Του Μιχαλόπουλου Αθανάσιου
Ο Γκότφριντ Βίλχελμ Λάιμπνιτς θεωρείται ο δεύτερος μεγάλος σταθμός της νεώτερης φιλοσοφίας, μετά τον Ντεκάρτ. Ενώ ο Ντεκάρτ ανέπτυξε την πρώτη ολοκληρωμένη μηχανιστική αντίληψη της φιλοσοφίας για τη φύση η οποία έγινε κατανοητή μέσα από τις έννοιες της μηχανικής (μέγεθος, σχήμα, κίνηση), ο Λάιμπνιτς προχώρησε ένα βήμα πιο πέρα και τη συμπλήρωσε με την έννοια της δύναμης. Έτσι, ο Λάιμπνιτς βελτίωσε και τελειοποίησε τη μηχανιστική αντίληψη της φιλοσοφίας του μέσω της έννοιας της δύναμης με την οποία επιτυγχάνεται το πέρασμα από τις έννοιες της φυσικής στις έννοιες της μεταφυσικής.
Έχει επισημανθεί πολλές φορές ότι κάθε φιλόσοφος μέσω του φιλοσοφικού στοχασμού επιτυγχάνει να διεισδύσει στο πεδίο των κανόνων ή νόμων του πνεύματος μέσα από τη δική του ιδιαίτερη στοχαστική οπτική για τα πράγματα. Μια οπτική την οποία μπορούμε να συλλάβουμε όσοι προσπαθούμε να ασκούμε μια φιλοσοφική θεώρηση μέσω της σύνδεσή της με την παγκόσμια φιλοσοφική σκέψη. Έτσι, και η φιλοσοφία του Λάιμπνιτς αποτελεί μια σπουδαία πνευματική άσκηση για τον εαυτό μας προκειμένου να διαλογιστεί δημιουργικά και να βυθιστεί στα μυστήρια του υψηλού φιλοσοφικού στοχασμού τα οποία προσφέρουν την αφορμή να ανακαλύψουμε πλευρές του αληθινού "είναι" με ουσιαστικό φιλοσοφικό τρόπο που υπερτερεί σε σχέση με όλες τις μυστηριακές ή μυστικιστικές θεωρήσεις που αποκρύπτουν την αλήθεια με θεολογικό τρόπο.
Για τον Λάιμπνιτς, σε αντίθεση με τον Ντεκάρτ, οι γεωμετρικές έννοιες της μηχανικής (έκταση, μέγεθος, θέση, κίνηση, σχήμα κ.λπ) δεν αρκούν για να εξηγηθούν ολοκληρωτικά τα φυσικά φαινόμενα. Αν τα φυσικά σώματα συνίστανται μόνο στην έκταση, τότε θα έπρεπε όλα τα φαινόμενα του φυσικού κόσμου και προπάντων η αδράνεια και οι νόμοι της κίνησης να εξηγηθούν μέσα από την έννοια αυτή. Η αντίσταση που προβάλλουν τα σώματα σε κάθε μεταβολή και οι ποικίλες μεταβολές της κίνησής τους, κατά τον Λάιμπνιτς, αποδεικνύουν ότι τα φυσικά φαινόμενα δεν εξηγούνται με καθαρές γεωμετρικές έννοιες και νόμους. Έτσι, ο φιλόσοφος θεωρεί ότι οι αρχές της μηχανικής ως οι πρώτοι νόμοι της κίνησης απορρέουν από μια ανώτερη αρχή η οποία εκδηλώνεται στον κόσμο μέσω της έννοιας της δύναμης.
Η δύναμη θεωρείται η αιτία της κίνησης στον Λάιμπνιτς, ο οποίος μετατρέπει τη γεωμετρική-μηχανιστική καρτεσιανή αντίληψη σε μαι δυναμική-μηχανιστική αντίληψη για τον φυσικό κόσμο. Η έννοια της δύναμης προσδίδει στη φιλοσοφία του Λάιμπνιτς μια μεταφυσική ερμηνεία της ενέργειας, μέσα από την οποία η κίνηση καθίσταται ως φυσική έκφραση της ενέργειας των πραγμάτων. Η ουσία της πραγματικότητας και του κόσμου βρίσκεται σε αυτήν τη δύναμη η οποία πηγάζει από την ύψιστη και ανώτατη θεϊκή αρχή, την οποία δεν πρέπει να την αντιλαμβανόμαστε με θεολογικούς όρους αλλά καθαρά με φιλοσοφικούς και οντολογικούς.
Η ουσία, έτσι, στον Λάιμπνιτς, δεν είναι έκταση αλλά μετατρέπεται σε ενέργεια και συσχετίζεται στενά με την κίνηση. Η ύλη, πλέον, δεν είναι κάτι το αδρανές που αιωνίως πάσχει, αλλά ενέργεια, δηλαδή αποτελεί ένα ορατό σε μας μέρος της εκδήλωσης του όντος. Η ύλη αποτελείται από μέρη, για αυτό και κανένα υλικό ορατό σώμα (πέτρα, φυτό, ζώο, ανθρώπινο ή ουράνιο σώμα κ.λπ) δεν είναι ουσία, αλλά άθροισμα ουσιών. Κατά τον Λάιμπνιτς, ουσίες είναι οι μονάδες, οι οποίες δεν έχουν μέρη, είναι απλές και είναι τα αληθινά "αόρατα" άτομα της ύλης, τα έσχατα στοιχεία των πραγμάτων που παραμένουν τα ίδια σε κάθε μεταβολή ως ενότητες απόλυτα όμοιες. Κάθε μονάδα φέρει εσωτερικά μέσα της μια ενεργό δύναμη με βάση την οποία καθορίζεται η ποιοτική μεταβολή της. Σε κάθε μονάδα υπάρχει ένα μέρος της το οποίο μεταβάλλεται και ένα άλλο που παραμένει αμετάβλητο, χωρίς να διαρρηγνύεται η ενότητά της. Μέσα στην ενότητα της ουσίας (συνύπαρξη των μεταβλητών και των αμετάβλητων μερών της), που αποτελεί η μονάδα, κατά τον Λάιμπνιτς, εμπεριέχεται η πολλαπλότητα ως ένα δυναμικό πλήθος παθημάτων και σχέσεων με βάση το οποίο εκδηλώνεται κάθε παράσταση ή ον στον κόσμο συσχετιζόμενη με τις άλλες μονάδες. Ένα παράδειγμα τέτοιας ενότητας, ισχυρίζεται ο Λάιμπνιτς, είναι η ανθρώπινη συνείδηση, η οποία διατηρεί την ενότητά της στη μεταβολή των καταστάσεών της. Η μονάδα για τον Λάιμπνιτς αποτελεί την ψυχή, η οποία συνενώνει την ενότητα με την πολλαπλότητα, ενώ η ενέργειά της είναι ένα είδος παραστατικής δύναμης.
Ας δούμε πώς ακριβώς συλλαμβάνει ο Λάιμπνιτς τις μονάδες ως ψυχές. Η μονάδα είναι μια ανοιχτή δέσμη σχέσεων πάνω στην οποία μπορεί να παρασταθεί μια εικόνα ή να συμπυκνωθεί/φανερωθεί ως ορατό ένα ον. Αποτελούν ένα είδος "ασώματων αυτόματων", λέει ο Λάιμπνιτς, τα οποία συσχετιζόμενα μεταξύ τους, κατά νοερώς όμοιες ομάδες, συνιστούν μέσω αυτών των δεσμών σχέσεων μια οντική ολότητα ιδρύοντας συσχετισμούς ιεραρχικής τάξεως. Έτσι διακρίνει τριών ειδών μονάδες ανάλογα με την ποιότητα των σχέσεων που καθιδρύονται μέσω των σχέσεων των μονάδων. Η πρώτη κατηγορία μονάδων αρμόζει στα φυτά και χαρακτηρίζεται από την αντίληψη και την ορμή η οποία προσδίδει την ικανότητα στη μονάδα να περνά από τις ασαφέστερες στις σαφέστερες αντιλήψεις. Η δεύτερη κατηγορία μονάδων εκτός από αντίληψη και ορμή αναπτύσσει και μνήμη. Η κατηγορία αυτή αρμόζει στις άλογες ζωώδεις ψυχές. Η τρίτη κατηγορία μονάδων χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη της αντίληψης, της ορμής, της μνήμης και του Λόγου. Είναι μια κατηγορία που αρμόζει στις έλλογες ψυχές ή στα πνεύματα. Μέσω του λόγου ο άνθρωπος ως έλλογη ψυχή έχει τη δυνατότητα να γνωρίσει τον εαυτό του, τον θεό και τον κόσμο.
Η αντίληψη την οποία φέρουν όλες οι μονάδες, ως ψυχικό φαινόμενο εκφράζει την πολλαπλότητα μέσα στην ενότητα. Μέσα στην αντίληψη συνενώνονται στην ενότητα της συνείδησης οι διάφορες παραστάσεις ή εντυπώσεις διάφορων φαινομένων όπως των χρωμάτων, των ήχων, των σχημάτων κλπ. Η αντίληψη, κατά τον Λάιμπνιτς, είναι μια μεταβατική κατάσταση γιατί κατά την αντίληψη η ψυχή μεταβαίνει από τη μια παράσταση στην άλλη. Οι μονάδες είναι προικισμένες με αντιληπτική ικανότητα, όπως ακριβώς και η ανθρώπινη ψυχή, αλλά με μια θεμελιώδη διαφορά που παρατηρείται στον άνθρωπο. Για να καταδείξει αυτή τη διαφορά ο Λάιμπνιτς κάνει μια διάκριση ανάμεσα στην αντίληψη και την αυτοσυνειδησία. Ενώ η αντίληψη είναι η ικανότητα να παριστάνουμε μέσα μας τον εξωτερικό κόσμο (κάτι που επιτυγχάνουν με διαφορετικό τρόπο όλες οι κατηγορίες των μονάδων), η αυτοσυνειδησία είναι η ικανότητα να αναφέρουμε, με εσωτερική παρατήρηση, τις παραστάσεις μας στο αντιλαμβανόμενο "Εγώ". Ο Λάιμπνιτς μας λέει ότι η παραστατική ικανότητα (αντίληψη) υπάρχει σε όλα τα όντα, ακόμα και στα πιο μικρά σωματίδια της ύλης, ενώ η αυτοσυνειδησία είναι ικανότητα μόνο του ανθρώπου.
Στην απόπειρά του ο Λάιμπνιτς να αναπτύξει και να ολοκληρώσει τη μεταφυσική των μονάδων αναδεικνύει το μεγαλείο της μεταφυσικής του φιλοσοφίας ως προσπάθεια του ανθρώπου να εξελιχθεί, να ανέλθει και να τελειωθεί πνευματικά μέσω της φιλοσοφίας. Πώς επιτυγχάνει ο άνθρωπος αυτήν την πνευματική τελείωση στο σύστημα της μοναδολογίας του Λάιμπνιτς; Ας εννοήσουμε τη λειτουργία των μονάδων. Κάθε μονάδα είναι αυτόνομη και ανεξάρτητη οντότητα που δεν χάνει την ταυτότητά της. Παράλληλα, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, σε κάθε μονάδα υπάρχει ένα "μέρος" της που παραμένει αμετάβλητο και ένα άλλο που μεταβάλλεται. Δηλαδή ένα μέρος της ενεργεί (αμετάβλητο) και ένα άλλο πάσχει (μεταβλητό). Ταυτόχρονα όλες οι μονάδες επικοινωνούν και συσχετίζονται μεταξύ τους ως προς το μεταβλητό μέρος τους, κάθε αλλαγή και εξέλιξη στην αντιληπτική ικανότητά τους κομίζεται στο μεταβλητό μέρος τους το οποίο όταν το νόημά του προσιδιάζει στο αμετάβλητο εμπλουτίζει την οντότητά της. Τι σημαίνει όμως ότι μια μονάδα μπορεί να ενεργεί ή να πάσχει; "Ενεργεί" σημαίνει ότι οι αντιλήψεις της είναι ευκρινείς και είναι ικανή να συσχετίζεται δημιουργικά με άπειρο αριθμό μονάδων, ενώ "πάσχει" σημαίνει ότι οι αντιλήψεις της είναι συγκεχυμένες με αποτέλεσμα να συσχετίζεται με περιορισμένο αριθμό μονάδων και όχι ποιοτικά. Οι μονάδες που πετυχαίνουν να είναι απόλυτα ενεργές και τέλειες συνιστούν τον πνευματικό ή υπεραισθητό κόσμο και είναι συνδεδεμένες με το Όλον, με το Παν, ενώ όσες πάσχουν ή είναι παθητικές σε μεγάλο βαθμό συνιστούν τον υλικό κόσμο. Σαφώς υπάρχει μια αθέατη αλληλεπίδραση, αλληλοσυμπλήρωση ή συσχέτιση μεταξύ όλων των μονάδων, και κάθε φαινομενικό ον που δημιουργείται είναι μια σύνθεση της διαλεκτικής ποιότητας των συσχετιζόμενων μονάδων, ενώ η καθολική αλληλεπίδραση όλων των μονάδων συνιστά έργο της απόλυτης θεϊκής αρχής, του θεού και αποτελεί την προδιατεταγμένη αρμονία. Αυτή η αρμονία συντελείται στη νόηση του θεού ως υπέρτατου Νου. Στη διαδικασία αυτή της εναρμόνισης όλων των μονάδων και των όντων μπορεί να μετέχει και ο άνθρωπος ως έλλογη ψυχή. Όταν η ανθρώπινη μονάδα καταφέρει μέσω της ικανότητας του Λόγου και της νόησης να ομοιάσει της θεότητας και να καταστεί ενεργητική νοητική μονάδα εισχώρησης σε όλα τα μεταβλητά μέρη όλων των μονάδων (ενεργών ή πασχουσών), τότε θα συσχετιστεί πλήρως όχι μόνο με το σύνολο των μονάδων αλλά και θα γίνει κοινωνός του θείου κόσμου και θα θεωθεί. Ο Λάιμπνιτς θεωρεί ότι ο φιλοσοφικός βίος και η ενασχόληση του ανθρώπου με την εξέλιξη και την ποιότητα της σκέψης ή της νόησης είναι ο μέγιστος σκοπός και στόχος του ανθρώπου, προκειμένου να θεωθεί. Για άλλη μια φορά ένας μεγάλος φιλόσοφος της νεώτερης εποχής, μέσα από το σπουδαίο έργο του, εμπνεόμενος από τον Πλάτωνα, αναδεικνύει την προτεραιότητα που πρέπει να έχει η άσκηση στη φιλοσοφία σε σχέση με την απλή θρησκευτικότητα που κρατά δέσμια, στάσιμη και μη εξελίξιμη πνευματικά την ανθρώπινη υπόσταση και ψυχή. Τι εννοείται ως άσκηση στη φιλοσοφία; Εννοείται ως η συνεχή καλλιέργεια της εσωτερικής μας συνειδητότητας και της νόησης μέσα από τη σύνδεσή της με τους αιώνιους και συμπαντικούς νόμους του ίδιου του πνεύματος ως συνδετικού Λόγου κάθε νοήματος και όντος.