"Τρία πρέπει να είναι τα αθλοθετήματα της ζωής μας, η πορεία προς την αρχαιότητα, η πορεία προς τον έξω κόσμο και, το μεγαλύτερο και γονιμότερο, είναι η επιστροφή στον εαυτό μας. Κανένα από αυτά, και προπαντός το πρώτο αθλοθέτημα της ζωής μας, η πορεία προς την αρχαιότητα, δε θα φέρει μήτε τώρα καρπούς, αν δε τη ζήσομε με το θάμασμα. Μονάχα οι κουρασμένοι δε θαυμάζουνε και δεν αγαπούνε."
ΙΩΑΝΝΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, καθηγητής φιλοσοφίας
Σε μία κρίσιμη εποχή, που όχι μόνο θεμελιώδη γνωρίσματα του κυρίαρχου οικονομικοπολιτικού μοντέλου αλλά, κυρίως, τα πολιτισμικά – με την ευρεία έννοια – συστατικά των δυτικών δημοκρατιών αμφισβητούνται και αναδιαρθρώνονται – δικαιώματα αφαιρούνται, ιδέες αναθεωρούνται, ελευθερίες περιορίζονται, η φτώχεια κι η ανεργία εκτοξεύονται κι ο πολιτικός αυταρχισμός εδραιώνεται – ο ρόλος των κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών στη διαμόρφωση ενός νέου ανθρωπισμού είναι καταλυτικός.
Βασική προϋπόθεση όμως για να αποκτήσει νόημα αυτός ο στόχος είναι η σύνδεση και αναμέτρησή τους, ως γνωστικών αντικειμένων, με τα προβλήματα καθαυτά, η ένταξη των προβλημάτων δηλαδή στα συγχρονικά τους συμφραζόμενα αφενός και η προσέγγισή τους υπό το φως των φιλοσοφικών-θεωρητικών και μεθοδολογικών παραδοχών τού κάθε επιστημονικού κλάδου αφετέρου. Ένα τέτοιο εγχείρημα, προσανατολισμένο σε ένα σύγχρονο επιστημολογικό καθήκον, ανέλαβε ο επίκουρος καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Δημήτρης Πλάντζος, στη μελέτη του με τίτλο "Οι Αρχαιολογίες του Κλασικού", αναθεωρώντας τον εμπειρικό κανόνα.
Στο βιβλίο "Αρχαιολογίες του Κλασικού" ο Δ. Πλάντζος καταπιάνεται με μία γενεαλογία της συγκρότησης τής κλασικής αρχαιολογίας ως αυτοτελούς επιστημονικού κλάδου, ανατέμνει τους σκοπούς και τις μεθόδους της και επιχειρεί να αναδείξει τις επιδράσεις που άσκησαν στη διαμόρφωσή της κατά τον 20ο αιώνα οι γενικότερες ιδεολογικές, φιλοσοφικές και θεωρητικές αναζητήσεις. Οι διαφορετικές φάσεις στη μελέτη του υλικού πολιτισμού της κλασικής εποχής δεν προσεγγίζονται στη βάση μιας γραμμικής πορείας στον χρόνο. Αποτελούν διακριτά επεισόδια προσδιορισμένα από τα επιστημολογικά, φιλοσοφικά, πνευματικά και κοινωνικά δεδομένα της εποχής τους. Από αυτό το βασικό αφετηριακό σημείο άλλωστε προκύπτει ο πληθυντικός «αρχαιολογίες» στον τίτλο του βιβλίου, που παραπέμπει στην εγκατάλειψη του τρόπου θέασης της αρχαιολογίας ως μίας, σταθερής, απροβλημάτιστης κι ενιαίας πρακτικής. Προτείνεται αντίθετα η μελέτη της μέσα στην πολλαπλότητα των διαφορετικών νοημάτων που την όρισαν στη διαχρονία ως τέτοια και που την προσδιορίζουν στη συγχρονία τόσο ως σύνολο πρακτικών όσο και ως υπόρρητων ή συγκεκριμένων παραδοχών.
Η πραγμάτευση βέβαια διεξάγεται στο εσωτερικό μίας διεπιστημονικής θεωρητικής συζήτησης, όπου η αρχαιολογία συναντά ανάλογες εξελίξεις από τα πεδία της ιστορίας, της ανθρωπολογίας και των πολιτισμικών σπουδών. Στο πλαίσιο αυτό, ο Δ. Πλάντζος ανοίγει το «μαύρο κουτί» όψεων και διαστάσεων της έρευνας και του επιστημολογικού προγράμματος της κλασικής αρχαιολογίας έτσι όπως δομήθηκε από τα τέλη του 19ου αιώνα ως κλάδος. Αντιμετωπίζει κριτικά την άλλοτε απροβλημάτιστη σχέση της με τον ιστορικό χρόνο, τη σύνδεσή της με την τέχνη και τη μετατροπή του ευρήματος ή του ερειπίου σε τεκμήριο μίας εξιδανικευμένης εικόνας του στην υπηρεσία ενός εθνικού αφηγήματος. Αποδίδει, παράλληλα, την προσήλωση στο καθήκον της ανακάλυψης του «αληθινού» παρελθόντος στην πρόσδεση της κλασικής αρχαιολογίας στο ρεύμα του θετικισμού, που καθόρισε το εν γένει επιστημολογικό υπόβαθρο της νεωτερικότητας, ενώ η στενή εξάρτηση της τελευταίας από το ιδεώδες της προόδου προσέδωσε στις μεθόδους του κλάδου ουσιοκρατικά και εθνοκεντρικά γνωρίσματα. Αυτό είχε ως επακόλουθο την κανονικοποίηση και παγίωση ενός παραδείγματος που απέκλειε ποικίλες όψεις της ερμηνείας.
Ο πυρήνας τού όλου εγχειρήματος του Δ. Πλάντζου εδράζεται στην προσπάθεια απελευθέρωσης της κλασικής αρχαιολογίας από τα δεσμά που την κρατούσαν περιορισμένη στο πλαίσιο του παραδοσιακού αρχαιογνωστικού κλασικισμού κι ο εμπλουτισμός των μεθόδων της με τα νέα δεδομένα που έφερε στον χώρο των ιδεών – κι εν γένει στις κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες – η μετάβαση από τη νεωτερικότητα στη μετανεωτερικότητα. Υπό την επίδραση του μεταδομισμού και των βασικών εκπροσώπων του, κυρίως των Μισέλ Φουκώ και Ζακ Ντεριντά, η έρευνα μετατοπίστηκε προς κατευθύνσεις που την προσεγγίζουν ως ευρύτερη κοινωνική, ιστορική και πολιτισμική πρακτική. Ο κατασκευασμένος κι όχι ο ευρετικός χαρακτήρας της γνώσης για το παρελθόν άλλαξε τις σχέσεις του ερευνητή-αρχαιολόγου τόσο με το εύρημα-αντικείμενο/α όσο και με τον χώρο. Ανέδειξε νέους θεματικούς άξονες και καθιέρωσε την προσέγγιση των πηγών της κλασικής αρχαιολογίας ως κειμενικότητες με «πυκνό» πληροφοριακό υλικό που ο ερευνητής καλείται να αποκωδικοποιήσει. Η διάσταση αυτή, ταυτόχρονα, επαναφέρει τον ίδιο τον αρχαιολόγο – ως υποκείμενο γνώσης – ως μέρος του προβλήματος που προσπαθεί να λύσει, δεν στέκεται έξω από αυτό σαν αποστασιοποιημένος, ουδέτερος και αμερόληπτος παρατηρητής και τονίζει την παροντικό χαρακτήρα της έρευνάς του. Ακριβώς στο σημείο αυτό, πέρα βέβαια από την προφανή επιστημονική αξία της, νομίζω ότι βρίσκεται η πιο σημαντική συμβολή της μελέτης του Δ. Πλάντζου: σε μία κοινωνία που την χαρακτηρίζει η μαζική υστερία για τα «ιερά και τα όσιά της», ύστερα και από την επικοινωνιακή καταιγίδα για την Αμφίπολη ή το σταθερό αίτημα για την επιστροφή των μαρμάρων του Παρθενώνα, η μελέτη αυτή μας καλεί να διαβάσουμε αυτές τις συμπεριφορές ως στοιχεία της ίδιας μας της συγκρότησης και ταυτότητας. Και, σε ένα δεύτερο στάδιο, να αξιολογήσουμε αν πραγματικά επιθυμούμε, και με ποια κριτήρια, να συνιστούν αυτές τα κεντρικά πολιτισμικά μας γνωρίσματα ή εφόδια στη δεύτερη δεκαετία του 20ου αιώνα. Μία πολύ καλογραμμένη μελέτη, προσβάσιμη και στο μη ειδικό κοινό που ενδιαφέρεται για την αρχαιολογία, που αποτελεί καλή αφορμή να βαθύνει ακαδημαϊκά και να ανοίξει εξωακαδημαϊκά η συζήτηση για τη «δημόσια αρχαιολογία» στη χώρα μας.
πηγή: fractalart.gr