ΕΤΙΚΕΤΕΣ

Η ΘΕΟΥΡΓΙΑ ΣΤΗ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

Αποτέλεσμα εικόνας για θεουργία

Ο όρος θεουργία κυριολεκτικώς δηλώνει «το του Θεού Έργον» και ορίζει την πρακτική τελετουργιών, κάποιες φορές μαγικής φύσης, οι οποίες τελούνται με σκοπό την επίκληση σε δράση ενός ή περισσοτέρων θεών, με ειδικότερο σκοπό την ένωση με το θείο και την τελειοποίηση του ατόμου. Κατ' επέκτασιν σημαίνει «την ενσυνείδητη συμμετοχή του ανθρώπου στο Θείο Έργο»[1]. Κατά τον Μούνι Σάντχου (Mouni Sadhu) «Θεουργία είναι η τέχνη της αποτελεσματικής λατρείας».


Η θεουργία εμφανίστηκε κατά τα τέλη της εποχής των Αντωνίνων στα έργα ενός περιπλανώμενου θαυματοποιού συριακής καταγωγής, του Ιουλιανού. Ο τελευταίος συνόψισε στους «Χαλδαϊκούς Χρησμούς» του, εμφανώς καταγόμενους από την ελληνιστική λαϊκή παράδοση, ένα σύνολο τελετουργικών συνταγών συμπαθητικής μαγείας και μαντείας οι οποίες στόχευαν στην επίκληση των θεών ώστε με την υπερφυσική τους ισχύ να προειδοποιούν τον θεουργό για μελλοντικά γεγονότα, να χειραγωγούν τον υλικό κόσμο ή να διασφαλίζουν κάποια απροσδιόριστη «σωτηρία της ψυχής» του.

Κεντρικό χαρακτηριστικό της θεουργίας ήταν η «καταληψία», η άυλη παρουσία των θεών στο εσωτερικό γήινων, υλικών αντικειμένων ή πλασμάτων τα οποία δρούσαν ως αγωγοί. Οι αγωγοί αυτοί διακρίνονταν σε άλογους (αγαλματίδια, λατρευτικά τεχνουργήματα, μέταλλα, ζώα, φυτά) και έλλογους (ανθρώπους), δίνοντας ως αποτέλεσμα δύο τύπους θεουργίας: την τελεστική, βασισμένη σε άλογους αγωγούς, και την πνευματιστική, βασισμένη σε έλλογους αγωγούς. Η τελεστική θεουργία διεπόταν από τη μαγική αρχή της συμπάθειας, σύμφωνα με την οποία το καθετί έχει τα αντίστοιχά του τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως υποκατάστατά του καθώς μεταξύ τους υφίσταται σχέση αλληλεξάρτησης (π.χ. η χρήση σε μία λατρευτική τελετουργία ενός φυτού αφιερωμένου σε κάποια θεότητα οδηγεί σε επίκληση της θεότητας και πρόσκαιρη «παγίδευσή» της στο φυτό).

Η πνευματιστική θεουργία περιστρεφόταν γύρω από την πρωτότυπη αντίληψη ότι ο δεσμός ψυχής και σώματος δεν είναι σταθερός κατά τη διάρκεια ζωής του τελευταίου και ότι μπορούν, μέσω κατάλληλης τελετουργίας συντονισμένης από τον «κλήτωρα» θεουργό, πολλαπλές διαφορετικές ψυχές να τοποθετηθούν στο ίδιο σώμα («είσκρισις»), συμπεριλαμβανομένων ψυχών νεκρών ανθρώπων ή θεών. Στην τελευταία περίπτωση το σώμα λειτουργούσε πλέον ως σάρκινος αγωγός ο οποίος κατεύθυνε την υπερφυσική δύναμη της «παγιδευμένης» θεότητας προς τον θεουργό για να εξυπηρετήσει τους σκοπούς του. Εναλλακτικά ο θεουργός διατύπωνε ερωτήματα προς τον θεό (π.χ. για τη μελλοντική έκβαση γεγονότων) και αυτός απαντούσε μέσω του κατειλημμένου σώματος του ανθρώπινου αγωγού. Ο τελευταίος έπρεπε να πληροί κάποιες προϋποθέσεις και να έχει υποστεί ειδικές καθαρτικές τελετουργίες οι οποίες παρέπεμπαν στις μυστηριακές μυήσεις.

Είναι φανερό πως η θεουργία αποτελούσε μία ευέλικτη συστηματοποιημένη μέθοδο η οποία μπορούσε να προσαρμοστεί σε πολλαπλά διαφορετικά μεταφυσικά και λατρευτικά συστήματα. Γρήγορα ο σχηματιζόμενος ερμητισμός υιοθέτησε τη θεουργία ως αναπόσπαστο τμήμα της διδασκαλίας και πρακτικής του. Κατά τον τρίτο αιώνα ο νεοπλατωνιστήςφιλόσοφος Πλωτίνος αναγνώριζε την ισχύ της μαγείας (της ιδιοτελούς γοητείας και της θεουργίας) μόνο όσον αφορά τον υλικό, φυσικό κόσμο, αλλά ο μαθητής του Πορφύριοςυποστήριξε ότι η τελετουργική θεουργία μπορεί να λειτουργήσει ως καθαρτήρια οδός για τον απλοϊκό άνθρωπο ώστε να μπορέσει αυτός στη συνέχεια να επιδοθεί στον έσχατο, μυστικιστικόσωτηριολογικό στόχο του νεοπλατωνισμού. Με αυτόν τον τρόπο ο Πορφύριος εκλαΐκευσε τις πρακτικές όψεις του φιλοσοφικού συστήματος του δασκάλου του προκειμένου να το κάνει πιο προσιτό σε ευρύτερες λαϊκές μάζες οι οποίες ήταν εξοικειωμένες με τη μαγεία, τη μαντεία, την αστρολογία, την αλχημεία και τον αποκρυφισμό αλλά όχι με τη φιλοσοφία, η οποία θεωρούνταν ενασχόληση των διανοούμενων και των πλουσίων του ελληνορωμαϊκού κόσμου.

Έτσι ο Πορφύριος κατέστησε τη θεουργία αντικείμενο φιλοσοφικού προβληματισμού και διεύρυνσης της τάξης των φιλοσόφων, μία κατάσταση που κατά τον επόμενο αιώνα οριστικοποιήθηκε χάρη στον μαθητή του Ιάμβλιχο. Σύμφωνα με τον τελευταίο μόνη οδός για την κάθαρση της ψυχής, μόνος δρόμος προς τη λύτρωσή της, είναι η εξάσκηση της θεουργίας κατά το χρονικό διάστημα της ενσάρκωσής της και όχι ο πλωτινικός νοητικός διαλογισμός ο οποίος στόχευε στην απομόνωση της ανώτερης ψυχής από τον αισθητό κόσμο. Αυτή του η θέση προέκυπτε από το γεγονός ότι ο Ιάμβλιχος δεν δέχτηκε την προγενέστερη νεοπλατωνική άποψη περί διάκρισης της ατομικής ανθρώπινης ψυχής σε ανώτερηκαι κατώτερη (κατά Πλωτίνο), ή εναλλακτικά υπόσταση και ενέργεια (κατά Πορφύριο), όπου μόνον η κατώτερη ψυχή εμπλέκεται και επηρεάζεται από την ύλη. Αντιθέτως ο Ιάμβλιχος υποστήριξε ότι η ατομική ψυχή αναμειγνύεται εξολοκλήρου με τον αισθητό κόσμο και επομένως η σωτηρία της εναπόκειται στη θεουργία, αφού η τελευταία έχει πλήρη επιρροή επί του φυσικού επιπέδου ύπαρξης ενώ ο άνθρωπος, πλήρως βυθισμένος στην ύλη, δεν μπορεί από μόνος του να αποκοπεί από την αισθητή πραγματικότητα.

Η θεουργία τού παράσχει την απαιτούμενη ώθηση για να το επιτύχει αυτό χάρη στην τελετουργική μεσολάβηση των ποικίλλων κατά τόπους θεοτήτων, κατώτερων κατακερματισμένων όψεων του Αγαθού Ενός, του Θεού, εδραζόμενων στον Νου. Για την ακρίβεια ο φυσικός κόσμος, κατά τον Ιάμβλιχο, είναι «πλήρης θεών» όπως είναι «πλήρης ψυχής», τα υλικά σώματα δηλαδή διέπονται από ιδιότητες και δυνάμεις των θεών οι οποίες κατευθύνονται από αυτούς προς την ύλη, μέσω των διαδοχικών οντολογικώνυποεπιπέδων στα οποία διαχωρίζεται ο κόσμος. Έτσι διευκολύνεται η εξάσκηση της θεουργίας με στόχο τη χειραγώγηση των θεών με χρήση έλλογων και άλογων υλικών αγωγών. Ο εκλεκτικισμός και οι επιρροές από τη ριζοσπαστική λαϊκή διανόηση του τρίτου αιώνα είναι εμφανής στις απόψεις του Ιάμβλιχου, ενώ ο ίδιος δίδαξε φιλοσοφία σε μία ολόκληρη γενιά Ελλήνων και κατέγραψε τις σκέψεις του περί θεουργίας στο βιβλίο του «Περί Αιγυπτίων Μυστηρίων».

πηγή: el.wikipedia