ΕΤΙΚΕΤΕΣ

ΤΟ ΝΟΟΥΜΕΝΟ, ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΚΑΙ ΤΟ "ΠΡΑΓΜΑ ΚΑΘΕΑΥΤΟ" ΣΤΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

 


Του Μιχαλόπουλου Αθανάσιου


Νοούμενο και φαινόμενο. Αυτοί οι δύο όροι θα μπορούσαν να αποτελούν μια εννοιολογική  συμπερίληψη για τον ορισμό της ίδιας της φιλοσοφίας, γιατί εμπεριέχουν στον προσδιορισμό τους το σύνολο των σχετικών αναφερομένων πραγματικοτήτων και των εννοιών που αφορούν τη ζωή της φιλοσοφίας αλλά και τη φιλοσοφία της ζωής.

Την έννοια του φαινομένου  εισήγαγε συγκροτημένα ο Καντ, παρόλο που πρώτη φορά ο όρος αυτός αναφέρεται από τον Σέξτο Εμπειρικό. Τι εννοούμε ως φαινόμενο στη φιλοσοφία; Φαινόμενο, κατά τον Καντ αλλά και τον Χέγκελ, είναι το σύνολο των εμφανίσεων που προσλαμβάνει και συγκροτεί ένα "υποκείμενο" για εμπειρίες, γεγονότα, δημόσιες πράξεις, οπτικές, θεάσεις, ήθη, έθιμα, κλπ. Επέχουν δηλαδή θέση φαινομένου όλα εκείνα τα στοιχεία που σχετίζονται με την ίδια τη ζωή και τον κόσμο, γενικότερα. Το φαινόμενο είναι μια ιδρυτική χωροχρονική πρόσληψη του αντικειμενικού κόσμου που επιτυγχάνει κάθε υποκείμενο για οτιδήποτε συμβαίνει είτε στον εξωτερικό αισθητό κόσμο είτε εσωτερικά στην εμπειρία που βιώνει κάθε υποκείμενο. Το συστατικό περιεχόμενο του φαινομένου έχει καθιδρυθεί από δύο συνιστώσες, από μια ήδη συγκροτηθείσα διαμεσολαβημένη συνείδηση του υποκειμένου που οπτικοποιεί μεροληπτικά μια στατική πρόσληψη του αντικειμένου της γνώσης και από την δημόσια προβολή του ίδιου του αντικειμένου. 

Ενώ στο φαινόμενο η όποια κατανόηση είναι προσδεμένη στο αντικείμενο της γνώσης στη βάση της ιστορικότητας της διάνοιας, στο νοούμενο λαμβάνει χώρα μια άλλη νοητική διάσταση, αυτή του αναστοχασμού. Το νοούμενο είναι ένας αναστοχασμός που διενεργεί το υποκείμενο σε σχέση με το φαινόμενο. Ποια είναι η φύση του νοούμενου δηλαδή; Είναι το λογικό νόημα που συγκροτεί το υποκείμενο για τη φύση του φαινομένου. Σαφώς το νοούμενο συγκροτείται στο συνολικό πλαίσιο των λογικών κατηγοριών που εγκαθιδρύουν τον ίδιο τον αναστοχασμό. Το νοούμενο είναι το αποτέλεσμα της νοητικής ενέργειας που δημιουργεί το υποκείμενο ή, ακόμα βαθύτερα, είναι το ίδιο το συγκροτηθέν υποκείμενο που έχει ως συστατικά του στοιχεία τις a priori κατηγορίες που αναδύονται από τη θέαση ή τη βίωση του  φαινομένου. Το νοούμενο αποτελεί την ίδια την απόπειρα του να φιλοσοφεί κανείς. Η αλήθεια της λογικής ουσίας του φαινομένου που συνάγεται μέσα από το νοούμενο είναι επισφαλής και υποκειμενική. Τι σημαίνει αυτό; Τι σημαίνει "υποκειμενική; Είναι μια συγκεκριμένη χωροχρονική κατανόηση η οποία εγγράφεται ως παρελθούσα συνείδηση στην ίδια την υπόσταση. Κάθε "νοούμενο" είναι και ένα ιστορικό υποκείμενο. Σίγουρα, το νοούμενο ως αναδύον υποκείμενο, είναι ένα λογικό νόημα περί της φύσης του φαινομένου διακριτό από το τελευταίο, αλλά το πρώτο (νοούμενο) δεν ταυτίζεται με το καντιανό "πράγμα καθεαυτό". Κάθε νοούμενο αποτελεί μια έννοια που εγκαθιδρύεται στο χωροχρονικό θεμέλιο του ίδιου του φαινομένου, δεν είναι η αντικειμενική αλήθεια, αλλά η αλήθεια της λογικής ουσίας του φαινομένου ως ύπαρξης. Αντίθετα, το πράγμα καθεαυτό, δηλαδή η απόλυτη αλήθεια υπερβαίνει τη διαλεκτική σχέση νοούμενου και φαινομένου. 

Το καντιανό πράγμα καθεαυτό, που είναι το ίδιο με την εγελιανή και πλατωνική Ιδέα, είναι η απόλυτη γνώση, η αλήθεια καθεαυτή, είναι το ίδιο με το παρμενίδειο Είναι. Για τον Καντ είναι αδύνατον να συλληφθεί το πράγμα καθεαυτό, επειδή η γνώση αλιεύεται μόνο μέσα στον εμπειρικό κόσμο των φαινομένων. Για τον Χέγκελ, αντίθετα, είναι δυνατόν να συλληφθεί η Ιδέα ως πράγμα καθεαυτό μέσα από την ίδια τη λογική διαδικασία της αυτοεξέλιξης της ίδιας της συνείδησης. Όταν η συνείδηση υπερβεί τη γνώση που απορρέει από τις λογικές κατηγορίες της διάνοιας και θεάται ως Αυτοσυνείδηση μόνο τις λογικές διαδικασίες της νοητικής ενέργειας που προσδιορίζουν την ουσιακή δομή του φαινομένου, τότε αντικείμενο της συνείδησης καθίσταται ο ίδιος ο Εαυτός της. Η συνείδηση ως Υποκείμενο που διενεργεί τον εσωτερικό στοχασμό προκειμένου να συλλάβει την ουσιακή δομή του τιθέμενου στο περιεχόμενό της συνειδητοποιεί (πλήρωση Αυτοσυνείδησης) ότι ταυτίζεται με την εσωτερική συνείδηση που λειτουργεί ως Αντικείμενο, δηλαδή η λογική μορφή που μετέρχεται η πρώτη ώστε να συλλάβει το περιεχόμενο της δεύτερης ταυτίζονται σε μια υπέρτερη υπόσταση, την Ιδέα. Ή αλλιώς, η λογική μορφή που μετέρχεται η συνείδηση καθίσταται το ίδιο το περιεχόμενό της, ταυτόχρονα το περιεχόμενο της συνείδησης γίνεται η ίδια η λογική μορφή της. Η διαλεκτική υποκειμένου και αντικειμένου, ως αυτοκίνητη κυκλική συνείδηση, συνάγει μια ουσιακή ή υπεραισθητή ενότητα, στην οποία απόλλυται  κάθε είδους προσδιορισμός. Η "απόλυση" ως έννοια στον αντικειμενικό ιδεαλισμό του Χέγκελ σημαίνει την εξαφάνιση ως εμφάνεια κάθε λογικής κατηγορίας και κάθε μορφής εποπτείας που μετήλθε η διάνοια. Η τελευταία ήταν η αιτία του εσωτερικού διχασμού της υπόστασης της Ιδέας ως υποκείμενο και αντικείμενο, ενώ παράλληλα είναι γνωστό ότι κάθε διάσταση/διχασμός/προσδιορισμένο Είναι πάντοτε υπάγονται στην εποπτεία του χώρου και του χρόνου.

Η ανωτέρω κατανόηση της λειτουργικής και ουσιακής σχέσης των τριών εννοιών (νοούμενο, φαινόμενο, πράγμα καθεαυτό) αποτελεί:

α. τη βάση για να εμβαθύνει κανείς στον Εαυτό του.

β. την αρχή για να μάθει κανείς να διενεργεί την αυτογνωσιακή διαδικασία και θεραπεία       (παθών και συνηθειών)  με θεμέλιο τον Λόγο. 

γ. τη βάση για την φιλοσοφική του εξέλιξη και ανέλιξη.