α) από τον φθίνοντα ρομαντισμό στον Παρνασσισμό
Όπως και στην πεζογραφία, έτσι και στην ποίηση, τα θέματα, η τεχνοτροπία, η γλώσσα και οι στόχοι σταδιακά αλλάζουν. Η ρομαντική διάσταση φθίνει, ενώ συγχρόνως εμφανίζονται νέα στοιχεία ικανά να αναμορφώσουν την ποίηση. Βέβαια κάθε αλλαγή επιτελείται συνήθως βαθμιαία και γι' αυτό το λόγο τυχαίνει να συνυπάρχουν για κάποιο διάστημα αντιφατικές τάσεις και ποικιλία ειδών. Όμως η βασική κατεύθυνση και στην ποίηση είναι η προσγείωση των ρομαντικών ιδανικών σε μια καθημερινότητα πεζή, αλλά όχι απαραίτητα δυσάρεστη. Εγγύτερα στο ρομαντισμό βρίσκονται τα ποιήματα του Πέτρου Ζητουνιάτη και του Γεωργίου Στρατήγη. Στο μεταβατικό στάδιο απομάκρυνσης από το ρομαντισμό και ανάπτυξης της νέας ποιητικής βρίσκονται τα ποιήματα του Βιζυηνού «O Σοφιανός» και του Αριστομένη Προβελλέγγιου «Η ποίησις των ερειπίων» και «Ήταν ωραίες η στιγμές εκείνες».
Στις εφημερίδες Ραμπαγάς και Μη Χάνεσαι των Κλεάνθη Τριαντάφυλλου και Βλάση Γαβριηλίδη κάνουν την πρώτη εμφάνισή τους με θέματα καθημερινά και σατιρική προοπτική νέοι ποιητές όπως ο Δροσίνης, ο Παλαμάς, ο Σουρής, ο Πολέμης. Προβάλλουν κάτι διαφορετικό από τον καθιερωμένο μέχρι το 1880 ρομαντικό τόνο των καθαρευουσιάνικων ποιημάτων (Πολίτης 2003: 186). To 1880 με την έκδοση των ποιητικών συλλογών Στίχοι του Νίκου Καμπά (η μοναδική συλλογή του), Ιστοί Αράχνης του Δροσίνη και Γέλωτες του Δημητρίου Κόκκου, εμφανίζεται και επίσημα η νέα ποιητική «Γενιά του 1880». Τα ποιήματα αυτά συμβαδίζουν με το γενικό πνεύμα της εποχής, η φαντασία δίνει το προβάδισμα στην καθημερινότητα, χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον η απλή γλώσσα, και η τεχνοτροπία προέρχεται από τον γαλλικό Παρνασσισμό.
Οι Γάλλοι Παρνασσιστές αποτελούν μια ομάδα ποιητών που γύρω στο 1866 αντιδρά στις συναισθηματικές υπερβολές του ρομαντισμού, συνδέεται μέσω εφήμερων περιοδικών εκδόσεων και αναγνωρίζει την αξία του δόγματος της αυτοδυναμίας της τέχνης ('l'art pour l'art'). Η ομάδα που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τους Th. Gaultier, Leconte de Lisle, Baudelaire, Heredia, Ménard, Coppée, εκδίδει μια «συλλογή νέων στίχων», την οποία ονομάζει Le Parnasse Contemporain (o Σύγχρονος Παρνασσός) τιμώντας το βουνό των Μουσών (Lagarde & Michard 1985: 418). Οι Παρνασσιστές δίνουν σημασία στη φόρμα του ποιήματος, κάτι που είχε παραμεληθεί στη ρομαντική ποίηση. Τους ενδιαφέρει η ρυθμική και μελωδική στιχουργία, η καλλιέργεια έντεχνων στροφικών συμπλεγμάτων και προκρίνουν τη φόρμα του σονέτου (Πολίτης 2003: 187). Στρέφονται επίσης προς το αρχαιοελληνικό παρελθόν και τα καλλιτεχνικά δημιουργήματά του. Κάπως αντίστοιχα με τους Γάλλους από το έργο των οποίων εμπνέονται, εμφανίζονται και οι «Έλληνες Παρνασσιστές». Αντιδρούν στις γλυκερότητες των ποιημάτων του Αχιλλέα Παράσχου, τελευταίου εκπροσώπου της Α΄ Αθηναϊκής Σχολής και της ομάδας του, και επιδιώκουν να δημιουργήσουν κάτι καινούριο (Ανδρειωμένος 2002: 33,34).
Στα ποιήματα του Καμπά αναγνωρίζουμε στοιχεία και από το παλιό που φθίνει και από το καινούριο που έρχεται (γλωσσική αμφιταλάντευση μεταξύ καθαρεύουσας και δημοτικής, αλλού πεζολογία και αλλού κάποια ρομαντική διάθεση). Για παράδειγμα, τα ποιήματα «Τα άσματά μου» και «Το λευκάνθεμον» δεν είναι μακριά από το ρομαντικό πνεύμα, αλλά στροφή προς το νέο φανερώνουν τα ποιήματα «Θα βραχούμε» και «Τι λες Μαρία;». Εγγύτερα στις αρχές του Παρνασσισμού βρίσκεται το ποίημα «Φθινόπωρον», ενώ ενδιαφέρον παρουσιάζει και το αυτοβιογραφικό «Απ' Αθηνών εις Αλεξάνδρειαν» καθώς και το αυτοαναφορικό «Φιλολογική Έρις» (η απάντηση του Καμπά στην κριτική που δέχτηκε από τους ρομαντικούς). Είναι ενδεικτικό ότι οι κατηγορίες που προσάπτονται στους νέους ποιητές (τους οποίους αποκαλούν 'παιδαρέλια' οι οπαδοί του Παράσχου) - και τις οποίες ο Καμπάς ενσωματώνει στο ποίημά του «Φιλολογική Έρις» - δεν διαφέρουν από τις επικρίσεις που είχαν δεχθεί επίσης και οι Γάλλοι Παρνασσιστές. Φαίνεται ότι η έμφαση στην αισθητική της φόρμας δημιουργεί την εντύπωση της αδιαπέραστης ποίησης. Οι Παρνασσιστές θα αντιτάξουν ότι η ποίησή τους αποπνέει αίσθηση γαλήνης και ισορροπίας και είναι η καταλληλότερη για να εκφράσει τις συναισθηματικές διακυμάνσεις αλλά και τις φιλοσοφικές σκέψεις. Βέβαια η θεματική των ποιημάτων των Καμπά, Δροσίνη, Κόκκου και των πρώτων ποιημάτων του Παλαμά, εστιάζει επίσης και στον έρωτα ως παιχνίδι και χαρά και στον οικείο χώρο του σπιτιού (Μουλλάς 1977: 415). Μελετώντας τα ποιήματα αυτής της ομάδας διαπιστώνουμε ότι την έμπνευση τους αποτελούν συχνά απλές σκέψεις της στιγμής για καθημερινά θέματα. Στα ποιήματα του Δροσίνη αναγνωρίζουμε εκτός από τα στοιχεία του Παρνασσισμού (σονέτο «Πρωταπριλιά», «Τη κυρία») και την έμπνευση από τη λαογραφική παράδοση και την αγροτική σκηνογραφία («Η εις το χωρίον επάνοδος», «Η ψαροπούλα») καθώς και το δημοτικό τραγούδι («Η Γιαννούλα»). Αυτά τα στοιχεία τα χειρίζεται ενίοτε με μεγάλη επιδεξιότητα και ευστοχία («Ο κρυφός λόγος»). Αντιπροσωπευτικό της Παρνασσιστικής τεχνοτροπίας είναι το ποίημα του Αριστομένη Προβελέγγιου «Η τέχνη παρήγορος»: έμφαση στο θέμα της τέχνης, προσοχή στη φόρμα, ανάπτυξη αφηρημένων εννοιών (πόνος, μνήμη, ψυχή), χρήση εντυπωσιακών λέξεων και σχημάτων λόγου καθώς και παρήχηση, ομοίως και το σονέτο του Πολέμη «Διπλός πόνος». Ενώ στο ποίημά του με τίτλο «Η κριτική» ο Πολέμης θεματοποιεί τα ενδιαφέροντά του και προλαμβάνει τις ενστάσεις των κριτικών απέναντι στο έργο του. Παρνασσιστικής κατεύθυνσης είναι επίσης και τα ποιήματα του Νιρβάνα.
Στα ποιήματα του Κόκκου τόσο στο λεξιλόγιο όσο και στον τόνο εντυπώνεται μια έντονη χιουμοριστική διάθεση. Έχουν ανθολογηθεί επίσης σατιρικά ποιήματα του Κλεάνθη Τριαντάφυλλου και του Γεωργίου Σουρή, ο οποίος αφιερώθηκε ολοκληρωτικά σ' αυτό το είδος γραφής. Ευθυμογράφος θα παραμείνει και ο Κωνσταντίνος Σκόκος, γνωστός και για τα επιγράμματά του (Μουλλάς 1977: 416) (βλ. επιλογή από τα Επιγράμματα: παλαιά και νεότερα). Σατιρικά είναι επίσης και τα ποιήματα του Πολύβιου Δημητρακόπουλου της συλλογής του Ελληνική Πολιτεία - άλλωστε αυτός είναι και ο υπότιτλος της συλλογής («Σάτυραι πολιτικοκοινωνικαί»). Πυρήνας αυτής της γενιάς και αδιαφιλονίκητος αρχηγός της υπήρξε ο Κωστής Παλαμάς, του οποίου η ποίηση σφραγίζει την περίοδο και εξακολουθεί να καταλαμβάνει σημαντική θέση στο νεοελληνικό λογοτεχνικό κανόνα για αρκετά χρόνια.
β) Κωστής Παλαμάς: από τον Παρνασσισμό στο Συμβολισμό
Με τη συλλογή Τα Τραγούδια της Πατρίδας μου, ο Παλαμάς βρίσκεται κοντά στο δημοτικό τραγούδι, η θεματική της συλλογής αυτής εκφράζει την πατριωτική έξαρση και χρησιμοποιείται ενίοτε ο δεκαπεντασύλλαβος. Στο ποίημα «Ψυχή» από τη συλλογή Τα μάτια της ψυχής μου διαφαίνεται ήδη η τάση του ποιητή να εναρμονίσει τις ανώτερες έννοιες με τη μορφή του δημιουργήματός του. Τα ποιήματα «Η φύσις κρύβει» και ιδιαιτέρως τα «Μαγιοβότανα» από τη συλλογή Ίαμβοι και Ανάπαιστοι[1] προαναγγέλλουν κατά κάποιον τρόπο το «Δωδεκάλογο του Γύφτου». Στο ποίημα «Μαγιοβότανα» και στον επικό «Δωδεκάλογο» κυριαρχεί το σύμβολο του πλάνητος ποιητή/ καλλιτέχνη που ζει εξόριστος από την κοινωνία. Στα σονέτα του Παλαμά που έχουν επιλεγεί από όλες τις ποιητικές συλλογές του διακρίνονται επίσης τα θέματα του έρωτα, του καθημερινού στοιχείου, του οικείου χώρου και η έκφραση του συναισθήματος. Αυτό όμως που χαρακτηρίζει κυρίως την ποίηση του Παλαμά είναι η επιδίωξη εναρμόνισης του λόγου με το ρυθμό (βλ. και Πολίτου-Μαρμαρινού 1976). Η ενασχόληση αυτή εκφράζεται εύστοχα σ' ένα τετράστιχο του «Δωδεκάλογου»: «Καθώς δένω και το Λόγο,/δαίμονα και ξωτικό,/ στο χρυσό το δαχτυλίδι,/ στο Ρυθμό» (Λόγος τρίτος, τετράστιχο 7). Η Παλαμική ποιητική εξελίσσεται προχωρώντας από τον Παρνασσισμό στο Συμβολισμό. Η τεχνική του Συμβολισμού αφορά στη χρήση μιας συγκεκριμένης εικονοποιίας για να εκφραστούν αφηρημένες ιδέες και συναισθήματα (Chadwick 1981, βλ. http://www.komvos.edu.gr/diaglossiki/REVMATA/Symbolismos/Symboli...). Ο συμβολιστής ποιητής ως αντιπρόσωπος ενός υπερβατικού κόσμου, είναι σε θέση να συλλάβει, έστω και φευγαλέα, ορισμένα μηνύματα ή οράματα, τα οποία υποβάλλει εμμέσως με την ποίησή του.
Η εξέλιξη αυτή στην ποιητική του Παλαμά γίνεται ιδιαίτερα αισθητή στο «Δωδεκάλογο του Γύφτου», όπου η ποίηση χρησιμοποιείται για την υποβολή ιδεών. Το βιολί στο «Δωδεκάλογο» είναι το σύμβολο της μουσικής που ο ποιητής συνδέει με την τέχνη του ενώ ο Γύφτος συμβολίζει τον υπερ-καλλιτέχνη. Με το βιολί του, δηλαδή τη μουσική και την ποίηση, θα επιδιώξει να αναγεννήσει τον κόσμο και να αναδημιουργήσει τα φθαρμένα είδωλα του πολιτισμού που είχε ήδη καταρρίψει λόγω της αναποτελεσματικότητάς τους (αγάπη, θρησκεία, πατρίδα, αρχαιότητα, γκρεμίζονται για να αναδημιουργηθούν). Έτσι ο Γύφτος δηλώνει ευθαρσώς «δε γνωρίζω από θρησκείες,/ μήτε σκύβω σε θεούς» (Λόγος Τρίτος, τετράστιχο 26) , αλλά «[…] Ξέρω/ την πανώρια μουσική/ θα τη ζήσης θεία μαζί μου/ στο δικό μου το βιολί» (Λόγος Τρίτος, τετράστιχο 15). Στον τέταρτο Λόγο «Ο Θάνατος των Θεών», ο ποιητής τιμά την έμπνευσή του με αναφορές στην ποίηση του Leconte de Lisle (ο λόγος του οποίου προβάλλει αυτούσιος ως motto στην αρχή και δημιουργικά ενσωματωμένος στα τετράστιχα 7 και 8, στ. 58-65). Την πορεία του Παλαμά από τον Παρνασσισμό στο Συμβολισμό ακολουθεί και ο ποιητής Ιωάννης Γρυπάρης, ο οποίος στη συλλογή του Σκαραβαίοι και Τερακότες ακολουθεί τις επιταγές του Παρνασσισμού, ενώ στις ποιητικές συλλογές Ιντερμέδια και Ελεγεία βρίσκεται εγγύτερα στο Συμβολισμό.
γ) Άλλες τάσεις στην ποίηση
Επιβιώνουν και σ' αυτή την περίοδο ποιήματα με ιστορικό/πατριωτικό θέμα (βλ. ποιήματα του Κώστα Πασαγιάννη και του Γιάννη Βλαχογιάννη), ενώ κεντρική θέση καταλαμβάνει σε πολλά ποιήματα ο κόσμος των λαϊκών παραδόσεων, σε συνάφεια και με την αντίστοιχη ανάπτυξη της ηθογραφικής προοπτικής στην πεζογραφία. Στα ποιήματα του Κώστα Κρυστάλλη διαφαίνεται και η τάση προσφυγής στο δημοτικό τραγούδι, ενώ στα ποιήματα του Σπ. Περεσιάδη αναγνωρίζουμε τη χρήση της αλληγορίας για τη μεταφορά μηνυμάτων σχετικών με την ελληνική παράδοση. Στο ηθογραφικό πλαίσιο εντάσσονται και τα ποιήματα του Αργύρη Εφταλιώτη. Έχουν ανθολογηθεί επίσης παιδικά ποιήματα του Αλέξανδρου Πάλλη καθώς και ποιήματα στα οποία αναδεικνύεται είτε ένας ιδιότυπος λυρισμός (Σπήλιος Πασαγιάννης) είτε ένα είδος λυρικής σάτιρας (Πέτρος Βλαστός). Όλες αυτές οι τάσεις τονίζουν τη δημιουργική πνοή της περιόδου, η οποία αποδεσμευμένη πλέον από τις πιέσεις των ρομαντικών στοιχείων είναι σε θέση να αναδείξει το καθημερινό και το οικείο ως σημαίνον, και συγχρόνως να αξιοποιήσει το νεοελληνικό λαογραφικό πλούτο και να εντρυφήσει στη θεμελιώδη αξία της ποιητικής τέχνης.
Από την ανθολόγηση απουσιάζει ο Καβάφης, ο οποίος σχεδόν παράλληλα με τον Παλαμά, δημιουργεί στην Αλεξάνδρεια το δικό του ποιητικό έργο. Η απουσία αυτή δικαιολογείται από το γεγονός ότι το έργο του Καβάφη είναι ευρύτατα διαδεδομένο, ανθολογημένο και προσβάσιμο στον αναγνώστη κάθε μέσου, αλλά δύσκολα μπορεί να ενταχθεί στα πλαίσια διαμόρφωσης και δράσης της ποιητικής «Γενιάς του 1880».
[1] Μια συλλογή κυρίως Παρνασσιστική με τάση όμως προς το Συμβολισμό.
πηγή: greek-language