«Σε εκείνους που έμπαιναν στο τέμενος της Ελευσίνας η επιγραφή ανακοίνωνε να μην εισέρχονται στο άδυτο οι αμύητοι και οι ατέλεστοι, έτσι και στην είσοδο του δελφικού ναού το αναγεγραμμένο “Γνώθι σ’ αυτόν” δήλωνε τον τρόπο της ανοδικής πορείας προς την Θεότητα και της πιο ωφέλιμης και αποτελεσματικής οδού που οδηγεί στην κάθαρση, λέγοντας σχεδόν ολοκάθαρα σε όσους μπορούν να καταλάβουν, ότι αυτός που γνωρίζει τον εαυτό του, αρχίζοντας από την εστία του, μπορεί να έρθει σε επαφή με τον θεό ο οποίος αποκαλύπτει τη σύνολη αλήθεια και είναι αρχηγέτης της καθαρτήριας ζωής. Αντίθετα, εκείνος που αγνοεί ποιος είναι, ατέλεστος και αμύητος όντας, είναι ακατάλληλος για να μετέχει στην πρόνοια του Απόλλωνα.»
Πρόκλος «Εις τον Πλάτωνος πρώτον Αλκιβιάδη, βιβλίο Α’, 5.3– 5.12»
Τότε και μόνο τότε μπορούν οι ψυχές να νοούν τον Κόσμο, να επικοινωνούν με τα ανώτερα και κατώτερα τους όντα, τα οποία αποτελούν μια Κοσμική ιεραρχία, και να επιστρέφουν στον νοητό Κόσμο και στους Θεούς. Η θρησκεία δηλαδή των Ελλήνων είναι οντική γνώση, σύμφυτη στην ουσία των ψυχών, την οποία αυτές ανακτούν όταν ενεργοποιούν τον με μορφή άσβεστου πυρσού έρωτα τους για τα θεία. Μπορούν δε να μετέχουν στα Μυστήρια των Θεών, όπως αυτά τελούνται από ένα πλήθος βαθμίδων άχραντων και ανθρώπινων ψυχών, σε αγαστή συνεργασία μετά των κρειττόνων γενών με μοναδικούς Τελετάρχες και Τελεσιουργούς τους ίδιους τους Θεούς – έχοντας ως πρωταρχικό ναό τους, τον ίδιο τον αισθητό, έμψυχο και νοήμονα Θεό ή Κόσμο/ουρανό.
Η θρησκεία δηλαδή των Ελλήνων υφίσταται και τα Μυστήρια λαμβάνουν χώρα μόνο όταν οι ψυχές μπορούν να ανέρχονται προς τους Θεούς. Αυτή η οδός είναι η Φιλοσοφία, μιας και συμφώνως και με τον Ιεροκλή στο “υπόμνημα στα χρυσά Έπη του Πυθαγόρα, 1.1 – 2.1”:
“Η φιλοσοφία είναι κάθαρση και τελείωση της ανθρώπινης ζωής: κάθαρση από την υλική αλογία και του θνητού σώματος, τελείωση ως ανάκτηση της κατάλληλης ευδαιμονίας, η οποία οδηγεί στην ομοίωση με το θείο.”