ΕΤΙΚΕΤΕΣ

ΠΡΟΚΛΟΣ - ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΔΑΙΜΟΝΩΝ ΠΟΥ ΜΑΣ ΕΛΑΧΑΝ



Όπως εξηγεί ο Πρόκλος, στο «Εις τον Πλάτωνος πρώτον Αλκιβιάδη, βιβλίο Α’, 68.4 – 78.6», στους Δαίμονες έλαχε η πρώτη τους υπόσταση από την ζωογονική θεά και από εκεί, σαν θα έλεγε κανείς να απέρρεαν από κάποια πηγή, τους έλαχε η ψυχική τους ουσία : ουσία περισσότερο νοητική οι ανώτεροι και τελειότεροι ως προς την ύπαρξη τους. Κατώτερη και με λογοειδεστέρα οι ενδιάμεσοι που ο κλήρος τους είναι η δεύτερη βαθμίδα. Ουσία, τέλος,  ποικίλη και αλογωτέρα και ενυλοτέρα οι τρίτοι, αυτοί που συμπεραίνουν το τέλος της βαθμίδας των δαιμόνων (σχηματίζουν το πέρας της). Με τέτοιους είδους ύπαρξη ακολούθησαν τη διαίρεση των θεών, καθόσον τους έλαχε η υπουργική και υπηρετική δύναμη/ιδιότητα, με διαφορετικό τρόπο απέναντι στους ανεξάρτητους και πάνω από τον Κόσμο καθοδηγητές των πάντων, και με διαφορετικό τρόπο απέναντι στους εγκόσμιους, οι οποίοι και επιβαίνουν  άμεσα στις μοίρες (στα μέρη) του σύμπαντος. 


Η μια δηλαδή διάκριση τους είναι αυτή των 12 υπερουράνιων θεών, και η άλλη αυτή των συνολικών ιδιοτήτων των εντός του Κόσμου θεών. Διότι κάθε εγκόσμιος θεός ηγείται κάποιας βαθμίδας δαιμόνων, στην οποία μεταδίδει έμμεσα τη δύναμη του, ο δημιουργικός την δημιουργική, ο αμετάβλητος την αγνή, ο τελειοποιητικός της τελειοποιητική. Γύρω από κάθε θεό υπάρχει αμύθητο πλήθος δαιμόνων που τιμούνται με τις ονομασίες των επικεφαλής τους θεών. Ονομάζονται δηλαδή Απόλλωνες, Δίες και Ερμές και αρέσκονται να αποτυπώνουν την ιδιότητα των οικίων τους θεών. Αλλά μετά από αυτούς και τα θνητά μετέχουν στις θεϊκές απορροές. Έτσι λοιπόν δημιουργούνται τα ζώα και τα φυτά που φέρουν απεικονίσεις διαφορετικών θεών. Σε άμεση επαφή με τούτους οι δαίμονες αποδίδουν τις εμφανίσεις των δικών τους ηγεμόνων, ενώ χωρισμένοι οι θεοί επιβαίνουν εκ των άνω επί των δαιμόνων. Για τούτο υπάρχει και η ταυτοπάθεια των έσχατων προς τα πρωταρχικά. 

Πράγματι, εμφανίσεις των πρωταρχικών υπάρχουν στα έσχατα, και τα αίτια των εσχάτων περιλαμβάνονται απαρχής στα πρωταρχικά στα πρωταρχικά, ενώ τα ενδιάμεσα γένη των δαιμόνων συμβάλλουν στην γενική πληρότητα, συνδέοντας και συνέχοντας την επαφή των πάντων, με τα ίδια να μετέχουν στους θεούς και με τους θνητούς να μετέχουν σε αυτά. Αν κάποιος μάλιστα έλεγε ότι ο δημιουργός των όλων «πήξασθαι» (εδραίωσε) στους δαίμονες «τὰ κέντρα τῆς τοῦ παντὸς διακοσμήσεως», δεν θα αστοχούσε ως προς την αλήθεια του πράγματος. Και η Διοτίμα, εξάλλου, επέδωσε σε αυτούς την βαθμίδα που συνδέει θεούς και θνητούς, αυτή που μεταβιβάζει τους αγωγούς που έρχονται από την περιοχή και ανυψώνει όλα τα κατώτερα προς τους θεούς, που ολοκληρώνει τα πάντα βάσει της ενδιάμεσης συνοχής. Δεν θα δεχτούμε συνεπώς αυτούς που λένε ότι οι δαίμονες είναι ψυχές ανθρώπων που αλλάζουν την εδώ ζωή του, διότι δεν πρέπει να ταυτίζεται το κατά σχέση δαιμόνιο με το κατ’ ουσία ούτε να θεωρείται ότι η αΐδια μεσότητα όλων των εγκόσμιων λαμβάνει την υπόσταση της βάσει της πολυειδούς ζωής. 

Διότι η φρουρά των δαιμόνων παραμένει «ἀεὶ ὡσαύτως» ως συνεκτική των πάντων. «τάξη της ψυχής δεν υπάρχει – ψυχῆς δὲ τάξις οὐκ ἔστιν», όπως λέγει ο Σωκράτης στην «Πολιτεία», «διότι επιλέγει διαφορετικές εκάστοτε ζωές – ἄλλοτε γὰρ ἄλλους αἱρεῖται βίους». Αλλά δεν θα επαινέσουμε ούτε εκείνους οι οποίοι κάποιους από τους θεούς τους κάνουν δαίμονες, αυτούς δηλ. που πλανώνται, όπως ο Αμέλιος. Αντίθετα, θα πειστούμε στον Πλάτωνα που λέει ότι οι θεοί είναι οι άρχοντες του σύμπαντος και που υποτάσσει σε αυτούς τις ομάδες των δαιμόνων, και σε κάθε περίπτωση θα διαφυλάξουμε τον λόγο της Διοτίμας που απονέμει στους δαίμονες την ενδιάμεση όλων των θεϊκών και των θνητών βαθμίδα.

Αυτά λοιπόν είναι σωστό να νοούνται προκειμένου για την βαθμίδα των δαιμόνων στο σύνολό της, και στη συνέχεια να μιλήσουμε ξεχωριστά για τους δαίμονες στους οποίους λάχαμε εμείς. Από τους δαίμονες τούτους δηλαδή, που είναι τοποθετημένοι στο ενδιάμεσο, όπως είπαμε, οι πλέον πρωταρχικοί και κορυφαίοι είναι θεϊκοί δαίμονες. Πολλές φορές μάλιστα δίνουν την εντύπωση πως είναι θεοί λόγω της πολύ μεγάλης ομοιότητας τους με τους θεούς. Για να το πούμε γενικά, το κατεξοχήν πρωταρχικό κάθε βαθμίδας διαφυλάσσει την του εαυτού μορφή. Και ο πρωταρχικός θεός άλλωστε είναι νους, και η ανώτερη από τις ψυχές είναι νοητική. Και το κορυφαίο γένος των δαιμόνων λοιπόν, καθώς τελεί σε άμεση συσχέτιση προς τους θεούς, είναι ενοειδές (έχει ενιαία μορφή) και θείο. Δεύτεροι τώρα μετά από το είδους αυτό, είναι οι δαίμονες οι στην νοερή ιδιότητα μετέχοντας, που προΐστανται των ανόδων και των καθόδων (στις ανοδικές και της καθοδικές πορείες) και που γενικά εμφανίζονται προς όλους και μεταδίδουν πορείες και που γενικά εμφανίζουν προς όλους και μεταδίδουν τη δημιουργία των θεών. Τρίτοι είναι εκείνοι που κατανέμουν στα κατώτερα τις δημιουργίες των θεϊκών ψυχών και ολοκληρώνουν τη σύνδεση αυτών που δέχονται τις από εκεί ερχόμενες απορροές προς τις ψυχές αυτές. Τέταρτοι είναι οι δαίμονες «οἱ τῶν ὅλων φύσεων τὰς δυνάμεις τὰς δραστηρίους εἰς τὰ γενητὰ καὶ φθαρτὰ διαπορθμεύοντες καὶ ἐμπνέοντες», αυτοί που εμφυσούν στις επιμέρους φύσεις ζωή, τάξη, λόγο και την κάθε είδους τελειοποίηση των θνητών. Πέμπτοι είναι «οἱ σωματοειδεῖς καὶ συνδετικοὶ» των εντός του σώματος κορυφών. 

Πως δηλαδή τα αΐδια σώματα θα συνυπάρξουν με τα φθαρτά, πως τα δημιουργικά θα συνυπάρξουν με αποτελέσματα αν όχι δια της μεσότητας αυτή ;; Τούτη δηλ. είναι που ηγείται και των σωματοειδών αγαθών και εκδηλώνει πρόνοια για κάθε κατά φύση υπερβολή. Έκτοι τώρα, μετά από τους προηγούμενους, είναι αυτοί που στρέφονται περί την ύλη, και συνέχουν τις δυνάμεις που έρχονται προς την ύλη από την επάνω περιοχή, από την ύλη του ουρανού, που την φρουρούν διαρκώς και διαφυλάσσουν τα σκιαγραφημένα σε αυτή είδη. Δεδομένου λοιπόν ότι οι δαίμονες είναι «πολλοί»  και «κάθε λογής», όπως λέει η Διοτίμα στο πλατωνικό «Συμπόσιο», οι κορυφαίοι από αυτούς συνδέουν τις ψυχές που προήλθαν από τον πατέρα με τους ηγεμόνες τους θεούς. Διότι, όπως είπαμε, καθένας θεός ηγείται πρωταρχικά μεν των δαιμόνων και στη συνέχεια των επιμέρους ψυχών. Διότι και από τις τελευταίες ο δημιουργός τους διέσπειρε, όπως λέγεται στον πλατωνικό «Τίμαιο, 42.d», άλλες στον ήλιο, άλλες στην σελήνη και άλλες στους άλλους θεούς. Τούτοι λοιπόν οι θεοί είναι δαίμονες, αυτοί που έχουν λάβει κατ’ ουσία τις ψυχές και τις φέρνουν σε επαφή με τους οικείους τους ηγεμόνες. Και κάθε ψυχή, και αν ακόμη ακολουθεί της περιφορά του δικού της θεού, χρειάζεται τον δαίμονα του είδους αυτού. Οι δεύτεροι τώρα δαίμονες εποπτεύουν τις ανόδους και τις καθόδους, και από αυτούς προέρχονται οι επιλογές για τις περισσότερες ψυχές. Άλλωστε και οι κατ’ εξοχήν τέλειες, αυτές που έρχονται σε επαφή με την γένεση χωρίς να χάσουν την καθαρότητά τους, όπως επιλέγουν τον βίο που τους πρέπει μέσω του δικού τους θεού, έτσι και ζουν σύμφωνα με τον θεϊκό δαίμονα, ο οποίος, και κατά την παραμονή τους στην άνω περιοχή, δημιουργούσε την επαφή τους με τον οικείο τους θεό. Έτσι η παράδοση μας λέγει ότι ο Αιγύπτιος θαύμαζε τον Πλωτίνο για το ότι ο δαίμονάς που είχε ήταν θεϊκός. Γιατί για «ταῖς ἀποκαταστατικῶς ζώσαις ψυχαῖς» ο δαίμων της άνω περιοχής και της εδώ είναι ο ίδιος, ενώ για τις ατελέστερες είναι «ἄλλος μὲν ὁ κατ᾽ οὐσίαν δαίμων, ἄλλος δὲ ὁ κατὰ τὸν προβεβλημένον βίον».


Κατά αυτή την έννοια κανείς δεν θα μπορούσε να αποδεχτεί εκείνους οι οποίοι την δική μας ψυχή την κάνουν δαίμονα. Διότι ο δαίμων είναι κάτι άλλο από τον άνθρωπο , όπως, αφενός, λέει η Διοτίμα, θέτοντας τους δαίμονες ως ενδιάμεσους θεών και ανθρώπων και, αφετέρου, δείχνει ο Σωκράτης, αντιδιαστέλλοντας το δαιμόνιο προς το ανθρώπινο («δεν ήταν ανθρώπινο», λέει δηλ., το «αίτιο, αλλά ένα εμπόδιο δαιμόνιο»), ενώ ο άνθρωπος είναι ψυχή που χρησιμοποιεί το σώμα, όπως θα αποδεχτεί. Ο δαίμων συνεπώς δεν είναι ο ίδιος για την λογική ψυχή. Ωστόσο είναι επίσης φανερό και ο ίδιος ο Πλάτων λέει στον «Τίμαιο» ότι ο λόγος εγκαθίσταται ως ο εντός μας δαίμων του ζωντανού πλάσματος, τούτο είναι αληθινό μόνο μέχρι την αναλογία. Διότι άλλος είναι ο κατ’ ουσία δαίμων, άλλος ο κατ’ αναλογία και άλλος ο κατά σχέση. Άλλωστε, σε πολλές περιπτώσεις, αυτό που είναι τοποθετημένο αμέσως πάνω από κάτι απέχοντας τη βαθμίδα του δαίμονα ως προς το κατώτερο συνηθίζουν να το καλούν δαίμονα. Όπως στο Ορφικό απόσπασμα Νο.118 ο Δίας λέει προς τον πατέρα του τον Κρόνο : «ύψωσέ την γενιά μας, ένδοξε δαίμονα – ὄρθου δ᾽ ἡμετέρην γενεήν, ἀριδείκετε δαῖμον».

Αλλά και αυτός ο Πλάτων. Στον «Τίμαιο, 40.d», ονόμασε «δαίμονες» τους θεούς που από κοντά οργανώνουν σε Κόσμο την γένεση : «το να μιλήσουμε για τους άλλους δαίμονες και να γνωρίσουμε τη γένεσή τους είναι κάτι που ξεπερνάει τις δυνάμεις μας – περὶ δὲ τῶν ἄλλων δαιμόνων εἰπεῖν καὶ γνῶναι τὴν γένεσιν μεῖζον ἢ καθ᾽ ἡμᾶς». Ο κατ’ αναλογία λοιπόν δαίμων αυτός που περίπου είναι, εκείνος δηλαδή που από κοντά προνοεί για τον καθένα, είτε είναι θεός είτε κάποιος από αυτούς που βρίσκονται τοποθετημένοι μετά τους θεούς. Κατά σχέση τώρα δαίμων θα μπορούσε να ονομαστεί αυτός που, λόγω της ομοιότητας του με το δαιμόνιο γένος, εκδηλώνει ενέργειες θαμαστότερες (υπερ-φυέστερες) εν συγκρίσει προς τον άνθρωπο και συνδέει την όλη ζωή του με τους δαίμονες (έτσι, άλλωστε, νομίζω ότι και ο Σωκράτης της πλατωνικής «Πολιτείας» ονόμασε δαίμονες «τοὺς εὖ βεβιωκότας καὶ ἐς ἀμείνω λῆξιν μεταστάντας καὶ τόπον ἁγιώτερον – εκείνους που έζησαν καλά και κατέστησαν σε έναν καλύτερο κλήρο και σε ένα αγιότερο τόπο»). Ο κατ’ ουσία δαίμων, πάλι, ονομάζεται δαίμων όχι λόγω της προς τα κατώτερα σχέσης του ούτε λόγω της εξομοίωσης του με κάτι άλλο, αλλά του έλαχε καθ’ αυτόν του έλαχε τούτη η ιδιότητα και προσδιορίζεται βάσει κάποιας ύπαρξης, των οικείων του δυνάμεων και των διαφορετικών τρόπων που ενεργεί. 

Γενικά, η λογική ψυχή ονομάζεται  στον πλατωνικό «Τίμαιο» δαίμων του ζωντανού πλάσματος. Εμείς βέβαια αναζητάμε τον δαίμονα του ανθρώπου, όχι του ζωντανού πλάσματος, και αυτόν που εποπτεύει την ίδια τη λογική ψυχή, όχι το όργανο της, και αυτόν που οδηγεί την ψυχή ενώπιον των δικαστών μετά τη διάλυση του ζωντανού πλάσματος, όπως λέει ο Σωκράτης του πλατωνικού «Φαίδωνα, 107.d», τότε που το ζωντανό πλάσμα δεν υπάρχει πια και «τον καθένα τον οδηγεί ο δαίμων, αυτός ακριβώς που του είχε λάχει όσο ζούσε – ὁ δὲ δαίμων ἄγει ἕκαστον, ὅσπερ καὶ ζῶντα εἰλήχει», μπροστά στον δικαστή. Διότι αν αυτός είχε λάχει όσο ζούσε στον δαίμονα, ο ίδιος δηλ. τον οποίο και τώρα λέγεται ότι οδηγεί μετά θάνατον, είναι προφανές ότι του είχε λάχει ο άνθρωπος, όχι το ζωντανό πλάσμα μόνο, και αρχίζοντας από επάνω εποπτεύει όλη τη σύσταση μας.

Δεν νομίζουμε όμως ότι βλέπουν την αλήθεια των πραγμάτων τόσο εκείνοι που, αποκρινόμενοι από την λογική ψυχή, θα ονόμαζαν δαίμονα αυτό που ενεργεί επί της ψυχής – επί παραδείγματι, τον λόγο για όσους ζουν σύμφωνα με τον λόγο ή το θυμικό για τους θυμοειδής -, όσο πάλι κι εκείνοι που θέτουν ως δαίμονα αυτό που βρίσκεται αμέσως πάνω από αυτό που ενεργεί στη ζωή μας – επί παραδείγματι, τον λόγο για τους θυμοειδής ή το θυμικό για όσους ζουν σύμφωνα με την επιθυμία. Διότι, πρώτα από όλα, το να κάνεις τους δαίμονες μέρη των ψυχών δείχνει κάποιον που απορεί εντελώς για την ανθρώπινη ζωή και δεν πλησιάζει καθόλου τον Σωκράτη της πλατωνικής «Πολιτείας», που μετά τους θεούς και τους δαίμονες κατατάσσει το γένος των ηρώων «καθόλου καλύτερους από τους ανθρώπους – οὐδὲν βελτίους τῶν ἀνθρώπων», αλλά τους βάζει να ρέπουν προς τα ίδια πάθη. Διότι όποιος επικρίνει τα παραπάνω πράγματα, κάθε άλλο παρά α θεωρούσε ότι οι δαίμονες, που επιπλέον είναι υπέρτεροι των ηρώων, ταυτίζονται με τα μέρη και τις ιδιότητες των ψυχών. Από τα παραπάνω δηλ. συνάγεται ότι τα ανώτερα συμπληρώνουν ως προς την ουσία τα κατώτερα. Δεύτερον, οι μεταβολές των ζωντανών πλασμάτων θα φέρουν και των δαιμόνων τις πολυειδής αλλαγές, διότι πολλές φορές η ζωή που εκτιμά τα αποκτήματα αλλάζει σε ζωή της φιλοδοξίας κι αυτή σε ζωή της ορθής δοξασίας κι αυτή πάλι σε ζωή της επιστήμης (αληθής γνώση). Και ο δαίμων λοιπόν είναι εκάστοτε άλλος, διότι και το μέρος το οποίο ενεργεί είναι εκάστοτε άλλο. Είτε λοιπόν αυτό είναι δαίμων είτε το τοποθετημένο πάνω από αυτό, με τη μεταβολή της ανθρώπινης ζωής θα μεταβληθούν ταυτόχρονα και οι δαίμονες, ώστε μέσα σε ένα και μόνο βίο ο άνθρωπος θα έχει πολλούς δαίμονες, πράγμα που είναι το πιο αδύνατο από όλα. Διότι η ψυχή, σε μία και μόνη ζωή, δεν αλλάζει την προστασία του δαίμονα, αλλά ο κυβερνήτης μας είναι ο ίδιος από την γέννησή μας μέχρι την στιγμή που πορευτούμε προς τους κριτές μας, όπως και τούτο το λέει ο Σωκράτης του «Φαίδωνα».

Ωστόσο κι εκείνοι που τείνουν να ταυτίσουν τον επιμέρους/μερικό νου με τον δαίμονα ο οποίος έλαχε στον άνθρωπο κάνουν λάθος να συγχέουν την νοητική ιδιότητα με την ύπαρξη του δαίμονα. Όλοι, πράγματι, oι δαίμονες λαμβάνουν υπόσταση στην έκταση των ψυχών και είναι δεύτεροι ως προς τις θεϊκές ψυχές. Η νοητική όμως βαθμίδα είναι άλλη από την ψυχική, και ούτε η ίδια ουσία τους έλαχε ούτε η ίδια δύναμη ούτε η ίδια ενέργεια. Πέρα από αυτό, όμως, πρέπει να πούμε ακόμη ότι οι ψυχές απολαύουν τον νου τότε μόνο, όταν στραφούν προς αυτόν, δεχτούν το φως που έρχεται από εκεί και συνδέουν την ενέργεια τους με εκείνον. Η μέθεξη μας όμως στην επιστασία του δαίμονα συμβαίνει σε όλη μας τη ζωή και για όλο το βίο μας κι έχει να κάνει με όλα τα ζητήματα της μοίρας και με αυτά της πρόνοιας στο σύνολό της. Διότι εκείνος που κατευθύνει όλη μας τη ζωή και που ολοκληρώνει τόσο τις επιλογές μας τις πριν από τη γένεση όσο και τις δόσεις (παροχές) της Ειμαρμένης και των θεών που κυβερνάνε τη μοίρα, εκείνος, επίσης, που χορηγεί τις λαμπερές απορροές της πρόνοιας και ορίζει το μέτρο τους, αυτός είναι ο δαίμων. Και κατά το ότι όμως είμαστε ψυχές που χρησιμοποιούν το σώμα χρειαζόμαστε τον δαίμονα. 

Για τούτο και ο Σωκράτης στον πλατωνικό «Φαίδρο, 247.c» αποκαλεί, αφενός, τον νου «κυβερνήτη της ψυχής – ψυχῆς κυβερνήτην» (πράγματι μιλάει για την ουσία «θεατή μόνον στον νου, τον κυβερνήτη της ψυχής – ψυχῆς κυβερνήτῃ μόνῳ θεατὴ νῷ») και, αφετέρου, τον δαίμονα «έφορο» (επόπτη) και «επίτροπο» (κηδεμόνα) των ανθρώπων. Κι αν κάποιος εξέταζε το ζήτημα λεπτομερώς, δεν θα μπορούσε να βρει άλλη κοντινή μας πρόνοια που να διοικεί όλα όσα έχουν να κάνουν με εμάς σαν την πρόνοια του δαίμονα. Διότι ο νους, όπως είπαμε, είναι δεκτικός της συμμετοχής της λογικής ψυχής, όχι όμως του σώματος, και η φύση είναι δεκτική της συμμετοχής του σώματος, όχι όμως και της διάνοιας. Επιπλέον, η λογική ψυχή κυβερνά τον θυμό και την επιθυμία, όχι όμως και αυτά που προέρχονται από την τύχη. Μόνο ο δαίμονας κινεί, κυβερνά και διακοσμεί (τακτοποιεί) όλα όσα έχουν να κάνουν με εμάς. Πραγματικά, στον λόγο δίνει την τελείωσή του, στα πάθη βάζει κανόνες, στη φύση χαρίζει πνοή ζωής, στο σώμα εξασφαλίζει τη συνοχή. χορηγεί τα της τύχης, (συμ)πληρώνει τα της Ειμαρμένης, δωρίζει τα εκ της πρόνοιας – ένας και μοναδικός αυτός βασιλιάς «ἁπάντων τῶν ἐν ἡμῖν καὶ περὶ ἡμᾶς, οἰακίζων ἡμῶν τὴν σύμπασαν ζωήν».

Όπως εξηγεί ο Πρόκλος, στο «Εις τον Πλάτωνος πρώτον Αλκιβιάδη, βιβλίο Β’, 158.10 – 159.13», άλλος είναι ο μεταξύ των θεών δαίμων, άλλος ο μόνο θεός, άλλος ο μόνον δαίμων. Οι πρώτιστοι δηλ. θεοί βρίσκονται επέκεινα και της προς τους δαίμονες αναλογίας ακόμη. Προς το τέλος λοιπόν της περιοχής των νοητών ενεφάνει πρώτα η δαιμόνια υπεροχή απέναντι στους άλλους θεούς. Οι δεύτεροι τώρα και τρίτοι δαίμονες, ακριβώς όπως αποστασιοποιήθηκαν στον ιδιαίτερο χαρακτήρα των δαιμόνων, έτσι ονομάζονται μόνο δαίμονες. Οι κορυφαίοι πάντως δαίμονες ως προς την ουσία τους και θεοί λόγω της μέθεξής τους. Από τους θεούς πάλι, αρχής γενομένης από τους νοητικούς, κάποιοι προσονομάζονται δαίμονες, όντας θεοί ως προς την ύπαρξή τους και δαίμονες κατά την αναλογία. Αυτόν λοιπόν που ο Σωκράτης αποκαλεί δαίμονα τον ίδιο τον ονομάζει θεό. Ανήκει δηλ. στους θεϊκούς δαίμονες. Αν μάλιστα κάποιος έλεγε ότι, επειδή οι δαίμονες τελούν σε συνάρτηση προς τους θεούς και επειδή όσα αφορούν τους ανθρώπους συντελούνται σύμφωνα με την κοινή εκείνων πρόνοια, υπάρχει συν-αντίληψη δαιμόνων και θεών, ο λόγος του, ακόμα κι αυτός, δεν θα ήταν απορριπτέος. Είναι γεγονός ότι οι θεοί δεν αντιμάχονται τους δαίμονες ούτε η πρόνοια των αγαθών δαιμόνων αποσπάστηκε από την βούληση των θεών, τη στιγμή μάλιστα που ούτε καν των σπουδαίων (ενάρετων) θεών η ενέργεια δεν είναι απομακρυσμένη από τη θεϊκή παροχή, αφού ο δαίμων και ο αγαθός άνθρωπος παρέχουν κατά τον τρόπο του θεού. Εδώ μπορεί να κανείς να δει και πάλι την εμφάνιση της σειράς των αγαθοειδών (αγαθόμορφων) αιτιών.  Έτσι ο Σωκράτης αποβλέπει στον δαίμονα και στην προνοητική δράση εκείνου, και ο δαίμων με τη σειρά του στον θεό του οποίου είναι ακόλουθος. Έτσι ο Σωκράτης συνδέεται με τη θεότητα μέσω του δαιμόνιου, εκδηλώνοντας κι αυτός όλες τις ενέργειες του κατά τον τρόπο του θεού, με τον δαίμονα να του αποκαλύπτει την θεία βούληση.

πηγή: eleysis69