Του Μιχαλόπουλου Αθανάσιου
Ο Νίτσε, ένας από τους μεγαλύτερους φιλοσόφους της σύγχρονης φιλοσοφίας, συνέδεσε το όνομά του με το διονυσιακό στοιχείο σε αντιπαραβολή με το απολλώνιο. Στα έργα του "Η γέννηση της τραγωδίας από το πνεύμα της μουσικής" και "Ο Σωκράτης και η ελληνική τραγωδία" ο Νίτσε αποπειράται να εξηγήσει τους λόγους σύμφωνα με τους οποίους γεννήθηκε και πέθανε η αρχαία τραγωδία και για πρώτη φορά αναπτύσσει τις έννοιες του διονυσιακού και του απολλώνιου πνεύματος.
Ο Νίτσε θεωρεί την αθηναϊκή τραγωδία το μεγαλύτερο επίτευγμα του ανθρώπινου πνεύματος και επιχειρηματολογεί σχετικά με αυτό κατά τρόπο που δύσκολα μπορεί κανείς να του αντιτείνει ένα ουσιαστικό λογικό επιχείρημα. Στο έργο του "Ο Σωκράτης και η ελληνική τραγωδία" ασκεί δριμεία κριτική στη σωκρατική φιλοσοφία επειδή αποτέλεσε την αιτία της κατάρρευσης της υψηλότερης μορφής που έλαβε η τέχνη, της αρχαίας τραγωδίας.
Η αρχαία τραγωδία αλλά και συνακόλουθα κάθε μεγάλη τέχνη, κατά τον Νίτσε είναι δημιούργημα του διονυσιακού πνεύματος και ήταν μια συνύπαρξη του διονυσιακού με το απολλώνιο πνεύμα. Το ασυνείδητο νοερό επιζούσε παράλληλα με το συνειδητό ορθολογικό, δεν επιβαλλόταν το ένα στο άλλο, παρά και τα δύο συνιστούσαν την ύπαρξη διαπλεκόμενα μεταξύ τους. Όταν πήρε τα ηνία στη σχέση αυτή το απολλώνιο πνεύμα, η ανθρώπινη ύπαρξη θόλωσε, τέθηκε σε απόκρυψη η αλήθεια, στέρεψε η ρεύση του απορρέοντος κάλλους. Το απολλώνιο πνεύμα, κατά τον φιλόσοφο, αντιπροσωπεύει την ρηχή ορθολογιστική και διανοητική μονομέρεια του νου που επιζητά να ερμηνεύσει, να εξηγήσει και να απομυθοποιήσει τα πάντα. Κάτι τέτοιο είναι αδύνατο να επιτευχθεί για τον Νίτσε. Είναι αδύνατον να συλληφθεί η αλήθεια, το όντως ον στο όλον του με το ορθολογικό στοιχείο, επειδή το θεμέλιο πάνω στο οποίο στηρίζεται είναι το συνειδητό μέρος του ανθρώπινου νου, του ανθρώπινου πνεύματος. Δεν είμαστε σε θέση, λέει ο φιλόσοφος, να αποφανθούμε για το όντως υπαρκτό μετερχόμενοι μόνο ένα μικρό μέρος του είναι μας, αφήνοντας σε αχρηστία το ασυνείδητο μέρος μας. Κάτι τέτοιο μπορεί να επιτευχθεί μόνο όταν μπορέσουμε να συντονίσουμε όλη μας την ύπαρξη ως ενιαία ορμή βίωσης της κάθε στιγμής. Μόνο το διονυσιακό πνεύμα μπορεί να πετύχει κάτι τέτοιο, όταν δηλαδή ο νους δένεται με το σώμα σαν μια γροθιά και συλλαμβάνει μαζί του τις εμπειρίες, εσωτερικές και εξωτερικές, και τις βιώνει μαζί με τους συνανθρώπους του.
Το διονυσιακό όμως νιτσεϊκό πνεύμα διαπνέεται από τη μυθική και μυστηριακή πρόταξη πρόσληψης της πραγματικότητας, της ίδια της ζωής. Η ζωή είναι φυγή προς την κοινωνική ένταξη, τη συμμετοχή σε έναν κοινό βίο φιλίας, συναδέλφωσης και συλλογικότητας. Η ζωή κερδίζεται όταν καθίσταται ένα εσωτερικό πανηγύρι της ψυχής το οποίο εξωτερικεύεται σε κάθε στιγμή του βίου. Ο νιτσεϊκός μυστικισμός βρίσκεται στον αντίποδα του εσωτερικού μυστικισμού και λαμβάνεται ως εγκόσμιος ασκητισμός. Το αληθινό βιώνεται με την κοινωνική έκσταση, με την χαρά της ζωής. Αν δε μεθύσει κανείς τη ζωή που του δόθηκε μέχρι τα όρια των δυνατοτήτων του και δε νιώσει το βακχικό μεθύσι της εσωτερικής πλημμύρας μέσα του, είναι αδύνατον να εκραγεί μέσα του η θεία έκλαμψη, είναι αδύνατον να καταστήσει οικεία τη θεϊκή κατάσταση του διονυσιασμού.
Το στοιχείο όμως του διονυσιασμού που πραγματικά με συνεπήρε με τον Νίτσε και δεν υπάρχει όμοιό του στην ελληνική και παγκόσμια φιλοσοφία είναι η ανάδειξη του διονυσιασμού ως διάσπαση της αρχής της εξατομίκευσης. Μια πρόταση του βίου που ισοδυναμεί με έναν διαλογισμό της ανθρώπινης ύπαρξης ως συμπαντικής θείας κραυγής μεστής από ανείπωτη χαρά για αιώνια δράση και δημιουργία. Το ανώτατο θείο ον, κατά τον φιλόσοφο, αποτελεί μια "αρχέγονη ενότητα" μέσα στην οποία
συμπεριλαμβάνεται αδιαχώριστα τόσο ο φυσικός όσο και ο υπερφυσικός κόσμος, τόσο ο
έλλογος άνθρωπος όσο και τα μη-έλλογα όντα, τόσο τα έμψυχα όσο και τα άψυχα, τόσο τα
αισθητά όσο και τα νοητά. Ο απολλώνιος νους, ο αρχαιοελληνικός ηλιακός θεός Απόλλων, όμως στην προσπάθειά του να φωταγωγήσει τα όντα που συνυπάρχουν ως ΕΝΑ στο αρχικό Χάος, φανερώνει την ατομικότητα και τα όρια των όντων με αποτέλεσμα τη διάσπαση του αρμού που τα συνέδεε και τα έλουζε το θείο φως της πρωταρχικής ενότητας. Καθώς τα πάντα εξατομικεύονται και διαχωρίζονται μεταξύ τους, αναγκαστικά το απολλώνιο στοιχείο θέτει νόμους που θα παίξουν κυρίαρχο και κανονιστικό ρόλο στο ήθος των ανθρώπων με την αποξένωσή του από την υπόλοιπη δημιουργία, η οποία πλέον δεν υπάρχει μέσα του, αλλά ξέχωρα από αυτόν.
Για αυτό τον λόγο ασκεί κριτική ο Νίτσε στον Σωκράτη, επειδή το ορθολογικό του πέρασμα διέσπασε τη συλλογική ύπαρξη σε οντολογικά αυτόνομα θρύμματα και κατέρρευσε το ερωτικό πλέγμα που συνέδεε με θεϊκό τρόπο τα όντα και τον κόσμο. Αντίθετα στον διονυσιασμό του Νίτσε, ο εξατομικευμένος και αυτοδιακρινόμενος άνθρωπος διασπά τα όρια της ιδιαιτερότητάς του και ενοποιείται και συγχωνεύεται με το όλον επανερχόμενος στην πρωταρχική κατάσταση θείας πληρότητας της ύπαρξής του. Μόνο όταν είναι κανείς Ένα με τα πάντα μπορεί να συλλάβει και να βιώσει την πραγματική αλήθεια, μέσα του και έξω του. Ο διονυσιασμός του Νίτσε συλλαμβάνεται σε έναν άλλο νου, τον Διονυσιακό Νου, ο οποίος είναι έμπλεος πηγαίων ευγενών συναισθημάτων και ανείπωτης αγαλλίασης η οποία δεν είναι δυνατόν να περιγραφεί με τον λόγο αλλά μόνο να βιωθεί μέσα στα βάθη του είναι του.
Μάλιστα, ο Νίτσε διακρίνει μια τριπλή διάσταση της συγχώνευσης της ανθρώπινης ύπαρξης με τον κόσμο. Με τον διονυσιασμό επιτυγχάνεται ,πρώτον, η συγχώνευση του ανθρώπου με τους άλλους, (αυτό το είδαμε ιστορικά στις οργιαστικές τελετές των αρχαίων λαών), κάτι που σχετίζεται και με την πολιτική οργάνωση των κοινωνιών και τη συλλογικότητα, δεύτερον, η συγχώνευση με τη φύση ως μητέρα αποκάλυψης του ανθρώπου και του πεδίου δράσης του και, τρίτον, η συγχώνευση με το έργο τέχνης και τη θεϊκή καλλιτεχνική δημιουργικότητα. Έτσι, βλέπουμε στον Νίτσε μια συγχώνευση του ανθρώπου με τη φύση και το έργο τέχνης κατά τρόπο που ο άνθρωπος γίνεται φύση και έργο τέχνης, με το
ίδιο νόημα που η φύση αναδεικνύει τον άνθρωπο ως κατεξοχήν έργο τέχνης, και με το ίδιο
νόημα που ένα έργο τέχνης αναδεικνύει τόσο τον άνθρωπο όσο και τη φύση.
Κυρίαρχο χαρακτηριστικό της νιτσεϊκής διονυσιακής κατάστασης του Νου, της ανθρώπινης συνειδητότητας, είναι η έκσταση που προκαλεί ο αρχέγονος Έρως στο σύγκορμο είναι της ανθρώπινης φύσης. Ο αρχέγονος Έρως είναι η θεία αρμογή και δέση του όντος και είναι αδύνατον να επιτελεστεί κοσμογονικά και οντικά αν δεν συντρέξουν και ο εσωτερικός διαλογισμός όσο και ο εγκόσμιος διονυσιακός ασκητισμός τόσο της νόησης όσο και της εμπειρίας των βιωμάτων. Το να απομονωθείς στον εαυτό σου ώστε να ενωθείς με το ΕΝ δεν αρκεί, χρειάζεται ολόκληρη η ψυχοσωματική ύπαρξη να μεθύσει από ζωή χαράς, προσφοράς, συμμετοχής, νόησης, παιχνιδιού. Αν δε μεθύσει η βιωτή από εμπειρίες, πνευματικές και σωματικές ηδονές, δε θα κορεστεί ο ψυχοσωματικός συρφετός από την ανάγκη που έχει για ήλιο, γη, θάλασσα και χορό με τη φύση, ούτε θα υμνήσει τον σκοπό για τον οποίο ήρθε εδώ. Στον Νίτσε ο διονυσιασμός είναι η βίωση της μοναδικότητας της ύπαρξης σε χώρο και χρόνο. Όπως είναι αδύνατον να αποτυπώσουν τα λόγια το μέγεθος, τον χρόνο και τον χώρο ενός έρωτα ένθεης παραφροσύνης που βιώνει ένα ζευγάρι ανθρώπων στην αγαπητική του ψυχοσωματική διάσταση, άλλο τόσο αδύνατο είναι να βιώσει κανείς με τα λόγια ή την ανάλυση την διονυσιακή εκστατική κατάσταση στην οποία εισέρχεται ο Νους του ανθρώπου όταν αντικρίζει την Ύπαρξη ως εναρμονισμένη Συνύπαρξη μέσα του.