπετε στον χάρτη την Επίδαυρο
                                           


Στην ενδοχώρα της Επιδαύρου, σε μία περιοχή με ήπιο κλίμα και άφθονα πηγαία ιαματικά νερά, βρισκόταν το Ασκληπιείο, η έδρα του θεού ιατρού της αρχαιότητας και το σημαντικότερο θεραπευτικό κέντρο όλου του ελληνικού και ρωμαϊκού κόσμου. Ήταν το κύριο ιερό της μικρής παραθαλάσσιας πόλης της Επιδαύρου, αλλά η φήμη του και η αναγνώριση της σημασίας του γρήγορα ξεπέρασαν τα όρια της Αργολίδας και θεωρήθηκε από όλους τους Έλληνες ο τόπος όπου γεννήθηκε η ιατρική. Περισσότερα από διακόσια ιαματικά κέντρα σε ολόκληρη την ανατολική Μεσόγειο θεωρούνταν ιδρύματά του. Τα μνημεία του αποτελούν σήμερα όχι μόνο παγκοσμίου φήμης αριστουργήματα της αρχαίας ελληνικής τέχνης, αλλά και εξαιρετική μαρτυρία για την άσκηση της ιατρικής στην αρχαιότητα. Σε αυτά αποτυπώθηκε η εξέλιξη της ιατρικής από τη φάση κατά την οποία η ίαση εξαρτιόταν αποκλειστικά από το θεό έως τη μετατροπή της σε επιστήμη, με τη συστηματική καταγραφή περιστατικών και τη σταδιακή συγκέντρωση γνώσης και πείρας. 



                                                            ΒΙΝΤΕΟ - ΕΠΙΔΑΥΡΟΣ





Ο τόπος ήταν αφιερωμένος σε θεότητες με θεραπευτικές ιδιότητες ήδη από την προϊστορική εποχή. Στο λόφο Κυνόρτιον, που υψώνεται πίσω από το θέατρο, στα βορειοανατολικά, κατά τη μυκηναϊκή εποχή υπήρχε ιερό, στο οποίο λατρευόταν μία θεά συνδεμένη με την ίαση. Το ιερό αυτό, που ήταν ασυνήθιστα μεγάλο για την εποχή, δημιουργήθηκε το 16ο αι. π.Χ. πάνω στα κατάλοιπα ενός οικισμού της Πρώιμης και της Μέσης Εποχής του Χαλκού (2800-1800 π.Χ.) και διατηρήθηκε έως τον 11ο αι. π.Χ. Γύρω στο 800 π.Χ. ιδρύθηκε στην ίδια θέση ιερό αφιερωμένο στον Απόλλωνα, θεό με θεραπευτικές ιδιότητες, που λατρευόταν εδώ ως Απόλλωνας Μαλεάτας. Η λατρεία του κυρίως θεραπευτή θεού, του Ασκληπιού, που η μυθική παράδοση τον παρουσιάζει ως αυτόχθονα γιο του Απόλλωνα και της εγγονής του βασιλιά της Επιδαύρου Μάλου, της Κορωνίδας, καθιερώθηκε κατά τον 6ο αι. π.Χ. Η λατρεία του θεού προστάτη της ανθρώπινης υγείας και της προσωπικής ευτυχίας απέκτησε φήμη που εξαπλώθηκε ραγδαία. Ο αριθμός των προσκυνητών ολοένα αυξανόταν και το ιερό στο Κυνόρτιο δε επαρκούσε πλέον για τις ανάγκες της λατρείας, έτσι, άρχισε η ανάπτυξη ιερού και στην πεδινή περιοχή, περίπου 1 χλμ. στα νοτιοδυτικά του Κυνορτίου, στον τόπο όπου κατά το μύθο γεννήθηκε ο Ασκληπιός. Τα δύο ιερά, αφιερωμένα το ένα στον Απόλλωνα Μαλεάτα και το άλλο στον Ασκληπιό, εξελίχθηκαν παράλληλα, με την επίσημη ονομασία «ιερόν Απόλλωνος Μαλέατα και Ασκλαπιού». 


Το νέο ιερό στην κοιλάδα οργανώθηκε γύρω από το Ιερό Φρέαρ (που αργότερα ενσωματώθηκε στη στοά του Αβάτου) και στο χώρο του κτηρίου Ε, όπου υπήρχε ο πρώτος βωμός τέφρας και ο χώρος των τελετουργικών γευμάτων. Το φρέαρ ήταν βασικό στοιχείο της ίασης, που επιτυγχανόταν με τη διαδικασία της κάθαρσης και της «εγκοίμησης» κοντά στο νερό, ως μίμηση του τρόπου με τον οποίο οι θεϊκές δυνάμεις εξασφάλιζαν την ανανέωσή τους, επιστρέφοντας με τον περιοδικό θάνατο μέσα στη γη, στην πηγή της ζωής, από την οποία επανέρχονταν αναγεννημένοι. Ο θεός συμβούλευε τον ασθενή κατά την εγκοίμηση, δηλαδή τον ύπνο που αντιστοιχούσε στον περιοδικό θάνατο, σχετικά με τη θεραπεία που έπρεπε να ακολουθήσει. 


Κατά τον 4ο και τον 3ο αι. π.Χ. οι γενικευμένες πολεμικές συρράξεις οδήγησαν τους ανθρώπους να αναζητήσουν ακόμη περισσότερο την προστασία και τη βοήθεια του Ασκληπιού και το ιερό του φιλάνθρωπου θεού έγινε από τα πλουσιότερα της εποχής. Τότε πραγματοποιήθηκαν μεγάλα έργα ανοικοδόμησης τόσο στο ορεινό όσο και στο πεδινό ιερό και οικοδομήθηκαν τα σημαντικότερα μνημεία: στο πεδινό ιερό ο ναός του Ασκληπιού, το Άβατον, η θόλος και το θέατρο, το εστιατόριο, το ξενοδοχείο και το στάδιο, ενώ στο ορεινό ιερό ο κλασικός ναός και ο βωμός του Απόλλωνα, η μεγάλη στοά, η κατοικία των ιερέων και το τέμενος των Μουσών. Μετά την περίοδο των μεγάλων καταστροφών που προκάλεσαν ο Σύλλας και οι Κίλικες πειρατές τον 1ο αι. π.Χ., το Ασκληπιείο γνώρισε νέα άνθηση στους αυτοκρατορικούς χρόνους, ιδίως στο β΄ μισό του 2ου αι. μ.Χ., οπότε ο Ρωμαίος συγκλητικός Αντωνίνος χρηματοδότησε την οικοδόμηση νέων κτηρίων και την ανανέωση παλαιών. Τότε επισκέφθηκε το ιερό ο περιηγητής Παυσανίας, που το περιέγραψε με λεπτομέρεια και θαύμασε τα μνημεία του (2.26 κ.εξ.). Κατά τους δύο επόμενους αιώνες ο χώρος υπέστη και άλλες καταστροφικές εισβολές, με κυριότερη αυτή των Γότθων, το 267 μ.Χ. Το πεδινό ιερό αναδιοργανώθηκε άλλη μία φορά στα μέσα του 4ου αι. μ.Χ., όποτε ο κεντρικός του χώρος διαμορφώθηκε σύμφωνα με τα ρωμαϊκά πρότυπα σε μία περιμετρική στοά, στην οποία εντάχθηκαν τμήματα παλαιοτέρων κτηρίων. Η λατρεία συνεχίσθηκε ακόμη και μετά την επίσημη απαγόρευση της αρχαίας θρησκείας το 426 μ.Χ., αντίθετα από ό,τι συνέβη σε άλλα ιερά, έως την οριστική εγκατάλειψη του χώρου, μετά τους καταστροφικούς σεισμούς του 522 και του 551 μ.Χ. 


Οι πρώτες έρευνες στο Ασκληπιείο της Επιδαύρου έγιναν από τη Γαλλική Επιστημονική Αποστολή της Πελοποννήσου το 1829. Συστηματικές ανασκαφές πραγματοποίησε ο Π. Καββαδίας, υπό την αιγίδα της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας το 1870-1926, αποκαλύπτοντας τα σημαντικότερα μνημεία του ιερού. Περιορισμένες ανασκαφές διενήργησε η Γαλλική Σχολή Αθηνών με τον G. Roux το 1942-1943 γύρω από το Άβατον και τα κτήρια Ε και Η, καθώς και η Αρχαιολογική Υπηρεσία με τον Ι. Παπαδημητρίου το 1948-1951. Τα έτη 1954-1963 πραγματοποιήθηκαν οι πρώτες εργασίες αναστήλωσης του θεάτρου από τον Α. Ορλάνδο. Από το 1974 τις ανασκαφές ανέλαβε και πάλι η Αρχαιολογική Εταιρεία υπό τη διεύθυνση του Καθηγ. Β. Λαμπρινουδάκη στο ιερό του Απόλλωνα Μαλεάτα, ενώ βρίσκονται σε εξέλιξη έργα συντήρησης και ανάδειξης των μνημείων και των δύο ιερών από τη διεπιστημονική ομάδα που συγκροτήθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού το 1984 με την τότε ονομασία Ομάδα Εργασίας για τη Συντήρηση των Μνημείων της Επιδαύρου, σήμερα Επιτροπή για την Συντήρηση των Μνημείων της Επιδαύρου. Τα έργα που πραγματοποιούνται στο Ασκληπιείο έχουν αλλάξει ριζικά τη φυσιογνωμία του αρχαιολογικού χώρου, ενώ οι πρόσφατες ανασκαφικές έρευνες έφεραν στο φως στοιχεία σχετικά με τη γενική οργάνωση του χώρου, καθώς και τη χρονολόγηση, τη χρήση και τη λειτουργία πολλών κτηρίων.



Αναλυτικά τα μνημεία της Επιδαύρου:



Ναός Ασκληπιού στην Επίδαυρο




1. Ναός του Ασκληπιού. Ήταν εξάστηλος, περίπτερος, δωρικού ρυθμού, με πρόναο μόνο και σηκό, χωρίς οπισθόδομο, διαστάσεων 24,50 x 13,22 μ., με 11 κίονες σε κάθε μακρά πλευρά του. Ήταν χτισμένος από πορώδη λίθο, με λευκό κονίαμα επάνω, και τα κιονόκρανα και ο θριγκός του ήταν διακοσμημένα με διάφορα στολίδια και ποικίλα χρώματα. Το δάπεδό του αποτελείτο από άσπρες πλάκες, τα κεραμίδια του ήταν πήλινα, η στέγη από έλατο και κυπαρίσσι, τα φατνώματα στολίζονταν με χρυσά αστέρια και η θύρα του σηκού ήταν ξύλινη με κοσμήματα από ελεφαντόδοντο, καρφωμένα με χρυσά καρφιά. Ο γλυπτικός διάκοσμος του ναού μεγάλωνε τη λαμπρότητά του. Στα Ακρωτήρια υπήρχαν Νηρηίδες και Νίκες, στα αετώματα Κενταυρομαχία (ανατολικά) και Αμαζονομαχία (δυτικά). Ο ναός αυτός κατασκευάστηκε το 380 π.Χ. περίπου, και η οικοδόμησή του διήρκεσε πέντε χρόνια, με γενικό επόπτη τον Θεόδοτο. Την πόρτα και την οροφή έφτιαξε ο Θρασυμήδης, που είχε κατασκευάσει και το χρυσελεφάντινο άγαλμα του Ασκληπιού που βρισκόταν μέσα σ' αυτόν το ναό. Τα αγάλματα των αετωμάτων κατασκεύασαν οι τεχνίτες Εκτορίδας, Αγαθίνος και Λυσίας, σύμφωνα με τα υποδείγματα του γλύπτη Τιμόθεου, που έφτιαξε τις Νηρηίδες και τις Νίκες των ακρωτηρίων της άλλης πλευράς του ναού. Προς το βάθος του σηκού ήταν τοποθετημένο το χρυσελεφάντινο άγαλμα του Ασκληπιού, έργο του Πάριου Θρασυμήδη, μεγέθους μεγαλύτερου από το φυσικό. Ο θεός παρουσιαζόταν καθισμένος σε θρόνο, στηρίζοντας το ένα του χέρι σε βακτηρία και το άλλο επάνω σε κεφάλι δράκοντα. Κοντά του εικονιζόταν και ένας σκύλος. Ο θρόνος, χρυσελεφάντινος κι αυτός, με ανάγλυφες παραστάσεις του Βελλεροφόντη που σκότωνε τη Χίμαιρα και του Περσέα που έκοβε το κεφάλι της Μέδουσας. Από νομίσματα της Επιδαύρου, παίρνει κανείς μια ιδέα του αγάλματος του Ασκληπιού, καθώς και από δύο ανάγλυφα του θεού, που βρέθηκαν στις ανασκαφές του 1884 και βρίσκονται σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών.




                         Θόλος  Επιδαύρου

2. Θόλος ή θυμέλη. Το οικοδόμημα αυτό αποτελείται από έξι κυκλικά συγκεντρικά κτίσματα από πορώδη λίθο, που τα τρία πρώτα τους ήταν κρηπιδώματα και τα υπόλοιπα ένα λαβυρινθώδες υπόγειο κατασκεύασμα. Η θόλος, εκτός από τη θαυμάσια γλυπτή διακόσμηση που είχε εσωτερικά και εξωτερικά, στολιζόταν και με τοιχογραφίες, όπως μία που αναφέρει ο Παυσανίας, του ζωγράφου Παυσία, που έδειχνε τον Έρωτα να εγκαταλείπει το τόξο του και να κρατάει αντί γι' αυτό λύρα, και τη Μέθη να πίνει από γυάλινη φιάλη. Αρχιτέκτονας της θόλου ήταν ο Πολύκλειτος ο νεότερος. Πολλές υποθέσεις διατυπώθηκαν για το σκοπό που εξυπηρετούσε η θόλος – λ.χ. πως ήταν τόπος εστιάσεων που σχετίζονταν με θυσίες, ή ότι χρησίμευε για μουσικούς και ωδικούς αγώνες κ.λπ.



3. Θέατρο. Ταυτόχρονα περίπου με τη θόλο, δηλαδή κατά τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ., άρχισε από τον ίδιο αρχιτέκτονα, Πολύκλειτο τον νεότερο, η οικοδόμηση του θεάτρου, που, όπως λέει ο Παυσανίας, ήταν το τελειότερο σε ομορφιά και αρμονία από όλα τα θέατρα του αρχαίου κόσμου. Είναι άλλωστε και εκείνο που διατηρήθηκε ώς σήμερα στη σχετικά καλύτερη κατάσταση από όλα τα ερείπια του Ιερού. Το θέατρο αυτό βρίσκεται έξω από το τέμενος του Ασκληπιού, στη δυτική πλαγιά του Κυνορτίου όρους, μέσα σε μεγάλη χαράδρα. Τα εδώλια τοποθετήθηκαν αμέσως επάνω στο βράχο, εκτός από μερικά σημεία όπου τοποθετήθηκαν συμπληρωματικά πέτρες. Είναι στραμμένο προς βορρά, με μικρή απόκλιση προς δυσμάς, με αποτέλεσμα οι θεατές να έχουν μπροστά τους το ιερό άλσος με τα μεγαλοπρεπή μνημεία του. Το 1829, ο Μπλουέ έκανε μια μικρή ανασκαφή για να μελετήσει το κοίλο του θεάτρου, αλλά το οικοδόμημα αποκαλύφθηκε εντελώς από τις ανασκαφές του Π. Καββαδία, το 1881 και 1882. Έχει περισωθεί σημαντικό μέρος της σκηνής, η ορχήστρα διατηρείται σε άριστη κατάσταση και το κοίλο είναι τόσο καλά διατηρημένο, ώστε μπορεί σήμερα να περιλάβει 12.000 θεατές. Είναι οικοδομημένο από άσπρο τιτανόλιθο, εκτός από τα οικοδομήματα της σκηνής και των αναλημμάτων του κοίλου, που είναι φτιαγμένα από πορώδη λίθο. Το κοίλο είναι μεγαλύτερο από ημικύκλιο και στα άκρα αποκλίνει λιγάκι από το κυκλικό σχήμα. Αποτελείται από 55 σειρές εδωλίων που χωρίζονται σε δύο ζώνες με ένα μεγαλόπρεπο διάζωμα, που η κάτω ζώνη του αποτελείται από 34 σειρές εδωλίων, ενώ η επάνω έχει 21. Το κοίλο διαιρείται σε κερκίδες με σφηνοειδείς κλίμακες –η κάτω ζώνη σε 12 κερκίδες ή επάνω σε 22. Γύρω από το κοίλο υπάρχει, στο επάνω μέρος, τοίχος από πορώδη λίθο, που απέχει 2,10 μέτρα από την ανώτατη σειρά των εδωλίων. Το κοίλο χωρίζεται από την ορχήστρα με πλακόστρωτο δρόμο που διατηρείται καλά και έχει πλάτος 2,70 μέτρα. Η ορχήστρα του θεάτρου έχει σχήμα πλήρους κύκλου, με εξωτερική ακτίνα 20,30 μέτρα. Πέρα από την ορχήστρα εκτείνεται η σκηνή, οικοδόμημα μήκους 26,15 μ. και πλάτους 6 μ. Μπροστά της υπήρχε το προσκήνιο, που σώζεται η βάση του από άσπρο τιτανόλιθο, μήκους 22,60 μ., που κάμπτεται από τις δυο μεριές και σχηματίζει ορθογώνιο κατασκεύασμα 2,55 x 1 μ. σε κάθε μία από τις πλευρές, τα λεγόμενα παρασκήνια, που ήταν διώροφα όπως και η σκηνή. Με την αποκάλυψη του θεάτρου της Επιδαύρου μελετήθηκαν πολλά προβλήματα του ελληνικού θεάτρου. Η ηχητική του θεάτρου αυτού είναι τόσο καλή, ώστε, όταν είναι άδειο, ακούει κανείς από την ορχήστρα την πτώση ενός νομίσματος στην ανώτατη σειρά των εδωλίων.



                                         Στάδιο


4. Στάδιο. Κοντά στη θόλο και στο ναό του Ασκληπιού, ανακαλύφθηκε στις ανασκαφές ένα στάδιο, σε σχήμα παραλληλόγραμμου με αρκετό μήκος (181,08 μ.), όπου από τον 5ο αιώνα και εφεξής γίνονταν γυμνικοί αγώνες (δρόμου, άλματος, δίσκου, ακοντίου, πάλης, πυγμής και παγκρατίου) κατά την εορτή των Ασκληπιείων. Στο στάδιο αυτό νίκησαν δύο αθλητές που αναφέρει ο Πίνδαρος –ο Κλέανδρος ο Αιγινήτης στο παγκράτιο, ο Θεμίστιος στην πυγμή και το παγκράτιο– καθώς και όσοι αναφέρονται σε επιγραφές της Επιδαύρου, όπως ο Ταυρίδης ο Σολεύς, σταδιοδρόμος, ο Σίμαιος ο Ηπειρώτης, παγκρατιστής, ο Αργείος Φίλιστος, πένταθλος, που δεν αγωνίστηκαν τίμια, αλλά προσπάθησαν να νικήσουν με δόλο και καταδικάστηκαν σε πρόστιμο χιλίων στατήρων ο κάθενας. Κατά το τέλος του 2ου αιώνα μ.Χ., στο ίδιο στάδιο, νίκησε στο παγκράτιο ο Μάρτιος Αυρήλιος Ασκληπιάδης. Από επιγραφή επίσης ξέρουμε πως στο ιερό της Επιδαύρου υπήρχε και Ιππόδρομος όπου, από τα μέσα πιθανότατα του 5ου αιώνα π.Χ., τελούσαν ιππικούς αγώνες.



                                                         Προπύλαια



5. Τα Προπύλαια. Βρίσκονται στη βόρεια περιφέρεια του Ιερού και αποτελούσαν την πομπική είσοδο στο Ιερό. Είναι κατασκευασμένα από πορώδη λίθο, εκτός από τη σιμή και τα κεραμίδια, καθώς και τις πλάκες του δαπέδου που είναι από μάρμαρο ή άσπρο τιτανόλιθο. Προέρχονται από το τέλος του 4ου αιώνα π.Χ.



                                                  Στοά  

6. Η Στοά. Είναι ίσως το άβατον που αναφέρεται στις επιγραφές και όπου κοιμούνταν οι άρρωστοι για να εμφανιστεί στο όνειρό τους ο Ασκληπιός και να τους γιατρέψει. Το οικοδόμημα αυτό, που βρισκόταν κοντά στο ναό, επεκτάθηκε ίσως τον 3ο αιώνα π.Χ. προς τα δυτικά, σε χώρο χαμηλό, και έγινε έτσι διώροφο.


7. Το Γυμνάσιο. Προέρχεται και αυτό από τα τελευταία χρόνια του 4ου αιώνα π.Χ. ή από τις αρχές του 3ου αιώνα. Είχε πολύστυλη είσοδο δωρικού ρυθμού.


8. Άλλα κτίσματα είναι ένα οικοδόμημα που βρίσκεται απέναντι στο θέατρο, πλευράς μήκους 76,30 μ. και χρησίμευε ως ξένων. Ένα άλλο επίσης οικοδόμημα από πορώδη λίθο, διαστάσεων 24,30 x 20,70μ., που θα ήταν ίσως βωμός αρχαιότερος από το ναό του Ασκληπιού. Σώζεται επίσης το κρηπίδωμα του ναού της Αρτέμιδος, διαστάσεων 13,30 x 9,40 μ., δωρικού ρυθμού, ΝΑ του ναού του Ασκληπιού, καθώς και το κρηπίδωμα ενός μικρότερου ναού της Αφροδίτης, διαστάσεων 13,65 x 7,50 μ., στα βόρεια του ναού του Ασκληπιού, και τα υπολείμματα ενός ναού της Θέμιδος, που αναφέρεται από τον Παυσανία. Στο ιερό της Επιδαύρου φαίνεται πως υπήρχαν και άλλα οικοδομήματα, όπως το Επιδότειον, το Ανάκειον, και ένας ναός της Υγείας, καθώς και Ωδείον, που χτίστηκε μεταγενέστερα στην αυλή του Γυμνασίου. Μερικά επίσης κτίσματα των ρωμαϊκών χρόνων (ρωμαϊκόν βαλανείον, ναός Απόλλωνος και Ασκληπιού, υδραγωγεία, κρήναι κ.λπ.) ήρθαν στο φως στη διάρκεια των ανασκαφών. Από τα κινητά ευρήματα, και ιδίως τα αρχιτεκτονικά, συγκροτήθηκε αξιόλογο Μουσείο στην Επίδαυρο, αν και μερικά από τα έργα τέχνης του Ιερού μεταφέρθηκαν στην Αθήνα και βρίσκονται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Έξω από τον ιερό περίβολο του Ασκληπιού, στο Κυνόρτιο όρος, υπήρχε ένα παλαιό ιερό του Απόλλωνος Μαλεάτου, που προσπάθησαν να βρουν ερείπιά του οι Π. Καββαδίας (1896) και Ι. Παπαδημητρίου (1948-1949). Ανακαλύφτηκαν αρκετά αγγεία, ιδίως πήλινα και χάλκινα, που ανάγονται στον 7ο αιώνα π.Χ., και μερικά μάλιστα στη μυκηναϊκή εποχή.

πηγή: odysseus.culture.gr - greek-tour.blogspot