Πολλά άρα Ομήρου επαινούντες, αλλά τούτο
ουκ επαινεσόμεθα .... ουδέ Aισχύλου, όταν φη η
Θέτις τον Aπόλλω εν τοις αυτής γάμοις άδοντα
«ενδατείσθαι τας εάς ευπαιδίας,
νόσων τ’ απείρους και μακραίωνας βίους.
Ξύμπαντα τ’ ειπών θεοφιλείς εμάς τύχας
παιών’ επευφήμησεν, ευθυμών εμέ.
Καγώ το Φοίβου θείον αψευδές στόμα
ήλπιζον είναι, μαντική βρύον τέχνη:
Ο δ’, αυτός υμνών, ............................
...................... αυτός εστιν ο κτανών
τον παίδα τον εμόν».
Σαν πάντρευαν την Θέτιδα με τον Πηλέα
σηκώθηκε ο Aπόλλων στο λαμπρό τραπέζι
του γάμου, και μακάρισε τους νεονύμφους
για τον βλαστό που θάβγαινε απ’ την ένωσί των.
Είπε· Ποτέ αυτόν αρρώστια δεν θαγγίξει
και θάχει μακρυνή ζωή.— Aυτά σαν είπε,
η Θέτις χάρηκε πολύ, γιατί τα λόγια
του Aπόλλωνος που γνώριζε από προφητείες
την φάνηκαν εγγύησις για το παιδί της.
Κι όταν μεγάλωνεν ο Aχιλλεύς, και ήταν
της Θεσσαλίας έπαινος η εμορφιά του,
η Θέτις του θεού τα λόγια ενθυμούνταν.
Aλλά μια μέρα ήλθαν γέροι με ειδήσεις,
κ’ είπαν τον σκοτωμό του Aχιλλέως στην Τροία.
Κ’ η Θέτις ξέσχιζε τα πορφυρά της ρούχα,
κ’ έβγαζεν από πάνω της και ξεπετούσε
στο χώμα τα βραχιόλια και τα δαχτυλίδια.
Και μες στον οδυρμό της τα παληά θυμήθη·
και ρώτησε τι έκαμνε ο σοφός Aπόλλων,
πού γύριζεν ο ποιητής που στα τραπέζια
έξοχα ομιλεί, πού γύριζε ο προφήτης
όταν τον υιό της σκότωναν στα πρώτα νειάτα.
Κ’ οι γέροι την απήντησαν πως ο Aπόλλων
αυτός ο ίδιος εκατέβηκε στην Τροία,
και με τους Τρώας σκότωσε τον Aχιλλέα.
Η επιγραφή του ποιήματος σε μετάφραση του Γ. Π. Σαββίδη: «Επαινώντας μεν πολλά του Ομήρου, τούτο δεν θα του το επαινέσουμε [...] ούτε του Αισχύλου, όταν η Θέτις λέει πως ο Απόλλων, τραγουδώντας στους γάμους της, προείπε: Πως το παιδί μου θα είναι καλότυχο, άγευστο από αρρώστιες και με πολύχρονη ζωή. Και αφού τελείωσε προλέγοντας τις θεοφιλείς μας τύχες, ύψωσε τον παιάνα του καλοκαρδίζοντάς με. Και εγώ έμεινα με την ελπίδα πως το θεϊκό στόμα του Φοίβου, ξέχειλο από την τέχνη της μαντείας, δεν έλεγε ψέματα. Μα αυτός που είπε εκείνον τον ύμνο [...] αυτός ο ίδιος είναι που σκότωσε το παιδί μου.»
Ο Πλάτωνας στην Πολιτεία δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην παιδεία των νέων, διότι πιστεύει πως μόνο μέσα από την κατάλληλη αγωγή μπορούν να αποκτήσουν το σωστό ήθος και τις σωστές αρχές. Για το λόγο αυτό θεωρεί πως τα έργα των ποιητών -ακόμη και των σπουδαιότερων εξ αυτών- δεν θα πρέπει να διδάσκονται στους νέους, γιατί αποτελούν κίνδυνο για τη σωστή κατάσταση της ψυχής, εξαιτίας των παθών που δημιουργούν. Οι ποιητές, άλλωστε, έχουν την τάση να αποδίδουν στους θεούς την ευθύνη, όχι μόνο για το καλό στη ζωή των ανθρώπων, μα και για το κακό, αφήνοντας έτσι να εννοηθεί πως οι άνθρωποι δεν έχουν επιλογή σχετικά με το αν θα γίνουν ενάρετοι πολίτες ή όχι. Συνηθίζουν, επίσης, να αποδίδουν στους θεούς τις πλέον αρνητικές ποιότητες, όπως είναι το ψέμα, η προδοσία, η ακολασία κ.λπ.∙ ακριβώς, δηλαδή, τα ελαττώματα της ανθρώπινης συμπεριφοράς που ο Πλάτωνας θέλει να απομακρύνει από την ψυχή των νέων ανθρώπων.
Για τους λόγους αυτούς ο Πλάτωνας επικρίνει τους ποιητές και τους αποκηρύττει από την ιδανική του Πολιτεία, έστω κι αν αναγνωρίζει το μεγαλείο της τέχνης τους και παραδέχεται πως κι ο ίδιος συγκινείται βαθύτατα από τα έργα τους.
Ακολουθεί ένα ενδεικτικό απόσπασμα από το 2ο βιβλίο της Πολιτείας, στο οποίο συζητά ο Σωκράτης με τον Αδείμαντο:
Οὐδ’ ἄρα, ἦν δ’ ἐγώ, ὁ θεός, ἐπειδὴ ἀγαθός, πάντων ἂν εἴη αἴτιος, ὡς οἱ πολλοὶ λέγουσιν, ἀλλὰ ὀλίγων μὲν τοῖς ἀνθρώποις αἴτιος, πολλῶν δὲ ἀναίτιος· πολὺ γὰρ ἐλάττω τἀγαθὰ τῶν κακῶν ἡμῖν, καὶ τῶν μὲν ἀγαθῶν οὐδένα ἄλλον αἰτιατέον, τῶν δὲ κακῶν ἄλλ’ ἄττα δεῖ ζητεῖν τὰ αἴτια, ἀλλ’ οὐ τὸν θεόν.
᾿Αληθέστατα, ἔφη, δοκεῖς μοι λέγειν.
Οὐκ ἄρα, ἦν δ’ ἐγώ, ἀποδεκτέον οὔτε ῾Ομήρου οὔτ’ ἄλλου [d.] ποιητοῦ ταύτην τὴν ἁμαρτίαν περὶ τοὺς θεοὺς ἀνοήτως ἁμαρτάνοντος καὶ λέγοντος—
ὡς δοιοί τε πίθοι κατακείαται ἐν Διὸς οὔδει
κηρῶν ἔμπλειοι, ὁ μὲν ἐσθλῶν, αὐτὰρ ὃ δειλῶν·
καὶ ᾧ μὲν ἂν μείξας ὁ Ζεὺς δῷ ἀμφοτέρων,
ἄλλοτε μέν τε κακῷ ὅ γε κύρεται, ἄλλοτε δ’ ἐσθλῷ·
ᾧ δ’ ἂν μή, ἀλλ’ ἄκρατα τὰ ἕτερα,
τὸν δὲ κακὴ βούβρωστις ἐπὶ χθόνα δῖαν ἐλαύνει·
[e.] οὐδ’ ὡς ταμίας ἡμῖν Ζεὺς—
ἀγαθῶν τε κακῶν τε τέτυκται.
τὴν δὲ τῶν ὅρκων καὶ σπονδῶν σύγχυσιν, ἣν ὁ Πάνδαρος συνέχεεν, ἐάν τις φῇ δι’ ᾿Αθηνᾶς τε καὶ Διὸς γεγονέναι, οὐκ ἐπαινεσόμεθα, οὐδὲ θεῶν ἔριν τε καὶ κρίσιν [380a] διὰ Θέμιτός τε καὶ Διός, οὐδ’ αὖ, ὡς Αἰσχύλος λέγει, ἐατέον ἀκούειν τοὺς νέους, ὅτι—
θεὸς μὲν αἰτίαν φύει βροτοῖς,
ὅταν κακῶσαι δῶμα παμπήδην θέλῃ.
ἀλλ’ ἐάν τις ποιῇ ἐν οἷς ταῦτα τὰ ἰαμβεῖα ἔνεστιν, τὰ τῆς Νιόβης πάθη, ἢ τὰ Πελοπιδῶν ἢ τὰ Τρωικὰ ἤ τι ἄλλο τῶν τοιούτων, ἢ οὐ θεοῦ ἔργα ἐατέον αὐτὰ λέγειν, ἢ εἰ θεοῦ, ἐξευρετέον αὐτοῖς σχεδὸν ὃν νῦν ἡμεῖς λόγον ζητοῦμεν, καὶ [b.] λεκτέον ὡς ὁ μὲν θεὸς δίκαιά τε καὶ ἀγαθὰ ἠργάζετο, οἱ δὲ ὠνίναντο κολαζόμενοι· ὡς δὲ ἄθλιοι μὲν οἱ δίκην διδόντες, ἦν δὲ δὴ ὁ δρῶν ταῦτα θεός, οὐκ ἐατέον λέγειν τὸν ποιητήν. ἀλλ’ εἰ μὲν ὅτι ἐδεήθησαν κολάσεως λέγοιεν ὡς ἄθλιοι οἱ κακοί, διδόντες δὲ δίκην ὠφελοῦντο ὑπὸ τοῦ θεοῦ, ἐατέον· κακῶν δὲ αἴτιον φάναι θεόν τινι γίγνεσθαι ἀγαθὸν ὄντα, διαμαχετέον παντὶ τρόπῳ μήτε τινὰ λέγειν ταῦτα ἐν τῇ αὑτοῦ πόλει, εἰ μέλλει εὐνομήσεσθαι, μήτε τινὰ ἀκούειν, [c.] μήτε νεώτερον μήτε πρεσβύτερον, μήτ’ ἐν μέτρῳ μήτε ἄνευ μέτρου μυθολογοῦντα, ὡς οὔτε ὅσια ἂν λεγόμενα εἰ λέγοιτο, οὔτε σύμφορα ἡμῖν οὔτε σύμφωνα αὐτὰ αὑτοῖς.
Μετάφραση
Άρα, είπα εγώ, εφόσον ο θεός είναι καλός, δεν μπορεί να είναι υπεύθυνος για όλα τα πράγματα, όπως λένε οι περισσότεροι, αλλά είναι υπεύθυνος μόνο για λίγα πράγματα των ανθρώπων, για τα περισσότερα δεν έχει την ευθύνη∙ διότι είναι πολύ λιγότερα τα καλά από τα δεινά σ’ εμάς, κι ενώ για τα καλά δεν είναι κανείς άλλος υπεύθυνος (πέρα από το θεό), για τα δεινά τα αίτια θα πρέπει να αναζητηθούν αλλού και όχι στο θεό.
Έχω την εντύπωση, είπε, πως λες τα πλέον αληθινά.
Επομένως, είπα εγώ, δεν θα πρέπει να αποδεχόμαστε ούτε τον Όμηρο ούτε κανέναν άλλον ποιητή που έχει την αφροσύνη να ισχυρίζεται μια τέτοια αστοχία για τους θεούς, λέγοντας –
πως υπάρχουν δύο πιθάρια μπροστά στον Δία
γεμάτα με τις μοίρες, το ένα με τις καλές, το άλλο με τις κακές
και για εκείνον στον οποίο ο Δίας δίνει ένα μείγμα κι από τα δύο
άλλοτε αφήνεται στην κακή μοίρα κι άλλοτε στην κακή∙
ενώ σ’ εκείνον που δίνει ανόθευτα από το δεύτερο
αυτόν κακή πείνα τον κινεί πάνω στην περικαλλή γη.
Ή πως ο Δίας είναι αυτός που παρέχει
τα καλά και τα κακά σ’ εμάς.
Κι αν κάποιος ισχυρίζεται πως η παραβίαση των όρκων και των συμμαχιών, που είναι δημιούργημα του Πίνδαρου, προέκυψε από την Αθηνά και τον Δία, δεν θα συμφωνήσουμε μαζί του, ούτε (αν ισχυρίζεται) πως η διαμάχη και η φιλονικία των θεών υποκινήθηκε από τη Θέμιδα και τον Δία, ούτε, πάλι, θα επιτρέψουμε στους νέους μας να ακούν τα λόγια του Αισχύλου, που ισχυρίζεται ότι –
ο θεός φυτεύει την ενοχή στους θνητούς όταν θέλει να καταστρέψει συθέμελα ένα σπίτι.
Κι αν ένας ποιητής γράψει για τα πάθη της Νιόβης -σε σχέση μ’ αυτό το θέμα υπάρχουν αυτοί οι ίαμβοι-, ή για τον οίκο του Πέλοπα ή για τα Τρωικά ή για κάτι από αυτά, είτε δεν θα πρέπει να επιτρέψουμε να ισχυρίζεται πως αυτά είναι έργο του θεού, είτε, αν είναι του θεού, θα πρέπει να βρει μιαν εξήγηση που να σχετίζεται με αυτά που εμείς επιζητούμε∙ θα πρέπει να πει πως ο θεός έκανε τα δίκαια και τα καλά, και πως εκείνοι ωφελήθηκαν με το να τιμωρηθούν∙ αλλά το ότι αυτοί που τιμωρούνται είναι δυστυχισμένοι και πως ο θεός είναι υπεύθυνος γι’ αυτό, δεν θα πρέπει να είναι επιτρεπτό στον ποιητή να το ισχυριστεί. Αλλά το να πει ότι οι κακοί είναι δυστυχισμένοι γιατί είχαν ανάγκη να τιμωρηθούν και πως ωφελήθηκαν με το να λάβουν τιμωρία από το θεό, αυτό θα το επιτρέπουμε. Το να ειπωθεί, όμως, ότι ο θεός αποτέλεσε την αιτία κακού για κάποιον, ενώ είναι καλός, θα πρέπει να το αρνηθούμε έντονα, ώστε κανείς να μη λέει τέτοια πράγματα στην πόλη του, εάν αυτή πρόκειται να έχει ευταξία, μήτε κανείς να ακούει τέτοια, ούτε από τους νεότερους ούτε από τους μεγαλύτερους, μήτε να λέγονται τέτοια ούτε με έμμετρο λόγο είτε με απλό, διότι τέτοια λεγόμενα είναι ανόσια και καταστροφικά και αρμόζοντα σε παρόμοια δεινά.
Το ποίημα
Ο Καβάφης παραθέτει ως επιγραφή του ποιήματος το χωρίο από το 2ο βιβλίο της Πολιτείας, στο οποίο ο Πλάτωνας κατηγορεί τον Όμηρο και τον Αισχύλο για το γεγονός ότι αποδίδουν στον Απόλλωνα μια τέτοια δόλια συμπεριφορά, θέλοντας να υπενθυμίσει την αρνητική στάση του φιλοσόφου απέναντι στη συνήθεια των αρχαίων ποιητών να παρουσιάζουν τους θεούς με ανθρώπινα ελαττώματα. Ο τίτλος, άλλωστε, του ποιήματος (Απιστία) σημαίνει δολιότητα και μπαμπεσιά, προκειμένου να τονιστεί πως σ’ αυτό ακριβώς εστιάζει ο ποιητής.
Ο Καβάφης, βέβαια, δεν δηλώνει ρητά το αν συμφωνεί με τη διαπίστωση του Πλάτωνα ή όχι∙ φροντίζοντας όμως να παραθέσει το συγκεκριμένο χωρίο και να το συνοδεύσει με μια ποιητική αναπαράσταση των γεγονότων που επιβεβαιώνουν τη δόλια συμπεριφορά που αποδίδεται στον Απόλλωνα, είναι σαν να επικυρώνει την εγκυρότητα της πλατωνικής ένστασης. Για τον Καβάφη, άλλωστε, είναι περιττό να δηλώσει πως συμφωνεί με τον Πλάτωνα, εφόσον καθ’ όλη την ποιητική του πορεία έχει αποδείξει με σαφήνεια πως επιδίωξε να αναδείξει τις θετικές συμπεριφορές των ανθρώπων και να στηλιτεύσει της αρνητικές.
Ο Καβάφης είτε καθ’ επίδραση του Πλάτωνα, όπως αυτό είναι σαφές για τον Διονύσιο Σολωμό, είτε καθαρά από δική του βούληση, θέλησε να δώσει μια ηθικοπλαστική κατεύθυνση στο έργο του και να επισημάνει και να επικρίνει τις διαρκείς παθογένειες της ανθρώπινης υπόστασης, επιδιώκοντας για τους αναγνώστες του μια στάση ζωής που θα ήταν απαλλαγμένη από όλα αυτά τα ανθρώπινα δεινά, όπως είναι η φιλαρχία, η πλεονεξία, η αναξιοπρέπεια, η αναλγησία, η απληστία κ.λπ.
Στο συγκεκριμένο ποίημα, επομένως, ο Καβάφης αρκείται στο να δείξει πως έχει υπόψη του τούς αφορισμούς του Πλάτωνα, και στο να τους επικυρώσει με την ποιητική αναβίωση των σχετικών γεγονότων.
Σαν πάντρευαν την Θέτιδα με τον Πηλέα
σηκώθηκε ο Aπόλλων στο λαμπρό τραπέζι
του γάμου, και μακάρισε τους νεονύμφους
για τον βλαστό που θάβγαινε απ’ την ένωσί των.
Είπε· Ποτέ αυτόν αρρώστια δεν θαγγίξει
και θάχει μακρυνή ζωή.— Aυτά σαν είπε,
η Θέτις χάρηκε πολύ, γιατί τα λόγια
του Aπόλλωνος που γνώριζε από προφητείες
την φάνηκαν εγγύησις για το παιδί της.
Ο ποιητής προσδίδει έξοχη θεατρικότητα στο ποίημα εντάσσοντας τις κινήσεις και τα λόγια των προσώπων, και δίνοντας έτσι εναργή παραστατικότητα στα αφηγούμενα γεγονότα.
Η προφητεία του Απόλλωνα, ότι δεν θα αγγίξει καμία αρρώστια τον Αχιλλέα και πως θα έχει μακρινή ζωή -σκοπίμως διφορούμενο το επίθετο μακρινή, καθώς συγχέονται οι έννοιες τόσο της χρονικής όσο και της τοπικής απόστασης- χαροποιεί τη Θέτιδα, διότι όπως σχολιάζεται στο ποίημα ο Απόλλωνας «γνώριζε από προφητείες». Αυτή η ήπια διατύπωση σχετικά με τις προφητικές ικανότητες του Απόλλωνα εξυπηρετεί την ειρωνική τοποθέτηση του Καβάφη απέναντι στην υποτιθέμενη αυτή θεϊκή ιδιότητα.
Τα λόγια του Απόλλωνα γίνονται, λοιπόν, αποδεκτά ως εγγύηση από τη μητέρα του Αχιλλέα, η οποία δεν έχει κανένα λόγο να αμφισβητεί τις αγαθές προθέσεις του θεού.
Κι όταν μεγάλωνεν ο Αχιλλεύς, και ήταν
της Θεσσαλίας έπαινος η εμορφιά του,
η Θέτις του θεού τα λόγια ενθυμούνταν.
Η Θέτιδα κρατά για χρόνια στη σκέψη της τον προφητικό λόγο του Απόλλωνα, και καθώς καμαρώνει το γιο της να μεγαλώνει και να αποκτά έξοχο σωματικό κάλλος, συνεχίζει να ευτυχεί, έχοντας την πλανερή εντύπωση πως ο θεός θα επιβεβαιωθεί και το παιδί της θα ζήσει μια μακρά και γεμάτη υγεία ζωή.
Αλλά μια μέρα ήλθαν γέροι με ειδήσεις,
κ’ είπαν τον σκοτωμό του Aχιλλέως στην Τροία.
Κ’ η Θέτις ξέσχιζε τα πορφυρά της ρούχα,
κ’ έβγαζεν από πάνω της και ξεπετούσε
στο χώμα τα βραχιόλια και τα δαχτυλίδια.
Και μες στον οδυρμό της τα παληά θυμήθη·
και ρώτησε τι έκαμνε ο σοφός Aπόλλων,
πού γύριζεν ο ποιητής που στα τραπέζια
έξοχα ομιλεί, πού γύριζε ο προφήτης
όταν τον υιό της σκότωναν στα πρώτα νειάτα.
Κ’ οι γέροι την απήντησαν πως ο Απόλλων
αυτός ο ίδιος εκατέβηκε στην Τροία,
και με τους Τρώας σκότωσε τον Αχιλλέα.
Η παρουσίαση του θρήνου της Θέτιδας με το ξέσκισμα των ρούχων και το πέταγμα στο χώμα των κοσμημάτων της, αποδίδει με αριστοτεχνικό τρόπο τον οδυρμό της μητέρας. Η Θέτιδα αφημένη στην απόγνωση, αναθυμάται, ωστόσο, την προφητεία του Απόλλωνα, κι αμέσως ζητά να μάθει που βρισκόταν ο θεός -ποιητής και προφήτης- που έχει το συνήθειο να λέει τόσο ευχάριστα πράγματα στα γλέντια∙ ζητά να μάθει που ήταν ο θεός, όταν της σκότωναν τον γιο πάνω στα πρώτα του νιάτα, μόνο και μόνο για να λάβει την απάντηση πως αυτός ακριβώς ήταν που βοήθησε τους Τρώες -κατευθύνοντας το βέλος του Πάρη- να σκοτώσουν τον Αχιλλέα.
Η Θέτιδα, οπότε, μαθαίνει πως όχι απλώς διαψεύστηκαν οι προφητείες του Απόλλωνα, μα πως ήταν ο ίδιος αυτός θεός που φρόντισε να διαψευστούν οι προφητείες του, βοηθώντας στη δολοφονία του Αχιλλέα.
Μια αμιγώς προδοτική στάση, η οποία με το να αποδίδεται σ’ έναν θεό, λειτουργεί αρνητικά στην ηθική διαμόρφωση των νέων, αφού επιτρέπει στους ανθρώπους να θεωρούν αποδεκτή ή λογική μια τέτοια συμπεριφορά. Εφόσον ένας θεός μπορεί να προδίδει και να φέρεται δόλια, τότε πώς θα μπορούσε ποτέ ένας άνθρωπος να αποφύγει μια τέτοια στάση; Αυτό ακριβώς είναι το ερώτημα που έμμεσα δημιουργείται στους νέους κι αυτό ακριβώς θέλει να αποφύγει ο Πλάτωνας, γι’ αυτό και στη δική του ιδανική Πολιτεία αποκλείει το να έρχονται σ’ επαφή οι νέοι άνθρωποι με τα έργα των ποιητών. Αν οι νέοι δεν μπορούν να βρίσκουν τα κατάλληλα ηθικά πρότυπα ούτε στη δράση των θεών, τότε δεν θα καταστεί ποτέ εφικτή η ηθική τους θωράκιση, ώστε να μην παρεκκλίνουν σε τέτοιου είδους ανήθικες συμπεριφορές.
Θέτις
Η Θέτις ήταν θεσσαλική θαλάσσια θεότητα, κόρη του Νηλέα και της Δωρίδας, μητέρα του Αχιλλέα.
Σύμφωνα με την πιο διαδεδομένη παράδοση, η Θέτις ήταν μια από τις Νηρηίδες, κόρη του Νηρέα. Μεταξύ των αδελφών της, των 50 Νηρηίδων, κατέχει την πιο εξέχουσα θέση: «Νηρηΐδων ἀρίστα». Εκτός από τη συνήθη παράδοση, που θεωρεί πατέρα της Θέτιδος τον Νηρέα, υπάρχει και άλλη μεταγενέστερη, η οποία στη θέση του Νηρέα τοποθετεί τον Χείρωνα.
Η Θέτις ήταν τόσο όμορφη που την πρόσεξε ο Ζευς, αλλά και άλλοι θεοί, όπως ο Ποσειδώνας∙ παραιτήθηκαν, όμως, από την κατάκτησή της, γιατί η Θέμις τους είχε προειδοποιήσει ότι αν συνευρίσκονταν με τη Θέτιδα θα γεννιόταν γιος πιο δυνατός από τον πατέρα και ο γιος αυτός θα ανακάλυπτε ένα όπλο πιο φοβερό και από τον κεραυνό και από την τρίαινα. Μερικοί συγγραφείς αποδίδουν την προφητεία αυτή στον Προμηθέα ή στις Μοίρες. Άλλοι πάλι αναφέρουν ότι η ίδια η Θέτις απέκρουσε τις προτάσεις του Δία. Ο τελευταίος, για να την εκδικηθεί, αποφάσισε να την παντρέψει με έναν κοινό θνητό. Η Θέτις έκανε ό,τι μπορούσε για να αποφύγει τον γάμο αυτό. Για να γλυτώσει από τον Πηλέα μεταμορφώθηκε διαδοχικά σε αγρίμι, σε φωτιά κ.λπ. Ακολουθώντας τις συμβουλές του Χείρωνα, ο Πηλεάς την κυνήγησε και τελικά η Θέτις αναγκάστηκε να ενδώσει. Αφού νικάει ο Πηλέας τη Θέτιδα, ακολουθεί ο γάμος τους, που περιγράφεται στα Κύπρια Έπη.
Θέτις και Αχιλλέας
Η Θέτις, ως φιλόστοργη μητέρα, βοήθησε τον γιο της σε όλες τις δύσκολες στιγμές της ζωής του, όχι μόνο με συμβουλές αλλά και με συγκεκριμένες ενέργειες. Έτσι, σύμφωνα με τον επικό ποιητή Παπίνιο Στάτιο (β΄ μισό του 1ου π.Χ. αιώνα), όταν η Θέτις γέννησε τον Αχιλλέα, για να τον κάνει αθάνατο, τον βάπτισε στα νερά της Στυγός, του ποταμού του Κάτω Κόσμου. Όλο το σώμα του Αχιλλέα έγινε άτρωτο, εκτός από τη φτέρνα του, από την οποία η Θέτις τον κρατούσε καθώς τον βάπτιζε. Από τον Απολλόδωρο έχουμε μια διαφορετική διήγηση: Η Θέτις τοποθετούσε κάθε βράδυ τον νεογέννητο Αχιλλέα πάνω στη φωτιά -για να καταστρέψει ό,τι θνητό στοιχείο είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του- και την ημέρα τον άλειφε με αμβροσία. Ο Πηλέας, όμως, ανακάλυψε την πράξη της και έσωσε το παιδί, εκείνη δε εξοργισμένη έφυγε και πήγε στον πατέρα της Νηρέα, στον βυθό της θάλασσας. Γι’ αυτό και ο Αχιλλέας, όταν ήθελε να της μιλήσει, πήγαινε κοντά στη θάλασσα και τη φώναζε.
Όταν ο Αχιλλέας έγινε εννιά χρονών και ο μάντης Κάλχας έμαθε ότι χωρίς αυτόν η Τροία δεν θα κυριευόταν, η Θέτις τον έφερε στον βασιλιά Λυκομήδη στη Σκύρο, με κοριτσίστικη ενδυμασία, για να αποφύγει να τον στείλει στην Τροία, διότι ήξερε ότι εκεί θα έβρισκε το θάνατο. Εκεί ο Αχιλλέας ζούσε με τις κόρες του βασιλιά, συνδέθηκε δε με μία από αυτές, τη Δηιδάμεια, από την οποία απέκτησε και έναν γιο, τον Πύρρο ή τον Νεοπτόλεμο. Ο Οδυσσέας, αναζητώντας τον Αχιλλέα, για να τον πείσει να εκστρατεύσει κι αυτός μαζί με τους άλλους Έλληνες κατά της Τροίας, φθάνοντας στη Σκύρο, δεν τον αναγνώρισε ανάμεσα στις κόρες του Λυκομήδη. Χρησιμοποίησε τότε τέχνασμα για να τον βρει. Τοποθέτησε στην είσοδο του παλατιού ασπίδα και δόρυ, και έδωσε εντολή να ηχήσει δυνατά η σάλπιγγα. Από τα κορίτσια ξεχώρισε αμέσως ο Αχιλλέας, καθώς έσπευσε ν’ αδράξει την ασπίδα και το δόρυ, έτοιμος για μάχη.
Επειδή, λοιπόν, ο Αχιλλέας έπρεπε να πάρει μέρος στον πόλεμο, η Θέτιδα του έδωσε με μητρική στοργή ένα κιβώτιο με ενδύματα, του έδωσε ως ακόλουθο τον Επειγέα και τον προειδοποίησε να μην κατέβει πρώτος από το πλοίο, διότι όποιος αποβιβαζόταν πρώτος, σύμφωνα με την παράδοση, θα σκοτωνόταν. Τον έθεσε και προ του διλήμματος: «η σύντομη ζωή και αέναη δόξα ή μακρά ζωή αλλά χωρίς δόξα».
Στο Σ της Ιλιάδας η Θέτις ακούει το ξέσπασμα πόνου του γιου της για τον φίλο του, τον νεκρό Πάτροκλο, και σπεύδει με όλη την ακολουθία της, τις Νηρηίδες, από τον βυθό της θάλασσας προς τον Αχιλλέα. Όταν ο Αχιλλέας της εξομολογείται ότι είναι σταθερή του απόφαση να σκοτώσει τον Έκτορα, του φανερώνει ότι μετά τον Έκτορα πολύ σύντομα θα πεθάνει και αυτός, αλλά του υπόσχεται να του φτιάξει καινούρια όπλα από τον Ήφαιστο. Το επόμενο πρωί φέρνει στο γιο της τα νέα όπλα και αφού προστατεύσει το πτώμα του Πατρόκλου από τη σήψη με αμβροσία και νέκταρ, επιστρέφει πίσω στη θάλασσα.