ΕΤΙΚΕΤΕΣ

Ο ΑΠΟΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΘΛΩΝ ΤΟΥ ΘΗΣΕΑ ΩΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΜΥΗΣΗ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ

Αποτέλεσμα εικόνας για Αποσυμβολισμός των άθλων του Θησέως


Η αρχαία Ελληνική μυθολογία αποτελεί, κατά κοινή ομολογία, μία από τις πλουσιότερες μυθολογικές παραδόσεις στον κόσμο. Για αυτό τον λόγο η λέξη «Μύθος» καθιερώθηκε αυτούσια σε όλες τις γλώσσες του κόσμου.

Στην απόπειρα αποσυμβολισμού της αρχαίας Ελληνικής μυθολογίας δεν περιοριζόμαστε σε μία απλή εξιστόρηση επιλεγμένων μυθολογικών ιστοριών. Αντιθέτως, επιχειρούμε να αποκαλύψουμε τα αλληγορικά αρχετυπικά μηνύματα, τα οποία εμπεριέχονται στον πυρήνα τους. Υπό αυτό το πρίσμα, προσεγγίζουμε τους μύθους ως μία αλληγορική διήγηση του παρελθόντος, η οποία χρησιμοποιεί, ως εργαλεία, παγκόσμια αρχετυπικά σύμβολα και εικόνες, τα οποία είναι τόσο παλαιά όσο και ο άνθρωπος.

Πίσω από όλες τις μυθολογικές αναφορές συναντάμε το αρχέτυπο του ήρωα, βασικό στοιχείο του οποίου είναι το «ταξίδι αυτοπραγμάτωσης», το οποίο ξεκινά πάντα με την αρχική απομάκρυνση από την εστία του, συνεχίζει με το κάλεσμα στην περιπέτεια, τις δοκιμασίες-άθλους, έως τη στιγμή της νίκης, της μεγαλειώδους επιστροφής του, της τελικής καταλυτικής του μεταμόρφωσης και καθολικής αναγνώρισής του ως ήρωα. Μέσα από αυτή την «μυητική» διαδικασία αναδύεται εντέχνως η διαχρονική ισχύ των μυθικών ηρώων, τους οποίους συναντάμε έως και σήμερα στην σύγχρονη μυθοπλασία του Hollywood.

Ο ΑΠΟΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΑΡΧΕΤΥΠΟΥ ΤΗΣ ΘΕΑΣ ΑΘΗΝΑΣ (ΒΙΝΤΕΟ)

Αποτέλεσμα εικόνας για θεά αθηνά


Η Αθηνά ως η θεά της Σοφίας, υπήρξε ίσως η σπουδαιότερη θηλυκή ενέργεια του Ελληνικού Πάνθεου, για αυτό τον λόγο, τόσο η ίδια όσο και το ιερό της πτηνό η γλαύκα, συμβόλισαν στο πέρασμα των αιώνων την αρχαιοελληνική σοφία, τη φρόνηση, την φιλοσοφία, τη τέχνη, την παιδεία, αλλά και την ενόραση. Η Αθηνά δε συμβόλιζε μόνο τη σοφία, αλλά και την αγάπη για τη φιλοσοφία και την υπέρτατη γνώση, τη γνώση για τον εαυτό μας και το σύμπαν. Οι Έλληνες, ο πρώτος λαός που κατέκτησε τη λογική σκέψη και διατύπωσε καθολικούς νόμους για τη λειτουργία του σύμπαντος, λάτρευαν την Αθηνά η οποία προσωποποιούσε την εξυπνάδα και τη φρόνηση. Άλλωστε, ακόμη και ο τρόπος γέννησης της θεάς ήταν τέτοιος που μαρτυρούσε τις ιδιότητές της.


Στην παρουσίαση από τον Βασίλη Χλέτσο επιχειρείται να «ανασηκωθεί» το αρχετυπικό πέπλο της θεάς της σοφίας και προστάτιδας της πόλης των Αθηνών, της θεάς Αθηνάς.



Η ΑΡΕΤΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

Αποτέλεσμα εικόνας για η αρετή στην αρχαία ελληνική φιλοσοφια

Του Βλάση Ρασσιά

Αρετή. Εκ του ρήματος «άρω» (ριζικού τύπου του «αραρίσκω», δηλαδή αρμόζω, ταιριάζω, ενώνω, στερεώνω, εκ της ρίζας «αρ-», εκ της οποίας παράγονται οι λέξεις, άρθρον, αριθμός, αριθμός, αρμός, αρμόζω, αρμονία, άρτι, άρτιος, αρτίζω, αρτύω, αρτύς, αρείων, άριστος και ίσως Άρης, καθώς και αρετή, ερίητος, και αμ-αρτή, ομ-αρτή, ομαρτέω, όμηρος, αρπεδόνη).
Υπεροχή τελειότης, ευγένεια εκ καταγωγής, προτέρημα, πλεονέκτημα, αξιότης ή υπεροχή κάποιου στο είδος του. Το κατεξοχήν ζητούμενο της Φιλοσοφίας στο επίπεδο του ανθρωπινού βίου.
Συνειδητή και ελευθέρα «έργωι» Σοφία, που επιμερίζεται σε επιμέρους τέτοιες, δηλαδή Δικαιοσύνη, Γενναιότητα, Μεγαλοψυχία κ.λ.π.

ΜΙΑ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ

Αποτέλεσμα εικόνας για ΑΡΧΑΊΑ ΦΙΛΟΣΟΦΊΑ

Η ιδέα αυτή, δηλωτική μιας κατεξοχήν μοντέρνας προσέγγισης στη φιλοσοφία, θεωρήθηκε ότι ανατρέπει μια «κλασική» παράδοση στοχασμού που εκτείνεται τουλάχιστον από τον Πλάτωνα ως τον Χέγκελ και αντιλαμβανόταν ανέκαθεν το καθήκον τής φιλοσοφίας ως έργο θεωρησιακό-ενατενιστικό: δηλαδή, ανιδιοτελή θέαση του κόσμου και ανακατασκευή του με το μέσον τής έννοιας. Βεβαίως ο όρος «φιλοσοφία» γεννήθηκε όπως φαίνεται στο περιβάλλον τής πλατωνικής Ακαδημίας και ήταν αναπόφευκτο να συνεπισύρει την ειδική αντίληψη περί φιλοσοφίας που καλλιεργούσε η πλατωνική σχολή. Αν ωστόσο ορίζουμε ως ουσία τής φιλοσοφικής δραστηριότητας μιαν απόπειρα καθολικής νοηματοδότησης τού υπαρκτού, τότε μπορούμε εύκολα να δούμε —και στην πραγματικότητα, πέρ’ από την ίδια τη φιλολογική έρευνα, η κοινωνική ανθρωπολογία στον εικοστό αιώνα έχει προσφέρει άφθονα στοιχεία γι’ αυτό— ότι πολύ πριν από την έναρξη της «φιλοσοφίας» όπως την εννοούμε στον δυτικό κόσμο, υπήρχε μια μακραίωνη και σφύζουσα δραστηριότητα ολικής νοηματοδότησης τού υπαρκτού η οποία δεν είχε καθόλου θεωρησιακό χαρακτήρα: με άλλα λόγια, δεν αντιλαμβανόταν ως εσχάτη ουσία τού πραγματικού κάποιες άυλες, άχρονες και αναλλοίωτες ιδέες που θα έπρεπε απλώς να ενατενιστούν με το μέσον τής θεωρίας, αλλά ως ένα σύνθετο πρότυπο ρευστών και αλληλοδιαπλεκόμενων διαδικασιών των οποίων την εσωτερική λογική έπρεπε να συλλάβει μιμητικά ώστε, παρεμβαλλόμενη στην εκδίπλωσή τους, να επιτύχει πρακτικά αποτελέσματα στον πραγματικό, υλικό κόσμο. Τα αποτελέσματα αυτά ήταν όπως γνωρίζουμε κατεξοχήν θεραπευτικά, μπορούσαν ωστόσο να έχουν κι ένα πολύ μεγαλύτερο φάσμα πρακτικών εφαρμογών. Αυτό το είδος δραστηριότητας που συναιρούσε αδιαχώριστα καθολική νοηματοδότηση του πραγματικού και πρακτική αποτελεσματικότητα έχει, μετά τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, ονομαστεί μαγεία και απαξιωθεί ως προ-φιλοσοφική αντίληψη του κόσμου. Αντίστοιχα έγινε προσπάθεια από τους ίδιους αυτούς διανοητές τής αρχαιότητας και τους διαδόχους τους να ξαναδιαβάσουν όλη την προηγούμενη πνευματική παραγωγή τής εποχής τους υπό το φως των δικών τους ενδιαφερόντων: κάπως έτσι γεννήθηκε ένα απλοϊκό εξελικτιστικό μοντέλο τής ιστορίας τής φιλοσοφίας —από τον «μύθο στον λόγο», όπως έλεγε μέχρι χθες ακόμα ένας διαφωτιστικός στερεότυπος— του οποίου είμαστε οι ανυποψίαστοι κληρονόμοι, και με αυτή τη λογική τοποθετήσαμε στο πρώτο του στάδιο τη χορεία των στοχαστών που ονομάσαμε «Προσωκρατικούς».

Ο ΧΕΓΚΕΛ ΚΑΙ Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΔΟΥΛΕΙΑΣ

Αποτέλεσμα εικόνας για ΦΙΛΟσοφία της δουλείας

Του Δημήτρη Τζωρτζόπουλου

     Η δουλεία στην αρχαία ελληνική πόλη-πολιτεία ανήκει σε εκείνα τα πολιτικά και κοινωνικά φαινόμενα μιας πρωτοφανέρωτης ιστορικά ελεύθερης κοινότητας των ανθρώπων, που η βαθύτερη  κατανόησή τους είναι άμεσα συνυφασμένη με τη συνειδητή πρόσληψη του ελευθεριακού χαρακτήρα  της εν λόγω ανθρώπινης κοινότητας. Η αρχαία ελληνική πόλις, και μάλιστα εκείνη των κλασικών χρόνων, είναι η διαχρονικά κατ’ εξοχήν κοινότητα πολιτών, με μια σχεδόν απόλυτη αυτονομία. Αυτή-εδώ είναι τόσο απόλυτη, ώστε η υπεράσπισή της να αποτελεί τον καθοριστικό κανόνα της κοινοτικής ζωής, του λογισμού της, της διαδρομής της, της δράσης της. Η υπεράσπιση εν τέλει της κοινοτικής αυτονομίας αποδεικνυόταν εν τοις πράγμασι ριζοσπαστική, στο μέτρο που εκτυλισσόταν επίσης ως ανα-τρεπτική κριτική και των δικών της νοημάτωνιδεών και πρακτικών κυριαρχίας. Μόνο δυνάμει αυτής της προς τα έξω και προς τα μέσα θεωρητικο-πρακτικής κριτικής της κυριαρχίας μπορούσε η αρχαιοελληνική κοινότητα των πολιτών να διατηρεί τον χαρακτήρα της πόλεως, δηλ. της πολιτείας και όχι του κράτους, όπως λαθεμένα αποδίδεται ως πολιτικής συνεννόησης των ανθρώπων μεταξύ τους, χωρίς οι τελευταίοι να εξαρτώνται από κανέναν πολιτικό δεσμό υποταγής: με σημερινούς όρους, χωρίς να καταφεύγουν στους ποικιλώνυμους κρατικούς, παρα-κρατικούς, κομματικούς, πολιτικούς, ιδεολογικούς, συνδικαλιστικούς, επικοινωνιακούς κ.α. μηχανισμούς αναπαραγωγής της κυριαρχίας.

Ο ΕΠΙΣΤΡΕΠΤΙΚΟΣ ΛΟΓΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΥΠΕΡΒΑΤΟΛΟΓΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΦΙΧΤΕ

Σχετική εικόνα

Του Μιχαλόπουλου Αθανάσιου

Οτιδήποτε "βλέπουμε" και "παρατηρούμε" δεν είναι απλά αυτό που προσλαμβάνουν τα μάτια μας, αλλά το τι κατανοεί ο νους μας, μάς επισημαίνει ο Φίχτε. Η όρασή μας είναι άμεσα συνδεδεμένη και απόλυτα εξαρτημένη με την ικανότητα που έχει ο νους μας να προσλαμβάνει και να αναλύει τα αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου. Αλλιώς, με τη γλώσσα της φιλοσοφίας θα λέγαμε ότι η όρασή μας είναι μια απλοϊκή παραγωγή της παράστασης που επιτυγχάνει ο νους μας μέσω της φαντασίας. Η φαντασία αιωρείται ως θεωρητική ικανότητα του νου ανάμεσα στο άπειρο και το πεπερασμένο, ανάμεσα στην αυτενέργεια και την δεκτικότητα. Το Άπειρο εκλαμβάνεται ως οτιδήποτε δεν υποπίπτει ακόμα στις αντιληπτικές μας δυνατότητες κατανόησης, είναι οτιδήποτε δεν μπορεί ακόμα να οικοδομήσει μέσα του ο νους μας. Το Πεπερασμένο, αντίθετα, είναι οτιδήποτε μπορεί να αντιλαμβάνεται και να κατανοεί φιλοσοφικά ο νους μας. Αυτή, λοιπόν, η ικανότητα της νοητικής ενέργειας η οποία κινείται ανάμεσα στο άπειρο και το πεπερασμένο μαρτυρά την διαρκή ανοδική ποιοτική εξέλιξή της προκειμένου να παραγάγει κάθε φορά ένα νέο νόημα του συσχετισμού των δράσεων των όντων και των αντικειμένων του κόσμου της εμπειρίας. Ο νους λαμβάνει από τον αντικείμενο και εμπειρικό κόσμο, κατανοεί, προσαρμόζει στη διανόησή του, αναπροσαρμόζει την αντίληψή του υιοθετώντας έναν νέο τρόπο πρόσληψης για τον κόσμο και στο τέλος έχει τη δυνατότητα να αναδιαμορφώνει τον κόσμο. 

ΤΖΟΝ ΛΟΚ - ΟΙ ΔΥΟ ΠΗΓΕΣ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ


Ο Λοκ ξεκινά από την υπόθεση ότι ο νους είναι tabula rasa (άγραφος πίνακας), ο αποδέκτης των αντικειμένων των αισθήσεων κι είναι ικανός να παράγει ιδέες για τις λειτουργίες του. Οι δύο πηγές της γνώσης είναι, επομένως, οι αισθήσεις και οι σκέψεις, οι οποίες και οι δύο προϋποθέτουν την εμπειρία των εξωτερικών πραγμάτων και των εσωτερικών διαδικασιών. Οι τελευταίες, οι εσωτερικές διαδικασίες και λειτουργίες της συνείδησης, αναδύονται σταδιακά μέσα από το ίδιο το Εγώ, με την ενεργοποίηση της ανώτερης νοητικής λειτουργίας του ανθρώπου.
Ας υποθέσουμε, λοιπόν, ότι το μυαλό είναι, όπως λένε, λευκό χαρτί, κενό από οποιοσδήποτε μορφές, χωρίς καθόλου ιδέες. Πώς γίνεται και γεμίζει; Πώς γίνεται και καταλήγει με αυτό το τεράστιο απόθεμα πάνω στο οποίο η πολυάσχολη και απεριόριστη φαντασία του ανθρώπου χρωμάτισε με μία σχεδόν ατελείωτη ποικιλία;

ΠΛΑΤΩΝ - Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΥ (Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΩΣ ΜΕΛΕΤΗ ΘΑΝΑΤΟΥ)

Αποτέλεσμα εικόνας για πλατων και φιλοσοφικος θανατος


Πρόλογος του Μιχαλόπουλου Αθανάσιου

Στην πλατωνική φιλοσοφία ο φυσικός θάνατος αποτελεί τον χωρισμό της ψυχής από το σώμα, ενώ ο φιλοσοφικός θάνατος αποτελεί τον χωρισμό του αθάνατου λογιστικού μέρους της ψυχής (νους) από το μακρόβιο και άλογο μέρος της ψυχής (θυμικό-επιθυμητικό) το οποίο εμποδίζει την ανάβαση του λογιστικού μέρους στον υπερουράνιο τόπο των Θεών.


Του Δημήτρη Τζωρτζόπουλου

     Όταν γίνεται λόγος για τον θάνατο, αυτόματα ο νους μας τον συνδέει και με τη ζωή. Η τελευταία είναι πρωτίστως ζωή του κάθε ανθρώπινου ατόμου, η οποία έχει αρχή και τέλος. Το τέλος της ζωής είναι η αρχή του θανάτου. Η έννοια του θανάτου έχει απασχολήσει συστηματικά την αρχαία ελληνική σκέψη. Στον Ηράκλειτο ο θάνατος αποτελεί μέρος του κύκλου της ζωής (Β 62, Β 88). Ενώ οι πολλοί κατανοούν λαθεμένα, όπως συνήθως συμβαίνει με τα περισσότερα πράγματα της ζωής, τον θάνατο χωριστά από τη ζωή, ο μεγάλος στοχαστής της Εφέσου τον συλλαμβάνει σε διαλεκτική ενότητα με τη ζωή. Στο απ. 62 μας λέει πως θνητοί και αθάνατοι αποτελούν ένα ενιαίο Όλο, που έχει ως ενοποιητική βάση τον καθολικό Λόγο. Έτσι οι αθάνατοι, ήτοι οι θεοί, επιβεβαιώνουν την ύπαρξή τους, μέσα από την ύπαρξη των θνητών. Χωρίς τους τελευταίους δεν θα μπορούσε να γίνεται λόγος για τους πρώτους. Η ιδέα του θανάτου της ζωής συνέχεται με την ιδέα του θεού, των αθανάτων: οι τελευταίοι είναι η κατάφαση του θανάτου των άλλων, χωρίς να μπορούν να καταφάσκουν και τον δικό τους θάνατο. Οι θνητοί που παύουν να ζουν, που πεθαίνουν, δεν χάνουν με το θάνατο τη θνητή αλλά τη θεϊκή ζωή τους, την αθάνατη, που παραχωρούν στους θεούς, με το να πιστεύουν ότι είναι αθάνατοι. Μια παρόμοια κίνηση ζεύγους αντιθέτων: ζωή και θάνατος, ζωντανό και νεκρό συναντάμε και στο απ. Β 88.