Ο Βίλχελμ Ντίλταϋ (γερμ. Wilhelm Dilthey, IPA: /ˈdɪltaɪ/; 19 Νοεμβρίου 1833 – 1 Οκτωβρίου 1911) ήταν Γερμανός ιστορικός, ψυχολόγος, κοινωνιολόγος, μελετητής της ερμηνευτικής, και φιλόσοφος. Θα μπορούσε να θεωρηθεί ως εμπειριστής, σε αντίθεση με τον ιδεαλισμό που κυριαρχούσε στην Γερμανία την εποχή εκείνη, αλλά η αντίληψη του τι συνιστά το εμπειρικό και το πειραματικό διαφέρει από τον Βρετανικό εμπειρισμό και θετικισμό και στις κεντρικές του επιστημολογικές και οντολογικές του παραδοχές, που αντλούνται από την Γερμανική λόγια και φιλοσοφική παράδοση.
Ερμηνευτική
Ο Ντίλταϋ εμπνεύστηκε εν μέρει από τα έργα του Friedrich Schleiermacher σχετικά με την ερμηνευτική, την οποία βοήθησε να αναβιώσει. Και οι δυό τους συνδέονταν με τον Γερμανικό Ρομαντισμό. Η σχολή ερμηνευτικής των Ρομαντικών υπογράμμιζε ότι οι ιστορικά εδραιωμένοι ερμηνευτές — ένα ζωντανό περισσότερο παρά ένα Καρτεσιανό ή "θεολογικό" υποκείμενο — χρησιμοποιούν την 'κατανόηση' και την 'ερμηνεία', που συνδυάζει ατομική-ψυχολογική και κοινωνικό-ιστορική περιγραφή και ανάλυση, για να αποκομίσει μεγαλύτερη γνώση των κειμένων και των συγγραφέων τους στο περιβάλλον τους.
Η πορεία την ερμηνευτικής έρευνας που εδραιώθηκε από τον Schleiermacher περιλάμβανε αυτό που ο Ντίλταϋ αποκαλούσε "ο ερμηνευτικός κύκλος", που είναι η επαναλαμβανόμενη κίνηση ανάμεσα στο άρρητο και στο ρητό, το μερικό και το γενικό. Η "γενική ερμηνευτική" που πρότεινε ο Schleiermacher ήταν ένας συνδυασμός της ερμηνευτικής που χρησιμοποιούνταν στη εξήγηση της Αγίας Γραφής (π.χ. οι επιστολές του Παύλου) και της ερμηνευτικής που χρησιμοποιούνταν από τους Κλασσικιστές (π.χ. της φιλοσοφίας του Πλάτωνα). Ο Ντίλταϋ διείδε την σημασία της για τις ανθρωπιστικές επιστήμες (Geisteswissenschaften) σε αντίθεση με τις φυσικές επιστήμες.
Μαζί με τον Φρήντριχ Νίτσε, τον Γκέοργκ Ζίμμελ και τον Ανρί Μπεργκσόν, το έργο του Ντίλταϋ επηρέασε την πρώιμη "Φιλοσοφία της ζωής" "Υπαρξιακή φιλοσοφία" του 20ου αιώνα.
Ο Ντίλταϋ επηρέασε την πρώιμη προσέγγιση της ερμηνευτικής από τον Μάρτιν Χάιντεγκερ στις πρώτες του πανεπιστημιακές παραδόσεις, όπου ανέπτυξε μια "ερμηνευτική της πραγματικής ζωής", και στο Είναι και Χρόνος. O Χάιντεγκερ έγινε ολοένα και πιο κριτικός απένταντι στον Ντίλταϋ, επιχειρηματολογώντας υπέρ μιας πιο ριζικής 'χρονικότητας' των δυνατοτήτων της ερμηνείας και της ανθρώπινης ύπαρξης.
Στο έργο του Wahrheit und Methode (Αλήθεια και Μέθοδος), ο Χανς-Γκέοργκ Γκάνταμερ, επηρεασμένος από τον Χάιντεγκερ, άσκησε κριτική στην προσέγγιση του Ντίλταϋ για την ερμηνευτική τόσο ως υπερ το δέον αισθητική και υποκειμενική όσο και ως μια μέθοδο κατευθυνόμενη και "θετικιστική". Σύμφωνα με τον Γκάνταμερ, η ερμηνευτική του Ντίλταϋ είναι ανεπαρκώς εστιασμένη ως προς το οντολογικό γεγονός της αλήθειας και στοχάζεται ανεπαρκώς τις επιπτώσεις του πως ο ερμηνευτής και οι ερμηνείες του δεν είναι έξω από την παράδοση αλλά καταλαμβάνει μια συγκεκριμένη θέση σε αυτήν, π.χ. έχει έναν χρονικό ορίζοντα.
Ο Γιούργκεν Χάμπερμας επηρεάστηκε επίσης από τον Ντίλταϋ, και πιο συγκεκριμένα στην διαμάχη για τον θετικισμό στις αρχές της δεκαετίας τους 1960 και στο πρώιμο έργο του Knowledge and Human Interests (1968).
Κοινωνιολογία
Ο Ντίλταϋ ενδιαφέρονταν πολύ για αυτό που αποκαλούμε κοινωνιολογία σήμερα, παρόλο που απέρριπτε με σφοδρότητα να τον ταξινομούν ως κοινωνιολόγο επειδή η κοινωνιολογία επί των ημερών του ήταν κυρίως αυτή του Αύγουστου Κοντ και του Χέρμπερτ Σπένσερ. Ο Ντίλταϋ απέρριπτε τις εξελικτικές τους παραδοχές σχετικά με τις αναγκαίες αλλαγές που όλοι οι κοινωνικοί σχηματισμοί θα πρέπει να υποστούν, καθώς επίσης και την στενή φυσικό-επιστημονική τους μεθοδολογία. Επίσης, η λέξη έτεινε και τείνει να χρησιμοποιείται ως ένα είδος όρου ομπρέλλα. Και καθώς ο όρος κοινωνιολογία κάλυπτε τόσο πολλά, είχε μικρή αναλυτική καθαρότητα. Η ιδέα του Κοντ για τον θετικισμό ήταν, σύμφωνα με τον Ντίλταϋ, μονόπλευρη και παραπλανητική. Είχε εντούτοις να πει καλά πράγματα για τις εκδοχές της κοινωνιολογίας του συνάδελφό του Γκέοργκ Ζίμελ.[1] (Ο Ζίμελ ήταν συνάδελφός του στο Πανεπιστήμιο Χούμπολτ του Βερολίνου και ο Ντίλαϋ θαύμαζε το έργο του αν και πολλοί ακαδημαϊκοί αντιτίθονταν γενικότερα στον Ζίμελ, εν μέρει χάρη στον αντισημιτισμό και εν μέρει επειδή ο Ζίμελ δεν συμμορφώνονταν στο ακαδημαϊκό τυπικό των ημερών σε ορισμένες από τις δημοσιεύσεις του.)
πηγή: el.wikipedia