Ηράκλειτος θα πει Ηρα-κλειτός, δηλαδή αυτός που χρωστά τη δόξα του στην Ήρα.
«Ο Ηράκλειτος ο Εφέσιος, ο επονομαζόμενος σκοτεινός, κατέχει μια κεντρική θέση στο σύνολο της ελληνικής φιλοσοφίας και σε ολόκληρη την παγκόσμια ιστορία της σκέψης».
Ο Ηράκλειτος είναι ένας στοχαστής. Αυτός για πρώτη φορά στοχάζεται μέσα από τα πλαίσια του Λόγου τι είναι Κόσμος. Η σκέψη του παραμένει ανοιχτή και πολυδιάστατη, ερωτηματική και αινιγματική, αποσπασματική και ποιητική. Δεν κατασκευάζει κάποιο σύστημα. Ο Ηράκλειτος στοχάζεται πριν ακόμα συσταθεί η μεταφυσική και διαμορφωθούν οι φιλοσοφικές σχολές. Ήταν το σπέρμα της δικής του σκέψης που έθρεψε όλη τη φιλοσοφία και μάλιστα πριν τη διαμόρφωσή της σε Μεταφυσική, Θεολογία, Λογική, Φυσική και Ηθική.
Με χρονολογική σειρά ασχολήθηκαν μαζί του, επικρίνοντας τον ή ενστερνιζόμενοι τις απόψεις του, οι Ελεάτες, ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης, ο Ιουστίνος ο Μάρτυς, ο Χέγκελ, ο Λένιν, ο Κίρκεγκωρ, και ο Νίτσε. Επηρέασε όχι μόνο τους φιλόσοφους της Αναγέννησης αλλά και τους: Πασκάλ, Σπινόζα, Γκαίτε, Χαίλντερλιν, Νοβάλις, Σοπενεχάουερ, Προυντόν, Μπερξόν, και Φρόιντ. Οι απόψεις του επηρέασαν ακόμη και τον σουρεαλισμό. Η σκέψη του διατρέχει το χρόνο και φθάνει έως τις μέρες μας ζωογονώντας σύγχρονα φιλοσοφικά ρεύματα.
Η φιλοσοφία του διαμορφώθηκε από στοιχεία αντιθετικά δίχως όμως να διασπάται η ενότητά της, εκφράζοντας έτσι την ενότητα των αντιθέτων του κόσμου μας - «….. και εκ των πάντων έν και εξ ενός τα πάντα». (απ 10)
Ο Ηράκλειτος γεννήθηκε πριν από τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα. Σε ότι αφορά στη ζωή του, οι μαρτυρίες που έχουν φθάσει σε εμάς είναι αντιφατικές και κινούνται λίγο - πολύ στην περιοχή του μύθου. Από τον Διογένη τον Λάερτιο πληροφορούμαστε ότι έφθασε στην ακμή της ζωής του περίπου το 500 π.Χ. Ανήκε σε αριστοκρατική οικογένεια που οι ρίζες της έφθαναν στον ηγεμόνα της Εφέσου και η οποία είχε κληρονομήσει κάποιο βασιλικό αξίωμα. Ο Ηράκλειτος όμως, ενώ γεννήθηκε αριστοκράτης αποποιήθηκε με τη θέλησή του το βασιλικό αξίωμα παραχωρώντας το στον αδελφό του.
Από παιδί εκδήλωσε τη χαρισματική του φύση. Ενώ ήταν ακόμη νέος ισχυριζόταν πως δεν γνώριζε τίποτα, ενώ όταν έφθασε στην ώριμη ηλικία ισχυριζόταν ότι γνώριζε τα πάντα. Δεν ακολούθησε τη διδασκαλία κανενός, δε μαθήτευσε σε κανένα φιλόσοφο, κι αναζήτησε μόνος του να ανακαλύψει τον εαυτό του μαθαίνοντας με τη δική του θέληση. Μελέτησε και στοχάστηκε πάνω στους μεγάλους ποιητές, τον Όμηρο, τον Ησίοδο, τον Αρχίλοχο, τις θεωρίες των Μιλησίων, των Πυθαγορείων και του Ξενοφάνη, καθώς και την ιστοριογραφική «Επιστήμη» του Εκαταίου, και στα αποσπάσματά του αναφέρεται συχνά σε αυτούς. Έτσι εντρυφά στην ποιητική, τη θεολογία και τη θεωρητική, αφομοιώνοντας όλες αυτές τις διδασκαλίες καθώς και την επιστημονική παιδεία του καιρού και του τόπου του.
Αφομοίωσε και ξεπέρασε όλες αυτές τις διδασκαλίες συλλαμβάνοντας τον κόσμο με ένα νέο τρόπο και στη συνέχεια συνέλαβε την θέση του ίδιου του εαυτού του μέσα στον κόσμο.
Ο Ηράκλειτος προσέφερε το έργο του ανάθημα στο ναό της Αρτέμιδας, ο οποίος πυρπολήθηκε αργότερα από τον Ηρόστρατο που θέλησε μ αυτή την πράξη του να περάσει στην αθανασία.
Ο χαρακτήρας του φαίνεται ότι ήταν αρκετά ιδιόρρυθμος. Περήφανος και ακατάδεκτος λένε ορισμένοι συγγραφείς, ενώ η μοναχικότητά του ίσως να ερμηνεύτηκε λάθος ως ένδειξη μελαγχολίας.
Καταφέρει βίαια κτυπήματα ενάντια στην ανθρώπινη αφέλεια και τη λήθη του μέσου ανθρώπου. Περιφρονεί τις μάταιες κουβέντες που κυλάνε σαν ποτάμι και απορρίπτει τη ρητορική και τα τεχνάσματα της. Βασίζεται στον λόγο (που σημαίνει ταυτόχρονη σκέψη και γλώσσα) για να πει αυτά που θέλει, κι ενώ κρίνει αυστηρά τους ανθρώπους, ταυτόχρονα τους προσφέρει τη βοήθεια του. Η απέχθεια για την ανθρώπινη αφέλεια μετατρέπεται έτσι σε μια επιτακτική ανάγκη να τη διορθώσει και γι’ αυτό χρησιμοποιεί την καυστική ειρωνεία, παραμένοντας λακωνικός.
Φαίνεται ότι δεν ταξίδεψε, παραμένοντας συγκεντρωμένος στο έργο του. Ο Ηράκλειτος ζούσε στην γειτονιά του ιερού. Ανήκε, όπως προαναφέρθηκε, σε βασιλική οικογένεια και οι προπάτορες του είχαν την ευθύνη της διοργάνωσης των εορτών της Ελευσίνιας Δήμητρας. Ίσως και ο ίδιος να ήταν μυημένος στα Ελευσίνια μυστήρια που τελούνταν στην Έφεσο σε συνάρτηση με τη λατρεία της Αρτέμιδος. Ωστόσο, όλα αυτά δεν τον εμπόδισαν να ξεκινήσει πόλεμο ενάντια στην καθιερωμένη θρησκεία. Η θρησκευτικότητα του Ηράκλειτου ήταν διαφορετική. Γνωρίζουμε επίσης ότι ο Ηράκλειτος αποτραβήχτηκε στον ναό της Αρτέμιδος, όπου και προσέφερε τα βιβλία του. Και όλα αυτά τα έκανε ενώ ταυτόχρονα στηλίτευε δριμύτατα την επίσημη θρησκεία.
Ο Ηράκλειτος δεν κόβει τους δεσμούς του με το Θείο αν και ο δικός του δρόμος επικοινωνίας ακολουθεί δρόμους διαφορετικούς από εκείνους των κοινών ανθρώπων.
Η πολιτική έπαιξε μεγάλο ρόλο στην ζωή του, αν και αρνείται να συμμετάσχει ενεργά στην πολιτική ζωή. Όταν οι συμπολίτες του τον έκριναν άξιο να γίνει νομοθέτης τους εκείνος τους αγνόησε διότι η πόλη βρισκόταν κάτω από την κυριαρχία ενός διεφθαρμένου καθεστώτος. Και σαν να μην έφθανε αυτό αποτραβήχτηκε στον περίβολο του ναού της Αρτέμιδος και έπαιζε με τα παιδιά τους πεσσούς, γιατί τα παιδιά μοιάζουν με τον «Χρόνο που παις εστί, πεσσεύων» (απ 52).
Η πολιτική σκέψη του Ηράκλειτου και η σύλληψη ενός οικουμενικού νόμου παραμένουν ύψιστα αφηρημένες και δεν μπορούν να συγκεκριμενοποιηθούν.
Ζει σε μια ταραγμένη εποχή κατά την οποία υπάρχει διαμάχη ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις (Αθήνα - Περσία), ανταγωνισμός ανάμεσα στα Ελληνικά κράτη (Αθήνα-Σπάρτη), σύγκρουση ανάμεσα στα κόμματα (αριστοκράτες-δημοκράτες). Όλα διαδραματίζονται κάτω από την επιρροή του θεού Άρη, του πολεμιστή. Κι έτσι ο Ηράκλειτος διακηρύσσει νηφάλια τη βασιλεία του πολέμου.
Ο ίδιος ο Ηράκλειτος ήταν η πραγμάτωση της ενότητας των αντιθέτων Αγαπούσε και περιφρονούσε τους συμπατριώτες του που με την σειρά τους τον αγαπούσαν και τον περιφρονούσαν. Ενώ διακήρυσσε την αναγκαιότητα του πολέμου, ήθελε να βοηθήσει τους Εφέσιους να ζήσουν ειρηνικά
Έχουμε πολλές εκδοχές του θανάτου του. Μια από αυτές είναι ότι χολωμένος από τους ανθρώπους, αποτραβήχτηκε στα βουνά όπου ζούσε τρώγοντας φύλλα και χόρτα, ώσπου έπαθε υδρωπικία, οπότε και επέστρεψε στην πόλη και ρωτούσε με αινιγματικά λόγια του γιατρούς να μάθει αν μπορεί να μετατρέψει μια μπόρα σε ξηρασία. Επειδή εκείνοι δεν τον καταλάβαιναν, κλείστηκε σε έναν στάβλο ελπίζοντας πως με την ζέστη της κοπριάς όπου χώθηκε, θα εξατμιζόταν το νερό από το σώμα του. Μα ούτε και με αυτόν τον τρόπο θεραπεύτηκε και πέθανε σε ηλικία εξήντα ετών.
Στη συνέχεια θα επιχειρήσουμε να αντιληφθούμε τους δομικούς λίθους της φιλοσοφίας του, ξεκινώντας από τον «Λόγο», με οδηγό μας τον Κώστα Αξελό, γνήσιο ερευνητή της σκέψης του Ηράκλειτου, και σε επόμενο άρθρο θα μελετήσουμε τον «Κόσμο» και τη «Φωτιά».
O Λόγος «Πρώτος ο Ηράκλειτος ανάβει απ τη φωτιά του σύμπαντος –τη δάδα του Λόγου. Ο λόγος του φωτίζει. Ο Λόγος είναι εκείνο το ξύπνημα της απορίας της αφηρημένης σκέψης που κάνει τον άνθρωπο να βγει από τον κόσμο των ονείρων και να τον οδηγήσει στον κόσμο του φωτός».
«Ο Λόγος είναι αυτό που συνδέει τα φαινόμενα μεταξύ τους, που τα συνδέει ως φαινόμενα ενός και μόνου Σύμπαντος, κι αυτό που συνδέει την ομιλία με τα φαινόμενα. Ο Λόγος είναι ένας σύνδεσμος. Αυτό που γίνεται φανερό ως φαινόμενο είναι ήδη διαποτισμένο από τον λόγο γι αυτό και μπορεί να συλληφθεί».
«Ο άνθρωπος είναι ο ομιλών θεματοφύλακάς του Λόγου, αν είναι ξύπνιος».
O Ηράκλειτος αντιλαμβάνεται τον κόσμο αδιαχώριστα συνδεδεμένο με τον Λόγο. Εννοεί τον Λόγο ως τη δύναμη και το νόημα του σύμπαντος, ως αυτό που ζωογονεί κάθε σκέψη και είναι πηγή της. Είναι η ίδια η σκέψη και η σοφία. Είναι τελικά το φως που με την καθαρότητα του διαπερνά το σκοτάδι, βάζοντας τάξη στο χάος. Ο Λόγος είναι εκείνος που συλλαμβάνει την αληθινή πραγματικότητα.
Όπως δεν μπορούμε να ανατρέξουμε στο πριν από τον Χρόνο, έτσι δεν μπορούμε να ανατρέξουμε στο πριν από τον Λόγο. Ο Λόγος διατρέχει τον Χρόνο και είναι από τη φύση του αιώνιος. Αποτελεί τελικά την ουσία, τη σημασία του σύμπαντος. Ο Λόγος είναι το ίδιο το σύμπαν που πορεύεται σε μια γνώση.
Ο Λόγος γίνεται κατανοητός, αντιληπτός, εφόσον είμαστε σε εγρήγορση. Όντας απρόσεχτοι και αφηρημένοι αδυνατούμε να κατανοήσουμε και επομένως να αντιληφθούμε την συνεχή παρουσία του Λόγου.
Η Ανθρώπινη μάζα αντιστέκεται στην συνεχή ροή του Λόγου. Δεν σκεπτόμαστε, δεν διακρίνουμε αυτά που συμβαίνουν, κρίνουμε επιφανειακά, δεν αντιλαμβανόμαστε τις βαθύτερες αιτίες και εν τέλει δρούμε σαν κοιμισμένοι. Ζούμε μέσα στην πλάνη, πιστεύοντας ότι έχουμε μια νόηση ιδιαίτερη, ξεχωριστή, η οποία μας αποκόπτει τελικά από το σύμπαν.
«Ο Ηράκλειτος σφυροκοπά και αναθεματίζει τους ανθρώπους που φαντάζονται ότι μπορούν να απομονωθούν και να δράσουν ξεχωριστά από τον Λόγο».
«Ο Ηράκλειτος ζητά με τρόπο μαχητικό από τους ανθρώπους να ξέρουν να ακούνε, να μιλούν να πράττουν αλλά κυρίως να αναγνωρίζουν την διαποτίζουσα τα πάντα ύπαρξη του Λόγου.»
Το φως του Λόγου διαπερνώντας το σκοτάδι, φανερώνει το ενωτικό νόημα του σύμπαντος. Το Ενιαίο Όλον.
«Οι άνθρωποι μπορούν ν αναγνωρίσουν τον Λόγο επειδή η σκέψη είναι κάτι κοινό σ όλους και κατοικία της έχει την ψυχή τους. Αυτό δεν σημαίνει πως όλοι σκέφτονται, πράττουν και μιλούν σύμφωνα με την αληθινή φύση. Το ανθρώπινο ον μπορεί να γίνει το φωτισμένο φερέφωνο του Λόγου, δεν είναι όμως ο ιδρυτής του, ο Λόγος το ξεπερνάει. Ο Λόγος κάνει δυνατή την σύλληψη μιας αλήθειας, αλήθειας που δεν επινοείται αλλά ανακαλύπτεται».
Η σκέψη του Ηράκλειτου, διατηρεί την πλαστικότητά της, την ευελιξία της, όντας ταυτόχρονα συγκεκριμένη και αφηρημένη.
«Ήρωας Προμηθεϊκός της σκέψης, φέρνει στους κοιμισμένους την φωτιά του Λόγου»
«Ενώ ο Λόγος είναι συμπαντικός, τα ανθρώπινα πλάσματα ενεργούν σαν να είχαν μια ιδιαίτερη δική του νόηση το καθένα. Οι άνθρωποι που αγρυπνούν έχουν ένα μόνο κόσμο κοινό. Αντίθετα, εκείνοι που είναι βυθισμένοι στον ύπνο, απομονώνονται, ο καθένας για τον εαυτό του σε κόσμους ιδιαίτερους. Το πλήθος βρίσκεται σε κατάσταση ύπνου και οι κοινοί άνθρωποι δεν έχουν παρά μικρές ιδιωτικές απόψεις. Οι λίγοι φωτισμένοι είναι ξύπνιοι και ξέρουν πως η νόηση δεν είναι νόηση παρά μόνον όταν έχει στήριγμα της το συμπαντικό. Την ευθύνη της συμπαντικότητας δεν την αναλαμβάνει ο όχλος αλλά οι προφύλακες, γιατί η συμπαντικότητα είναι κάτι έντονο και ποιοτικό κι όχι ποσοτικό κι εκτατικό. Η αληθινή ομοφωνία είναι μια ενημερωμένη συμμετοχή στο συμπαντικό. Ο σύμπας κόσμος είναι ο κόσμος της αλήθειας, ενώ ο ιδιωτικός κόσμος είναι ο κόσμος που δεν κατέχει την αληθινή πραγματικότητα αφού είναι κόσμος της αυθαιρεσίας και της απομόνωσης.
Μόνο τα άτομα που θυσιάζουν την ιδιαιτερότητα τους εξασφαλίζουν τα θεμέλια της κοινότητας και παίρνουν πάνω τους την ευθύνη αυτών των θεμελίων. Οι κοινοί άνθρωποι δεν αποτελούν, ούτε κι οικοδομούν, την κοινότητα, που είναι μια μορφή της συμπαντικότητας. Ωστόσο ακόμα κι οι κοιμισμένοι δεν μπορούν να ξεφύγουν απ την ροή του κόσμου κι αυτοί συμμετέχουν μα άθελα τους, παθητικά. Παρά την θέλησή τους, η «πονηριά της λογικής» τους σπρώχνει να πάρουν μέρος στο παιχνίδι, έτσι, το σκοτάδι τους φωτίζεται από τον Λόγο. Και πράγματι, οι κοιμισμένοι συνεργάζονται στα γεγονότα του κόσμου εφόσον είναι «άτομα» του κόσμου, μόρια της κοινότητας. Για να απομονωθούν ολότελα , θα έπρεπε να πάψουν να υπάρχουν.
Συνοχή έχουν μόνο οι σκέψεις μερικών που βλέπουν ξεκάθαρα ότι ο κόσμος είναι κοινός. Οι σκέψεις των κοιμισμένων και των υπνοβατών είναι ασυνάρτητες επειδή είναι μη συμπαντικές. Κοινός για όλους μόνον ένας κόσμος υπάρχει. Οι κόσμοι των κοιμισμένων είναι πολλαπλοί, κι εκείνοι που καταφεύγουν σ αυτούς τους κόσμους, δεν μπορούν ούτε μεταξύ τους να συνεννοηθούν, γιατί τους λείπει κάθε είδους αναφορά στο συμπαντικό.
Μόνη η κατάσταση της εγρήγορσης δεν είναι αρκετή για να χαρακτηρίσει τους προδρόμους, επειδή υπάρχουν άνθρωποι που, όσο ξύπνιοι και αν είναι, δεν ξέρουν τι κάνουν.
Η εγρήγορση, μόνον όταν φωτίζεται από το φως του Λόγου κάνει τον άνθρωπο νηφάλιο, τον κάνει να ριζώσει στο ορατό και στο αόρατο και τον κατευθύνει προς τους ορίζοντες της γνώσης. Το ξύπνημα είναι μια έξοδος από το βασίλειο του ύπνου, η σκέψη δεν φωτίζεται παρά μόνον όταν ξεπερνά το όνειρο. Το φως αναγνωρίζει και σκορπίζει τα σκότη»
«Η σκέψη του Ηράκλειτου δεν παραπαίει σε διλήμματα όπως: αισθήσεις-λογικό, ρεαλισμός-ιδεαλισμός, υλισμός-πνευματικότητα. Αυτή η σκέψη δεν θέλει να εδραιώσει τις διακρίσεις: φαινόμενο-νοούμενο, φαντασία-αντίληψη, νους-λογικό. Ο Ηράκλειτος, βλέπει, σκέπτεται, εκφράζεται και μιλάει με ολόκληρο το είναι του, με ολόκληρη την ελληνική και ιωνική ιδιοσυγκρασία του. Η ευαισθησία του συλλαμβάνει και την μονιμότητα των φαινομένων και την αλλαγή τους: Τα μάτια είναι αυτά που βλέπουν να κυλούν τα νερά του ποταμού. Ο Λόγος είναι η δομή του κάθε τι που είναι»
«Ο Ηράκλειτος δεν διαχωρίζει σε καμία περίπτωση αυτό που είναι θεωρητικά αληθινό από εκείνο που αποδεικνύεται πρακτικά αληθινό. Η πολυδιάστατη αλήθεια δεν είναι, στην ενότητα της, ούτε θεωρητική ούτε πρακτική. Είναι μέσα στο γίγνεσθαι και μπορεί να συλλαμβάνει ταυτόχρονα την γλύκα και την πίκρα του κάθε τι που είναι.
Η απλή πολυμάθεια δεν μας μαθαίνει να σκεφτόμαστε, οι άνθρωποι όμως που αγαπούν τη σοφία, πρέπει να γνωρίζουν πάρα πολλά πράγματα. ο Ηράκλειτος ξέρει πως πρέπει να ψάξει πολύ για να βρει την αληθινή σοφία, και ξέρει ακόμα πως δεν θα βρει παρά μόνον αποσπάσματά της.»
Η αναζήτηση σε βάθος πρέπει να προχωρεί ακαταπόνητα. Η αναζήτηση του χρυσού είναι η αναζήτηση της Σοφίας.
Η αγάπη του Ηράκλειτου για την Σοφία ταυτίζεται με την Σοφία της Αγάπης. Η Σοφία είναι Αγάπη και Λόγος και νόμος συμπαντικός.
Δεν πρέπει να αντιληφθούμε την δύναμη του Θείου νόμου σαν μια δύναμη ξεχωριστή. Ο Θείος νόμος απλώνει την δύναμη του και συνδέει τα μέρη του σύμπαντος. Η Σοφία είναι ο Θείος Νόμος.
Ο Ηράκλειτος θεωρεί ότι το Όλον πληρούται από κρυφή αρμονία. «Ο ανθρώπινος λόγος προσπαθεί να συλλάβει τον λόγο του κόσμου. Αυτή η αναζήτηση που ζωογονείται από την κοσμική αγάπη, τοποθετείται στον δρόμο που ανεβαίνει και κατεβαίνει, χωρίς να παύει να είναι ο ίδιος δρόμος. Αφού η ολότητα βρίσκεται σε γίγνεσθαι, ο δρόμος που οδηγεί στη σύλληψή της δεν μπορεί παρά να είναι κι αυτός ένα γίγνεσθαι». Για τον Ηράκλειτο η αλήθεια είναι αυτό που αποκαλύπτεται και βγαίνει στο φως εγκαταλείποντας τα σκότη. Η αλήθεια είναι αυτό που συλλαμβάνουμε, όταν είμαστε ξύπνιοι. Η σύλληψη αυτή δεν είναι φευγαλέα, επειδή είμαστε προικισμένοι με μνήμη. Αυτό που συλλαμβάνουμε, με τον Λόγο μας σαν αλήθεια είναι απ την ουσία της συμπαντική, σ’ όλους κοινή. Η χονδροειδέστατη «πλάνη» ανήκει στα όντα εκείνα που είναι βυθισμένα στον ύπνο τους και τους λείπει η μνήμη. Αυτά τα ξεμοναχιασμένα όντα δεν επικοινωνούν παρά από μεγάλη απόσταση με την συμπαντικότητα, παραμένοντας κλεισμένα μέσα στα απατηλά όρια της (ψευτο-ιδιαιτερότητας) τους.
Η αλήθεια δεν βρίσκεται από την πλευρά του σκεπτόμενου υποκειμένου, η αλήθεια είναι η αλήθεια της ολότητας που αποκαλύπτεται σε όποιον αγαπά την σοφία και προσπαθεί να τη συλλάβει με τη σκέψη και να την εκφράσει με την γλώσσα. Μαζί με τον λόγο και το σοφό, αποτελεί την αρμονία της ολότητας. Αυτή η αρμονία είναι φυσικά πολεμίστρια, δηλαδή είναι διαλεκτική. Η αλήθεια βρίσκεται μέσα σ ολόκληρο το ακατάπαυστο γίγνεσθαι του είναι.»
«Η πλάνη, η αυταπάτη, η ψευτιά και η βλακεία είναι κι αυτές εξίσου και είναι επίσης αληθινές.» Αν και ατελείς μορφές που εκφράζουν μονάχα ιδιαιτερότητες. Αποτελούν αλλοτριώσεις της σοφίας.
«Ενώ η αλήθεια είναι συμπαντική, η πλάνη είναι ανθρώπινη κι ατομική, δεν είναι παρά μια επιπόλαιη σύλληψη της πληρότητας του κόσμου».
Ο Ηράκλειτος στοχάζεται τον Λόγο και μας προσανατολίζει προς την αναζήτηση της γνώσης και της Αλήθειας. Αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο μέσα από τις αισθήσεις. Για να ξεπεράσουμε το στάδιο της ιδιαίτερης γνώμης πρέπει να είμαστε σε εγρήγορση για να διακρίνουμε πέρα από την επιφάνεια των φαινομένων, την κρυμμένη αρμονία, να σκεφτούμε με τρόπο υγιή που συλλαμβάνει και επικοινωνεί με τον συμπαντικό Σοφό-Λόγο που είναι το θεμέλιο κάθε σκέψης.
«Όλη η κίνηση της Ηρακλειτικής σκέψης, υπακούοντας στον ρυθμό της κίνησης της ολότητας, ενώνει την αρχή και το τέλος, και θα μπορούσε να απεικονιστεί με σπείρες. Ο δρόμος όμως που ακολουθεί ο στοχαστής δεν θα ήταν αληθινός αν δεν οδηγούσε στην καρδιά του σύμπαντος».
Αποσπάσματα από τον Ηράκλειτο
απ 2: «Γι’ αυτό πρέπει να ακολουθήσουμε τον κοινό Λόγο γιατί το κοινό είναι συμπαντικό. Ενώ όμως ο Λόγος είναι κοινός, οι πολλοί ζουν σαν να είχαν μια δική τους φρόνηση».
απ 34: «Όταν ακούν δεν καταλαβαίνουν και γι αυτό μοιάζουν με κουφούς. Μαρτυρεί γι αυτούς η παροιμία: παρόντες απουσιάζουν».
απ 70: «Παιχνίδια παιδιών οι ανθρώπινες δοξασίες».
απ 97: «Κακοί μάρτυρες τα μάτια και τ αυτιά για τους ανθρώπους, όταν οι ψυχές τους είναι βάρβαρες».
απ 46: «Η έπαρση είναι νόσος ιερή και η όραση ψεύδεται».
απ 41::«Γιατί μια είναι η σοφία: Το να γνωρίζεις την σκέψη που μέσα απ΄ όλα τα κυβερνάει όλα».
απ 116:«Όλοι οι άνθρωποι έχουν μερίδιο στην αυτογνωσία και την σωφροσύνη».
απ 112: «Σωφροσύνη, η μέγιστη αρετή, και σοφία το να λες την αλήθεια και να πράττεις σύμφωνα με την φύση-ακούγοντας την».
απ 115: «Ο λόγος της ψυχής αυξάνει απ’ τον εαυτό του».
απ 54: «Η αφανής αρμονία καλύτερη από την φανερή».
απ 123: «Η φύση αγαπά να κρύβεται».
απ 22: « Όσοι γυρεύουν χρυσάφι σκάβουν πολύ την γη και λίγα βρίσκουν».
απ 114: «Για να μιλάμε με νόημα πρέπει να αντλούμε δύναμη απ αυτό που είναι σ όλα κοινό, όπως η πόλη αντλεί από τον νόμο, κι ακόμα περισσότερο, γιατί όλοι οι ανθρώπινοι νόμοι τρέφονται από τον ένα νόμο, το θείο. Αυτός κρατάει όσο θέλει την εξουσία του αρκεί για όλα και τα υπερβαίνει».
Η φωτιά
Ο αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος Ηράκλειτος υποστήριζε ότι η αρχή του κόσμου είναι η φωτιά. Με αφετηρία την σκέψη του σύγχρoνου φιλόσοφου Κ. Αξελού, ας ρίξουμε μια ματιά στο τι ακριβώς εννοούσε ο Ηράκλειτος κι ας συλλογιστούμε τι μπορεί να σημαίνουν αυτά για την σημερινή εποχή.
Ο Θαλής δηλώνει πως τα πάντα προέρχονται από το νερό.
Ο Αναξίμανδρος συλλαμβάνει την αέναη κίνηση που μέσα της τα αντίθετα, το ζεστό και το κρύο, το υγρό και το στεγνό, παράγουν τα κοσμικά φαινόμενα.
Ο Αναξιμένης δίνει προτεραιότητα στον αέρα.
Ο Πυθαγόρας αφοσιώνεται στην κοσμική αρμονία, στη μελέτη των αριθμών και των μορφών και το πνεύμα του είναι γεωμετρικό και μαθηματικό.
Ο Ξενοφάνης στρέφεται προς την γη ως πρωταρχικό κοσμικό στοιχείο.
Ο Ηράκλειτος είναι το μεγάλο ενοποιητικό πνεύμα. Νερό και γη, αέρας και φωτιά, υπακούουν σε μέτρα κι αποτελούν τον Κόσμο. Η αρμονία δεν ξεχωρίζεται από την σύγκρουση. Είναι κεφαλαιώδης η σημασία των αντιθέτων μέσα στην αέναη κίνηση του κόσμου.
Ο Κόσμος αποτελείται από το σύνολο των όντων και των πραγμάτων που υπάρχουν μέσα στο χώρο και τον χρόνο που τα περιέχουν. Ο χώρος μας περιέχει μα εμείς δεν μπορούμε να τον περιέχουμε επειδή μας απορροφάει. Τότε συλλαμβάνει η σκέψη τον χρόνο και τον προωθεί στην σειρά του πρωταίτιου του γίγνεσθαι του κόσμου.
Ο Ηράκλειτος συλλαμβάνει μια κοσμολογία που θέλει να ξεπεράσει το κοσμογονικό στάδιο. Αυτή η κοσμολογία, επειδή μεταχειρίζεται «σύμβολα» για να εκφράσει τις φυσικές δυνάμεις κι αποδίδει μια δύναμη σε αυτά τα σύμβολα, συνδέεται με τη μυθολογία και γίνεται δημιουργός μύθων. Βέβαια η σύλληψη του κοσμικού παιχνιδιού είναι μια πράξη του λογισμού.
Τι μας λέει για το σύμπαν ο Ηράκλειτος; -Αυτόν τον κόσμο που είναι για όλους, ούτε κανείς θεός ούτε άνθρωπος τον έκανε, αλλά ήταν από πάντα και είναι και θα είναι αιώνια φωτιά, που ανάβει με μέτρο και σβήνει με μέτρο (απ.30) -Τα πάντα ανταλλάσσονται με τη φωτιά και με τα πάντα η φωτιά, όπως τα πράγματα με το χρυσάφι και το χρυσάφι με τα πράγματα-(απ.90) -Η φωτιά ζει τον θάνατο της γης κι ο αέρας ζει το θάνατο της φωτιάς, το νερό ζει το θάνατο του αέρα και η γη του νερού-(απ.76)-Το ψυχρό θερμαίνεται, το θερμό ψύχεται, το υγρό ξεραίνεται, το ξηρό νοτίζει-(απ.126)
Ο Κόσμος δεν έχει αρχή. Οι μυθολογικές κοσμογονίες, ο Όμηρος κι ο Ησίοδος, εκθρονίζονται. Παρακολουθούμε το πέρασμα απ την κοσμο-γονία στην κοσμο-λογία. Ο κόσμος δε δημιουργήθηκε ήταν από πάντα, είναι και θα είναι. Ο κόσμος είναι το Σύμπαν, δηλαδή η τακτοποιημένη ολότητα.
Κόσμος αιώνιος και αιώνια φωτιά υπακούουν το ένα στο άλλο. Ας επιχειρήσουμε να διακρίνουμε ποιος είναι ο δεσμός τους. Η φωτιά είναι ως προς τον κόσμο αυτό που ως προς την ανθρώπινη ζωή είναι ένα ποτάμι. Μεταβάλλονται και τα δύο ακατάπαυστα μέσα στη μονιμότητα του γίγνεσθαι του είναι. Η φωτιά είναι ακόμη πιο μεγαλοπρεπής απ το ποτάμι. Η φωτιά υπακούει σε μέτρα. Και το χρυσάφι λάμπει, έχει το χρώμα και την αξία της φωτιάς, επιβάλλει ένα μέτρο και μεταβάλλει τα πράγματα. Η φωτιά μπορεί να συγκριθεί με το χρυσάφι.
Η φωτιά είναι ουσία η στοιχείο; Ας μην ξεχνάμε ότι οι κοσμικές δυνάμεις που με την δική τους βοήθεια σκέφτονται οι πρώτοι έλληνες στοχαστές τον κόσμο, δεν είναι «υλικές». Το νερό του Θαλή δεν είναι παρά μια θεμελιακή μονιμότητα, ούτε υλική ούτε ιδεατή. Ο αέρας του Αναξιμένη και το άπειρον του Αναξίμανδρου απέχουν πολύ απ το να είναι ουσίες. Η Ηρακλειτική φωτιά είναι ακόμα λιγότερο ουσία, πράγμα που δεν σημαίνει ότι έχει κάποια φυσική και συγκεκριμένη εμφάνιση. Δεν είναι όμως ούτε και λογική αρχή.
Οι πρώτοι έλληνες στοχαστές συλλαμβάνουν τις θεμελιακές τους διαισθήσεις αλλά όχι σαν ουσίες. Ιδεατότητα και πραγματικότητα είναι αξεχώριστες. Η ερώτηση αν οι αρχές είναι πραγματικές η ιδεατές, δεν μπορεί να πάρει απάντηση γιατί δεν υπάρχει απάντηση γι αυτή την ερώτηση.
Έτσι η ηρακλειτική φωτιά είναι «αρχή» που κατευθύνει την ροή και την σύλληψη των πραγμάτων, αφανής και φανερή αλήθεια των ορατών κι αοράτων φαινομένων.
Σύμφωνα με τον Χάιντεγκερ «Την ελληνική λέξη αρχή πρέπει να την κατανοήσουμε με το πλήρες νόημα της. Η λέξη αυτή ονομάζει αυτό που παίρνοντάς το κάποιο πράγμα σαν αφετηρία αποκτά διέξοδο. Αυτό όμως το (παίρνοντάς το σαν αφετηρία), με την απόκτηση της διεξόδου δεν αφήνεται πίσω. Η αρχή έχει να κάνει μάλλον μ΄ αυτό που λέει το ρήμα άρχειν - μ΄ αυτό δηλαδή που δεν παύει να κυριαρχεί» Πρόκειται δηλαδή για μια λέξη κλειδί.
Ο Διογένης ο Λαέρτιος αναφέρει:
«Αυτά που ο Ηράκλειτος πίστευε σε γενικές γραμμές είναι: τα πάντα συνίστανται από φωτιά και μέσα σ΄ αυτήν αναλώνονται. Τα πάντα συμβαίνουν σύμφωνα με την ειμαρμένη και η συναρμολόγηση των όντων πραγματοποιείται με την εναντιοδρομία… Όσο για τις λεπτομέρειες αυτών των θεωριών του, ιδού πως έχουν τα πράγματα. Η φωτιά είναι στοιχείο και τα πάντα ανταλλάσσονται με την φωτιά και γίνονται με την αραίωση και την πύκνωση. Τίποτα όμως δεν εκθέτει με σαφήνεια. Τα πάντα γίνονται με την εναντιότητα και κυλούν σαν ποτάμι. Η ολότητα είναι κάτι το πεπερασμένο κι ο κόσμος ένας. Αυτός ο κόσμος γεννιέται απ΄ τη φωτιά και ξαναπαίρνει κατά περιόδους φωτιά, κι αυτό γίνεται εναλλάξ, στον αιώνα τον άπαντα. Αυτό συμβαίνει σύμφωνα με την ειμαρμένη. Από τα αντίθετα, εκείνο που οδηγεί στην γένεση ονομάζεται πόλεμος και έρις, κι εκείνο που οδηγεί στην ανάφλεξη, ομόνοια και ειρήνη κι η μεταβολή είναι ένας δρόμος που ανεβαίνει και κατεβαίνει κι ο Κόσμος φτιάχνεται σύμφωνα μ΄ αυτή την μεταβολή. Γιατί, όταν η φωτιά πυκνώνει, γίνεται ρευστή κι όταν μαζεύεται, γίνεται νερό. Το νερό όταν πήζει μεταβάλλεται σε γη-αυτός ο δρόμος κατεβαίνει. Η γη ξαναγίνεται ρευστή κι απ΄ αυτήν γίνεται το νερό κι απ΄ το νερό όλα τα υπόλοιπα. Γιατί αναφέρει ότι όλα σχεδόν προέρχονται απ την αναθυμίαση που βγαίνει απ΄ τη θάλασσα-κι αυτός είναι ο δρόμος που ανεβαίνει. Οι αναθυμιάσεις προέρχονται τόσο απ΄ τη γη όσο κι απ΄ τη θάλασσα, άλλες λαμπερές και καθαρές κι άλλες σκοτεινές. Με τις λαμπερές αυξάνει η φωτιά και με τις άλλες η υγρασία. Όσο για το περιέχον δεν μας αποκαλύπτει τι είναι».
Η φωτιά για τον Ηράκλειτο είναι μια ενεργειακή δύναμη. Παίρνει μορφή συγκεκριμένη χωρίς να καταλήγει σε φλόγα. Υπόστρωμα, στοιχείο και ανώτατη αρχή, πανίσχυρη μεταφορά, η φωτιά είναι όλα αυτά και δεν είναι.
Στην σπαρακτική ερώτηση τι είναι κόσμος; Ο Ηράκλειτος απαντάει:αιώνια ζωντανή φωτιά.
Τα τέσσερα στοιχεία, με ηγεμόνα το ένα απ΄ αυτά, τη φωτιά, διατρέχουν ένα δρόμο που ανεβαίνει και κατεβαίνει. Ο δρόμος που ανεβαίνει (από το βαρύτερο στο ανώτατο) οδηγεί από τη γη στο νερό, κι από τον αέρα στη γη. Το ζεστό και το κρύο, το υγρό και το στεγνό (που απορρέουν από τα τέσσερα στοιχεία) αντιτίθενται μεταξύ τους και συνταιριάζονται μέσα στον κύκλο που ρυθμίζεται από την ένωση της σύγκρουσης και της αρμονίας.
Την κοσμική διαδικασία-φωτιά, αέρας, νερό, γη, νερό, αέρας, φωτιά-πρέπει να την συλλάβει κανείς σαν κάτι κυκλικό κι όχι σαν μια ευθύγραμμη πορεία η σαν μια κάθετη άνοδο και κάθοδο. Η κοσμική κίνηση είναι κυκλική, γι αυτό τον λόγο ο δρόμος που ανεβαίνει και κατεβαίνει είναι ο ίδιος. Έτσι είναι δυνατόν να επιλέξουμε ως αρχή και τέλος το νερό, την γη, τον αέρα η την φωτιά. Η φωτιά όμως είναι εκείνο το στοιχείο που κάνει τον κύκλο να γυρίζει, αυτή τον κρατάει σε κίνηση. Η ολότητα είναι μια μεγάλη ακολουθία μετασχηματισμών που ξαναγυρίζει στον εαυτό της. Πρόκειται για την εικόνα του φιδιού που δαγκώνει την ουρά του.
Ποιος είναι ο ρόλος του Χρόνου, που είναι ο ρυθμός του μεγάλου χώρου; Ο Αέτιος μας πληροφορεί ότι κατά τον Ηράκλειτο «ο κόσμος γεννιέται όχι σύμφωνα με τον χρόνο αλλά σύμφωνα με την σκέψη» Κατά τον Ηράκλειτο ο κόσμος δεν γεννιέται κι ο χρόνος δεν είναι χωρισμένος απ΄ την σκέψη. Ο χρόνος είναι δεμένος με την σκέψη, δηλαδή με τον λόγο. Κατά τον Σέξτο τον Εμπειρικό, ο Ηράκλειτος είχε ταυτίσει το Ον και το Χρόνο. Πρέπει να δοθεί μια σωστή ερμηνεία σ΄ αυτή την μαρτυρία. Ο Λόγος κι ο Κόσμος, ο Χρόνος κι η Φωτιά, είναι βαθιά ενωμένα το ένα με το άλλο, όμως δε συγχέονται. Ο λόγος εκφράζει την αρμονία και την αντίθεση των αντιθέτων, μέσα στον Κόσμο που είναι ένα γίγνεσθαι, με την δύναμη της φωτιάς΄ όλα αυτά μέσ’ από το Χρόνο. Η ηρακλειτική διαλεκτική διδάσκει την ενότητα της ενότητας και της μη ενότητας (δηλ της πολλαπλότητας). Ο Χρόνος είναι ένας και πολλαπλός, κάνει τον αιώνιο αληθινό λόγο χρονικό, εναρμονίζει τις βίαιες κοσμικές αλλαγές κι ενώνεται με την φωτιά δίχως να ταυτίζεται μαζί της. Ο Κόσμος ως τάξη της αταξίας, ως Ολότητα που περιέχει τα στοιχεία που την αποτελούν, υπακούει στο ρυθμό του Χρόνου.
Το κοσμικό γίγνεσθαι γίνεται φανερό μέσα στο χρόνο. Η φωτιά εμψυχώνει αυτή την διαδικασία που υπακούει σ΄ ένα ρυθμό. Η φωτιά υπακούει στα μέτρα των ανταλλαγών της και των μετατροπών της. Γιατί, οι μεγάλες κοσμικές δυνάμεις που είναι το νερό, η γη, ο αέρας, μπορεί να εμφανίζονται περισσότερο μέσα στον χώρο και να κυριαρχούν στον πάντα ορατό ορίζοντα των πραγμάτων του κόσμου, η φωτιά όμως εμψυχώνει, φωτίζει και κεραυνώνει όλο τον χώρο, δίνει την κατεύθυνσή του στο γίγνεσθαι, προκαλεί βαθιές αλλαγές, γεννάει και μετατρέπει σε στάχτη το κάθε τι που είναι. Η πορεία του χρόνου δεν είναι ευθύγραμμη αλλά κυκλική, μια πορεία φτιαγμένη από εναλλαγές και περιόδους. Η ακατάπαυστη μεταβολή είναι μια σταθερή του σύμπαντος. Φυσικά η αλλαγή γίνεται μέσα στο χώρο κι είναι αναγκαστικά περιορισμένη σ ένα τόπο. Ωστόσο, κάθε περιορισμός σ΄ ένα τόπο δεν είναι παρά μια «στιγμή» της χωρικής έκτασης, κι αυτή η έκταση είναι υποταγμένη στην χρονική έκταση. Τα μέτρα των ανταλλαγών εξασφαλίζουν την τάξη του κόσμου και προστατεύουν τα πράγματα που βρίσκονται σε γίγνεσθαι από το να βουλιάξουν στο χάος. Είναι αλήθεια ότι τα φυσικά πράγματα μετατοπίζονται, πριν απ όλα όμως γίνονται «άλλα», μέσα στον χρόνο, παραμένοντας συγχρόνως ίδια. Η φωτιά είναι που κυβερνάει αυτές τις μεταβολές και υπακούει στα μέτρα.
Χάρη στη φωτιά, το ένα και πεπερασμένο σύμπαν ξετυλίγεται μέσα στον χωρόχρονο. Ο ρυθμός των μεταβολών της φωτιάς είναι ο ρυθμός του κόσμου κι αυτός ο ρυθμός είναι αυστηρός και δίκαιος. Με το ρυθμό των ανταλλαγών και των μεταβολών, η «ποσότητα» αλλάζει και γίνεται «ποιότητα». Η φωτιά είναι η βάση της κίνησης του χρόνου και έχει ως μέτρο τον κόσμο στην ολότητά του. Ο χρόνος είναι η κίνηση, που είναι τόσο η στιγμή όσο και η μεγάλη χρονιά (10.800 ηλιακές χρονιές). Ακόμη κι η μεγάλη χρονιά μπορεί να συλληφθεί μέσα σε μια στιγμή, αποτελώντας ένα λεπτό της σκέψης. Ο Ηράκλειτος εξωτερίκευσε με το λόγο του πάνω στο σύμπαν τον εσωτερικό ρυθμό του σύμπαντος αυτού. Δίδαξε ότι στην περιφέρεια ενός κύκλου η αρχή και το τέλος συμπίπτουν, ότι ο δρόμος που είναι ανηφορικός και κατηφορίζει είναι ο ίδιος, ότι ο πόλεμος είναι συμπαντικός και η δικαιοσύνη διχόνοια. Κάποια στιγμή, η γη (πάνω την οποία ζούμε και κινούμαστε), αφού πρώτα έγινε νερό κι αέρας, γίνεται φωτιά. Αυτό όμως το στάδιο δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση το τέλος της κοσμικής τραγωδίας που δεν έχει τέλος. Η φωτιά ξαναγίνεται αέρας, ο αέρας νερό, το νερό γη. Βρισκόμαστε πάλι πάνω στην γη. Τα μέτρα του χρόνου είναι τα μέτρα της αιωνιότητας. Η κυκλική κίνηση του κοσμικού γίγνεσθαι ακολουθεί, δηλαδή περιέχει, το δικό της ρυθμό που είναι φτιαγμένος από εναλλαγές και περιόδους.
Η φωτιά του κόσμου είναι ταυτόχρονα «ενυπάρχουσα» και «υπερβατική». Είναι μέσα στον κόσμο και τον κυβερνά.. Όλα τα κυβερνά ο κεραυνός (απ. 64). Ο κεραυνός εκφράζει την πιο πολεμική και την πιο θεϊκή πλευρά της φωτιάς, επιπλέον είναι το όπλο του Δία του κεραυνωτή. Ωστόσο, η φωτιά που κεραυνώνει δεν υπερίπταται του σύμπαντος και δεν το καίει απ΄ έξω γιατί η κοσμική φωτιά είναι η ίδια κριτής του εαυτού της, αφού περιέχει τα ίδια της τα μέτρα που είναι και τα μέτρα του κοσμικού χρόνου. Ο κεραυνός πέφτει και χτυπάει κάθε ιδιαιτερότητα, παραμένει όμως εγκλωβισμένος μέσα στην ολότητα που περιέχει τόσο την «ενύπαρξή» του όσο και την «υπέρβασή» του. Η διαλεκτική κίνηση αποκλείει την απόλυτη αρχή και το απόλυτο τέλος, χωρίς πάλι, για το λόγο αυτό, να υποστηρίζει την κίνηση που αρχίζει με μια σχετική αρχή και καταλήγει σ’ ένα τέλος σχετικό. Αυτή η διαλεκτική κίνηση είναι η διαλεκτική της ολοκληρωτικής κι αέναης κίνησης που συνιστά το απόλυτο. Ο Ηρακλειτικός Κόσμος είναι αιώνιος κι αιώνια είναι και η Φωτιά και ο Λόγος.
Η φωτιά που είναι η βαθιά αλήθεια του κόσμου, είναι συνάμα και το νόημα του, και μ’ αυτόν τον τρόπο αποτελεί τη σοφία του συμπαντικού γίγνεσθαι. Αυτή η σοφία δεν είναι καθόλου διασκεδαστική η στοχαστική σοφία, αλλά μια σοφία κοσμική που είναι σοφία της ολότητας. Η φωτιά είναι κεραυνοβόλα και θεϊκή, πολεμίστρια και σοφή. Ενώνεται με τον λόγο και με τη θεότητα. Εκφράζει τον κοσμικό λόγο (το σοφόν) και σφραγίζει το φυσικό κόσμο.
Η φωτιά ωστόσο δεν είναι η αιτία της κυβέρνησης του Σύμπαντος. Η κυβέρνηση του κόσμου ενυπάρχει στον κόσμο. Ο κόσμος δεν είναι μια βάρκα που βαρκάρη της έχει την φωτιά. Η κοσμική φωτιά υπακούει στα δικά της μέτρα και μετράει τις ανταλλαγές των κοσμικών στοιχείων. Η εσωτερική ανάγκη της τη σπρώχνει στην αλλαγή, γιατί η ανάγκη αυτή είναι έλλειψη, χορταίνει αυτή την ανάγκη της με τις αέναες αλλαγές κι αναπαύεται με τη μεταμόρφωσή της. Έτσι η φωτιά είναι αυτό που η ίδια γίνεται, δηλαδή είναι αλλαγή κι ανάπαυση, κρυφή αρμονία και κεραυνός. Περιέχει κι ο κόσμος αυτή τη φωτιά που δεν είναι η αιτία της κυβέρνησης του σύμπαντος αλλά η ίδια η κυβέρνηση του, στο εσωτερικό του περιέχοντος. Η φωτιά φωτίζει τον κόσμο και τον κάνει διάφανο. Πώς μπορεί λοιπόν να μην είναι η Σοφία;
Συνοψίζοντας θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Αιώνιος Κόσμος φανερώνεται μέσα στον Χρόνο κι η Φωτιά ως κεραυνός και σοφία του εξασφαλίζει το σφρίγος του, τη λάμψη και τη συνοχή του. Ο πόλεμος είναι αναγκαίος, είναι αρμονία κι ο ολικός ρυθμός του Κόσμου είναι η κορυφαία μοίρα του, η άρχουσα Ενότητα που περιέχει και συνέχει κάθε τι που είναι μέσα στο χρόνο.
Στο τρίτο μέρος τού αφιερώματος στον αρχαίο φιλόσοφο Ηράκλειτο, προσεγγίζονται οι απόψεις του σχετικά με το θείο και την σχέση του με τον Κόσμο και τον άνθρωπο.
Ο Θεός, ο λόγος, ο κόσμος, η φωτιά Ο Θεός: μέρα-νύχτα, χειμώνας- καλοκαίρι, πόλεμος-ειρήνη, κόρος-λιμός. Αλλοιώνεται όπως η φωτιά που όταν αναμιχθεί με αρώματα, ονομάζεται με το όνομα της μυρωδιάς του καθενός (απόσπ. 67).
Το είναι του Θεού βρίσκεται σε γίγνεσθαι. Ο Θεός είναι σε κίνηση, μεταβάλλεται παραμένοντας ο ίδιος. Το γίγνεσθαι είναι θείο. Ο Θεός είναι ενωμένος με το λόγο, με τον κόσμο, με τη φωτιά. Είναι η ενότητα των αντιθέτων. Το φωτεινό (η μέρα) και το σκοτεινό (η νύχτα), το ζεστό (το καλοκαίρι) και το κρύο (ο χειμώνας), η σύγκρουση και η ειρήνη, η αφθονία και ο λιμός, βρίσκουν σ΄ αυτόν την αρμονία τους και παύουν να είναι αντίθετα όπως είναι για τους ανθρώπους. Η θεότητα είναι το θεμέλιο και η λύση των αντιφάσεων που για την ανθρώπινη αδυναμία, πάντα αλληλοσπαράζονται και σπαράζουν και τους άλλους. Η θεότητα δεν καταργεί τις αντιθέσεις, δεν εμποδίζει την μέρα να είναι μέρα και τη νύχτα νύχτα, αυτή όμως είναι μια απ' όλες τις πολλαπλές της εκδηλώσεις.
Ο Θεός συνδέεται με την κοσμική φωτιά. Η φωτιά των θυσιών που προσφέρονται στον Θεό είναι αρωματισμένη κι έχει πολλά ονόματα. Η ποικιλία ωστόσο των ονομάτων της δεν εκφράζει παρά μία μόνο αλήθεια. Με τον ίδιο τρόπο, οι άνθρωποι δίνουν στη μια θεότητα διάφορα ονόματα. Η θεότητα είναι η συμπαντική Σοφία. Για τη Σοφία ξέρουμε από τα αποσπάσματα 50 και 41 ότι μας κάνει να καταλαβαίνουμε πως «τα Πάντα είναι Ένα» και πως «όλα κατευθύνονται απο όλα».
Ο Θεός είναι μέρα και νύχτα, χειμώνας και καλοκαίρι. Αυτά δεν τα προκαλεί ο Θεός. Αυτός είναι ο ιερός ρυθμός του γίγνεσθαι. Τότε, μήπως είναι ο ίδιος ο κόσμος;
Είναι φανερό πως ο Θεός δεν δημιουργεί τίποτα αφού, «αυτόν τον κόσμο που είναι για όλους, ούτε κανείς Θεός ούτε άνθρωπος τον έκανε αλλά ήταν από πάντα και είναι και θα είναι αιώνια φωτιά που ανάβει με μέτρο και σβήνει με μέτρο». Η θεότητα είναι το νόημα του κόσμου. Σαν νόημα που είναι ενώνεται με το λόγο.
Ο Θεός κι ο λόγος ενώνονται αλλά δεν ταυτίζονται. Ο Ηρακλειτικός λόγος είναι θείος και η θεότητα είναι λόγος. Λόγος και Θεός αποτελούν τους αρμούς του Σύμπαντος κι είναι παρόντες μέσα στην ανθρώπινη σκέψη. Η ανθρώπινη σκέψη σκέπτεται τη θεότητα και μιλά γιά αυτήν και με αυτήν, επειδή κάθε λόγος είναι διάλογος. Η Ηρακλειτική σκέψη συλλαμβάνει με την σκέψη και εκφράζει με την γλώσσα την αλήθεια και το νόημα της ολότητας του κόσμου, αυτή την ολότητα που είναι αιώνια και καθόλου δημιούργημα. Ενώ η χριστιανική θεολογία πιστεύει σε έναν κόσμο που δημιουργήθηκε εκ του μηδενός από τον Θεό.
Μόνο ένας παγανιστής Θεός μπορεί να εμφανιστεί μέσω της φωτιάς και μάλιστα με την πιο βίαιη μορφή της, τον κεραυνό. Η φωτιά είναι η ζωή του κόσμου κι ο Θεός το νόημα του. Είδαμε σε προηγούμενο άρθρο, πως η φωτιά είναι σοφή (απόσπ 64). Ο κεραυνός που κυβερνά τα πάντα είναι η πιο σφριγηλή εμφάνιση της κοσμικής φωτιάς. Κι ο Θεός έχει τις ίδιες «ιδιότητες» με την φωτιά. Η φωτιά ονομάζεται σοφή κι ο Ζεύς αποκαλείται κεραυνοβόλος. Ο Θεός και η φωτιά έχουν ζωή αιώνια. Ωστόσο, ο Θεός δεν είναι ο κεραυνός κι ο κεραυνός δεν είναι ο Θεός. Υπάρχει χώνευση, αλλά όχι και συγχώνευση.
Ο Θεός, ο λόγος, ο κόσμος και η φωτιά ενώνονται χωρίς να ταυτίζονται. Το ίδιο συμβαίνει και με τα αντίθετα, που ενώνονται αλλά δεν ταυτίζονται μέσα στους κόλπους της θεότητας. Ο Θεός είναι πόλεμος και ειρήνη (απόσπ 67). Μέσα στον Θεό, η ομόνοια αντιτίθεται στην διχόνοια και συντίθεται μαζί της, αφού η δικαιοσύνη είναι διχόνοια. Ο επικούρειος Φιλόδημος μας πληροφορεί «πως ο Ηράκλειτος έλεγε ότι ο πόλεμος και ο Θεός είναι ταυτόσημοι». Ο πόλεμος, που είναι δύναμη συμπαντική, πρέπει να έχει για θεμέλιο του τον Θεό. Φυσικά ο Θεός είναι ταυτόχρονα και ειρήνη αφού η αέναη αλλαγή του συμπίπτει με την αιώνια ανάπαυση. Η υπέρτατη κίνηση είναι συνάμα και υπέρτατη ανάπαυση.
Η μοναδικότητα του κάνει τον Θεό να είναι και το θεμέλιο κάθε νόμου γιατί όλοι οι ανθρώπινοι νόμοι τρέφονται από τον ένα νόμο, τον Θείο. Αυτός κρατάει όσο θέλει την εξουσία του, αρκεί για όλα και τα υπερβαίνει όλα (απόσπ. 114). Ο νόμος, δομή της φύσης και της πόλης, είναι μια αρμονία των αντιτιθέμενων εντάσεων κι αντλεί τη δύναμή της από τον ίδιο τον ρυθμό της ολότητας την οποία εκφράζει. Είναι νόμος μόνον όταν τρέφεται ακατάπαυστα από το μοναδικό θείο νόμο.
Η αλήθεια του μοναδικού θείου νόμου, που κάνει τα αντίθετα να συμπίπτουν κι είναι παρούσα μέσα στο σφρίγος της κοσμικής φωτιάς, φανερώνεται δια του χρόνου. Αυτός ο αιώνιος χρόνος είναι ο πρωταίτιος της σύγκρουσης των αντιθέτων και εγχρονίζει τις περιοδικές αλλαγές της φωτιάς. Συνεπώς ο Θεός είναι κεραυνοβόλος και σοφός, οιστρηλατημένος και ατάραχος. Δεν ενώνεται μόνο με το λόγο, με τον κόσμο, τη φωτιά, την κρυμμένη αρμονία και τον πόλεμο αλλά και με τον χρόνο. Για τον χρόνο το απόσπασμα 52 μας είχε πει πως είναι ένα παιδί που παίζει ρίχνοντας τα ζάρια, πως είναι η βασιλεία ενός παιδιού. Ο κόσμος είναι το θέατρο του θείου παιχνιδιού, που είναι παιχνίδι βασιλικό και παιδικό.
Το παιχνίδι και ο χρόνος ο αιώνια παρών είναι τα βαθιά γνωρίσματα της ελληνικής ζωής και σκέψης. Ο Ηράκλειτος συλλαμβάνει την σπουδαιότητα του δεσμού που ενώνει το παιχνίδι, τον πόλεμο και τον χρόνο που συνδέονται με τη θεότητα. Οι πόλεμοι που κάνουν μεταξύ τους οι άνθρωποι είναι κι αυτοί ένα παιχνίδι, και μέσα στην καρδιά του τρωικού πολέμου παίζονται παιχνίδια. Και στις γιορτές της Ολυμπίας επίσης ανταμώνουν ο οίστρος και το ιερό. Η τραγωδία είναι ένα μεγάλο παιχνίδι. Αυτή η στενή συνάφεια που υπάρχει ανάμεσα στον αγώνα, στο παιχνίδι και στο ιερό θεμελιώνεται τώρα απ’ τον Ηράκλειτο πάνω στην ίδια τη δομή του Σύμπαντος, εκεί όπου εκδηλώνεται ο θείος λόγος. Εντός του Θεού, ο συμπαντικός πόλεμος γίνεται συμπαντική σοφία, και το παιχνίδι του χρόνου, ειμαρμένη του κόσμου.
Γιατί η θεότητα είναι η ειμαρμένη του κόσμου. Μια ειμαρμένη που ενυπάρχει στον κόσμο γιατί η ίδια η αναγκαιότητα του κόσμου δεν κάνει άλλο παρά να εκφράζει τη συγκλίνουσα δύναμη των ονομάτων και των φανερωμάτων της ολότητας, δηλαδή του λόγου, της φωτιάς, του κεραυνού, του χρόνου, της αρμονίας, του παιχνιδιού και του μοναδικού θείου νόμου. Το συμπαντικό περιέχον, δηλαδή η ολότητα, αποκαλύπτει κάθε φορά κι έναν απ τους τρόπους ύπαρξης του. Το ανθρώπινο βλέμμα θεωρεί την εκδήλωση αυτών των όψεων, υπάρχει όμως κίνδυνος να τις απομονώσει. Η σκέψη φιλοδοξεί να συλλάβει την ολότητα σαν ολότητα. Όσο κρατάει η φιλοδοξία της αυτή, η σκέψη ανταμώνει τη θεότητα (θεμέλιο του κάθε τι που είναι) και, στην προσπάθεια της να μιλήσει γι’ αυτήν, μετατρέπεται σε θεο-λογία. Η Ηρακλειτική θεότητα, επειδή είναι η ενότητα, δείχνει ότι μπορεί να εξασφαλίσει τον απαραίτητο συγχρονισμό όλων αυτών των πολλαπλών εκδηλώσεων.
Η θεότητα φανερώνει παντού την παρουσία της. Η πανταχού παρουσία όμως δεν είναι η ιδιότητα της. Ο Κόσμος δεν είναι ο καθρέφτης όπου καθρεφτίζεται η θεότητα. Είναι η κατοικία της. Ο κεραυνός δεν είναι το εργαλείο της. Είναι μια από της εκφράσεις της. Το παιχνίδι που παίζει με τις πιο αντιτιθέμενες δυνάμεις έχει ως πεδίο του τον κόσμο, και περιλαμβάνεται και αυτή στο παιχνίδι αυτό. Το γεγονός ότι σ΄ αυτή τη θεότητα τα αντίθετα συμπίπτουν δεν μας επιτρέπει σε καμία περίπτωση να τη θεωρήσουμε σαν ένα είδος συμπαντικής ουδετερότητας και σαν ένα θεοποιημένο ουδέτερο: το θείο. Η θεότητα δεν εξουδετερώνει τίποτα, γιατί διατηρεί επίσης και την σύγκρουση των αντιθέτων, χωρίς την οποία ο κόσμος θα καταποντιζόταν. Η θεότητα είναι πόλεμος και αρμονία. Είναι το ενωτικό παιχνίδι.
Το θείο και οι άνθρωποι
Το θείο φανερώνεται στους ανθρώπους που πρέπει να ξέρουν ν’ ακούνε τη φωνή του. Τα πιο πολλά από τα θεία πράγματα εξ αιτίας της απιστίας διαφεύγουν και δεν γίνονται γνωστά (απόσπ. 86).
Ο Ηράκλειτος αρχίζει με μια προειδοποίηση. Πρέπει να προετοιμάζεται κανείς για να γνωρίσει την θεότητα, όπως πρέπει να ελπίζει για να ανταμώσει το ανέλπιστο «αν δεν ελπίζεις δεν θα βρεις το ανέλπιστο γιατί είναι ανεξερεύνητο κι αδιάβατο» (απόσπ. 18).
Η ελπίδα και η πίστη έχουν σκοπό να κάνουν εφικτό τον διάλογο ανάμεσα στον θείο λόγο και στον ανθρώπινο. Η πίστη δεν αντιτίθεται στο λογικό ούτε η διαισθητική γνώμη στη λογική γνώση. Ο ανθρώπινος λογισμός πρέπει να είναι διαθέσιμος να δεχτεί το κάλεσμα της θεότητας. Αφού η θεότητα εξασφαλίζει την δομή του κόσμου, ο ανθρώπινος λογισμός είναι η σύλληψη αυτής της αόρατης δομής, αυτής της καλυμμένης αρμονίας.
Η πρώτη σύλληψη, δια της σκέψης, της θεότητας δεν είναι καθόλου βέβαιη γνώση. Η προσπάθεια της σκέψης είναι η αρχική κίνηση που θα τη διαδεχθεί ίσως η γνώση. Η θεσμοποιημένη πίστη ακινητοποιεί την σκέψη. Η σκέψη προετοιμάζεται να δεχτεί αυτό που μπορεί να φανεί απίστευτο. Η πίστη έρχεται μετά. Ο Ηράκλειτος απαιτεί το άνοιγμα του νου.
Η ανθρώπινη σκέψη που κατευθύνεται προς την θεότητα, δεν μπορεί πραγματικά να κατευθυνθεί προς αυτήν παρά μόνον αν ακούσει πρώτα το κάλεσμα της. Με την έννοια αυτή, η θεότητα είναι αυτό που έρχεται πρώτο. Η σκέψη όμως του ανθρώπου, όταν πορεύεται προς τις πιο ψηλές σφαίρες της γνώσης, σκοντάφτει πάνω σ’ αυτό που δεν μπορεί να γνωρίσει κι έτσι αναγνωρίζει την θεότητα σαν το τελευταίο εμπόδιο. Αυτή η αναζήτηση αποτελεί μια μεγάλη περιπέτεια. Πρέπει να αγωνιζόμαστε να συλλάβουμε αυτό που μας ξεπερνάει και να μην μειώνουμε αυτό που είναι μεγάλο. Η ανθρώπινη έπαρση είναι ίσως μια ιερή νόσος, επειδή μας εμποδίζει να επικοινωνήσουμε με τα ιερό και η όραση μας ξεγελάει όταν προσκολλάται με τρόπο εξαιρετικά αποκλειστικό σ΄ αυτό που είναι άμεσα ορατό, εμποδίζοντάς μας να δούμε. Γιατί ο ορίζοντας του ορατού παραμένει αόρατος και το ορατό δεν είναι παρά ένα απόσπασμα του αόρατου, μολονότι ο ορίζοντας των οριζόντων μας αφήνει, μέσ’ από το ορατό που δίνει παρουσία στο αόρατο, να τον διαβλέψουμε, δεχόμενος και μη δεχόμενος τα ονόματα που του δίνουν, που τα αποζητάει και δε τ’ αποζητάει.
Ο άνθρωπος βρίσκεται πάντα μέσα στο πεδίο της θεότητας και του είναι αδύνατον να κρυφτεί απ’ αυτό που δεν εξαφανίζεται ποτέ (Απόσπ. 16).
Η συμπαντικότητα του θείου νόμου είναι η μοναδική πηγή όλων των ιδιαίτερων νόμων που πάρα πολύ συχνά, αν όχι πάντα, το ρεύμα τους παρεκκλίνει απ’ τον σωστό δρόμο. Ο άνθρωπος, για να παραμείνει μέσα στην αλήθεια, άλλο δεν έχει να κάνει απ’ το σκέφτεται την καταγωγή του. Με μεγάλο μόχθο μπορεί να γίνει φιλόσοφος (απόσπ. 35). Αντίθετα, ο Θεός είναι αυτό το ολικό γίγνεσθαι που περιέχει και του ανθρώπου την πορεία, μόνον αυτός είναι ο Σοφός (απόσπ.32) Η αγάπη της Σοφίας που θεμελιώνει και γονιμοποιεί τη βασική αναζήτηση, μετατρέπεται έτσι σε αγάπη της θεότητας, αφού η θεότητα είναι η συμπαντική σοφία.
Οι άνθρωποι δεν πρέπει να ξεχνούν τους νόμους του αθάνατου παιχνιδιού. Ο άνθρωπος δεν πρέπει να κατασκευάζει την εικόνα του Θεού του σύμφωνα με την δική του εικόνα. Ο Θεός είναι τα Όλο (και το Όλο είναι ο Θεός), ενώ ο άνθρωπος χωρίς να είναι το Τίποτα είναι ένα Μέρος. Με τον Ηράκλειτο κάνει την εμφάνιση της η αφηρημένη σκέψη με το θεμελιακό της ερώτημα που δεν παύει ν’ αμφισβητεί τα πάντα, ακόμη κι όταν κινείται μέσα σ’ ένα « πλαίσιο» που περιέχει ήδη μερικές απαντήσεις. Ο Ηράκλειτος εγκαθιστά στην καρδιά της θεολογικής μέριμνας τον ερωτηματικό στοχασμό. Τα μαθήματα που βλασταίνουν απ αυτό το γεγονός είναι τραγικά: οι άνθρωποι είναι παιδιά που κάνουν ερωτήσεις, κι αυτές οι ανοιχτές ερωτήσεις που μπήγονται σαν νυστέρια, διατηρούνται ανοιχτές, παρά τις απαντήσεις και μές από τις απαντήσεις που παίρνουν, γιατί αυτές οι ερωτήσεις είναι αινίγματα. Κάθε αληθινή σκέψη περιέχει μια αντίφαση, η μια αντινομία, δηλαδή ένα στοιχείο τραγικό. Η σκέψη του Ηράκλειτου προσπαθεί να ξεπεράσει τις αντιθέσεις με την σύλληψη της ενωτικής θεότητας. Οι αντιθέσεις ωστόσο παραμένουν σπαρακτικές για τους θνητούς που το είναι τους είναι ένα συνεχές γίγνεσθαι. Αυτή η σύλληψη της θεότητας πραγματοποιείται με την σκέψη που είναι ανοιχτή στο αίνιγμα του κόσμου.
ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ ΚΑΙ CERN
Όλοι όσοι ασχολούνται με την φυσική, υποστηρίζουν ότι η σειρά των πειραμάτων που διεξάγονται στο CERN, ένα πασίγνωστο πλέον χάρη στην πρόσφατη δημοσιότητα που του παρέχουν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ευρωπαϊκό εργαστήριο σωματιδιακής φυσικής (ενώ λειτουργεί αθόρυβα και συστηματικά επί πέντε και πλέον δεκαετίες), θα προσφέρει απαντήσεις σε προβλήματα που βασανίζουν την σύγχρονη φυσική επί δεκαετίες και ίσως και την φιλοσοφία που αναζητά απαντήσεις σε ερωτήματα που παραμένουν αναπάντητα επί χιλιετίες.
Όμως σύμφωνα με τον νομπελίστα φυσικό Werner Heisenberg (1901-1976)∗, τον εισηγητή της κβαντομηχανικής, η σύγχρονη φυσική πλησιάζει ή μάλλον επαναφέρει την ερμηνεία του Ηρακλείτου για τον κόσμο, καθώς εάν το πῦρ, που άλλοτε ορίζεται ως εμφανές και άλλοτε ως αφανές (το οποίο κατά τον Ηράκλειτο είναι και το ισχυρότερο), νοηθεί ως ενέργεια, τότε οι αποφάνσεις του μεγάλου σκοτεινού φιλοσόφου, απηχούν λέξη προς λέξη όχι μόνον τις σύγχρονες αντιλήψεις της φυσικής αλλά και τις τάσεις που καταλήγουν στα πειράματα του CERN.
Η ενέργεια συνιστά ουσιαστικά το υλικό, από το οποίο παράγονται όλα τα στοιχειώδη σωματίδια, τα άτομα και γενικά τα πάντα στον κόσμο, αλλά παράλληλα η ενέργεια κινεί τα πάντα στον κόσμο, αποτελώντας μία αναλλοίωτη ουσία, που το συνολικό της ποσό δεν μεταβάλλεται, με τα στοιχειώδη σωματίδια να αποτελούν παράγωγά της, όπως πιστοποιούν πάμπολλα πειράματα, ενώ ταυτόχρονα μετατρέπεται σε κίνηση, σε θερμότητα, σε φωτεινή ακτινοβολία ή σε διαφορά δυναμικού, προκαλώντας ηλεκτρομαγνητικά φαινόμενα.
Είναι η αιτία όλων των μεταβολών, που εκπροσωπεί μία θεμελιώδη αρχή, την αλλαγή, την άφθαρτη μεταβολή που ανανεώνει τον κόσμο, και αν και αυτή καθαυτή η αλλαγή δεν αποτελεί υλικό αίτιο, ο εκπρόσωπός της, το πῦρ, συνιστά ως θεμελιώδης αρχή και την κινούσα δύναμη.
Στο κοσμολογικό τμήμα του έργου του με τίτλο ΠΕΡΙ ΦΥΣΕΩΣ, ο Ηράκλειτος δηλώνει αφοριστικά πως…
DK B30 Κόσμον <τόνδε> τὸν αὐτὸν ἁπάντων οὔτε τις θεῶν οὔτε ἀνθρώπων ἐποίησε, ἀλλʹ ἦν αἰεὶ καὶ ἔστι καὶ ἔσται πῦρ ἀείζωον, ἁπτόμενον μέτρα καὶ ἀποσβεννύμενον μέτρα. (1).
(Ο κόσμος παραμένει αναλλοίωτος για όλα τα όντα και δεν είναι δημιούργημα κανενός θεού και κανενός ανθρώπου, αλλά υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρξει στον αιώνα τον άπαντα, ως πύρ αείζωον, που αναφλέγεται σύμφωνα με καθορισμένα μέτρα και αποσβένεται με καθορισμένα μέτρα).
Πρόκειται μάλλον για την σχεδόν προγραμματική δήλωση του φιλοσόφου που εισάγει τον αναγνώστη στις κοσμολογικές του αντιλήψεις, στοιχείο που προδίδεται από την πρόταξη του όρου κόσμος, τον οποίο ο Σιμπλίκιος ερμηνεύει αξιοποιώντας την έννοια διακόσμησις και ο Αλέξανδρος Αφροδισιεύς την έννοια διαρκὴς διάταξις, αλλά είναι προφανές ότι ο Ηράκλειτος εννοεί το σύμπαν και μάλιστα ο ενικός αριθμός δηλώνει ότι δεν αποδέχεται την άποψη του Αναξιμάνδρου για την ύπαρξη απείρων κόσμων.
Ένα άλλο πρόβλημα απορρέει από την εισαγωγή του όρου μέτρον που προσδιορίζει αφές και σβέσεις του αείζωου πυρός, καθώς ορισμένοι θεωρούν πως είναι ποσοτικός και άλλοι χρονικός, αν και από άλλα αποσπάσματα προδίδεται ότι διατηρεί ταυτόχρονα ποσοτική και χρονική σημασία. Ο Πλούταρχος (2), που εντυπωσιάζεται με την αφοριστική και προκλητική σαφήνεια του αποσπάσματος, καθώς είναι ένα εντελώς ασυνήθιστο χαρακτηριστικό για το ύφος του Ηρακλείτου, θεωρεί ότι ο μεγάλος Εφέσιος επιθυμεί να διευκρινίσει πως απορρίπτει την θεουργία, αλλά και παράλληλα να αναιρέσει κάθε μεταφυσική αντίληψη για την σχέση του ανθρώπου με την δημιουργία.
Ο Κλήμης που παραθέτει το συγκεκριμμένο απόσπασμα στο έργο του με τίτλο ΣΤΡΩΜΑΤΕΙΣ συνεχίζει για άγνωστο λόγο με δύο άλλα αλληλένδετα αποσπάσματα…
DK B31 Πυρὸς τροπαὶ πρῶτον θάλασσα· θαλάσσης δὲ τὸ μὲν ἥμισυ γῆ, τὸ δὲ ἥμισυ πρηστήρ… Θάλασσα διαχέεται καὶ μετρέεται ἐς τὸν αὐτὸν λόγον ὁκοῖος πρόσθεν ἦν ἢ γενέσθαι †γῆ†. (3).
(Η πρώτη μεταβολή του πυρός είναι σε θάλασσα, όπου ο υγρός όγκος αποτελείται κατά το ήμισυ από γή και κατά το ήμισυ από φλεγόμενο αέρα… Η θάλασσα διαχέεται και διατηρεί το ίδιο μέτρο αναλογίας, το οποίο ίσχυε πριν μετατραπεί σε γή).
Ο Ηράκλειτος διατυπώνει με τις προτάσεις αυτές ένα κομβικό αξίωμα, παρά το γεγονός ότι η δεύτερη πρόταση είναι ακατανόητη στην διασωζόμενη μορφή της. Οι Diels και Krantz, που επιχειρούν στην έκδοση των Προσωκρατικών αποκαταστάσεις των αποσπασμάτων, θεωρούν πως η δεύτερη πρόταση έχει την μορφή…Γῆ θάλασσα διαχέεται καὶ μετρέεται ἐς τὸν αὐτὸν λόγον…δηλαδή ότι η γή αναλύεται σε θάλασσα, διατηρώντας το ίδιο μέτρο αναλογίας.
Το αξίωμα αυτό δεν είναι παρά μία απλή διατύπωση που εξηγεί πως το συνολικό ποσό ενέργειας και ύλης δεν μεταβάλλεται, με εφαρμογή της αντίστροφης μετατροπής, όπου το στερεό στοιχείο μεταβάλλεται σε υγρό και το υγρό καταλήγει στο πύρ, δηλαδή σε ενέργεια, με μοναδικό αμετάβλητο χαρακτηριστικό το ποσοτικό μέτρο. Η αντίστροφη μετατροπή αναδύεται και σε άλλο απόσπασμα, όπου…
DK B76…ζῇ πῦρ τὸν ἀέρος θάνατον καὶ ἀὴρ ζῇ τὸν πυρὸς θάνατον, ὕδωρ ζῇ τὸν γῆς θάνατον, γῆ τὸν ὕδατος. (4).
(Το πύρ ζεί από τον θάνατο της γής και ο αέρας ζεί από τον θάνατο του πυρός, το νερό ζεί από τον θάνατο της γής, ενώ η γή από τον αντίστοιχο του νερού).
Ο Πλούταρχος (5), αξιοποιεί τμήμα του αποσπάσματος, σημειώνοντας πως…πυρὸς θάνατος ἀέρι γένεσις, καὶ ἀέρος θάνατος ὕδατι γένεσις, ακολουθούμενος από τον Μάρκο Αυρήλιο (6) που τονίζει …ὅτι γῆς θάνατος ὕδωρ γενέσθαι καὶ ὕδατος θάνατος ἀέρα γενέσθαι καὶ ἀέρος πῦρ καὶ ἔμπαλιν.
Αναμφίβολα η ιδέα της αέναης μετατροπής συναρπάζει επί αιώνες τους μεταγενέστερους συγγραφείς, πλην όμως στην πλήρη μορφή του αποσπάσματος που παραδίδει ο Μάξιμος, αποκαλύπτεται ότι ο Ηράκλειτος αναφέρεται σε ένα κύκλο υλοενέργειας, με τέσσερις διακριτές καταστάσεις (καθαρή ενέργεια, και αέρια, υγρή, στερεά κατάσταση υλικού σώματος), που αποτελούν εκφάνσεις του συμπαντικού κόσμου και είναι εντελώς αλληλένδετες μεταξύ τους.
Μάλιστα επεκτείνει την διαδικασία αυτή και στα έμβια όντα, όπως επισημαίνει ο Πορφύριος, θεωρώντας προφανώς ότι δεν αποτελούν ιδιαίτερο τμήμα του κόσμου, καθώς υπόκεινται στο ίδιο αξίωμα…
DK B77 …ὅθεν καὶ Ἡράκλειτον ψυχῇισι φάναι τέρψιν ἢ θάνατον ὑγρῇσι γενέσθαι, τέρψιν δὲ εἶναι αὐταῖς τὴν εἰς γένεσιν πτῶσιν, ἀλλαχοῦ δὲ φάναι ζῆν ἡμᾶς τὸν ἐκείνων θάνατον καὶ ζῆν ἐκείνας τὸν ἡμέτερον θάνατον. (7).
(Όπου και ο Ηράκλειτος αποφαίνεται ότι για τις ψυχές η τέρψη είναι ο θάνατος με την μετάπτωση στην υγρή κατάσταση, ενώ η τέρψη τους είναι και η μετάπτωση της γέννησης, καθώς και σε άλλο σημείο αποφαίνεται πως εμείς βιώνουμε τον θάνατό τους, ενώ εκείνες τον θάνατό μας).
Είναι αξιοσημείωτο ότι με τον όρο τέρψις, καλύπτονται και οι δύο καταστάσεις, δηλαδή ο θάνατος της ψυχής (που οδηγεί στην γένεση του εμβίου όντος), αλλά και ο θάνατος του εμβίου όντος (που καταλήγει στην γένεση της ψυχής), καθώς ο σκοτεινός φιλόσοφος συμπεραίνει πως αυτή καθαυτή η μεταβολή συνιστά την ουσία του ζητήματος και όχι οι εκφάνσεις της μίας ή της άλλης κατάστασης, ενώ το γεγονός ότι αναφέρεται πλέον σε ένα ανθρώπινο όν ενταγμένο στην συμπαντική διαδικασία, συνιστά μία πρώτη υπόμνηση κατά του ανθρωποκεντρισμού.
Ο θάνατος βέβαια δεν νοείται με την έννοια της εποχής μας, καθώς κατά τον Ηράκλειτο, απλώς ορίζει το φαινόμενο της μετάπτωσης από μία κατάσταση σε μία άλλη και δεν εμπεριέχει ως έννοια μεταφυσικά χαρακτηριστικά.
Όμως είναι πολύ πιθανόν ο σκοτεινός φιλόσοφος να προχωρεί μετά το εισαγωγικό του απόσπασμα για το σύμπαν σε δύο βασικές έννοιες με τις οποίες ορίζει τον συμπαντικό κύκλο, τις έννοιες χρησμοσύνη (ανάγκη) και κόρος (κορεσμός), που διασώζονται σε τρία αποσπάσματα από τον Ιπόλυτο…
DK B64 …πυρὸς γίνεσθαι λέγων οὕτως· τὰ δὲ πὰντα οἰακίζει κεραυνός, τουτέστι κατευθύνει, κεραυνὸν [τὸ πῦρ λέγων τὸ αἰώνιον. λέγει δὲ καὶ φρόνιμον τοῦτο εἶναι] τὸ πῦρ καὶ τῆς διοικήσεως τῶν DK B65 ὄλων αἴτιον· καλεῖ δὲ αὐτὸ χρησμοσύνην καὶ κόρον χρησμοσύνη δὲ ἐστιν ἡ διακόσμησις κατ΄ αὐτὸν, ἡ δὲ ἐκπύρωσις DK B66 κόρος. πάντα γάρ, φησί, τὸ πῦρ ἐπελθὸν κρινεῖ καὶ καταλήψεται. (8).
(Η γένεση του πυρός, όπως εξηγεί, ακολουθεί αυτόν τον τρόπο, σύμφωνα με τον οποίο τα πάντα καθοδηγεί, δηλαδή κατευθύνει ο κεραυνός – εννοεί το αείζωον πύρ, το οποίο διαθέτει φρόνηση, το πύρ, που αποτελεί το αίτιο διοίκησης των πάντων· το αποκαλεί μάλιστα ανάγκη και κορεσμό, όπου κατά την άποψή του η ανάγκη είναι η διακόσμηση και ο κορεσμός η εκπύρωση. Τα πάντα υποστηρίζει, κρίνονται και αναλώνονται από το πύρ).
Είναι προφανές ότι ο Ηράκλειτος ορίζει έναν συμπαντικό κύκλο, στον οποίο κυριαρχεί η ενέργεια, που είτε εκδηλώνεται άμεσα και ορατά (κεραυνός), είτε ανάλογα με τις συνθήκες, ιεραρχεί την πορεία και την εξέλιξή του έως την φάση της εκπύρωσης, που προδίδεται ότι αποτελεί την αφετηρία ενός νέου κύκλου, ο οποίος οφείλει την έναρξή του στην μεγάλη έκρηξη (Big Bang), με παντοτινό και αιώνιο πηδαλιούχο του την ενέργεια. Ο Διογένης Λαέρτιος, επιχειρεί να ερμηνεύσει αυτό τον κύκλο, αναλύοντας ότι…
Πεπεράνθαι τε τὸ πᾶν καὶ ἕνα εἶναι κόσμον· γεννᾶσθαί τε αὐτὸν ἐκ πυρὸς καὶ πάλιν ἐκπυροῦσθαι κατά τινας περιόδους ἐναλλὰξ τὸν σύμπαντα αἰώνα· τοῦτο δε γίνεσθαι καθ’ ἰμαρμένην, τῶν δὲ ἐναντίων τὸ μὲν ἐπὶ τὴν γένεσιν ἄγον καλεῖσθαι πόλεμον καὶ ἕριν, τὸ δὲ ἐπὶ τὴν ἐκπύρωσιν ὁμολογίαν καὶ εἰρήνην, καὶ τὴν μεταβολὴν ὁδὸν ἄνω κάτω, τον τε κόσμον γίνεσθαι κατ’ αὐτὴν. (9)
Ο κόσμος είναι ένας, μοναδικός και πεπερασμένος· γεννάται από το πύρ και μετατρέπεται πάλι σε πύρ, σε εναλλασσόμενες περιόδους κατά την διάρκεια ολόκληρης της αιωνιότητας· αυτή η διαδικασία είναι καθορισμένη, όπου από τις αντιτιθέμενες – δυνάμεις, εκείνες που οδηγούν στην γένεση αποκαλούνται έρις και πόλεμος, ενώ εκείνες που οδηγούν στην εκπύρωση, συμφωνία και ειρήνη, η δε μεταβολή ορίζεται οδός άνω κάτω και ο κόσμος οφείλει σε αυτή την γένεσή του).
Ο δοξογράφος Αέτιος, θεωρεί πως ο Ηράκλειτος εννοεί ότι…
Ἐκ πυρὸς γὰρ πάντα γίγνεσθαι καὶ εἰς πῦρ πάντα τελευτᾶν· τούτου δὲ κατασβεννυμένου κοσμοποιεῖσθαι τὰ πάντα…πάλιν δὲ τὸν κόσμον καὶ τὰ σώματα πάντα ὑπὸ τοῦ πυρὸς ἀναλοῦσθαι ἐν τῇ εκπυρώσει. (10).
(Από το πύρ δημιουργούνται τα πάντα και τα πάντα καταλήγουν στο πύρ· μάλιστα η κατάσβεσή του οδηγεί στην εμφάνισή του κόσμου – όπως μας είναι γνωστός…αλλά και πάλι, τα πάντα και ο κόσμος αναλώνονται από το πύρ κατά την διάρκεια της εκπύρωσης).
Οι ερμηνείες αυτές είναι κατά πέντε και πλέον αιώνες μεταγενέστερες του μεγάλου σκοτεινού φιλοσόφου και μάλιστα σε μία εποχή που κυριαρχείται από τις δοξασίες των Στωϊκών, με συνέπεια η πραγματική αντίληψη του Ηρακλείτου στο συγκεκριμμένο ζήτημα να παραμένει ασαφής. Είναι πολύ πιθανό η λεγόμενη διακόσμηση που προέρχεται από μία μεγάλη έκρηξη, να αποτελεί μία εξελικτική διαδικασία, ίσως με την έννοια της διαστολής, όπου μετά από ένα όριο αντιστρέφεται σε συστολή και μάλλον η έννοια του κορεσμού δηλώνει ακριβώς αυτή την κατάσταση, η οποία αναπόφευκτα καταλήγει στην εκπύρωση.
Στην πραγματικότητα ένα ανάλογο φαινόμενο σε μικρογραφία χαρακτηρίζει την εξελικτική διαδικασία ενός υπερκαινοφανούς αστέρα (super nova), όπου στο τελικό στάδιο η εσωτερική του κατάρρευση λόγω συστολής ή κορεσμού, οδηγεί σε μία απίστευτη έκρηξη και στην δημιουργία μαύρης οπής. Πρόκειται ουσιαστικά για δύο αντίθετες κινήσεις που εξελίσσονται διαδοχικά και νοούνται με τον όρο ἐναντιοδρομία που τον επαναλαμβάνουν σχεδόν άκριτα οι μεταγενέστεροι αρχαίοι σχολιαστές του, χωρίς να αντιλαμβάνονται την σημασία του.
Η εξέλιξη αυτή που περιλαμβάνει τις δύο αντίθετες κινήσεις είναι μονόδρομος και αυτός είναι ο λόγος που ορίζεται με την έκφραση ὁδὸς ἄνω κάτω, καθώς σε άλλο απόσπασμα δηλώνεται αφοριστικά πως… DK B60 … ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή. (11).
Αναπόφευκτα η ενέργεια συνιστά το καθοριστικό στοιχείο του σύμπαντος, καθώς εκφράζει την αέναη κίνηση, το γίγνεσθαι, με συνέπεια να εισάγεται μέσω αυτής μία αρχή, η οποία αποτελεί την μεγαλύτερη ίσως υπέρβαση της ελληνικής φιλοσοφίας.
Με την σημασία που αποδίδει ο Ηράκλειτος στην ενέργεια, παρακάμπτει όλα τα στατικά προβλήματα της φιλοσοφίας και η αναζήτηση της αιώνιας αρχής των πάντων μετατρέπεται σε ένα πρόβλημα περιγραφής ενός σχεδόν μαθηματικού προτύπου ικανού να ερμηνεύσει την ροή των αισθητών, το κεφαλαιώδες ζήτημα έρευνας του σκοτεινού φιλοσόφου. Η προσπάθεια αυτή εκφράζεται στο απόσπασμα που αναφέρεται σε ενεργειακά ισοδύναμα, όπου…
DK B90 Πυρὸς τε ἀνταμοιϐὴ τὰ πάντα καὶ πῦρ ἁπάντων, ὅκωσπερ χρυσοῦ χρήματα καὶ χρημάτων χρυσός. (12).
(Τα πάντα ανταλλάσσονται με το πύρ και το πύρ με τα πάντα, όπως ο χρυσός ανταλλάσσεται με εμπορεύματα και τα εμπορεύματα με χρυσό).
Αξιοποιώντας ένα οικονομικό ανάλογο, πολύ κοινό όχι μόνον για τους ανθρώπους της εποχής του, αλλά και για τον σύγχρονο κόσμο, ο Ηράκλειτος εισάγει ένα αξίωμα ισοδυναμιών, όπου οποιαδήποτε κατάσταση ύλης αντιστοιχίζεται με το ενεργειακό της ισοδύναμο, αλλά και αντίστροφα μία ενεργειακή στάθμη αντιστοιχίζεται ισοδύναμα με κάποια κατάσταση ύλης. Πρόκειται για την πρώτη θεωρητική διατύπωση του αξιώματος στο οποίο βασίζεται η ειδική θεωρία της σχετικότητας (Ε = mc2), ενώ επιπλέον δηλώνεται πως όλα τα φαινόμενα που παρατηρούνται στο σύμπαν είναι αναστρεπτά. Παράλληλα εξηγώντας την υφή των φυσικών φαινομένων αποφαίνεται
πως…
DK B10 …συνάψιες ὅλα καὶ οὐχ ὅλα, συμφερόμενον διαφερόμενον, συνᾷδον διᾷδον, καὶ ἐκ πάντων ἓν καὶ ἐξ ἑνὸς πάντα. (13).
(…συσχετισμοί πλήρεις αλλά και μη πλήρεις, κάτι που διατηρεί ομοιογενή, αλλά και ανομοιογενή κατεύθυνση κίνησης, αρμονική αλλά και συγχρόνως δυσαρμονική προσαρμογή, όπου η ενότητα απαρτίζεται από τα πάντα, όπως και η ποικιλία των πάντων πηγάζει από την ενότητα).
Πρόκειται για ένα από τα στρυφνότερα αποσπάσματα του Ηρακλείτου, όπου ο όρος σύναψις, εννοεί ένα σύνολο που σχηματίζεται με τον συσχετισμό ή την αλληλεπίδραση δύο πραγμάτων ή καταστάσεων. Το σύνολο αυτό είναι ανάλογο με την ενότητα που σχηματίζεται από την άμεση διαδοχή δύο καταστάσεων, δηλαδή από την μετάπτωση της πρώτης στην δεύτερη, όπου όμως η έκφραση ὅλα καὶ οὐχ ὅλα, που δηλώνει πληρότητα ή μη του φαινομένου, εισάγει μάλλον αριθμολογική διάκριση, καθώς ο σκοτεινός φιλόσοφος γνωρίζει πως οι έρευνες των Πυθαγορείων στα ασύμμετρα μεγέθη, καταλήγουν σε συμπεράσματα σύμφωνα με τα οποία η σχέση ασύμμετρων μεγεθών (μη πλήρης), οδηγεί σε σύμμετρα (πλήρης).
Αν και υπερβολικό, ο Ηράκλειτος αξιοποιεί ίσως ένα θεωρητικό πρότυπο εξαντλητικής μεθόδου, όπως αυτή εμφανίζεται έναν περίπου αιώνα αργότερα με τον Εύδοξο, για να ερμηνεύσει μεταβολές που από το στάδιο μερικής πληρότητας, καταλήγουν στην πλήρη. Με την διαδικασία αυτή συνδέεται μάλλον το απόσπασμα που αναφέρεται στην αρμονία, όπου δηλώνεται πως…
DK B54 Ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείσσων. (14).
(Η αόρατη αρμονία είναι ισχυρότερη της ορατής).
Ο όρος ἁρμονία πιθανότατα χρησιμοποιείται ως συνώνυμο του σύναψις, εννοώντας συνεπαφή, συσχετισμό, αλληλεπίδραση, ή διαδραστική διαδικασία, αλλά τονίζεται ότι όταν δεν είναι αντιληπτή, είναι ισχυρότερη και σταθερότερη, με συνέπεια να δημιουργείται ένα εύλογο ερώτημα εάν και κατά πόσον ο σκοτεινός φιλόσοφος αναφέρεται στον μικρόκοσμο, προαναγγέλλοντας την κατά μερικές δεκαετίες μεταγενέστερη ατομική θεωρία του Δημοκρίτου. Σαφέστατα δεν αντιστοιχεί στην έννοια που του αποδίδεται στην εποχή μας, καθώς σε άλλο του απόσπασμα ο Ηράκλειτος επισημαίνει πως…
DK B124…ἀλλ΄ ὥσπερ σάρμα εἰκῆ κεχυμένον ὁ κάλλιστος, φησὶν Ἡράκλειτος, [ὁ] κόσμος. (15).
(…όπως το χαοτικό χάσμα, εμφανίζεται χυμένο, [παρουσιάζεται] ο ωραιότερος κόσμος, δηλώνει ο Ηράκλειτος).
Η ωραιότητα του κόσμου συνδέεται άμεσα με την αταξία του χάσματος, είναι δηλαδή ένα χαοτικό φαινόμενο, παραπέμποντας στο ζήτημα της αρμονίας, που κατά τον σκοτεινό φιλόσοφο αποτελεί το αίτιο αυτής της εικόνας και συσχετίζεται με την εξέλιξή του στον χρόνο, για τον οποίο αποφαίνεται πως…
DK B52 Αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεττεύων· παιδὸς ἡ βασιληίη… (16).
(Ο χρόνος είναι ένα παιδί που παίζει πεσσούς και η βασιλεία του ανήκει…)
Από το απόσπασμα προκύπτουν δύο κύρια σημεία για την ουσία του χρόνου, όπου το πρώτο πηγάζει από τον προσδιορισμό του ως παιδιού, αλλά όχι νηπίου, προδίδοντας ότι διανύει στην αιωνιότητα αυτό το στάδιο ανεξέλικτος, χωρίς να ωριμάζει.
Το δεύτερο επικεντρώνεται στην περίεργη αναφορά στο παιγνίδι των πεσσών, αντί των αντίστοιχων των αστραγάλων ή των κύβων που κυριαρχούνται από τον παράγοντα της τύχης και είναι ιδιαίτερα αγαπημένα στις παιδικές ηλικίες.
Η αναφορά στο παιγνίδι των πεσσών, ένα παιγνίδι τακτικής της αρχαιότητας με κυρίαρχο χαρακτηριστικό την πολλαπλότητα των επιλογών, πιστοποιεί ότι αφαιρεί το στοιχείο της τύχης στον χρόνο, εισάγοντας στην θέση του το στοιχείο της αβεβαιότητας, μέσω των πολλαπλών επιλογών, ένα αξίωμα που επανέρχεται με την αρχή της απροσδιοριστίας.
Όμως, λόγω του ότι οι πεσσοί κινούνται μόνον εμπρός ή πλαγίως, στοιχειοθετείται ότι κατά την άποψή του ο χρόνος, ασχέτων των επιλογών (που συνδέονται όχι με την υφή του αλλά με το φαινόμενο σε εξέλιξη), δεν εναντιοδρομεί. Παραμένει ακαθόριστο το πως εννοεί ο Ηράκλειτος τον όρο βασιλεία και εάν στην συγκεκριμμένη περίπτωση η σημασία του είναι ταυτόσημη με τα απολυταρχικά καθεστώτα της Ανατολής, καθώς αντίθετα στον ελλαδικό και περιελλαδικό χώρο της εποχής του ο όρος καλύπτει τελετουργικά πλέον αξιώματα, χωρίς καμμία ουσιαστική εξουσία που είναι απογυμνωμένα παρά τον πομπώδη τίτλο, από κάθε έννοια πολιτικής ισχύος.
Οι πιθανότητες συγκλίνουν προς την δεύτερη περίπτωση, καθώς ο σκοτεινός φιλόσοφος είναι απόγονος του αχαϊκού βασιλικού οίκου της Αττικής, και μάλιστα αποποιείται το τελετουργικό του αξίωμα υπέρ του αδελφού του (17), με αποτέλεσμα η χρήση του όρου να ανακλά μάλλον τα προσωπικά
του βιώματα.
Ο χρόνος λογίζεται κατά συνέπεια ως ένα διαρκές τελετουργικό δρώμενο στον συμπαντικό κύκλο, ένας αέναος χορός, χωρίς άλλη ισχύ και εξουσία. Επιπλέον σε άλλο του απόσπασμα συνδέει τον χρόνο με το σύμπαν, θεωρώντας τον πρώτο απόρροια του δεύτερου, δηλαδή παράγωγο της υλοενέργειας και της κίνησής της, αφού…
DK B100 …οὕτως οὖν ἀναγκαίαν πρὸς τὸν οὐρανὸν ἔχων συμπλοκὴν καὶ συναρμογὴν ὁ χρόνος οὐκ ἁπλῶς ἐστι κίνησις ἀλλʹ, ὥσπερ εἴρηται, κίνησις ἐν τάξει μέτρον ἐχούσῃ καὶ πέρατα καὶ περιόδους. (18).
(Κατά συνέπεια ο χρόνος διατηρώντας μία απαραίτητη συναρμογή και σχέση με τον ουρανό δεν αποτελεί απλώς κίνηση, αλλά κατά μία έννοια διατεταγμένη κίνηση που έχει μέτρο, περιοδικότητα και πέρατα).
Επομένως ο χρόνος δεν υπάρχει κατά την στιγμή της εκπύρωσης, αλλά προκύπτει ως παράγωγο της δημιουργίας του κόσμου, ακολουθώντας τον συμπαντικό κύκλο έως την λήξη του, οπότε και παύει να υπάρχει, όπως δηλώνει η χρήση του όρου πέρας.
Πάντως πέραν της θαυμαστής φιλοσοφικής υπέρβασης που επιχειρεί ο Ηράκλειτος, το μεγάλο πρόβλημα στην κοσμολογική θεώρηση του σύμπαντος, δεν πηγάζει τόσον από την εισαγωγή της ενέργειας (το πῦρ) ως βασικής αρχής στο πρότυπό του, αλλά κυρίως από το πώς εννοεί την δυνατότητά της να παράγει μάζα, τονίζοντας μάλιστα ότι αυτή η δυνατότητα του ενός (του πυρὸς), είναι ικανή να παράγει τα πάντα, μέσω κάποιας δυναμικής αρχής, εγκαινιάζοντας τον συμπαντικό κύκλο. Στο πρόβλημα αυτό μάλλον απαντούν τα αποσπάσματα που αναφέρονται στον λόγο, τα οποία διασώζει ο ιατρός και φιλόσοφος του ΙΙ μεταχριστιανικού αιώνα Σέξτος Εμπειρικός (19).
DK B22.1 …(τοῦ δὲ) λόγου τοῦδ᾽ ἐόντος (ἀεὶ) ἀξύνετοι γίγνονται ἄνθρωποι καὶ πρόσθεν ἢ ἀκοῦσαι καὶ ἀκούσαντες τὸ πρῶτον· γινομένων γὰρ (πάντων) κατὰ τὸν λόγον τόνδε ἀπείροισιν ἐοίκασι, πειρώμενοι καὶ ἐπέων καὶ ἔργων τοιούτων, ὁκοίων ἐγὼ διηγεῦμαι διαιρέων ἕκαστον κατὰ φύσιν καὶ φράζων ὅκως ἔχει. τοὺς δὲ ἄλλους ἀνθρώπους λανθάνει ὁκόσα ἔγερθέντες ποιοῦσιν, ὅκωσπερ ὁκόσα εὕδοντες ἐπιλανθάνονται. DK B22.2 …διὸ δεῖ ἕπεσθαι τῷ (ξυνῷ, τουτέστι τῷ) κοινῷ· ξυνὸς γὰρ ὁ κοινός. τοῦ λόγου δὲ ἐόντος ξυνοῦ ζώουσιν οἱ πολλοὶ ὡς ἰδίαν ἔχοντες φρόνησιν.
(…αν και ο λόγος παραμένει πάντοτε πραγματικός και αναλλοίωτος, οι άνθρωποι δεν τον κατανοούν, είτε όταν ενημερώνονται για πρώτη φορά, είτε όταν ήδη είναι ενήμεροι· ενώ δηλαδή τα πάντα εξελίσσονται σύμφωνα με τον λόγο, οι άνθρωποι εμφανίζονται να τον αγνοούν, αν και διαθέτουν την εμπειρία και των σχετικών ερμηνειών και των έργων εκείνων, τα οποία διηγούμαι προσδιορίζοντας το καθένα κατά την φύση του και εξηγώντας την πραγματική του ουσία. Όμως οι άνθρωποι δεν συνειδητοποιούν όσα πράττουν σε εγρήγορση, όπως ακριβώς λησμονούν όταν κοιμούνται. Εξ αιτίας αυτού, οφείλει να ακολουθείται το ξυνόν πράγμα, δηλαδή το κοινό. Ο δε λόγος ενώ είναι κοινός, οι περισσότεροι ζούν, θεωρώντας ότι διαθέτουν ο καθένας διαφορετική αυτόνομη φρόνηση [δηλαδή αγνοούν ότι διέπονται από μία κοινή δυναμική αρχή]).
Ο Σέξτος ακολουθεί τον προκάτοχό του σκεπτικιστή Αινεσίδημο και προσπαθεί όπως και αυτός να καταρτίσει με βάση την ηρακλείτειο κοσμολογική θεωρία ένα σύστημα ερμηνείας των φυσικών φαινομένων. Όμως ο όρος λόγος που χρησιμοποιείται από τον Ηράκλειτο δεν έχει την σημασία που του αποδίδει η σχεδόν μεταφυσική και μεταγενέστερη μεταχριστινιανική θεώρηση του κόσμου.
Ο σκοτεινός φιλόσοφος γράφει στις αρχές του V προχριστιανικού αιώνα και εκείνη την εποχή, ο όρος ως παράγωγος του ρήματος λέγειν (αριθμώ, απαριθμώ, καταλέγω, συλλέγω, συναθροίζω, λογαριάζω, υπολογίζω, θεωρώ, ομιλώ), δηλώνει κυρίαρχα λογισμό ή λογαριασμό. Αυτές οι έννοιες διακρίνονται και στον σύγχρονό του όρο λογάς (συνειλεγμένος, συναθροισμένος), αλλά και στους κατά αιώνες μεταγενέστερους σύνθετους συλλογή και σύλλογος, στους οποίους επιβιώνουν οι αρχικές έννοιες (20).
Αν και μάλλον δεν εννοεί κάποιο βασικό μαθηματικό αξίωμα, με το οποίο να οριοθετείται η ροή των αισθητών, ορίζει μία δυναμική αρχή που εμπεριέχει μαθηματικό λογισμό και ρυθμίζει την πορεία των κοσμικών φαινομένων, με την οποία συνάπτεται η Δίκη, δηλαδή η απαραβίαστη τάξη τους, καθώς όπως διευκρινίζει…
DK B94 Ἥλιος γὰρ οὐχ ὑπερϐήσεται [τὰ] μέτρα· εἰ δὲ μή, Ἐρινύες μιν Δίκης ἐπίκουροι ἐξευρήσουσιν (21).
(…Ο Ήλιος δεν πρόκειται να υπερβεί τα καθορισμένα μέτρα· εάν συμβεί το αντίθετο, οι Ερινύες που επικουρούν την Δίκη, θα τον ανακαλύψουν [και θα τον συλλάβουν]).
Στο πρόβλημα που θέτει ο Ηράκλειτος, αγωνίζονται επί πέντε τουλάχιστον δεκαετίες να απαντήσουν με προμετωπίδα το CERN τα εργαστήρια σωματιδιακής φυσικής ανά τον κόσμο. Ήδη από το 1928 ο Paul Adrian Maurice Dirac, εισάγει ένα μαθηματικό πρότυπο δίδυμης γένεσης που επαληθεύεται πειραματικά το 1932, αποκαλύπτοντας ότι υπάρχει η δυνατότητα να παραχθεί από φωτόνιο, δηλαδή ένα κύμα ισχυρής ακτινοβολίας με μηδενική μάζα, ένα ηλεκτρόνιο και ένα ποζιτρόνιο, δηλαδή δύο σωμάτια που έχουν έστω και αμελητέα μάζα, αλλά αντίθετα ηλεκτρικά φορτία.
Η αποκάλυψη αυτή οδηγεί σε υποψίες ως προς το ότι μεταπτώσεις αυτής της μορφής είναι πιθανόν να διεξάγονται σε πολύ μεγαλύτερες κλίμακες με συνέπεια τα περισσότερα πειράματα να στρέφονται πλέον προς την κατεύθυνση της επαλήθευσης ύπαρξης του μηχανισμού που επιτρέπει την δημιουργία μάζας και στον τομέα η θεωρητική έρευνα του Σκώτου φυσικού Peter Higgs, που εισάγει την πρόταση της ύπαρξης μίας σωματιδιακής μορφής ή μορφών ικανών να προσφέρουν μάζα σε ήδη γνωστά σωμάτια είναι αναμφίβολα πρωτοποριακή.
Όμως η πρόταση του Higgs, προκαλεί νέες απορίες ως προς την εσώτερη υφή της μάζας, καθώς προβάλλει ο γρίφος μίας σωματιδιακής μορφής ικανής να προσφέρει ύλη μέσω αλληλεπίδρασης, παραβαίνοντας όλους τους γνωστούς κανόνες και τα αξιώματα για την υφή και την ουσία της μάζας. Για να επιλύσει τον γρίφο ο Σκώτος φυσικός θεωρεί αναγκαία την ύπαρξη ενός πεδίου σε μορφή νεφελώματος διάχυτου πλέον σε ολόκληρο το σύμπαν (μετά την εκπύρωση), το οποίο ενώ είναι ένα ηλεκτρομαγνητικό πεδίο, συσχετίζεται και με την φυσική του στερεού σώματος (λόγω αδράνειας) και είναι γνωστό από τα σχετικά πειράματα πως η διέλευση ενός ηλεκτρονίου από ένα θετικά φορτισμένο πλέγμα ατόμων (το στερεό στην συγκεκριμμένη περίπτωση) αυξάνει κατά 40(!) φορές την μάζα του.
Κατά τρόπο ανάλογο το πεδίο που οραματίζεται ο Higgs, είναι δυνατόν να προσφέρει μάζα λόγω των παραμορφώσεων που προκαλούνται στο πλέγμα του, δημιουργώντας την ενδιάμεση σωματιδιακή μορφή. Ο ηλεκτρομαγνητισμός και η σωματιδιακή φυσική εξηγούν το πως τα διάφορα σωμάτια αντιδρούν με φωτόνια μηδενικής μάζας, όπως επίσης και το πως δύο άλλα σωμάτια, γνωστά ως W και Z, αντιδρούν με ηλεκτρόνια, νετρίνα, και άλλα μικροσωματίδια.
Όμως τα σωμάτια W και Z έχουν τεράστια μάζα αναλογικά με τα υπόλοιπα (100 φορές μεγαλύτερη από τα πρωτόνια και μεγαλύτερη ακόμη και από ολόκληρο το άτομο του σιδήρου) καιδημιουργούν μαθηματικά, λόγω της υπέρμετρης διαφοράς μεγεθών, σημαντικά κενά και αδυναμίες στα ισχύοντα πρότυπα, καθώς οι σχέσεις είναι σχεδόν ασύμβατες.
Αυτές οι αδυναμίες μαθηματικής ερμηνείας της συμπεριφοράς τους στις αλληλεπιδράσεις, οδηγούν σε μία επιβεβλημένη προσφυγή στην πρόταση του Higgs, σύμφωνα με την οποία το πεδίο που φέρει το όνομά του, είναι ικανό να παράγει σωματιδιακές μορφές που προσφέρουν αναλογικά, μεγάλες ποσότητες μάζας.
Την ύπαρξη αυτών των μορφών καλείται να επιβεβαιώσει το CERN, αποδεικνύοντας πειραματικά ότι τα μποζόνια (δηλαδή οι σωματιδιακές μορφές) του ιδιοφυούς Βρεταννού φυσικού, δεν αποτελούν μία μαθηματική επινόηση για την παράκαμψη προβλημάτων της σωματιδιακής φυσικής, αλλά αναπόσπαστο τμήμα της πραγματικότητας στον μικρόκοσμο.
Επιστρέφοντας όμως στον Heisenberg και στο διεισδυτικό του σχόλιο για τις αποφάνσεις του μεγάλου σκοτεινού φιλοσόφου, που απηχούν λέξη προς λέξη τις σύγχρονες αντιλήψεις της φυσικής, δημιουργείται η εύλογη απορία ως προς το εάν και κατά ποσον όροι όπως η σύναψις, η ἀφανὴς ἁρμονία, ή το σάρμα αντιπροσωπεύουν περιγραφικούς προσδιορισμούς ενεργειακών πεδίων, υπεύθυνων για την δημιουργία της μάζας και την εξέλιξη του σύμπαντος, με την πιθανή επαλήθευση από το CERN αναλόγων προτύπων, να καταλήγει μάλλον αναπόφευκτα πως έστω και με καθυστέρηση εικοσιπέντε αιώνων, ο Ηράκλειτος αποτελεί διαχρονικά την μεγαλύτερη φυσιογνωμία της θεωρητικής φυσικής της ανθρωπότητας.
Ούτως ή άλλως ο σκοτεινός Εφέσιος είναι γνώστης αυτών των προβλημάτων στην έρευνα της φύσης, όταν προειδοποιεί τους αναγνώστες του πως…
DK B123 Φύσις δὲ καθ΄ Ἡράκλειτον κρύπτεσθαι φιλεῖ (22)…
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
∗ Werner Heisenberg: Physics and Philosophy, The Revolution in Modern Science, 1958, George Allen and Unwin Edition, 1959. Πρόκειται για την σειρά διαλέξεων Gilford στο πανεπιστήμιο Saint Andrews της Σκωτίας της περιόδου 1955-1956.
(1) Κλήμης Αλεξανδρεύς: ΣΤΡΩΜΑΤΕΙΣ, V, 14, 104, 2, Bibliotheca Patrum Ecclesiasticorum Latinorum Selecta,
Gersdorf, Leipzig & Brussels, 1837.
(2) Πλούταρχος: ΗΘΙΚΑ, ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΝ ΤΙΜΑΙΩΙ ΨΥΧΟΓΟΝΙΑΣ, 5, c.1014, Vol. XIII, Loeb.
(3) Κλήμης Αλεξανδρεύς: ΣΤΡΩΜΑΤΕΙΣ, V, 14, 104, 3, Bibliotheca Patrum Ecclesiasticorum Latinorum Selecta,
Gersdorf, Leipzig & Brussels, 1837.
(4) Μάξιμος Τύριος: ΔΙΑΛΟΓΟΙ, ΧΙΙ.4, c.489, B. G. Teubner.
(5) Πλούταρχος: ΗΘΙΚΑ, ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΝ ΔΕΛΦΟΙΣ ΕΙ, 18, c. 392, Vol. V, Loeb.
(6) Μάρκος Αυρήλιος: ΕΣ ΕΜΑΥΤΟΝ, IV.46, B. G. Teubner.
(7) Πορφύριος: ΑΝΤΡΟΝ ΝΥΜΦΩΝ, 10, B.G. Teubner.
(8) Ιππόλυτος: ΚΑΤΑ ΠΑΣΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΕΛΕΓΧΟΣ, IX, 10.7, Μigne, Patrologia Graeca, Vol. X.
(9) Διογένης Λαέρτιος: ΒΙΟΙ ΦΙΛΟΣΟΦΩΝ, ix.7, Vol. ΙΙ, Loeb.
(10) DOXOGRAPHI GRAECI, Αetius, 238, Η. Diels,
(11) Ιππόλυτος: ΚΑΤΑ ΠΑΣΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΕΛΕΓΧΟΣ, IX, 10.4, Μigne, Patrologia Graeca, Vol. X.
(12) Πλούταρχος: ΗΘΙΚΑ, ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΝ ΔΕΛΦΟΙΣ ΕΙ, 8, c.388, Vol. V, Loeb.
(13) Αριστοτέλης: ΠΕΡΙ ΚΟΣΜΟΥ, V.396b7, Vol. ΙΙΙ, Loeb.
(14) Ιππόλυτος: ΚΑΤΑ ΠΑΣΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΕΛΕΓΧΟΣ, IX, 9.5, Μigne, Patrologia Graeca, Vol. X.
(15) Θεόφραστος: ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΥΣΙΚΑ, 15, W. D. Ross & F.H. Fobes, Clarendon Press, Oxford, 1929.
(16) Ιππόλυτος: ΚΑΤΑ ΠΑΣΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΕΛΕΓΧΟΣ, IX, 9.4, Μigne, Patrologia Graeca, Vol. X.
(17) Στράβων: ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ, ΧΙV, 3, Vol. VΙ, Loeb.
(18) Πλούταρχος: ΗΘΙΚΑ, ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ, viii. 4, c.1007, Vol. XIII, Loeb.
(19) Σέξτος Εμπειρικός: ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΥΣ ΑΝΤΙΡΡΗΤΙΚΟΙ, VII. 132, 133, J. A. Fabricius, Leizig,
1718 & B. G. Teubner.
(20) J. B. Hofmann: ETYMOLOGISCHES WÖRTERBUCH DES GRIECHISCHEN, R. Oldenburg, München, 1950,
Λήμμα Λέγω.
(21) Πλούταρχος: ΗΘΙΚΑ, ΠΕΡΙ ΦΥΓΗΣ, c. 604a, Vol. VII, Loeb.
(22) Procli Diadochi: IN PLATONIS REM PUBLICAM COMMENTARII, II , W. Kroll, Β. G. Teubner &
Θεμίστιος: ΛΟΓΟΙ, v. c.69 = xii. c. 159, Β. G. Teubner.
ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΥ ΤΑ ΣΩΖΟΜΕΝΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ
Ό Λόγος και το Έν
1.
ἐὰν μὴ ἔλπηται ἀνέλπιστον οὐκ ἐξευρήσει, ἀνεξερεύνητον ἐὸν καὶ ἄπορον.
Αν δεν ελπίζεις, δε θα βρείς το ανέλπιστο, που είναι ανεξερεύνητο και απλησίαστο.
2.
ὁ ἄναξ, οὗ τὸ μαντεῖόν ἐστι τὸ ἐν Δελφοῖς, οὔτε λέγει οὔτε κρύπτει ἀλλὰ σημαίνει.
Ο άρχοντας, που δικό του είναι το μαντείο στους Δελφούς, ούτε λέει ούτε κρύβει, αλλά μονάχα σημαίνει.
3.
Σίβυλλα δὲ μαινομένῳ στόματι καθ' Ἡράκλειτον ἀγέλαστα καὶ ἀκαλλώπιστα καὶ ἀμύριστα φθεγγομένη χιλίων ἐτῶν ἐξικνεῖται τῇ φωνῇ διὰ τὸν θεόν.
Η Σίβυλλα, που με στόμα μαινόμενο εκστομίζει λόγια αγέλαστα, αφτιασίδωτα και αμύριστα, διασχίζει με τη φωνή της χιλιάδες χρόνια με τη βοήθεια του θεού.
4.
ἀνὴρ νήπιος ἤκουσε πρὸς δαίμονος ὅκωσπερ παῖς πρὸς ἀνδρός.
Ο άνθρωπος νήπιο αποκαλείται απ' τη θεότητα, όπως ακριβώς το παιδί από τον άντρα.
5.
ἦθος γὰρ ἀνθρώπειον μὲν οὐκ ἔχει γνώμας, θεῖον δὲ ἔχει.
Το ανθρώπινο ον δεν κατέχει την αληθινή γνώση, αλλά το θείο την κατέχει.
6.
τοῦ δὲ λόγου τοῦδ᾽ ἐόντος ἀεὶ ἀξύνετοι γίνονται ἄνθρωποι καὶ πρόσθεν ἢ ἀκοῦσαι καὶ ἀκούσαντες τὸ πρῶτον· γινομένων γὰρ πάντων κατὰ τὸν λόγον τόνδε ἀπείροισιν ἐοίκασι, πειρώμενοι καὶ ἐπέων καὶ ἔργων τοιούτων, ὁκοίων ἐγὼ διηγεῦμαι κατὰ φύσιν διαιρέων ἕκαστον καὶ φράζων ὅκως ἔχει· τοὺς δὲ ἄλλους ἀνθρώπους λανθάνει ὁκόσα ἐγερθέντες ποιοῦσιν, ὅκωσπερ ὁκόσα εὕδοντες ἐπιλανθάνονται.
Αν και ο λόγος αυτός είναι αιώνια οι άνθρωποι είναι ανίκανοι να καταλάβουν και πριν τον ακούσουν και αφού τον ακούσουν για πρώτη φορά. Γιατί, ενώ τα πάντα συντελούνται σύμφωνα μ' αυτόν το λόγο, αυτοί μοιάζουν άπειροι όταν αποκτήσουν εμπειρία λέξεων και πράξεων σαν αυτές που εγώ διηγούμαι, όποτε διακρίνω το κάθε τι σύμφωνα με τη σύσταση του και εκθέτω το πώς έχει. Αλλά από τους άλλους ανθρώπους διαφεύγουν όσα πράττουν όταν είναι ξυπνητοί, ακριβώς όπως λησμονούν όσα πράττουν όταν κοιμούνται.
7.
ᾧ μάλιστα διηνεκῶς ὁμιλοῦσι λόγῳ, τῷ τά ὅλα διοικοῦντι, τούτῳ διαφέρονται, καὶ οἷς καθ᾽ ἡμέρην ἐγκυροῦσι, ταῦτα αὐτοῖς ξένα φαίνεται.
Μ' όποιον πάνω απ' όλα αδιάκοπα συναναστρέφονται, το λόγο, που τα κυβερνάει όλα, μ' αυτόν έχουν διαφορές, και όσα συναντούν κάθε μέρα, τους φαίνονται ξένα.
8.
Ἡ φήσιν· ἀκοῦσαι οὐκ ἐπιστάμενοι οὐδ᾽ εἰπεῖν.
Δεν ξέρουν ούτε ν' ακούν ούτε να λένε.
9.
ἀξύνετοι ἀκούσαντες κωφοῖσιν ἐοίκασι· φάτις αὐτοῖσιν μαρτυρεῖ παρεόντας ἀπεῖναι.
Όταν ακούν δεν καταλαβαίνουν και γι' αυτό μοιάζουν με κουφούς. Σ' αυτούς ταιριάζει η παροιμία: Παρόντες απουσιάζουν.
10.
οὐ γὰρ φρονέουσι τοιαῦτα πολλοί, ὁκόσοι ἐγκυρεῦσιν, οὐδὲ μαθόντες γινώσκουσιν, ἑωυτοῖσι δὲ δοκέουσι.
Γιατί δε σκέφτονται οι πιο πολλοί απ' τους ανθρώπους, πάνω σ' αυτό που συναντούν, ούτε κι όταν το μάθουν, το γνωρίζουν, αλλά το φαντάζονται.
11.
Ἀλλὰ τῶν μὲν θείων τὰ πολλὰ, καθ' Ἡράκλειτον, ἀπιστίῃ διαφυγγάνει μὴ γιγνώσκεσθαι.
Τα πιο πολλά από τα θεία πράγματα μας ξεφεύγουν από απιστία, και δεν γίνονται γνωστά.
12.
ὁ θεὸς ἡμέρη εὐφρόνη, χειμὼν θέρος, πόλεμος εἰρήνη, κόρος λιμός (τἀναντία ἅπαντα· οὗτος ὁ νοῦς), ἀλλοιοῦται δὲ ὅκωσπερ (πῦρ), ὁπόταν συμμιγῇ θυώμασιν, ὀνομάζεται καθ᾽ ἡδονὴν ἑκάστου.
Ο θεός είναι μέρα, νύχτα, χειμώνας, καλοκαίρι, πόλεμος, ειρήνη, κορεσμός και πείνα. Αυτός μεταβάλλεται με τον τρόπο της φωτιάς: όποτε αναμιχθεί με θυμιάματα, ονομάζεται ανάλογα με τη μυρωδια του καθενός.
13.
ξυνόν ἐστι πᾶσι τὸ φρονέειν.
Η φρόνηση είναι κοινή σ' όλους.
14.
ἀνθρώποισι πᾶσι μέτεστι γινώσκειν ἑωυτοὺς καὶ σωφρονεῖν.
Σ' όλους τους ανθρώπους έχει δοθεί η αυτογνωσία και η σωφροσύνη.
15.
διὸ δεῖ ἕπεσθαι τῷ (ξυνῷ, τουτέστι) τῷ κοινῷ· ξυνὸς γὰρ ὁ κοινός· τοῦ λόγου δ᾽ ἐόντος ξυνοῦ ζώουσιν οἱ πολλοὶ ὡς ἱδίαν ἔχοντες φρόνησιν.
Γι' αυτό πρέπει ν' ακολουθήσουμε τον κοινό λόγο, γιατί το κοινό είναι συμπαντικό. Ενώ όμως ο λόγος είναι κοινός, οι πολλοί ζουν σαν να έχουν μια ιδιαίτερη φρόνηση.
16.
ψυχῆς ἐστι λόγος ἑωυτὸν αὔξων.
Στην ψυχή ανήκει ο λόγος που αυξάνει απ' τον εαυτό του.
17.
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει.
Τα πέρατα της ψυχής δε θα βρείς προχωρώντας, όσο μακριά και αν σε φέρει ο δρόμος σου· τόσο βαθύ λόγο περιέχει.
18.
Μὲν οὖν φησιν εἶναι τὸ πᾶν διαιρετὸν ἀδιαίρετον, γενητὸν ἀγένητον, θνητὸν ἀθάνατον, λόγον αἰῶνα, πατέρα υἱὸν, θεὸν δίκαιον· “οὐκ ἐμοῦ, ἀλλὰ τοῦ λόγου ἀκούσαντας ὁμολογεῖν σοφὸν ἐστίν ἕν πάντα εἶναι” ὁ Ἡράκλειτος φήσι.
Ο Ηράκλειτος λοιπόν λέει ότι το παν είναι διαιρετό και αδιαίρετο, γεννητό και αγέννητο, θνητό και αθάνατο, λόγος και αιών, πατέρας και γιος, θεός και δικαιοσύνη. Αφού ακούσετε όχι εμένα αλλά το λόγο, είναι σοφό να ομολογήσετε πως τα πάντα είναι ένα.
19.
ἓν τὸ σοφὸν μοῦνον λέγεσθαι οὐκ ἐθέλει καὶ ἐθέλει Ζηνὸς ὄνομα.
Το Εν, το οποίο μόνον είναι η Σοφία, θέλει και δε θέλει να καλείται με το όνομα του Δία.
20.
νόμος καὶ βουλῇ πείθεσθαι ἑνός.
Νόμος είναι και η πειθαρχία στη θέληση του ενός.
21.
ξὺν νόῳ λέγοντας ἰσχυρίζεσθαι χρὴ τῷ ξυνῷ πάντων, ὅκωσπερ νόμῳ πόλις, καὶ πολὺ ἰσχυροτέρως· τρέφονται γὰρ πάντες οἱ ἀνθρώπειοι νόμοι ὑπὸ ἑνὸς τοῦ θείου· κρατεῖ γὰρ τοσοῦτον ὁκόσον ἐθέλει καὶ ἐξαρκεῖ πᾶσι καὶ περιγίνεται.
Εκείνοι που μιλούν με νου πρέπει να στηρίζονται σ' αυτό που είναι κοινό στα πάντα, όπως ακριβώς μια πόλη πρέπει να στηρίζεται στο νόμο της, και με περισσότερη δύναμη ακόμα. Γιατί όλοι οι ανθρώπινοι νόμοι τρέφονται από τον ένα, το θεϊκό· γιατί αυτός κυριαρχεί όσο ακριβώς θέλει, επαρκεί για τα πάντα και περισσεύει.
Ο Πόλεμος και η Έρις
22.
πόλεμος πάντων μὲν πατήρ ἐστι, πάντων δὲ βασιλεύς, καὶ τοὺς μὲν θεοὺς ἔδειξε τοὺς δὲ ἀνθρώπους, τοὺς μὲν δούλους ἐποίησε τοὺς δὲ ἐλευθέρους.
Ο πόλεμος είναι πατέρας όλων, όλων βασιλιάς. Άλλους ανέδειξε σε θεούς και άλλους σε ανθρώπους, άλλους έκανε δούλους και άλλους ελεύθερους.
23.
εἰδέναι δὲ χρὴ τὸν πόλεμον ἐόντα ξυνόν, καὶ δίκην ἔριν, καὶ γινόμενα πάντα κατ᾽ ἔριν καὶ χρεών.
Πρέπει να γνωρίζει κανείς ότι ο πόλεμος είναι κοινός και η διχόνοια δικαιοσύνη, και ότι τα πάντα γίνονται σύμφωνα με τη διχόνοια και την ανάγκη.
24.
καὶ ὁ κυκεὼν διίσταται (μὴ) κινούμενος.
Και ο κυκεώνας διαλύεται όταν δεν κινείται.
Η Αρμονία των Αντιθέτων
25.
τὸ ἀντίξουν συμφέρον καὶ ἐκ τῶν διαφερόντων καλλίστην ἁρμονίαν (καὶ πάντα κατ' ἔριν γίνεσθαι).
Το αντίθετο συγκλίνει, και απ' τις διαφορές (γεννιέται) η πιο όμορφη αρμονία, και τα πάντα γίνονται με τη διχόνοια.
26.
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων.
Η αφανής αρμονία είναι καλύτερη απ' τη φανερή.
27.
ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή.
Ο δρόμος που ανεβαίνει κι ο δρόμος που κατεβαίνει είναι ένας κι ο ίδιος δρόμος.
28.
Γναφείῳ ὁδὸς εὐθεῖα καὶ σκολιὴ (ἡ τοῦ ὀργάνου τοῦ καλουμένου κοχλίου ἐν τῷ γναφείῳ περιστροφὴ εὐθεῖα καὶ σκολιὴ· ἄνω γὰρ ὁμοῦ καὶ κύκλῳ περιέρχεται) μία ἐστὶ, φησὶ, καὶ ἡ αὐτὴ.
Στο γναφείο ο δρόμος ο ευθύς και ο δρόμος ο λοξός είναι ένας κι ο ίδιος δρόμος.
29.
συνάψιες ὅλα καὶ οὐχ ὅλα, συμφερόμενον διαφερόμενον, συνᾷδον διᾷδον, καὶ ἐκ πάντων ἓν καὶ ἐξ ἑνὸς πάντα.
Συνδέσεις όλα κι όχι όλα, ομόνοια, διχόνοια, συμφωνία, ασυμφωνία: το Ένα γεννιέται απ' όλα και από το Ένα όλα.
30.
τῷ οὖν τόξῳ ὄνομα βίος, ἔργον δὲ θάνατος.
Του τόξου το όνομα είναι ζωή, αλλά το έργο θάνατος.
31.
οὐ ξυνιᾶσιν ὅκως διαφερόμενον ἑωυτῷ ὁμολογέει· παλίντονος ἁρμονίη ὅκωσπερ τόξου καὶ λύρης.
Δεν καταλαβαίνουν πως το διαφορετικό συνομολογεί με τον εαυτό του· αρμονία αντιθέτων εντάσεων όπως στο τόξο και τη λύρα.
32.
ταὐτὸ τ' ἔνι ζῶν καὶ τεθνηκὸς καὶ (τὸ) ἐγρηγορὸς καὶ καθεῦδον καὶ νέον καὶ γηραιόν· τάδε γὰρ μεταπεσόντα ἐκεῖνά ἐστι κἀκεῖνα πάλιν μεταπεσόντα ταῦτα.
Το ίδιο πράγμα υπάρχει σε μας, το ζωντανό και το πεθαμένο, το ξύπνιο και το κοιμισμένο, το νέο και το γερασμένο· γιατί αυτά μεταβάλλονται σ' εκείνα και, αντίθετα, εκείνα μεταβάλλονται σ' αυτά.
33.
θάλασσα ὕδωρ καθαρώτατον καὶ μιαρώτατον, ἰχθύσι μὲν πότιμον καὶ σωτήριον, ἀνθρώποις δὲ ἄποτον καὶ ὀλέθριον.
Η θάλασσα είναι το πιο καθαρό και το πιο μολυσμένο νερό· για τα ψάρια είναι πόσιμο και σωτήριο, αλλά για τους ανθρώπους μη πόσιμο και ολέθριο.
34.
ἀθάνατοι θνητοί, θνητοὶ ἀθάνατοι. ζῶντες τὸν ἐκείνων θάνατον, τὸν δὲ ἐκείνων βίον τεθνεῶτες.
Οι αθάνατοι είναι θνητοί και οι θνητοί αθάνατοι· αυτοί ζουν από το θάνατο εκείνων κι εκείνοι πεθαίνουν από τη ζωή αυτών.
35.
Ὅθεν καὶ Ἡράκλειτον ψυχῇσι φάναι τέρψιν ἢ θάνατον ὑγρῇσι γενέσθαι· τέρψιν δὲ εἶναι αὐταῖς τὴν εἰς γένεσιν πτῶσιν· ἀλλαχοῦ δὲ φάναι ζῆν ἡμᾶς τὸν ἐκείνων θάνατον καὶ ζῆν ἐκείνας τὸν ἡμέτερον θάνατον.
Είναι τέρψη ή θάνατος για τις ψυχές να γίνονται υγρές. Είναι τέρψη γι' αυτές η πτώση τους στη γέννηση. Η ζωή μας γεννιέται από το θάνατο τους και η ζωή τους γεννιέται από το θάνατο μας.
36.
Καὶ ἀγαθὸν καὶ κακὸν (ἕν ἐστιν). Οἱ γοῦν ἰατροὶ, φησὶν Ἡράκλειτος, τέμνοντες, καίοντες, πάντῃ βασανίζοντες κακῶς τοὺς ἀρρωστοῦντας, ἐπαιτέονται μηδὲν ἄξιοι μισθὸν λαμβάνειν παρὰ τῶν ἀρρωστοῦντων, ταὐτὰ ἐργαζόμενοι τὰ ἀγαθὰ καὶ τοὺς νόσους.
Το καλό και το κακό είναι ένα και το αυτό. Γιατί οι γιατροί, λέει ο Ηράκλειτος, που κόβουν και καίνε και με κάθε τρόπο βασανίζουν τους αρρώστους, τους ζητούν, ενώ δεν το αξίζουν, κι αμοιβή, ενώ η θεραπεία έχει τις ίδιες επιπτώσεις που έχουν κι οι αρρώ στιες.
37.
διδάσκαλος δὲ πλείστων Ἡσίοδος· τοῦτον ἐπὶστανται πλεῖστα εἰδέναι, ὅστις ἡμέρην καὶ εὐφρόνην οὐκ ἐγίνωσκεν· ἔστι γὰρ ἕν.
Δάσκαλος των πιο πολλών ανθρώπων είναι ο Ησίοδος· αυτοί είναι βέβαιοι πως αυτός γνωρίζει πάρα πολλά, αυτός που δεν μπορούσε να αναγνωρίσει τη μέρα και τη νύχτα· γιατί αυτές είναι ένα.
38.
Περὶ δ' ἡμερῶν ἀποφράδων εἴτε χρή τίθεσθαί τινας εἴτε ὀρθῶς Ἡράκλειτος ἐπέπληξεν Ἡσίοδῳ τὰς μὲν ἀγαθὰς ποιουμένῳ, τάς δὲ φαύλας, ὡς ἀγνοοῦντι φύσιν ἡμέρας ἁπάσης μίαν οὖσαν, ἑτέρνωθι διηπόρηται.
Ο Ηράκλειτος επέπληξε τον Ησίοδο που άλλες μέρες τις κάνει καλές κι άλλες κακές, για την άγνοια του ότι μια είναι η φύση κάθε μέρας. Κάθε μέρα είναι όμοια με όλες τις άλλες.
Το Γίγνεσθαι
39.
ποταμοῖς τοῖς αὐτοῖς ἐμβαίνομέν τε καὶ οὐκ ἐμβαίνομεν, εἶμέν τε καὶ οὐκ εἶμεν.
Στα ίδια ποτάμια και μπαίνουμε και δεν μπαίνουμε, και είμαστε και δεν είμαστε.
40.
Ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ καθ' Ἡράκλειτον οὐδὲ θνητῆς οὐσίας δὶς ἅψασθαι κατὰ ἕξιν (τῆς αὐτῆς)· ἀλλ' ὀξύτητι καὶ τάχει μεταβολῆς σκίδνησι καὶ πάλιν συνάγει (μᾶλλον δὲ οὐδὲ πάλιν οὐδ' ὕστερον, ἀλλ' ἅμα συνίσταται καὶ ἀπολείπει) καὶ πρόσεισι καὶ ἄπεισι.
Δεν μπορούμε να μπούμε δυο φορές στο ίδιο ποτάμι, κατά τον Ηράκλειτο, ούτε ν' αγγίξουμε δυο φορές μια ουσία θνητή, γιατί σκορπίζεται και πάλι μαζεύεται με την οξύτητα και την ταχύτητα της μεταβολής, (και μάλιστα όχι πάλι, ούτε αργότερα, αλλά ταυτόχρονα εμφανίζεται και χάνεται) και πλησιάζει κι απομακρύνεται.
41.
ποταμοῖσι τοῖσιν αὐτοῖσιν ἐμβαίνουσιν ἕτερα καὶ ἕτερα ὕδατα ἐπιρρεῖ· καὶ ψυχαὶ δὲ ἀπὸ τῶν ὑγρῶν ἀναθυμιῶνται (;).
Αυτοί που μπαίνουν στα ίδια ποτάμια δέχονται συνέχεια άλλα κι άλλα νερά· κι απ' τα υγρά βγαίνουν οι ψυχές σαν αναθυμιάσεις (;).
42.
ψυχῇσιν θάνατος ὕδωρ γενέσθαι, ὕδατι δὲ θάνατος γῆν γενέσθαι, ἐκ γῆς δὲ ὕδωρ γίνεται, ἐξ ὕδατος δὲ ψυχή.
Για τις ψυχές θάνατος είναι να γίνουν νερό, για το νερό θάνατος να γίνει γη, από τη γη γίνεται νερό κι απ' το νερό ψυχή.
43.
ξυνὸν γὰρ ἀρχὴ καὶ πέρας ἐπὶ κύκλου περιφερείας.
Στην περιφέρεια του κύκλου η αρχή και το πέρας συμπίτουν.
44.
ζῇ πῦρ τὸν γῆς θάνατον καὶ ἀὴρ ζῇ τὸν πυρὸς θάνατον, ὕδωρ ζῇ τὸν ἀέρος θάνατον, γῆ τὸν ὕδατος.
Η φωτιά ζει το θάνατο της γης κι ο αέρας ζει το θάνατο της φωτιάς, το νερό ζει το θάνατο του αέρα και η γη του νερού.
45.
Τὰ ψυχρὰ θέρεται, θερμὸν ψύχεται, ὑγρὸν αὐαίνεται, καρφαλέον νοτίζεται.
Τα ψυχρά θερμαίνονται, το θερμό ψύχεται, το υγρό ξεραίνεται, το στεγνό δροσίζεται.
46.
αἰὼν παῖς ἐστι παίζων πεσσεύων· παιδὸς ἡ βασιληίη.
Ο αιώνας είναι ένα παιδί που παίζει, ρίχνοντας ζάρια· ενός παιδιού η βασιλεία.
47.
εἰ πάντα τὰ ὄντα καπνὸς γένοιτο, ῥῖνες ἂν διαγνοῖεν.
Αν όλα τα όντα γίνονταν καπνός, θα το γνωρίζαμε με τα ρουθούνια.
Το Πύρ
48.
Τὰ δὲ πάντα οἰακίζει Κεραυνὸς, τουτέστι κατευθύνει, κεραυνὸν τὸ πῦρ λέγων τὸ αἰώνιον λέγει δὲ καὶ φρόνιμον τοῦτο εἶναι τὸ πῦρ καὶ τῆς διοικήσεως τῶν ὅλων αἴτιον· καλεῖ δ` αὐτὸ χρησμοσύνην καὶ κόρον· χρησμοσύνη δέ ἐστιν ἡ διακόσμησις κατ᾿ αὐτὸν, ἡ δὲ ἐκπύρωσις κόρος· πάντα γὰρ, φησὶ, τὸ πῦρ ἐπελθὸν κρινεῖ καὶ καταλήψεται.
τὰ δὲ πάντα οἰακίζει Κεραυνός. Όλα τα κυβερνά ο Κεραυνός.
τὸ πῦρ χρησμοσύνη καὶ κόρος. Η φωτιά είναι χρεία και χορτασμός· γι' αυτόν χρεία είναι η τάξη, και η εκπύρωση χορτασμός.
πάντα γὰρ τὸ πῦρ ἐπελθὸν κρινεῖ καὶ καταλήψεται.
Πράγματι, ο Ηράκλειτος λέει ότι η φωτιά, όταν επέλθει, θα κρίνει και θα καταλάβει τα πάντα.
49.
πυρός τε ἀνταμοιβὴ τὰ πάντα καὶ πῦρ ἁπάντων ὅκωσπερ χρυσοῦ χρήματα καὶ χρημάτων χρυσός.
Τα πάντα ανταλλάσσονται με τη φωτιά και με τα πάντα η φωτιά, όπως τα εμπορεύματα με το χρυσάφι, και το χρυσάφι με τα εμπορεύματα.
50.
μεταβάλλον ἀναπαύεται.
(Η φωτιά) μεταβαλλόμενη αναπαύεται.
51.
Λήσεται μὲν γὰρ ἴσως τὸ αἰσθητὸν φῶς τις, τὸ δὲ νοητὸν ἀδύνατον ἐστιν, ἢ ὡς φησιν Ἡράκλειτος· τὸ μὴ δῦνόν ποτε πῶς ἂν τις λάθοι;
Θα ξεφύγει ίσως κανείς από το αισθητό φως, αλλά είναι αδύνατο να ξεφύγει από το νοητό. Ή, όπως λέει ο Ηράκλειτος, πως κανείς να κρυφτεί απ' αυτό που δεν δύει ποτέ;
52.
κόσμον τόνδε, τὸν αὐτὸν ἁπάντων, οὔτε τις θεῶν οὔτε ἀνθρώπων ἐποίησεν, ἀλλ᾽ ἦν ἀεὶ καὶ ἔστιν καὶ ἔσται πῦρ ἀείζωον ἁπτόμενον μέτρα καὶ ἀποσβεννύμενον μέτρα.
Αυτόν εδώ τον κόσμο, τον ίδιο για όλους, ούτε κανείς θεός ούτε άνθρωπος τον έπλασε, αλλ' ήταν από πάντα και είναι και θα είναι αιώνια ζωντανή φωτιά, που ανάβει με μέτρο και σβήνει με μέτρο.
53.
Πυρὸς τροπαὶ πρῶτον θάλασσα, θαλάσσης δὲ τὸ μὲν ἥμισυ γῆ, τὸ δὲ ἥμισυ πρηστὴρ· δυνάμει γὰρ (Ἡράκλειτος) λέγει ὅτι πῦρ ὑπὸ τοῦ διοικοῦντος λόγου καὶ θεοῦ τὰ σύμπαντα δι' ἀέρος τρέπεται εἰς ὑγρὸν τὸ ὡς σπέρμα τῆς διακοσμήσεως, ὃ καλεῖ θάλασσαν, ἐκ δὲ τούτου αὖθις γίνεται γῆ καὶ οὐρανὸς καὶ τὰ ἐμπεριεχόμενα· ὅπως δὲ πάλιν ἀναλαμβάνεται καὶ ἐκπυροῦται, σαφῶς διὰ τούτων δηλοῖ· (γῆ) θάλασσα διαχέεται, καὶ μετρέεται εἰς τὸν αὐτὸν λόγον, ὁκοῖος πρόσθεν ἦν ἢ γενέσθαι γῆ.
Η φωτιά μετατρέπεται πρώτα σε θάλασσα· και το μισό της θάλασσας γίνεται γη και το άλλο μισό σίφουνας. (Ο Ηράκλειτος) θέλει να πει μ' αυτό πως με τη δύναμη της η φωτιά, υπό την επήρεια του θείου Λόγου που κυβερνά τα πάντα, μετατρέπεται δια μέσου του αέρα σε υγρασία, πυρήνα της όλης διάταξης του σύμπαντος, και την οποία ονομάζει θάλασσα. Από αυτήν ξαναγεννιούνται η γη ο ουρανός και ό,τι εμπεριέχουν. Το πώς ο κόσμος οδηγείται ξανά προς τα πίσω και αφανίζεται από τη φωτιά, το εξηγεί καθαρά: Η (γη) διαλύεται σε θάλασσα και φτάνει στο ίδιο μέτρο αναλογίας που ίσχυε πριν γίνει γη.
Ο Άνθρωπος
54.
Ἔφη ὡς ἦθος ἀνθρώπῳ δαίμων.
Ο χαρακτήρας του ανθρώπου, ο δαίμονας του.
55.
πιθήκων ὁ κάλλιστος αἰσχρὸς ἀνθρώπων γένει συμβάλλειν.
Ο ωραιότερος πίθηκος είναι άσχημος όταν συγκρίνεται με το γένος των ανθρώπων.
56.
ἀνθρώπων ὁ σοφώτατος πρὸς θεὸν πίθηκος φανεῖται καὶ σοφίᾳ καὶ κάλλει καὶ τοῖς ἄλλοις πᾶσιν.
Ο σοφότερος άνθρωπος, όταν συγκρίνεται με το θεό, φαίνεται πίθηκος και στη σοφία και στην ομορφιά και σ' όλα τ' άλλα.
57.
sic(ut) aranea, ait, stans in medio telae sentit, quam cito musca aliquem filum suum corrumpit itaque illuc celeriter currit quasi de fili persectione dolens, sic hominis anima aliqua parte corporis laesa illuc festine meat quasi impatiens laesionis corporis, cui firme et proportionaliter iuncta est.
Όπως μια αράχνη στο κέντρο του ιστού της, μόλις μια μύγα κόβει ένα νήμα του, το αισθάνεται και τρέχει γρήγορα σαν να υπέφερε για το κομμένο νήμα, έτσι και η ψυχή του ανθρώπου, όταν ένα μέρος του σώματος τραυματίζεται, ορμάει προς τα 'κεί σαν να μη μπορεί να υποφέρει τη λαβωματιά του σώματος με το οποίο είναι δεμένη γερά και αρμονικά.
58.
εἰ μὴ γὰρ Διονύσῳ πομπὴν ἐποιοῦντο καὶ ὕμνεον ᾆσμα αἰδοίοισιν, ἀναιδέστατα εἴργαστ' ἂν· ὡυτὸς δὲ Ἀίδης καὶ Διόνυσος, ὅτεῳ μαίνονται καὶ ληναΐζουσιν.
Γιατί αν δεν οργάνωναν πομπή για το Διόνυσο και δεν τραγουδούσαν το φαλλικό ύμνο, όσα έκαναν θα ήταν αναιδέστατα. Άλλα ο Άδης και ο Διόνυσος είναι το ίδιο πράγμα, που στ' όνομά του μαίνονται και βακχεύουν.
59.
Καὶ διὰ τοῦτο εἰκότως αὐτὰ ἄκεα Ἡράκλειτος προσεῖπεν ὡς ἐξακεσόμενα τὰ δεινὰ καὶ τὰς ψυχὰς ἐξάντες ἀπεργαζόμενα τῶν ἐν τῇ γενέσει συμφορῶν.
Ο Ηράκλειτος είπε ότι η ίδια “γιατρειά” θεραπεύει φοβερές ασθένειες και ελευθερώνει τις ψυχές από συμφορές.
60.
θυμῷ μάχεσθαι χαλεπόν· ὅ τι γὰρ ἂν θέλῃ, ψυχῆς ὠνεῖται.
Είναι δύσκολο να πολεμά κανείς την καρδιά του· γιατί αυτό που θέλει, το αγοράζει με ψυχή.
61.
αἱ ψυχαὶ ὀσμῶνται καθ᾽ Ἅιδην.
Οι ψυχές οσμίζονται μέσα στον Άδη.
62.
ἔνθα δ᾽ ἐόντι ἐπανίστασθαι καὶ φύλακας γίνεσθαι ἐγερτὶ ζώντων καὶ νεκρῶν.
Εκεί πέρα, μπροστά σ' αυτόν που είναι, ανασταίνονται και γίνονται άγρυπνοι φύλακες των ζωντανών και των νεκρών.
63.
ἀνθώπους μένει ἀποθανόντας, ἅσσα οὐκ ἔλπονται οὐδὲ δοκέουσιν.
Πράγματα που δεν ελπίζουν ούτε φαντάζονται περιμένουν τους ανθρώπους μετά το θάνατο τους.
64.
μόροι γὰρ μέζονες μέζονας μοίρας λαγχάνουσι.
Οι πιο μεγάλοι θάνατοι έχουν την πιο μεγάλη μοίρα.
65.
Οὐχί καὶ Ἡράκλειτον θάνατον τὴν γένεσιν καλεῖ... ἐν οἶς φησι· θάνατός ἐστιν ὁκόσα ἐγερθέντες ὁρέομεν, ὁκόσα δὲ εὕδοντες ὕπνος.
Θάνατος είναι όσα βλέπουμε ξύπνιοι, και ύπνος όσα κοιμισμένοι.
66.
ἄνθρωπος ἐν εὐφρόνῃ φάος ἅπτεται ἑαυτῷ (ἀποθανὼν) ἀποσβεσθεὶς ὄψεις, ζῶν δὲ ἅπτεται τεθνεῶτος εὕδων, (ἀποσβεσθεὶς ὄψεις) ἐγρηγορὼς ἅπτεται εὕδοντος.
Όταν τα μάτια του σβήνουν, ο άνθρωπος ανάβει φως για τόν εαυτό του μέσα στη νύχτα. Ζωντανός στον ύπνο του, όταν τα ιάτια του κλείνουν, αγγίζει τον πεθαμένο, ξύπνιος, αγγίζει αυτόν που κοιμάται.
67.
Ὁ Ἡράκλειτός φησι τοῖς ἐγρηγορόσιν ἕνα καὶ κοινὸν κόσμον εἶναι, τῶν δὲ κοιμωμένων ἕκαστον εἰς ἴδιον ἀποστρέφεσθαι.
Για τους ξύπνιους ένας και κοινός κόσμος υπάρχει, αλλά κάθε κοιμισμένος ξαναγυρνά στο δικό του ιδιαίτερο κόσμο.
68.
τοὺς καθεύδοντας ἐργάτας εἶναι καὶ συνεργοὺς τῶν ἐν τῷ κόσμῳ γινομένων.
Οι κοιμισμένοι είναι εργάτες και συνεργοί σ' αυτά που γίνονται στον κόσμο.
Η Φύση
69.
φύσις δὲ καθ' Ἡράκλειτον κρύπτεσθαι φιλεῖ.
Η φύση αγαπά να κρύβεται.
70.
εἰ μὴ ἥλιος ἦν, ἕνεκα τῶν ἄλλων ἄστρων εὐφρόνη ἂν ἦν.
Αν ο ήλιος δεν υπήρχε, θα ήταν νύχτα παρά τα άλλα άστρα.
71.
περιόδους· ὦν ὁ ἥλιος ἐπιστάτης ὤν καὶ σκοπὸς ὁρίζειν καὶ βραβεύειν καὶ ἀναδεικνύναι καὶ ἀναφαίνειν μεταβολὰς καὶ ὥρας αἵ πάντα φέρουσι.
Ο ήλιος, κύριος και φύλακας των περιόδων, ορίζει, κατανέμει, φανερώνει και αποκαλύπτει τις μεταβολές και τις εποχές που φέρνουν τα πάντα.
72.
ἠοῦς καὶ ἑσπέρας τέρματα ἡ ἄρκτος καὶ ἀντίον τῆς ἄρκτου οὖρος αἰθρίου Διός.
Της αυγής και της εσπέρας τέρματα η άρκτος και απένανντι στην άρκτο, το όριο του λαμπερού Δία.
73.
ἥλιος γὰρ οὐχ ὑπερβήσεται μέτρα· εἰ δὲ μή, Ἐρινύες μιν Δίκης ἐπίκουροι ἐξευρήσουσιν.
Γιατί ο ήλιος δεν μπορεί να υπερβεί τα όρια του, αλλιώς θα τον βρουν οι Ερινύες που βοηθούν τη δικαιοσύνη.
74.
(Περὶ μεγέθους ἡλίου) εὖρος ποδὸς ἀνθρωπείου.
Ο ήλιος έχει το πλάτος ανθρώπινου ποδιού.
75.
ὁ ἥλιος οὐ μόνον, καθάπερ ὁ Ἡράκλειτός φησι, νέος ἐφ᾽ ἡμέρῃ ἐστίν, ἀλλ᾽ ἀεὶ νέος συνεχῶς.
Ο ήλιος καθημερινά είναι νέος, είναι νέος διαρκώς και ακατάπαυστα.
Αποσπάσματα για μια Ηθική
76.
Μεμνῆσθαι δὲ καὶ τοῦ ἐπιλανθανομένου ᾗ ἡ ὁδὸς ἄγει.
Πρέπει να θυμόμαστε και εκείνον που ξεχνάει πού οδηγεί ο δρόμος.
77.
εἶναι γὰρ ἓν τὸ σοφόν, ἐπίστασθαι γνώμην, ὁτέη ἐκυβέρνησε πάντα διὰ πάντων.
Γιατί μια είναι η σοφία: το να γνωρίζεις τη σκέψη που κυβερνάει όλα μέσα απ' όλα.
78.
<Ἡρακλείτου> ὁκόσων λόγους ἤκουσα, οὐδεὶς ἀφικνεῖται ἐς τοῦτο, ὥστε γινώσκειν ὅτι σοφόν ἐστι πάντων κεχωρισμένον.
Απ' όσων τα λόγια άκουσα, κανείς δε φτάνει σε τούτο, να αναγνωρίσει, δηλαδή, πως το σοφό είναι απ' όλα χωρισμένο.
79.
σωφρονεῖν ἀρετὴ μεγίστη, καὶ σοφίη ἀληθέα λέγειν καὶ ποιεῖν κατὰ φύσιν ἐπαΐαντας.
Η σωφροσύνη είναι η πιο μεγάλη αρετή, και η σοφία του να λες την αλήθεια και να πράττεις σύμφωνα με τη φύση, ακούγοντας την.
80.
χρὴ εὖ μάλα πολλῶν ἵστορας φιλοσόφους ἄνδρας εἶναι <. κατ' Ἡράκλειτον>
Γιατί πρέπει οι φιλόσοφοι να γνωρίζουν καλά πολλά πράγματα.
81.
πολυμαθίη νόον <ἔχειν> οὐ διδάσκει· Ἡδίοδον γὰρ ἂν ἐδίδαξε καὶ Πυθαγόρην αὖτίς τε Ξενοφάνεά τε καὶ Ἑκαταῖον.
Η πολυμάθεια δε διδάσκει να έχεις νου. Αν ήταν έτσι θα είχε διδάξει τον Ησίοδο και τον Πυθαγόρα, ακόμα και τον Ξενοφάνη και τον Εκαταίο.
82.
οὐ δεῖ ὥσπερ καθεύδοντας ποιεῖν καὶ λέγειν· καὶ γὰρ καὶ τότε δοκοῦμεν ποιεῖν καὶ λέγειν.
Δεν πρέπει ούτε να κάνουμε ούτε να μιλάμε όπως όταν κοιμόμαστε· γιατί και τότε νομίζουμε πως κάνουμε και μιλάμε.
83.
ἐξηπάτηνται, φησὶν, οἱ ἄνθρωποι πρὸς τὴν γνῶσιν τῶν φανερῶν παραπλησίων Ὸμήρῳ, ὃς ἐγένετο τῶν Ἑλλήνων σοφώτερος πάντων· ἐκεῖνόν τε γὰρ παῖδες φθεῖρας κατακτείνοντες ἐξηπάτησαν εἰπόντες· ὅσα εἴδομεν καὶ ἐλάβομεν, ταῦτα ἀπολείπομεν, ὅσα δὲ οὔτε εἴδομεν οὔτ᾽ ἐλάβομεν, ταῦτα φέρομεν.
Εξαπατούνται οι άνθρωποι ως προς τη γνώση των φανερών πραγμάτων, ακριβώς όπως ο Όμηρος που υπήρξε ο σοφότερος απ' όλους τους Έλληνες. Πράγματι, και εκείνον, κάποια παιδιά που σκότωναν ψείρες, τον εξαπάτησαν λέγοντας του: “Όσα είδαμε και πιάσαμε, τ' αφήνουμε, κι όσα ούτε είδαμε ούτε πιάσαμε, αυτά τα παίρνουμε”.
84.
τίς γὰρ αὐτῶν νόος ἢ φρήν; δήμων ἀοιδοῖσι πείθονται καὶ διδασκάλῳ χρείωνται ὁμίλῳ οὐκ εἰδότες ὅτι “οἱ πολλοὶ κακοί, ὀλίγοι δὲ ἀγαθοί”.
Γιατί ποιος είναι ο νους τους ή η φρόνηση τους; Πείθονται απ' τους τραγουδιστές του λαού και παίρνουν τον όχλο για δάσκαλο τους, χωρίς να ξέρουν ότι “οι πολλοί είναι κακοί και οι καλοί λίγοι”.
85.
Γοῦν κακίζων φαίνεται τὴν γένεσιν, ἐπειδάν φῇ· γενόμενοι ζώειν ἐθέλουσι μόρους τ᾽ ἔχειν, μᾶλλον δὲ ἀναπαύεσθαι, καὶ παῖδας καταλείπουσι μόρους γενέσθαι.
Όταν γεννιούνται, θέλουν να ζήσουν και να βρουν το θάνατό τους, ή μάλλον την ανάπαυση· και αφήνουν παιδιά που θα πεθάνουν με τη σειρά τους.
86.
οὐ δεῖ (ὡς) παῖδας τοκεώνων, τοῦτ' ἔστι κατὰ ψιλὸν· καθότι παρειλήφαμεν.
Δεν πρέπει να φερόμαστε σαν παιδιά υπό την κηδεμονία γονέων, δηλαδή απλούστερα, επειδή έτσι τα έχουμε παραλάβει.
87.
ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν.
Αναζήτησα τον εαυτό μου.
88.
ὅσων ὄψις ἀκοὴ μάθησις, ταῦτα ἐγὼ προτιμέω.
Όσα μπορώ να δω, ν' ακούσω και να μάθω, αυτά είναι που προτιμώ.
89.
Πόσῳ δὴ οὖν βέλτιον Ἡράκλειτος παῖδες ἀθύρματα νενόμικεν εἶναι τὰ ἀνθρώπινα δοξάσματα.
Παιδιών παιχνίδια οι ανθρώπινες γνώμες.
90.
εἶς ἐμοὶ μύριοι, ἐὰν ἄριστος ἦι.
Ένας άνθρωπος για μένα αξίζει όσο μύριοι, όταν είναι άριστος.
91.
Ἑτέρα γὰρ ἵππου ἡδονὴ καὶ κυνὸς καὶ ἀνθρώπου, καθάπερ Ἡράκλειτος φησιν ὄνους σύρματ' ἄν ἑλέσθαι μᾶλλον ἢ χρυσὸν· ἥδιον γὰρ χρυσοῦ τροφὴ ὄνοις.
Διαφορετική είναι η ηδονή για το άλογο, το σκυλί και τον άνθρωπο, αφού τα γαϊδούρια θα προτιμούσαν άχυρα αντί χρυσάφι. Γιατί πιο ευχάριστη είναι η τροφή για τα γαϊδούρια παρά το χρυσάφι.
92.
Sί modo credimus Εphesίο Heracleto qui ait sues caeno, cohortales aves pulvere vel cinere lavari.
Τα γουρούνια πλένονται στο βόρβορο, τα πουλερικά στη σκόνη ή στις στάχτες.
93.
Δεῖ γὰρ τὸν χαρίεντα μήτε ῥυπᾶν μήτε αὐχμεῖν μήτε βορβόρῳ χαίρειν καθ' Ἡράκλειτον.
Ὕες βορβόρῳ ἥδονται μᾶλλον ἢ καθαρῷ ὕδατι.
Γιατί ο άνθρωπος ο ευγενικός δεν πρέπει να είναι ακάθαρτος ούτε άπλυτος ούτε να χαίρεται στο βόρβορο.
Τα γουρούνια τέρπονται πιο πολύ στο βόρβορο παρά στο καθαρό νερό.
94.
si felicitas esset in delectationibus corporis, boves felices diceremus, cum inveniant orobum ad comedendum.
Αν η ευτυχία βρισκόταν στις σωματικές απολαύσεις, θα λέγαμε ευτυχισμένα τα βόδια όταν βρίσκουν μπιζέλια για να φάνε.
95.
αἱρεῦνται γὰρ ἓν ἀντὶ ἁπάντων οἱ ἄριστοι, κλέος ἀέναον θνητῶν, οἱ δὲ πολλοὶ κεκόρηνται ὅκωσπερ κτήνεα.
Οι άριστοι προτιμούν το ένα από όλα, την αιώνια δόξα των θνητών. Αλλά οι πολλοί χορταίνουν σαν τα κτήνη.
96.
χρυσὸν γὰρ οἱ διζήμενοι γῆν πολλὴν ὀρύσσουσι καὶ εὑρίσκουσιν ὀλίγον.
Όσοι ζητούν χρυσάφι σκάβουν πολύ τη γη και λίγα βρίσκουν.
97.
πᾶν γὰρ ἑρπετὸν πληγῇ νέμεται.
Κάθε τι που έρπει εξουσιάζεται με χτυπήματα.
98.
ὕβριν χρὴ σβεννύναι μᾶλλον ἢ πυρκαϊήν.
Την υπεροψία πρέπει κανείς να σβήνει περισσότερο παρά την πυρκαγιά.
99.
μάχεσθαι χρὴ τὸν δῆμον ὑπὲρ τοῦ νόμου ὅκωσπερ τείχεος.
Ο λαός πρέπει να μάχεται για το νόμο όπως ακριβώς για τα τείχη του.
100.
μὴ εἰκῆ περὶ τῶν μεγίστων συμβαλλώμεθα.
Για τα μέγιστα πράγματα ας μη κάνουμε υποθέσεις στην τύχη.
101.
τῷ μὲν θεῷ καλὰ πάντα καὶ ἀγαθὰ καὶ δίκαια, ἄνθρωποι δὲ ἃ μὲν ἄδικα ὑπειλήφασιν ἃ δὲ δίκαια.
Για το θεό όλα τα πράγματα είναι όμορφα, αγαθά και δίκαια· αλλά οι άνθρωποι μερικά πράγματα θεωρούν άδικα και άλλα δίκαια.
102.
βλὰξ ἄνθρωπος ἐπὶ παντὶ λόγωι ἐπτοῆσθαι φιλεῖ.
Ο βλάκας μπροστά σε κάθε λόγο αγαπά να τρομάζει.
103.
ἀνθρώποις γίνεσθαι ὁκόσα θέλουσιν οὐκ ἄμεινον.
Για τους ανθρώπους δεν είναι το καλύτερο να γίνονται όσα θέλουν.
104.
νέκυες γὰρ κοπρίων ἐκβλητότεροι.
Γα πτώματα είναι πιο πολύ για πέταμα από την κοπριά
105.
κύνες γὰρ καταβαΰζουσιν ὧν ἂν μὴ γινώσκωσι.
Τα σκυλιά γαβγίζουν αυτούς που δεν γνωρίζουν.
106.
νοῦσος ὑγιείην ἐποίησεν ἡδὺ καὶ ἀγαθόν, λιμὸς κόρον, κάματος ἀνάπαυσιν.
Η αρρώστια κάνει την υγεία ευχάριστο και καλό πράγμα, η πείνα το χορτασμό, η κούραση την ανάπαυση.
107.
ἀμαθίην γὰρ ἄμεινον κρύπτειν, ἔργον δὲ ἐν ἀνέσει καὶ παρ᾽ οἶνον.
Κρύπτειν ἀμαθίην κρέσσον ἢ ἐς τὸ μέσον φέρειν.
Είναι προτιμότερο να κρύβεις την αμάθεια, αλλά αυτό είναι δύσκολο όταν γίνεται μέσα στην κραιπάλη και στο μεθύσι.
Είναι προτιμότερο να κρύβεις την αμάθεια παρά να την αποκαλύπτεις παντού.
108.
ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες.
Γιατί τα μάτια είναι ακριβέστεροι μάρτυρες από τα αυτιά.
109.
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων.
Τα μάτια και τα αυτιά είναι κακοί μάρτυρες για τους ανθρώπους που έχουν βάρβαρες ψυχές.
110.
τήν τε οἴησιν ἱερὴν νοῦσον (ἔλεγε καὶ τὴν ὅρασιν ψεύδεσθαι).
Ο Ηράκλειτος ονομάζει την έπαρση νόσο ιερή και λέει ότι η όραση ψεύδεται.
111.
Ἀγχιβατεῖν (ἀγχιβασίην) Ἡράκλειτος.
Διφορούμενο = προσέγγιση, κατά τον Ηράκλειτο.
112.
ἐφ᾽ ἑνὸς ἄν ποτε γένοιτο . . . ἢ τινων ὀλίγων (sc. θυσίαι κεκαθαρμένων παντάπασιν ἀνθρώπων).
Από ένα... ή από λίγους θα μπορούσαν να γίνουν (θυσίες ανθρώπων ολωσδιόλου καθαρών).
113.
Δίκης ὄνομα οὐκ ἂν ᾔδεσαν, εἰ ταῦτα μὴ ἦν.
Αυτοί δεν θα μπορούσαν να ξέρουν το όνομα της Δικαιοσύνης, αν αυτά τα πράγματα (οι αδικίες) δεν υπήρχαν.
114.
δοκέοντα γὰρ ὁ δοκιμώτατος γινώσκει, φυλάσσει· καὶ μέντοι καὶ Δίκη καταλήψεται ψευδῶν τέκτονας καὶ μάρτυρας.
Εκείνος που χαίρει μεγάλης εκτίμησης δε γνωρίζει και δε φυλάει παρά μόνο τα καλά να πιστεύει κανείς πράγματα· αλλά η Δικαιοσύνη θα πιάσει αυτούς που κατασκευάζουν και μαρτυρούν ψέματα.
115.
ἀρῃφάτους θεοὶ τιμῶσι καὶ ἄνθρωποι.
Οι θεοί και οι άνθρωποι τιμούν εκείνους που πέθαναν στη μάχη.
116.
Τίσι δὴ μαντεύεται Ἡράκλειτος ὁ Ἐφέσιος; νυκτιπόλοις, μάγοις, βάκχοις, λήναις, μύσταις· τούτοις ἀπειλεῖ τὰ μετὰ θάνατον, τούτοις μαντεύεται τὸ πῦρ· τὰ γὰρ νομιζόμενα κατ᾽ ἀνθρώπους μυστήρια ἀνιερωστὶ μυεῦεται.
Σε ποιους προφητεύει ο Ηράκλειτος; Σε πλανώμενους τη νύχτα αλήτες, μάγους, βάκχους, μαινάδες και μύστες· αυτούς απειλεί με μεταθανάτια τιμωρία, σ' αυτούς προφητεύει τη φωτιά· γιατί στα καθιερωμένα απ' τους ανθρώπους μυστήρια μυούνται με τρόπο ανίερο.
117.
καθαίρονται δ᾽ ἄλλῳ αἵματι μιαινόμενοι οἷον εἴ τις εἰς πηλὸν ἐμβὰς πηλῷ ἀπονίζοιτο· μαίνεσθαι δ᾽ ἂν δοκοίη, εἴ τις αὐτὸν ἀνθρώπων ἐπιφράσαιτο οὕτω ποιέοντα· καὶ τοῖς ἀγάλμασι δὲ τουτέοισιν εὔχονται, ὁκοῖον εἴ τις δόμοισι λεσχηνεύοιτο, οὔ τι γινώσκων θεοὺς οὐδ᾽ ἥρωας οἵτινές εἰσι.
Καθαρίζονται μιαινόμενοι μ' άλλο αίμα, όπως κάποιος που, χωμένος μέσα στη λάσπη, θα ήθελε να ξεπλυθεί με λάσπη. Αν κάποιος τον έβλεπε να κάνει κάτι τέτοιο θα τον έπαιρνε για μανιακό. Και σε τέτοια αγάλματα προσεύχονται, όμοιοι μ' εκείνον που θα φλυαρούσε μέσα στο σπίτι του, χωρίς να γνωρίζει ποιοι είναι θεοί και ποιοι ήρωες.
118.
κάματός ἐστι τοῖς αὐτοῖς μοχθεῖν καὶ ἄρχεσθαι.
Κάματος είναι το να μοχθεί κανείς και να εξουσιάζεται απ' τους ίδιους.
119.
μὴ ἐπιλίποι ὑμᾶς πλοῦτος, <ἔφη,> Ἐφέσιοι, ἵν᾽ ἐξελέγχοισθε πονηρευόμενοι.
Ποτέ να μη σας λείψει ο πλούτος, Εφέσιοι, για να βγαίνει στη φόρα η πονηριά σας.
120.
ἄξιον Ἐφεσίοις ἡβηδὸν ἀπάγξασθαι πᾶσι καὶ τοῖς ἀνήβοις τὴν πόλιν καταλιπεῖν, οἵτινες Ἑρμόδωρον ἄνδρα ἑωυτῶν ὀνήιστον ἐξέβαλον φάντες· ἡμέων μηδὲ εἷς ὀνήιστος ἔστω, εἰ δὲ μή, ἄλλη τε καὶ μετ᾽ ἄλλων.
Όλοι οι ενήλικες Εφέσιοι θα έπρεπε να κρεμαστούν και ν' αφήσουν την πόλη τους στους ανήλικους, γιατί εκείνοι έδιωξαν τον Ερμόδωρο, τον πιο άξιο άντρα, λέγοντας: “Κανείς από μας ας μην είναι ο πιο άξιος. Ειδεμή, ας πάει αλλού και με άλλους”.
121.
ἀνὴρ ὁκόταν μεθυσθῇ, ἄγεται ὑπὸ παιδὸς ἀνήβου σφαλλόμενος, οὐκ ἐπαΐων ὅκη βαίνει, ὑγρὴ τὴν ψυχὴν ἔχων.
Ένας άντρας, όταν μεθύσει, αφήνεται να οδηγείται από ένα ανήλικο παιδί: παραπατάει χωρίς να ξέρει πού πηγαίνει, γιατί έχει υγρή ψυχή.
122.
αὐγὴ ξηρὴ σοφωτάτη καὶ ἀρίστη, ἢ καλύτερα: αὔη ψυχὴ σοφωτάτη καὶ ἀρίστη.
Η ξηρή ψυχή είναι σοφότατη και άριστη.
123.
Ὥσπερ σάρμα εἰκῆ κεχυμένων ὁ κάλλιστος, φησὶν Ἡράκλειτος, ὁ κόσμος.
Ο πιο όμορφος κόσμος είναι σα σωρός σκουπίδια χυμένα στην τύχη.
124.
Τὸν τε Ὅμηρον ἔφασκεν ἄξιον ἐκ τῶν ἀγώνων ἐκβάλλεσθαι καὶ ῥαπίζεσθαι καὶ Ἀρχίλοχον ὁμοίως.
Ο Όμηρος αξίζει απ' τους αγώνες να τον διώχνουν και να τον ραπίζουν, καθώς κι ο Αρχίλοχος.
125.
Ἡράκλειτος ἐντεῦθεν ἀστρολόγον φησὶ τὸν Ὅμηρον.
Ο Όμηρος ήταν αστρολόγος.
126.
Δοκεῖ δὲ κατὰ τινας πρῶτος ἀστρολογῆσαι . . . μαρτυρεῖ δ' αὐτῷ καὶ Ἡράκλειτος καὶ Δημόκριτος.
Ο Ηράκλειτος και ο Δημόκριτος μαρτυρούν πως ο Θαλής υπήρξε ο πρώτος αστρονόμος.
127.
Ἐν Πριήνῃ Βίας ἐγένετο ὁ Τευτάμεω, οὗ πλείων λόγος ἢ τῶν ἄλλων.
Στην Πριήνη γεννήθηκε ο Βίας, γιος του Τευτάμου, που ο λόγος του ξεπερνά όλων των άλλων.
128.
Πυθαγόρης κοπίδων ἐστὶν ἀρχηγός.
(Ο Πυθαγόρας) είναι αρχηγός στους αγύρτες.
Αποσπάσματα αμφίβολα ή απόκρυφα
129.
κατὰ λόγον δὲ ὡρέων συμβάλλεται ἑβδομὰς κατὰ σελήνην, διαιρεῖται δὲ κατὰ τὰς ἄρκτους, ἀθανάτου μνήμης σημείω.
Σύμφωνα με το νόμο των ετών, η εβδομάδα ενώνεται με τη σελήνη, αλλά διαιρείται με τις άρκτους, τα δυο σημεία της αθάνατης μνήμης.
130.
Ἄλλως ἄ(λλο ἀεὶ αὔξε)ται πρὸς ὅ (ἄν ᾖ ἐλλι)πὲς
Κάθε πράγμα αυξάνει με τον τρόπο του, σύμφωνα μ' αυτό που του χρειάζεται.
131.
Ὁ αἀτὸς πρὸς Αἰγυπτίους ἔφη· εἰ θεοὶ εἰσιν, ἵνα τὶ θρηνεῖτε αὐτοὺς; εἰ δὲ θρηνεῖτε αὐτοὺς, μηκέτι τούτους ἡγεῖσθε θεοὺς.
Ο Ηράκλειτος είπε στους Αιγυπτίους: “Αν είναι θεοί, γιατί τους θρηνείτε; Αλλά εάν τους θρηνείτε, μη τους θεωρείτε πια θεούς ους”.
132.
Ὅτι ὁ Ἡράκλειτος ὁρῶν τοὺς Ἕλληνας γέρα τοῖς δαίμοσιν πονέμοντας εἶπεν· δαιμόνων ἀγάλμασιν εὔχονται οὐκ ἀκούουσιν ὥσπερ ἀκούοιεν, οὐκ ἀποδιδοῦσιν, ὥσπερ οὐκ ἀπαιτοῖεν.
Ο Ηράκλειτος, βλέποντας τους Έλληνες να προσφέρουν δώρα στους θεούς, είπε: “Προσεύχονται στα αγάλματα των θεών σαν να μπορούσαν να τους ακούσουν, ενώ δεν τους ακούνε, δεν δίνουν, όπως και δεν μπορούν τίποτα να ζητήσουν”.
133.
Πυθαγόρης Μνησάρχου ἱστορίην ἤσκησεν ἀνθρώπων μάλιστα πάντων καὶ ἐκλεξάμενος ταύτας τὰς συγγραφὰς ἐποιήσατο ἑωυτοῦ σοφίην, πολυμαθίην, κακοτεχνίην.
Ο Πυθαγόρας, ο γιος του Μνησάρχου, άσκησε περισσότερο απ' όλους τους ανθρώπους την έρευνα, και αφού διάλεξε τούτες τις γραφές, έκανε μ' αυτές μια δική του σοφία: πολυμάθεια, κακοτεχνία.
134.
non convenit ridiculum esse ita, ut ridiculus ipse videaris, Heraclitus dixit.
Δεν πάει να αστειεύεται κανείς σε σημείο που ο ίδιος να γίνεται γελοίος, έλεγε ο Ηράκλειτος.
135.
Ἡράκλειτος ἔλεγε τὴν οἴησιν προκοπῆς ἐγκοπὴν.
Ο Ηράκλειτος έλεγε πως η έπαρση είναι εμπόδιο στην προκοπή.
136.
Τιμαὶ θεοὺς καὶ ἀνθρώπους καταδουλοῦνται.
Οι τιμές υποδουλώνουν θεούς και ανθρώπους.
137.
Ἄνθρωποι κακοὶ ἀληθινῶν ἀντίδικοι.
Οι κακοί άνθρωποι είναι εχθροί εκείνων που λένε την αλήθεια.
138.
Τὴν παιδείαν ἕτερον ἥλιον εἶναι τοῖς πεπαιδευμένοις.
Η παιδεία είναι ένας άλλος ήλιος για τους μορφωμένους.
139.
Συντομωτάτην ὁδὸν ἔλεγεν εἰς εὐδοξίαν τὸ γενέσθαι ἀγαθὸν.
Ο συντομότερος δρόμος για ν' αποκτήσεις καλή φήμη είναι το να γίνεις καλός.
140.
Ἡρακλείτου· ψυχαὶ ἀρηίφατοι καθαρώτεραι ἢ ἑνὶ νούσοις.
Κατά τον Ηράκλειτο, οι ψυχές που πέσανε μαχόμενες είναι καθαρότερες από εκείνες που κύλησαν σ' αρρώστιες.
141.
Γράφει γοῦν “ἔστι γὰρ εἱμαρμένα πάντως...”.
πηγή: ekivolos.gr