Το όνομα του Friedrich Schiller (1759-1805) φέρνει στον νου, σχεδόν αυτόματα ή συνειρμικά, το όνομα του άλλου μεγάλου, κατά δέκα χρόνια πρεσβύτερου απ' αυτόν, φίλου του, του «Ολύμπιου» Goethe: και οι δύο μαζί αποτελούν το ζεύγος των Διοσκούρων της κλασικής περιόδου της γερμανικής λογοτεχνίας και, γενικότερα, κουλτούρας, της λεγομένης «Klassik». Αυτή η σύζευξή τους στη γερμανική πολιτιστική αυτοσυνείδηση του 19ου και του α´ μισού του 20ού αιώνα οφείλεται ίσως στο γεγονός ότι αποτελούσαν τους δύο αντίθετους αλλά συμπληρωματικούς πόλους όχι μόνο στη βιογραφία αλλά και στο έργο και, προπαντός, στις αντιλήψεις τους για την ποίηση και την τέχνη.
Σε αντίθεση με τον Goethe, γόνο μιας εύπορης αστικής οικογένειας με λαμπρές σπουδές νομικής και μια λαμπρότερη καριέρα ως υπουργός και ευνοούμενος του Δούκα Καρόλου-Αυγούστου της Βαϊμάρης, ο Schiller γνώρισε από παιδί μαζί με τη φτώχεια και τη διπλή καταπίεση: στο σπίτι του από έναν αυταρχικό πατέρα και στην πατρίδα του από τον αυταρχικό ηγεμόνα του, τον Δούκα της Βυρτεμβέργης Κάρολο-Ευγένιο, που τον ανάγκασε να σπουδάσει, παρά τη θέλησή του, ιατρική, για να τον διορίσει με έναν γλίσχρο μισθό ως στρατιωτικό του γιατρό.