ΕΤΙΚΕΤΕΣ

Ο ΝΤΙΛΤΑΪ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ

Σχετική εικόνα
Ο λόγος για το δοκίμιο Η γένεση της ερμηνευτικής του μεγάλου Γερμανού στοχαστή Βίλχελμ Ντιλτάυ (Wilhelm Dilthey). Το δοκίμιο αυτό του Ντιλτάυ αποτελεί σημαντική συμβολή στη λεγόμενη «Ερμηνευτική σχολή» αλλά και αξιόλογο τεκμήριο του έργου του Γερμανού φιλοσόφου. Το εν λόγω δοκίμιο είναι μια εξαιρετική εισαγωγή για τον Έλληνα αναγνώστη στο έργο του Ντιλτάυ, έργο με το οποίο δεν είναι εξοικειωμένος, αφού μέχρι τώρα κανένα έργο του Ντιλτάυ δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά. Ο Βίλχελμ Ντιλτάυ επιχειρώντας στο εν λόγω δοκίμιο μια συνοπτική έκθεση της ιστορίας της ερμηνευτικής από την αρχαιότητα ώς τη σύγχρονη εποχή και κάνοντας από την αρχή τη διάκριση μεταξύ κατανόησης και ερμηνείας επιτελεί μια τολμηρή στροφή στην ιστορική επιστήμη και κατ' επέκταση στις συστηματικές επιστήμες του πνεύματος, οι οποίες «προϋποθέτουν την κατανόηση» (Verstehen) του ψυχισμού άλλων ανθρώπων βάσει των εκδηλώσεών τους» (Βίλχελμ Ντιλτάυ, Η Γένεση της ερμηνευτικής, Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια: Δημήτρης Υφαντής, σ. 11) και διακρίνονται ουσιωδώς από τις φυσικές επιστήμες.

Καθώς μια νέα δύναμη και ορμή ωθεί από τις αρχές ήδη του 20ού αιώνα τους ερευνητές στον παρθένο εν πολλοίς μέχρι τότε χώρο των επί μέρους επιστημών, ο Ντιλτάυ εμφορείται από την πεποίθηση ότι «η εποχή της αφηρημένης φιλοσοφίας έχει πλέον παρέλθει οριστικά και ότι τον ρόλο αυτής καλούνται τώρα ν' αναλάβουν οι επιστήμες» (στο ίδιο σ. 22).
«Το θεμέλιο των επιστημών του πνεύματος δεν μπορεί ν' αναζητηθεί -σύμφωνα με τον Ντιλτάυ- παρά στα δεδομένα της συνείδησης: "Αποκλειστικά στην εσωτερική εμπειρία, στα γεγονότα της συνείδησης, βρήκα κατάλληλο έδαφος για ν' αγκυροβολήσω τη σκέψη μου". Την αιτιολόγηση της θέσης αυτής παρέχει "η αρχή που ο Ντιλτάυ καλεί" "θεώρημα της φαινομενικότητας": οτιδήποτε υπάρχει για μας τελεί, καθότι και καθόσον υπάρχει για μας, υπό τον όρο να είναι δεδομένο της συνείδησης» (στο ίδιο, σ. 25-26). Ο Ντιλτάυ δεν διστάζει ν' ασκήσει αυστηρή κριτική τόσο στην εμπειριστική γνωσιοθεωρία όσο και στην καντιανή, αφού τούτη «εξηγεί την εμπειρία και τη γνώση εκκινώντας από ένα σύνολο δεδομένων, που ανήκει αποκλειστικά και μόνο στη συνειδησιακή παράσταση. Στις φλέβες του γιγνώσκοντος υποκειμένου δεν ρέει πραγματικό αίμα, αλλά μόνον ο αραιωμένος χυμός του Λόγου ως απλής νοητικής ενέργειας» (στο ίδιο, σ. 31).
Ο Βίλχελμ Ντιλτάυ υπήρξε ένας βαθιά ιστορικός στοχαστής, με απόλυτη επίγνωση της ιστορικότητας των εννοιών, ιστορικότητα την οποία ανάγει σε προϋπόθεση του θεωρητικού του έργου. Προτού όμως επιχειρήσει κάτι τέτοιο προσεγγίζει την ψυχολογία: «Το έργο της θεμελίωσης των επιστημών του πνεύματος απαιτεί μια ενδελεχή και εξαντλητική ανάλυση των δεδομένων της συνείδησης, μία -όπως τη χαρακτηρίζει ο Ντιλτάυ στην Ψυχολογία- περιγραφική και αναλυτική ψυχολογία. Η ψυχολογία αυτή αντιδιαστέλλεται προς την "εξηγητική ψυχολογία", την εμπειρική δηλαδή και πειραματική εκείνη επιστήμη που εξετάζει τον ανθρώπινο ψυχισμό "βάσει φυσικοεπιστημονικών αρχών και μεθόδων" με στόχο την αναγωγή του σε άτομα στοιχεία (λ.χ. στα επί μέρους αντιληπτικά αισθήματα ή τις βασικές ορμές) και θεμελιώδεις νόμους (τους νόμους λ.χ. του συνειρμού)» (στο ίδιο, σ. 26-27).
Οσο για την ψυχολογία, έναν τομέα που απασχολεί κατά κόρον τη σύγχρονη σκέψη (όπως π.χ. τον Χούσερλ και τον Χάιντεγκερ), αποτελεί ένα αντικείμενο που διαμορφώθηκε σε επιστήμη και αυτονομήθηκε από την ιατρική, κατά τον 20ό αιώνα. Ο πιονιέρος Φρόυντ ακολουθήθηκε από μια πλειάδα ψυχαναλυτές -ένας εκ των οποίων υπήρξε ο Γιουνγκ, αργότερα συναντάμε και τον Λακάν-, υπήρξαν ερευνητές που προίκισαν τη φιλοσοφική οντολογία τόσο σε εύρος όσο και σε βάθος. Καθώς είναι βέβαιο πως η ανθρωπότητα είχε από την αρχαιότητα ήδη αντιληφθεί το απύθμενο βάθος της ανθρώπινης ψυχής, εν τούτοις η ψυχανάλυση έδωσε σε τούτο το βάθος τη δυνατότητα μιας χαρτογράφησής του. Παρ' όλ' αυτά οι διάφορες ψυχαναλυτικές θεωρήσεις μοιάζουν να αντικρούουν η μία την άλλη και ακόμα ώς σήμερα θα λέγαμε πως ο ψυχαναλυτικός λόγος δεν κατόρθωσε να διατυπωθεί ως ενιαία θεωρία. Η ίδια η ύπαρξη του ασυνειδήτου αμφισβητείται από διάφορες ψυχολογικές σχολές και παρά την έκταση που έχουν προσλάβει σε κοινωνικό επίπεδο η ψυχανάλυση και η ψυχοθεραπεία, θα λέγαμε πως αναζητείται ένα μίνιμουμ «κοινών προϋποθέσεων» των διαφόρων σχολών, ώστε να είναι δυνατόν να μιλάμε για την ψυχολογία ως καλά θεμελιωμένη επιστήμη, που να συμπεριλαμβάνει στους κόλπους της και την ψυχανάλυση.
Λόγος για το ασυνείδητο γίνεται και από τους τρεις θεμελιωτές της σύγχρονης ψυχανάλυσης: και από τον Φρόυντ -που είναι ο πρώτος που το θεματοποιεί και το θεμελιώνει- και από τον Γιουνγκ και από τον Λακάν. Ο Φρόυντ το ορίζει ως τον χώρο που απαρτίζεται από τις απωθημένες επιθυμίες του ατόμου και από μια ολόκληρη σειρά από μνήμες που ούσες ασυνείδητες καθορίζουν τη συνειδητή ζωή του. Ο Γιουνγκ αντιπαραθέτοντας στη θεωρία της libido και στο «δομημένο ως προς την επιθυμία» ασυνείδητο του Φρόυντ το «συλλογικό ασυνείδητο», θα μιλήσει για τον αχανή χώρο των αρχετύπων - συλλογικές μνήμες της ανθρωπότητας που έλκουν την προέλευσή τους από την ιστορία του προϊστορικού ανθρώπου και που συνιστούν κοινή κληρονομιά της ανθρωπότητας. Από την πλευρά του, αρκετά αργότερα, ο Ζακ Λακάν θα αντιμετωπίσει το ανθρώπινο ασυνείδητο ως «δομημένη γλώσσα»· και θα δει την ίδια την ψύχωση ως την απουσία, από τούτο τον χώρο, ενός ρυθμιστικού σημαίνοντος: του ονόματος του πατέρα.
Οσο και αν η ψυχαναλυτική θεωρία εξελίσσεται, αναντίρρητη και γενικά αποδεκτή από όλους τους φωτισμένους στοχαστές αυτού του χώρου, αλλά ακόμα και από κάθε καλό επαγγελματία, είναι μια διαπίστωση που χρονολογείται από την εποχή ήδη του Ηράκλειτου, διατυπωμένη από τον ίδιο: Η ανθρώπινη ψυχή είναι μια απύθμενη Αβυσσος, εσαεί ανεξάντλητη και ανεξιχνίαστη. Πέραν τούτου, τα φαινόμενα της τρέλας και του φόνου, συνιστούν δύο οριακές εμπειρίες του ανθρώπου, γνωστές ως οντολογικές παράμετροι και οριακές εκφάνσεις της ανθρώπινης ψυχής, ήδη από την εποχή των αρχαίων τραγικών, και μαρτυρούν την αδυναμία ακόμα και του οξυδερκέστερου ερευνητή, στο να κατονομάσει την έσχατη προέλευση αυτών των δύο φαινομένων. Οι ανθρωποθυσίες των Αζτέκων αλλά και οι Βάκχες του Ευριπίδη μαρτυρούν τον ρηγματώδη και ρηξιγενή χαρακτήρα της ανθρώπινης ψυχής καθώς και το ότι η εγγενής καταστροφικότητα του ανθρώπινου όντος (Φρόυντ) απέχει πολύ από το να αποτελεί την έσχατη αιτία των δύο αυτών φαινομένων.
Αν το πρόβλημα της θεμελίωσης των θεωρητικών και των κοινωνικών επιστημών απασχόλησε τον Βίλχελμ Ντιλτάυ ωθώντας τον αρχικά στην ψυχολογία και αργότερα στην ιστορία, το ερώτημα σχετικά με τις μίνιμουμ προϋποθέσεις που θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως βάση για μια ενδεχόμενη ενιαία θεώρηση των εν λόγω επιστημών, παραμένει περισσότερο επίκαιρο από ποτέ άλλοτε, ειδικά σε μια εποχή που όπως η σημερινή δοκιμάζεται από την κρίση των επιστημολογικών της προϋποθέσεων και των εν γένει θεωρητικών της κριτηρίων.
Η ανθρώπινη ψυχή είναι πρώτ' απ' όλα, στον πυρήνα της, ακατανόητη και στα έσχατα θεμέλια και καταβολές της ίσως εσαεί απροσπέλαστη. Μπορούμε να μιλήσουμε για μια φαινομενολογία της ανθρώπινης ψυχής και σ' ετούτη τη βάση να κάνουμε λόγο για τις εκδηλώσεις, όχι μόνον της ανθρώπινης συμπεριφοράς, αλλά και της ίδιας της συνείδησης, τοποθετώντας σ' αυτό το γενικό πλαίσιο κι αυτό τούτο το ασυνείδητο. Κατ' αυτόν τον τρόπο, το ασυνείδητο, ως έκφανση της ανθρώπινης ψυχής, μπορεί και είναι θεμιτό να προσεγγίζεται από διαφορετικές αφετηρίες και μέσα από διαφορετικούς την εκάστοτε φορά δρόμους. Μ' αυτόν τον τρόπο ορίζουμε οντολογικά και μεθοδολογικά έναν χώρο, στην ανθρώπινη ψυχή, που μπορεί να γίνει από κοινού επιστημολογικά αποδεκτός ως απρόσιτος, ως σκοτεινή περιοχή, ως κοινά αποδεκτό, ψυχολογικό και ψυχαναλυτικό θεμέλιο, που συνεπάγεται όμως μια φαινομενολογία - έναυσμα για να μιλήσουμε για ενιαία θεμέλια και για κοινές θεωρητικές προϋποθέσεις και σε άλλους θεωρητικούς χώρους.
Το πρόβλημα της θεμελίωσης της γνώσης προβάλλει σήμερα με μια ριζικότητα τέτοια, που θα 'λεγε κανείς πως γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο προκαλεί την τελείως αντίθετη στάση εκ μέρους των θεωρητικών, που αποφεύγουν να θίγουν τα κακώς κείμενα. Μια αναγκαία τόλμη όσο και η ανάληψη της ευθύνης για κάτι τέτοιο, είναι αναμενόμενα, ώστε να ξυπνήσουμε κάποια στιγμή από τον μακάριο ύπνο μας. 
πηγή: enet.gr