ΕΤΙΚΕΤΕΣ

Η ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗΣ ΛΟΓΙΚΗΣ ΤΟΥ ΧΕΓΚΕΛ ΣΤΗ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΙΚΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ


Του Μιχαλόπουλου Αθανάσιου


Η σωκρατική μέθοδος της φιλοσοφίας αποτέλεσε τη βάση ώστε ο Χέγκελ να κάνει εκκίνηση της διαλεκτικής του στην επιστήμη της λογικής. Η διαλεκτική γνώσης και άγνοιας για κάτι αποτυπώνεται στην υποτιθέμενη σωκρατική ρήση «Έν οἶδα ὅτι οὐδὲν οἶδα» (ένα ξέρω, ότι τίποτα δεν ξέρω), η οποία ουσιαστικά δεν ειπώθηκε ποτέ από τον Σωκράτη. Η εν λόγω ρήση αποτελεί μια παράφραση που έγραψε ο Πλάτων σε ένα απόσπασμα του αρχαίου συγγράμματος "Απολογία Σωκράτους". Παρ΄όλα αυτά η ρήση αυτή αποδίδει επακριβώς τη σωκρατική διαλεκτική μέθοδο διδασκαλίας και ορθώς χρεώνεται στη σωκρατική φιλοσοφία.

Ο Χέγκελ μέσα από αυτήν την παροιμιώδη φιλοσοφική ρήση που αποδόθηκε στα χαρακτηριστικά της σωκρατικής διδασκαλίας θεμελίωσε την εκκίνηση της Λογικής του. Ας ανιχνεύσουμε τον τρόπο με τον οποίο πραγματοποιεί αυτή την μεταφορά της σωκρατικής μεθόδου στο διαλεκτικό σύστημά του. 

Η καρδιά της σωκρατικής μεθόδου αποτυπώνεται στην εν λόγω  ρήση << Ένα ξέρω, ότι τίποτα δεν ξέρω >>, η οποία ξεδιπλώνει το νόημα του παρμενίδειου "νοείν και είναι". Στην ουσία γίνεται λόγος για το ΕΙΝΑΙ (τι υπάρχει πραγματικά) σε σχέση με τη ΓΝΩΣΗ του. Πρόκειται για την πραγμάτευση της πλατωνικής διαλεκτικής ως γνωσιο-οντολογίας. Η πρώτη πρόταση της ρήσης << Ένα ξέρω >> υπάγεται στην έννοια του πλατωνικού ΠΕΡΑΤΟΣ και του ΕΙΝΑΙ ως ΥΠΑΡΞΗΣ, δηλαδή της σκέψης ότι οτιδήποτε πραγματικά υπάρχει αιωνίως μπορεί να συλληφθεί με τον νου έχοντας κάποια όρια, ώστε να αποπειραθούμε να το ορίσουμε. Το να ισχυρίζεται κανείς ότι "ξέρει", σημαίνει ότι είναι σε θέση να γνωρίζει, να ορίζει και να συλλαμβάνει κάτι ως ον. Η δεύτερη πρόταση "τίποτα δεν ξέρω" υπάγεται στην έννοια του πλατωνικού ΑΠΕΙΡΟΥ και του ΜΗΔΕΝΟΣ ως ΜΗ ΥΠΑΡΞΗΣ ή ΜΗ ΝΟΗΜΑΤΟΣ. Ο Χέγκελ σε αυτό το σημείο αποδίδει στην πρόταση "τίποτα δεν ξέρω" ως μηδέν ένα ΕΙΝΑΙ, δηλαδή κάτι που πραγματικά υπάρχει. Η πρόταση "τίποτα δεν ξέρω" δεν είναι κενή  περιεχομένου ή νοήματος, αλλά κομίζει ένα νόημα. Ποιο είναι το νόημα ως ένα ΕΙΝΑΙ; Ότι "το μηδέν είναι κενό νοήματος". Προσλαμβάνει. λοιπόν, ο Χέγκελ ένα ΕΙΝΑΙ (νόημα ή "ύπαρξη") μέσα στο ΜΗΔΕΝ. 

Έτσι, ο Χέγκελ μέσα από το πλατωνικό ΠΕΡΑΣ αναπτύσσει την έννοια της Ποιότητας η οποία αποτελεί το πρώτο επίπεδο της θεωρίας του ΕΙΝΑΙ. Στο επίπεδο της Ποιότητας τίθεται μια τριάδα εννοιών, το ΕΙΝΑΙ, το ΜΗΔΕΝ, και το ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ. Η πρώτη έννοια, το ΕΙΝΑΙ ως ύπαρξη στο νου μας φαίνεται ακαθόριστο, χωρίς νόημα. Δηλαδή, τι μπορούμε να εννοούμε ότι είναι τελικά η ύπαρξη; Άγνωστο προς το παρόν. Επειδή το ΕΙΝΑΙ είναι κάτι άγνωστο και δεν ξέρουμε τι είναι, συμπίπτει με το ΜΗΔΕΝ, κάτι δηλαδή που δεν έχει νόημα (κατά Σωκράτη, τίποτα δεν ξέρω = κενό περιεχομένου, κατά Χέγκελ). Από την άλλη, το ΜΗΔΕΝ ως κενό περιεχομένου, ως αυτό που δεν κομίζει κάποιο νόημα, υπάρχει όταν το σκεφτόμαστε, ως κάτι που δεν περιέχει νόημα. Άρα το ΜΗΔΕΝ υπάρχει, είναι ένα ΕΙΝΑΙ, κάτι που έχει νόημα  ως απουσία περιεχομένου.

Είναι κομβικό, μας λέει ο Χέγκελ, να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο το ΕΙΝΑΙ πέρασε στο ΜΗΔΕΝ και το ΜΗΔΕΝ στο ΕΙΝΑΙ. Δηλαδή να καταλάβουμε τον τρόπο που το καθένα από αυτά τα δύο χάνεται στο αντίθετό του, ή αλλιώς πώς είναι πιθανή η ένωσή τους. Αυτή η αμοιβαία κίνηση μεταμόρφωσης αυτών των δύο (ΕΙΝΑΙ και ΜΗΔΕΝ) στη θεωρία του ΕΙΝΑΙ χαρακτηρίζεται από τον Χέγκελ "ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ". Στο ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ το ακαθόριστο μεταμορφώνεται σε καθορισμένο υποκείμενο, σε μια συγκεκριμένη διακριτή οντότητα, διαφορετική από τις άλλες.

Στο δεύτερο επίπεδο της θεωρίας του ΕΙΝΑΙ αναπτύσσεται η έννοια της ποσότητας, η οποία υπάγεται στην έννοια του ΑΠΕΙΡΟΥ. Κατά την ποσότητα, εμφανίζονται πολλαπλά καθορισμένα υποκείμενα, διαφορετικά ανάμεσά τους, τιθέμενο το ένα στο άλλο με ακαθόριστο τρόπο. Επειδή τα εν λόγω καθορισμένα υποκείμενα έχουν απροσδιόριστη φύση και θέσεις το ένα σε σχέση με το άλλο, εδώ ο Χέγκελ υπάγει την πρόσληψή τους στο κακό Άπειρο, είναι το καθαρά ποσοτικό άπειρο της σύγχρονης μεταφυσικής η οποία αφλογιστεί και αδυνατεί να συλλάβει ένα καθολικό νόημα συσχέτισης όλων αυτών των υποκειμένων. Για τα εν λόγω υποκείμενα θα γίνει λόγος παρακάτω, μετά την  παράθεση του τρίτου επιπέδου της θεωρίας του ΕΙΝΑΙ.

Στο τρίτο επίπεδο της θεωρίας του ΕΙΝΑΙ ο Χέγκελ αναπτύσσει την έννοια του Μέτρου, η οποία υπάγεται στο ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ. Η κατηγορία του Μέτρου εκτελεί αναδρομικά αυτό που πραγματοποιείται με την εναλλαγή συσχέτισης είναι και μηδενός. Δηλαδή συλλαμβάνει και αναλύει τους απαραίτητους δεσμούς που μπορεί να έχουν τα εν λόγω υποκείμενα ως προς την ποιότητα και την ποσότητα και ως προς τις ιδιότητες των αντικειμένων τους. 

Ίσως κάποιοι που δεν ασχολούνται επισταμένα με την φιλοσοφία να δυσκολεύονται να κατανοήσουν τι εννοούμε με την έννοια του υποκειμένου. Ο Χέγκελ πραγματεύεται το καρτεσιανό υποκείμενο και αναλύει τον τρόπο που μπορεί να ταυτοποιείται μέσα στην πολλαπλότητα των εκδηλώσεών του υπαγόμενο σε μια ΙΔΕΑ. Ας εξηγήσουμε δύο έννοιες χωρίς τις οποίες δεν θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε στοιχειώδεις θεμελιώσεις για τη φιλοσοφία: 

Α. Τι θεωρείται "ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ" 
Β. Τι θεωρείται "ΤΑΥΤΟΠΟΙΗΣΗ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ".

"ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ" στη φιλοσοφία δύναται να είναι μια πρόταση, ένα κείμενο, ένας άνθρωπος, ένα ζώο ή ένα φυτό, και γενικότερα οτιδήποτε μπορεί να υπαχθεί στην έννοια της "συνείδησης". "ΤΑΥΤΟΠΟΙΗΣΗ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ" εννοείται η σύλληψη ενός τέτοιου υποκειμένου ως συγκεκριμένο ή ως ατομικότητα αναγόμενη μέσα στο αιώνιο καθολικό, την ΑΠΟΛΥΤΗ ΙΔΕΑ του. Η εγελιανή θεώρηση της αναγωγής του υποκειμένου στην ΙΔΕΑ του είναι ουσιαστικά μια παραπλήσια διαλεκτική πραγμάτευση της πλατωνικής ΙΔΕΑΣ. Ο στόχος είναι κοινός, η μέθοδος διαφορετική. Ο Χέγκελ έτσι επιλύει την καρτεσιανή φιλοσοφική προβληματική για την αθανασία του υποκειμένου που ταλάνισε όλη τη νεότερη φιλοσοφία εξυψώνοντας, όπως ο Πλάτων την άσκηση στο φιλοσοφείν. Ας παραθέσουμε ένα πρακτικό παράδειγμα της σκέψης του Ντεκάρτ, του Καντ και του Χέγκελ.

Έστω ότι το καρτεσιανό υποκείμενο στην περίπτωσή μας είναι κάποιες προτάσεις κάποιων ΕΓΩ:

Έτος 1643, ΩΡΑ 12 : 23  > Α πρόταση:  θέλω πολύ να γίνω γιατρός.

Έτος 1651, ΩΡΑ 14 : 56  > Β πρόταση: Πήγα στην Κω για να δω το άγαλμα του Ιπποκράτη.

Έτος 1664, ΩΡΑ 20 : 47 > Γ πρόταση:   Μου αρέσει πολύ το ποδόσφαιρο.

Στόχος του Ντεκάρτ ήταν να αποδείξει με βεβαιότητα πώς είναι δυνατόν αυτές οι τρεις προτάσεις να ανήκουν σε έναν συγκεκριμένο άνθρωπο (ένα συγκεκριμένο υποκείμενο) σε διαφορετικές χρονικές στιγμές και τόπους. Ο Ντεκάρτ αποφάνθηκε ότι είναι αδύνατο να συλληφθεί κάποιο συγκεκριμένο υποκείμενο που να εξέφρασε και τις συγκεκριμένες προτάσεις και ότι μόνο ο θεός που βρίσκεται παντού μπορεί να εγγυηθεί και γνωρίζει ποιο υποκείμενο τις εξέφρασε. Ο Καντ υποστήριξε ότι αν αφαιρέσουμε τον χρόνο που μεσολάβησε ανάμεσα στις εκφωνήσεις των προτάσεων θα βρούμε το υποκείμενο. Όμως κάτι τέτοιο υποπίπτει σε αντινομία. Πώς θα βρω την ταυτότητα του υποκειμένου (καθ΄εαυτό διεαυτό) και πάλι; Είναι αδύνατον. Μόνο ένα φαινόμενο των τριών προτάσεων προβάλλει μπροστά μας, όχι το υποκείμενο που τις είπε. Οπότε, μόνο ο θεός μπορεί να εγγυηθεί κάτι τέτοιο, εφόσον βρίσκεται εκτός χρόνου. Ο Χέγκελ, όπως ο Πλάτων και ο Πρόκλος, θεωρεί ότι κάτι τέτοιο είναι δυνατόν να επιτευχθεί μόνο με την διαλεκτική λογική επικουρούμενη από την τυπική αριστοτελική λογική τόσο ως προς τη λογική δομή των μορφών της νόησης όσο και ως προς τον έλεγχο, το κύρος και την εγκυρότητα των κρίσεων, των εννοιών και των συλλογισμών.Έτσι, ο Χέγκελ αναγάγει αρχικά σε προσδιορισμούς τις εν λόγω προτάσεις και κάθε φορά συσχετίζει ενσωματώνοντας τις δύο μέσα στην τρίτη πάντοτε σε σχέση με τον χρόνο και τον πιθανό τόπο αναφοράς. Εν τέλει, στο επίπεδο της Έννοιας στο στάδιο της υποκειμενικότητας φθάνει στην υποκείμενη ενωτική ταυτοποίηση των τριών προτάσεων σε μία. Μπροστά μας ξεδιπλώνεται μια περιορισμένη πολλαπλότητα υποκειμένων που θα απαντούσαν στην ερώτηση:  Ποιος είναι αυτός που ήθελε πολύ να γίνει γιατρός το έτος 1643, ΩΡΑ 12 : 23, ο οποίος πήγε στην Κω για να δει το άγαλμα του Ιπποκράτη κατά το έτος 1651, ΩΡΑ 14 : 56 και δήλωσε ότι του αρέσει πολύ το ποδόσφαιρο κατά έτος 1664, ΩΡΑ 20 : 47; Στο στάδιο της αντικειμενικής ταυτοποίησης μόλις συσχετιστεί, προσδιοριστεί λογικά το αντικειμενοποιημένο υποκείμενο και καθοριστεί επιτυχημένα ο άνθρωπος που έκανε αυτές τις δηλώσεις, θα έχουμε μπροστά μας τον συγκεκριμένο άνθρωπο, την ΑΠΟΛΥΤΗ ΙΔΕΑ, ο οποίος "συλλαμβάνεται".

Βιβλιογραφία

Επιστήμη της Λογικής, Χέγκελ
Η Λογική του Χέγκελ και η κριτική της μεταφυσικής, Στ. Τριανταφύλλου