«Ο Πλάτων υποστηρίζει πως μόνο οι ανθρώπινες ψυχές μετενσωματώνονται, και μάλιστα όχι γενικά αλλά μόνο από ανθρώπους σε ανθρώπους. Και υποστηρίζει ότι εκείνος με κανένα τρόπο δεν πιστεύει τη μετάβαση από άλογα ζώα σε ανθρώπους ή από ανθρώπους σε άλογα ζώα.»
—Βλ. Ιεροκλής «Περί Πρόνοιας, 4». —
«Ο Ιεροκλής στην μελέτη του, ακολουθώντας τον Πλάτωνα, δίνει υπόσταση πρώτα στον δημιουργό Θεό που έχει τεθεί επικεφαλής ολόκληρης της ορατής και αόρατης διακοσμήσεως (Κόσμου), η οποία δεν έχει γεννηθεί από κάποιο υπόστρωμα που προϋπήρχε. Γιατί η βούληση εκείνου αρκούσε για την υπόσταση των όντων. Και καθώς η σωματική φύση έχει συνταχθεί με την ασώματη δημιουργία, συστήνεται και από τις δύο. Ένας τελειότατος Κόσμος, διπλός και ένας ταυτόχρονα. Εντός του υπάρχουν πρώτα, μεσαία και τελευταία όντα. Και από αυτά, τα πρώτα τα αποκαλεί ουράνια και θεούς, τα μεσαία λογικά όντα τα αποκαλεί αιθέρια και αγαθούς δαίμονες, που γίνονται διερμηνείς και άγγελοι (αγγελιοφόροι) των πραγμάτων που ωφελούν τους ανθρώπους. Και τα τελευταία λογικά όντα τα αποκαλεί περίγεια και ανθρώπινες ψυχές ή αθάνατους ανθρώπους. Και αυτά τα τρία γένη έχουν συνδεθεί μεταξύ τους σαν σε ένα ζωντανό οργανισμό η χορό ή συμφωνία, ενώ η διάκρισή τους ως προς την φύση τους διατηρείται αδιατάρακτη λόγω της ένωσής και αλληλουχίας τους. Και ότι τα ανώτερα κυβερνούν τα υποδεέστερα, και ότι σε όλα τους βασιλεύει ο πατέρας και δημιουργός Θεός. Και ότι αυτή η πατρική βασιλεία του αποτελεί την πρόνοια που νομοθετεί σε κάθε γένος αυτά που του ταιριάζουν, ενώ η δικαιοσύνη που την ακολουθεί αποκαλείται ειμαρμένη. Γιατί δεν είναι η παράλογη αναγκαιότητα για την οποία μιλούν οι αστρολόγοι, ούτε η βία για την οποία μιλούν οι Στωικοί, ούτε αυτή που θεωρεί ο Αλέξανδρος από την Αφροδισιάδα, ο οποίος την ταύτιζε με την πλατωνική φύση των σωμάτων, ούτε η γέννηση μας που αλλάζει με επωδές και θυσίες, όπως θεωρούσαν κάποιοι[1], αλλά η δικαστική ενέργεια του Θεού επί των παραβατών σύμφωνα με τον νόμο της πρόνοιας, ενέργεια η οποία με τάξη και ειρμό διορθώνει τα πράγματα σύμφωνα με τις συνθήκες που επιλέγονται από τις αυτεξούσιες πράξεις μας.»
—Βλ. Ιεροκλής «Περί Πρόνοιας, 5-6». —
«Λέει ότι η πρόνοια και η τάξη από τον δημιουργό απλώνεται από κοινού σε όλα τα αθάνατα γένη, κυρίως όμως και πιο φυσικά στα πρώτα τα οποία έχουν άμεσα τη γέννησή τους από εκείνον και βρίσκονται αμέσως μετά από εκείνον και απολαμβάνουν την άριστη συμμετοχή στα νοητά αγαθά. Γιατί, καθώς υπάρχουν τρία εγκόσμια γένη, το κορυφαίο και το πρώτο από τα γεννήματα του δημιουργού τυγχάνει ατρέπτου και αμεταβλήτου προς τον δημιουργό εξομοιώσεως εν πάση θεοειδεί ευταξίας. Όπως είπαμε ότι είναι το γένος των ουρανίων όντων. Το δεύτερο, το οποίο προσλαμβάνει με κατώτερο και υποβαθμισμένο τρόπο την θεία τάξη, δεν μετέχει με αμετάβλητο και αδιαίρετο τρόπο στην εξομοίωση με τον δημιουργό, αλλά αλάνθαστα και αδιάφθορα στρέφεται προς τους πατρικούς νόμους. Και το χαρακτηριστικό αυτό το έχουμε αποδώσει στα αιθέρια όντα. Το τρίτο, ως τελευταίο μεταξύ των θείων γενών, όχι μόνο είναι κατώτερο από τα ουράνια όντα επειδή μετατρέπεται με διάφορους τρόπους, αλλά είναι κατώτερο και από την αξία των αιθέριων όντων επειδή μερικές φορές διαφθείρεται. Γιατί το να νοούν πάντα τον θεό και να κατέχουν ηνωμένως την γνώση του είναι χαρακτηριστικό των ουρανίων όντων. Το να νοούν πάντα αλλά αναλυμένα, είναι χαρακτηριστικό στις ανθρώπινες ψυχές, οι οποίες εκ φύσεως υπολείπονται από την αδιαίρετη νόηση των ουρανίων όντων και από την γνώση των αιθέριων όντων που πληθαίνει με τάξη, επειδή οι ανθρώπινες ψυχές δεν νοούν ούτε ενιαίως ούτε αϊδίως, αλλά και όταν ανυψωθούν στην τάξη της νόησης, μιμούνται την αιθέρια γνώση και, ακολουθώντας αυτήν, καρπώνονται την ενατένιση των νοητών. Μετά το τρίτο νοητικό γένος, το οποίο άλλοτε νοεί και άλλοτε δεν νοεί, υπάρχει αυτό που δεν νοεί ποτέ, σύμφωνα με τον κανόνα της τέλειας διαίρεσης. Αυτό είναι εκ φύσεως ανόητο, καθώς δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να μετέχει στην αλήθεια και την αρετή. Για αυτό και απορρίπτεται η άποψη ότι είναι γέννημα εκείνου. Γιατί πως το άλογο και το ανόητο θα μπορούσε να είναι εικόνα του νοητού Θεού; Γιατί κάθε εικόνα εκείνου είναι νοήμων και λογική, και έχει τη φύση να γνωρίζει τον εαυτό της και τον δημιουργό της.»
—Βλ. Ιεροκλής «Περί Πρόνοιας, 7». —
«Εμείς για τις πράξεις που κάνουμε εδώ κάτω λογοδοτούμε στα όντα που έλαβαν τον μεσαίο κλήρο, και είναι φύλακες και έφοροι μας. Όλη δε η δραστηριότητα τους γύρω από εμάς αποκαλείται ειμαρμένη, η οποία με τους νόμους της δικαιοσύνης διευθετεί τα δικά μας πράγματα. Επειδή δε είναι φύλακες του βίου μας που καθορίζεται με βάση την αξία μας, είναι και αποπληρωτές του χρόνου που έλαβε κάθε βίος. Γιατί δεν είναι δυνατών να εποπτεύουν ένα βίο όταν ο χρόνος του είναι ακαθόριστος. Επομένως έχει, και πρέπει, να έχει, καθοριστεί ο χρόνος για να διατηρείται ο βίος που ορίστηκε από την ειμαρμένη, και μαζί με τον χρόνο έχει καθοριστεί ο τρόπος του θανάτου, καθώς αποτελεί το τελευταίο μέρος του βίου που απονεμήθηκε σύμφωνα με την αξία μας. Και αυτό διότι επειδή έχει καθοριστεί η γέννηση, αναγκαία έχει καθοριστεί και ο θάνατος.»
—Βλ. Ιεροκλής «Περί Πρόνοιας, 8». —
«την αρχή της γενέσεως ορίζει η εκείθεν εκπεμπόμενη ειμαρμένη που είναι θεία βούληση και νόμος της δικαιοσύνης του θεού. Η δε ειμαρμένη της μετακινήσεως από εκεί προς τα εδώ διατηρεί καθορισμένο και τον θάνατό μας. Δηλ. έχει καθοριστεί ο τρόπος που ερχόμαστε στον βίο και ο τρόπος που θα φύγουμε από τον βίο. Γιατί αν αυτά τα δύο είναι αόριστα, τότε ολόκληρος ο βίος θα είναι αόριστος και στερημένος από την ανώτερη επιστασία.»
—Βλ. Ιεροκλής «Περί Πρόνοιας, 9». —
«από εμάς εξαρτώνται οι επιλογές και από τα αιθέρια όντα οι δίκαιες αμοιβές για τις επιλογές, καθώς τα όντα αυτά έχουν οριστεί από τον θεό ως δικαστές και έχουν την φύση να μας φροντίζουν.»
—Βλ. Ιεροκλής «Περί Πρόνοιας, 9». —
«ο Πλάτων στους “Νόμους, 709b” υποδεικνύει την υπεροχή της πρόνοιας του Θεού προς εμάς, λέγοντας ότι ο θεός κυβερνά τα πάντα, και ότι μαζί με τον Θεό η Τύχη και ο Καιρός κυβερνούν όλα τα ανθρώπινα πράγματα. Από αυτά είναι φανερό ότι την καθαρή και ενιαία πρόνοια του θεού την βάζει επικεφαλής των απαθών και πάντα τέλειων και ως εν τούτου αναμάρτητων, ενώ την πρόνοια που αναμιγνύεται με τον Καιρό και τις τύχες την αποδίδει στα λογικά όντα που μερικές φορές υποπίπτουν στον παραλογισμό και ως εκ τούτου γεμίζουν με κακία. Η πρώτη χορήγηση των αγαθών και η διατήρηση αυτών που υπάρχουν φυσιολογικά είναι ιδιαίτερο έργο καθαρής πρόνοιας, ενώ η διόρθωση αυτών που βρίσκονται σε αφύσικη κατάσταση και λογοδοσία για τα αμαρτήματά τους είναι έργο της υλικής πρόνοιας που χρησιμοποιεί την τύχη και τον Καιρό. Γιατί η θεία κρίση αποδίδει σε άλλους από εμάς τα δεινά και σε άλλους τα αγαθά όχι με βάση έναν προϋπάρχοντα κανόνα αλλά με βάση την αξία της προηγούμενης ζωής μας, επειδή η κρίση των δικαστών που μας εποπτεύουν μοιάζει με την ιατρική τέχνη, η οποία, αφού παρέλαβε όσους νόσησαν από μόνοι τους, τους χορηγεί όλα όσα πρέπει ανάλογα με την περίσταση, δηλαδή ότι θα είναι χρήσιμο για αυτούς που θεραπεύονται. Και για αυτό η αξία όσων κρίνονται, η οποία είναι κάθε φορά διαφορετική και αλλάζει ανάλογα με τις αυτεξούσιες κινήσεις τους, αναμειγνύει την τύχη με την πρόνοια για εμάς. Και η τάξη που ταιριάζει στον καθένα μας συνεπιφέρει τον Καιρό.»
—Βλ. Ιεροκλής «Περί Πρόνοιας, 19 – 20». —
«ο Πλάτων λέγει πως φιλοσοφεί αδόλως αυτός που αγάπησε την θεωρία χωρίς την πολιτική δραστηριότητα και δεν δίνει σημασία σε όλα τα άλλα, αλλά μέσω των καθαρτήριων αρετών αφιέρωσε τον εαυτό του μόνο στην αναγωγή προς την ιερή τελείωση, όπως εξηγεί στον “Θεαίτητο”. Τέτοιος είναι ο άδολος φιλόσοφος.»
—Βλ. Ιεροκλής «Περί Πρόνοιας, 21». —
«Από την άλλη, εραστής, που συνδυάζει τον έρωτα με την φιλοσοφία λέγεται από τον Πλάτωνα εκείνος ο οποίος ασκείται στις πρακτικές αρετές με σκοπό το θείο και το αυτοκάλλος και επιδιώκει τη μετάδοση των νοητών αγαθών, εφαρμόζοντας έναν πραγματικά πολιτικό και παιδαγωγικό τρόπο ζωής. Και αυτό παραδίδει στην “Πολιτεία”, λέγοντας ότι οι φιλόσοφοι τίθενται επικεφαλής στις πόλεις προκειμένου να σταματήσουν κάποτε τα κακά, και ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να ευδαιμονήσει μια πόλη, αν δεν τη σχεδιάζουν αυτοί που χρησιμοποιούν το θείο υπόδειγμα.»
—Βλ. Ιεροκλής «Περί Πρόνοιας, 22». —
«Ο τρόπος του σχεδιασμού είναι ο εξής: αφού πάρουν σαν πίνακα την πόλη και τα ήθη των ανθρώπων, την καθιστούν πρώτα καθαρή. Μετά από αυτό θα κάνουν το σχεδιάγραμμα της πολιτείας, και έπειτα, θα την επεξεργαστούν αποβλέποντας συνεχώς σε δυο πράγματα: σε αυτό που είναι εκ φύσεως δίκαιο, ωραίο, συνετό, και όλα τα παρόμοια, και σε αυτό που προκαλεί στου ανθρώπους, όπως λέει ο Όμηρος, το θεοειδές και το θεοείκελο. Και άλλα σβήνει και άλλα πάλι θα προσθέσει, μέχρι να κάνει όσο γίνεται θεοφιλή τα ανθρώπινα ήθη.»
—Βλ. Ιεροκλής «Περί Πρόνοιας, 23». —
«Τέτοιος είναι ο ζωγράφος των πολιτειών, ο οποίος συνδυάζει τον έρωτα των νέων με τη φιλοσοφία, δηλαδή αυτός που πολιτεύεται με στοχαστικό νου. Γιατί η αίσθηση και το εν αισθήσει κάλλος είναι παιδί, όπως ο νους αντιστοιχεί στον γέροντα και στον παιδαγωγό. Για αυτό αποφαίνεται ο Πλάτων ότι αυτός που χρησιμοποιεί μόνο του νου, μαζί με τη συνετή περιφρόνηση των εδώ κάτω πραγμάτων, φιλοσοφεί άδολα, δηλ. ανεπιτήδευτα, άυλα και αγήτευτα. Γιατί η αίσθηση, η οποία συνευρίσκεται με τον νου, κατά κάποιο τρόπο θέλει να γητέψει και να μεταπείσει τη λογική να θεωρήσει κάποιο υλικό αγαθό ως δικό της. Λέει όμως ο Πλάτων, ότι αυτός που διευθετεί την αίσθηση σύμφωνα με τον νου, συνδυάζει τον έρωτα με τη φιλοσοφία, έχοντας τον στοχαστικό νου σαν το μεγαλύτερο φυλαχτό για να ενεργεί ανεξαπάτητα όσον αφορά την αίσθηση. Και όταν διορθώνει τα ήθη των ανθρώπων, δεν έρα να ζωγραφίζει εικόνες για ιδιωτική και δημόσια χρήση μέχρι να τις κάνει όσο γίνεται περισσότερο θεοφιλείς. Γιατί όσα βλέπει εκεί, ο ερωτικός, προσπαθεί να τα ζωγραφίσει στους άλλους ο ζωγράφος που χρησιμοποιεί το θείο υπόδειγμα, ο οποίος δεν υπολείπεται καθόλου από τον πρώτο, τον φιλόσοφο, ως προς τον νου, αλλά δίνει την εντύπωση ότι υπερέχει από αυτόν στην φιλανθρωπία, όπως ο άλλος, ο φιλόσοφος, υπερέχει από αυτόν στην προσωπική ενέργεια. Και παρόλο που έχουν τέτοιες διαφορές μεταξύ τους από τη μια αυτός που φιλοσοφεί άδολα, δηλαδή αυτοτελώς και χωρίς να στρέφεται προς τα ανθρώπινα πράγματα, και από την άλλη αυτός που φιλοσοφεί ερωτικά, δηλ. με φιλανθρωπία και τακτοποιώντας τους συνανθρώπους του, όμως, επειδή και οι δύο έχουν κατακτήσει μια και την αυτή φιλοσοφία, λέγεται ότι πετυχαίνουν ισότιμα την αποκατάσταση, καθώς αναπτερώνονται σε ίσο χρόνο και κρίνονται άξιοι της ίδια αναγωγής.»
—Βλ. Ιεροκλής «Περί Πρόνοιας, 24». —
«καθένας μας λαμβάνει από την κρίση των δικαστών μια ζωή σύμφωνη με την αξία των προηγούμενων ζωών μας, ζωή στην οποία έχουν συμπεριληφθεί τα πάντα, το έθνος, η πόλη, ο πατέρας, η μητέρα, ο καιρός της αποθυήσεως, το συγκεκριμένο σώμα, οι μεταστροφές και οι κάθε λογής τύχες που ανήκουν στη ζωή, ο καθορισμένος τρόπος και καιρός τελευτήσεως. Και ο φύλακας και εκτελεστής όλων αυτών είναι ο δαίμων που μας έχει λάχει.»
—Βλ. Ιεροκλής «Περί Πρόνοιας, 29». —
«για κάθε ανθρώπινη ψυχή υπάρχει πρόνοια, κρίση, δίκη, κάθαρση, αποστολή στην γένεση, κατάλληλος κλήρος ζωής, τελευτή που δεν συμβαίνει από μόνη της, και μετά την τελευτή πορεία προς τον Άδη με οδηγό τον δαίμονα που έχει λάβει ως κλήρο του την ζωή μας.»
—Βλ. Ιεροκλής «Περί Πρόνοιας, 30». —
«Στην περίπτωση των ανθρώπων οι θεσμοί της πρόνοιας, οι κρίσεις των δαιμόνων, οι κλήροι των ζωών, οι ανταμοιβές των παλαιών αμαρτημάτων καθορίζουν μεταξύ άλλων τους καιρούς και τους τρόπους της τελευτής. Επομένως και αυτά που διενεργούνται από την προαίρεσή μας και αυτά που φαίνονται να συμβαίνουν τυχαία συνδέονται με την ειμαρμένη καθενός μας και εκπληρώνουν την τιμωρία που αξίζουμε, καθώς πάντοτε αυτά που έγιναν προσφέρουν την αιτία για αυτά που θα συμβούν κατόπιν, και ότι εξαρτάται από εμάς προκαλεί την περιστάσεις που δεν εξαρτιούνται από εμάς, και οι ανθρώπινες επιλογές διορθώνονται από τους νόμους της ειμαρμένης, στους οποίους ο θεός έχει εντάξει τις ψυχές.»
—Βλ. Ιεροκλής «Περί Πρόνοιας, 31». —
[1] Αναφέρεται σε αυτούς που αναφέρει και ο Πλάτων στην «Πολιτεία» και στους «Νόμους» ως αγύρτες.
[1] Αναφέρεται σε αυτούς που αναφέρει και ο Πλάτων στην «Πολιτεία» και στους «Νόμους» ως αγύρτες.
πηγή: eleysis69