Εισαγωγικά
Ο Χέγκελ, κατ΄αρχήν, σκέπτεται νοσταλγικά και αντικρίζει με τη ματιά των ρομαντικών την αρχαία ελληνική θρησκεία η οποία «γοήτευε την ευαισθησία και την υποκειμενικότητα και εισχωρούσε σ’ ολόκληρο τον ανθρώπινο κύκλο των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, τον πολιτικό, τον ηθικό, τον καλλιτεχνικό. Διαπιστώνει ότι ο χριστιανισμός της εποχής του έδιωξε τους θεούς έξω από τη φύση, είναι ξένος προς τα ανθρώπινα συμφέροντα και αφαιρεί από τον ΑΝΘΡΩΠΟ την ανθρώπινη ιδιότητα. Στο σημείο μάλιστα αυτό θεωρεί τον χριστιανισμό ως κληρονόμο του Ιουδαϊσμού στον οποίο ο διαχωρισμός ανάμεσα στον Άνθρωπο και στον "εκτός κόσμου" Θεό έφθασε στον ακρότατο βαθμό του.
____________________
Στα προσθέματα του κειμένου Η θετικότητα της χριστιανικής θρησκείας (Χειμώνας του 1795/1796),[1] ο νεαρός Hegel προσπαθεί να αναδείξει τους λόγους για τους οποίους ο Χριστιανισμός αντικατέστησε την αρχαία ελληνική και ρωμαϊκή θρησκεία. Η απάντηση που δίνει συνδέεται στενά με την ύστερη πολιτική του θεωρία και παρουσιάζει αρκετές σπερματικές ιδέες για την έννοια του «ήθους» (Sittlichkeit), η οποία κάνει την εμφάνισή της σε μεταγενέστερα κείμενά του και δηλώνει την αδιαμεσολάβητη ενότητα των μελών μιας κοινωνίας με τους νόμους και τα έθιμά της.
Ευθύς εξαρχής ο Hegel τονίζει ότι η θρησκεία μιας ομάδας ανθρώπων διαπλέκεται με τις πολιτικές της πρακτικές, τις επιθυμίες και τη θέαση που έχει τόσο για τον εαυτό της ως ύπαρξης συλλογικής όσο και για τον αντικειμενικό της κόσμο (τον κόσμο στον οποίο ζει και τον οποίο διαπλάθει). Κατά την κρίση του οι θρησκείες των αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων αντιστοιχούσαν στην πολιτική τους ελευθερία (politische Freiheit). Η απώλειά της επέφερε και τη σταδιακή εξαφάνιση της θρησκείας τους.
Ποια ήταν όμως η κατάσταση στην οποία αντιστοιχούσε η συγκεκριμένη θρησκεία;
Για να απαντήσει στο ερώτημα αυτό, ο Hegel θα περιγράψει με τους επιφανέστερους χαρακτηρισμούς την πολιτική νοοτροπία της εποχής εκείνης και θα αναφέρει ορισμένα στοιχεία, τα οποία, μολονότι σε εμάς ηχούν τετριμμένα και χιλιοειπωμένα, αποτέλεσαν, ίσως λόγω του εν εξελίξει γεγονότος της Γαλλικής Επανάστασης –όπου, σύμφωνα με την κρίση κάποιων συγκαιρινών του, η «αρετή», το χαρακτηριστικό των δημοκρατικών πολιτευμάτων για τον Montesquieu, επανεμφανίστηκε στην ιστορία– το ιστορικό παράδειγμα προς το οποίο στράφηκε έκτοτε.
Σύμφωνα με τον νεαρό Hegel, το πνεύμα της εποχής, δηλαδή των δημοκρατικών πόλεων-κρατών πριν από την επέκταση της Ρώμης και τη σταδιακή μετατροπή της σε αυτοκρατορία, χαρακτηριζόταν από την πλήρη απορρόφηση των πολιτών στην κοινότητα τους, στους νόμους και τις ομαδικές αντιλήψεις της. Εξέχον δε στοιχείο της ήταν η πολιτική αυτονομία. Αυτό σημαίνει ότι οι άνθρωποι πειθαρχούσαν σε νόμους που έδιναν οι ίδιοι στους εαυτούς τους· υπάκουαν σε συμπολίτες τους, τους οποίους οι ίδιοι έθεταν στα ύπατα αξιώματα· διεξήγαγαν πολέμους για τους οποίους οι ίδιοι αποφάσιζαν· προσέφεραν κάθε τι δικό τους και διακινδύνευαν τη σωματική τους ακεραιότητα για μια υπόθεση που τη θεωρούσαν τελικό σκοπό (Endzweck) της ζωής τους. Στην καθημερινότητά τους διαβιούσαν υπό τις αρχές της αρετής (Tugendmaximen), οι οποίες πήγαζαν από τους ίδιους. Η αντίληψή τους όμως αυτή δεν περιελάμβανε τον αναστοχασμό για τo δέον σχετικά με τους θεσμούς και τους κοινωνικούς γνώμονες, διότι εκείνοι διακατείχαν τα μέλη της κοινότητας οιονεί ασυνείδητα· θεωρούνταν δηλαδή ήδη παραδεκτοί και γνωστοί. Για τον λόγο αυτό ο Hegel τονίζει ότι οι άνθρωποι τότε «μήτε δίδασκαν μήτε διδάσκονταν τίποτε».[2] Ο δε αναστοχασμός θα σήμαινε τη διάρρηξη της άμεσης εκείνης ενότητας – κάτι που, όπως θα πει σε ύστερα κείμενά του, συνέβη ιστορικά με το πρόσωπο του Σωκράτη.
Αυτό μας δίνει την ευκαιρία να μεταβούμε σύντομα στη Φιλοσοφία του Δικαίου (1821) –το τελευταίο έργο που ο Hegel εξέδωσε εν ζωή–, η οποία μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε περισσότερο την παραπάνω περιγραφή. Εκεί ο συγγραφέας, παραπέμποντας στα λόγια της Αντιγόνης, της ηρωίδας της ομώνυμης τραγωδίας του Σοφοκλή, υπογραμμίζει ότι στο «ήθος», ως προς την αντικειμενική άποψη της έννοιας αυτής, ο άνθρωπος πράττει χωρίς πρότερο υποκειμενικό αναλογισμό για το περιεχόμενο της δράσης του. Αυτό σημαίνει ότι είναι ενταγμένος σε ένα συγκεκριμένο πολιτισμικό περιβάλλον και πως κουβαλάει ήδη μέσα του ορισμένα ιστορικώς και κοινωνικώς παγιωμένα πρότυπα για το τι είναι αποδεκτό και τι όχι. Ο Hegel, θέλοντας να διευκρινίσει με ένα παράδειγμα την παραπάνω θέση του, τονίζει: «Υπό αυτή την έννοια, η Αντιγόνη ανακηρύσσει [ότι] κανείς δεν γνωρίζει από πού έρχονται οι νόμοι: αυτοί είναι αιώνιοι. Δηλαδή αυτοί [οι νόμοι] είναι ο αυτός καθαυτόν υπάρχον προσδιορισμός [που] απορρέει από τη φύση του πράγματος».[3]
Ας επιστρέψουμε τώρα πίσω στο κείμενο του νεαρού Hegel. Όπως αναφέραμε και προηγουμένως, ο τελικός σκοπός της σύνολης πολιτικής δραστηριότητας του ανθρώπου εντός εκείνου του ιστορικού πλαισίου ήταν η διατήρηση της πολιτείας· κάτι το αιώνιο (das Ewige) και το αυτοτελές (das Selbständige). Για τον Hegel, η δραστηριότητα του δημοκρατικού πολίτη (Republikaner) στρεφόταν σε κάτι που θα επιζούσε του θανάτου του. Η νοοτροπία αυτή τον οδηγούσε μέχρι και στην πλήρη άρνηση της ατομικότητας του (Individualität) χάριν της συντήρησης του συνόλου. Ο Hegel αναφέρει ότι η επιθυμία της αιώνιας ζωής τoυ ατόμου (Individuum) per se ήταν μια ιδέα ξένη στους ανθρώπους των συγκεκριμένων ιστορικών συνθηκών. Εξίσου ξένη ήταν και η λήψη των πολιτικών και των ηθικών τους νόμων από τους θεούς, μιας που η θρησκεία τους δεν αποτελούσε την πηγή μήτε για τους μεν μήτε για τους δε. Οι θεότητες ήταν προικισμένες με "ανθρώπινες αδυναμίες" (δικαίωση του Πλάτωνα ότι οι πολλοί προσλάμβαναν στρεβλά τους μύθους για τους θεούς), χωρίς τούτο το γεγονός να διαταράσσει την αδιαμεσολάβητη ταυτότητα μεταξύ της πολιτείας και των μελών της. Αυτό συνέβαινε, διότι, κατά την εγελιανή ερμηνεία, δεν υπήρχε η ανάγκη παροχής εντολών και ιδεωδών από μια εξωτερική αυθεντία. Τουναντίον, το «[…] αιώνιο και αυτοτελές [το] είχαν εκείνοι οι άνθρωποι μέσα στο στήθος τους».[4]Φαίνεται λοιπόν πως ο Hegel συνδέει την πολιτική ελευθερία και την απουσία εξωτερικής αυθεντίας με τη συγκεκριμένη θρησκεία.
Ποιες ήταν όμως οι αιτίες της κατάρρευσης εκείνης της άμεσης ταυτότητας υποκειμένου και αντικειμένου –δηλαδή του ανθρώπου με την κοινότητα του–;
Οι λόγοι ήταν, σύμφωνα με τον νεαρό Hegel, τρεις: η παραχώρηση αξιωμάτων στην αριστοκρατία που προέκυψε ύστερα από επιτυχείς πολέμους και συγκέντρωση πλούτου· η απουσία αντιπαράθεσης μεταξύ της πλειοψηφίας και της αριστοκρατίας· η κριτική προς όσους εμφορούνταν ακόμη από την αρχή της αρετής. Τα παραπάνω είχαν ως αποτέλεσμα την εξαφάνιση από τη συνείδηση των ανθρώπων της άμεσης σχέσης τους με ένα όλον (την πολιτεία), το οποίο ήταν το αποτέλεσμα συλλογικών αποφάσεων και πράξεων. Η εποπτεία του όλου ανατέθηκε σε έναν ή σε λίγους ανθρώπους, ενώ η πλειοψηφία στράφηκε αποκλειστικά προς ιδιωτικές ενασχολήσεις. Η μόνη ευχέρεια που της αναγνωριζόταν πλέον από την πολιτική εξουσία ήταν το «δικαίωμα στην προστασία της ιδιοκτησίας».[5] Η πολιτική ελευθερία και η δραστηριότητα χάριν του όλου αντικαταστάθηκε από μια –περιορισμένη (eingeschränkt) στην ατομικότητα– εγωιστική (selbstsüchtig) αντίληψη. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες ο θάνατος, αναφέρει ο Hegel, θα πρέπει να θεωρήθηκε από τους ανθρώπους κάτι το τρομακτικό· κάτι που αντέβαινε στην επιθυμία της απλής συνέχισης της ζωής.
Πώς συνδέονται όμως τα αποτελέσματα εκείνων των πολιτικών μεταβολών με τη διάδοση του Χριστιανισμού;
Για τον νεαρό Hegel η εσωτερική κατάρρευση της πόλης-κράτους και η ρωμαϊκή κατάκτηση ώθησαν τους ανθρώπους να αναζητήσουν τα προαναφερθέντα ιδεώδη του «αιώνιου» και του «απολύτου» έξω από τα όρια του επίγειου κόσμου. Η αλλαγή των βιοτικών συνθηκών καθώς και των αντίστοιχων προς αυτών ψυχικών ιδιοτήτων επέφερε και την πτώση της μέχρι τότε υπάρχουσας θρησκείας. Από τη στιγμή που η μεταβολή στις σχέσεις εξουσίας και η εσωτερική παρακμή προξένησαν την εξαφάνιση της πολιτικής ελευθερίας, οι άνθρωποι έπαψαν να διακατέχονται από την ιδέα της συμμετοχής στα κοινά και της αυτοθυσίας για το σύνολο. Κατά συνέπεια, έπαψε και η θρησκεία τους να τους ικανοποιεί, διότι η καινούρια βιοτική εμπειρία δημιούργησε αντίστοιχες προς αυτήν επιθυμίες και ανάγκες, για τις οποίες οι θεοί τους δεν είχαν ουδεμία απάντηση. Οι παλαιές θεότητες, ακριβώς επειδή δεν αποτελούσαν την πηγή των ιδεωδών, εγκαταλείφθηκαν. Η νοοτροπία της αυτονομίας μεταβλήθηκε εκ των πραγμάτων σε μια παθητική στάση, με βλέψεις που περιορίζονταν στην ατομικότητα. Η δε απουσία της πολιτικής ανεξαρτησίας κατέστησε τον άνθρωπο δεκτικό στην αυθεντία μιας ξένης προς αυτόν οντότητας, και μάλιστα τόσο στον εσωτερικό όσο και στον εξωτερικό του κόσμο: «Η αντικειμενικότητα της θειότητας προχώρησε στα ίδια βήματα μαζί με την αθλιότητα και τη δουλεία των ανθρώπων, και εκείνη είναι πράγματι μόνο μια αποκάλυψη, μόνο μια εμφάνιση εκείνου του πνεύματος των καιρών».[6] Σε μια κατάσταση λοιπόν όπου η πολιτική πράξη και η θεώρηση του αντικειμενικού κόσμου –της πολιτείας– ως προϊόν της πράξης αυτής ήταν εξαφανισμένες· όπου η αντικειμενική πραγματικότητα έχασε τη σημασία του διαρκούς και άξιου προς διατήρηση όλου· σε αυτή λοιπόν την κατάσταση «προσφέρθηκε στους ανθρώπους μια θρησκεία, η οποία είτε ήταν ήδη κατάλληλη στις ανάγκες της εποχής […] είτε [ήταν] μία, από την οποία οι άνθρωποι διαμoρφώνουν εκείνο, στο οποίο [θα] μπορούσαν να αφοσιωθούν, [διαμορφώνουν] αυτό που η επιθυμία τους λαχταρούσε».[7]
Το πνεύμα της εποχής υποδέχτηκε μια θρησκεία ανάλογη προς την εσωτερική του συγκρότηση και τις συνθήκες από τις οποίες επηρεάστηκε. Η νέα θρησκεία ρίζωσε στο καινούργιο πλέγμα πολιτικο-κοινωνικών σχέσεων, νοοτροπιών και επιθυμιών. Η πολιτική απραξία, η στροφή στην ιδιωτικότητα και ο φόβος του θανάτου αποτέλεσαν εύφορο έδαφος για την επέκταση της χριστιανικής θρησκείας. Η αποφυγή της στρατιωτικής υπηρεσίας, που παρατηρήθηκε εκείνη την εποχή, συμπληρώθηκε από την επανεμφάνιση της αυτοθυσίας, αυτή τη φορά στους χριστιανούς μάρτυρες, οι οποίοι «έβρισκαν πλουσιοπάροχο αντιστάθμισμα στον ουρανό».[8] Καταληκτικά, για τον νεαρό Hegel ο ρωμαϊκός δεσποτισμός –μαζί με την προαναφερθείσα εσωτερική διάβρωση της πόλης-κράτους– ήταν ο συντελεστής που «έδιωξε το πνεύμα του ανθρώπου από προσώπου γης, η [δε] αρπαγή της ελευθερίας του ανάγκασε αυτόν να καταφύγει [και να αναζητήσει] στη θειότητα, το αιώνιο [και] το απόλυτό του».[9]
Σημειώσεις
[1] G.W.F. Hegel, Frühe Schriften, Werke in zwanzig Bänden, Suhrkamp, Φραγκφούρτη 1971, τόμος 1, σ. 202-215 (εφ’ εξής W με αριθμό τόμου και σελίδας). Το απόσπασμα που εξετάζουμε βρίσκεται εντός του δεύτερου προσθέματος και ξεκινά με την επικεφαλίδα «Unterschied zwischen griechischer Phantasie- und christlicher positiver Religion» (Διάκριση ανάμεσα στην ελληνική θρησκεία της φαντασίας και στη χριστιανική θετική θρησκεία). Το συγκεκριμένο μέρος όπως και αρκετά από τα νεανικά κείμενα του πρώτου τόμου είναι διαθέσιμα και στην αγγλική μετάφραση του T.M. Knox στο Friedrich Hegel, On Christianity, μτφρ. T.M. Knox, Harper Torchbooks, Νέα Υόρκη, 1961, σ. 151-165.
[2] «[…] lehrten und lernten nichts […]» (Αυτ., σ. 205). Για μια εισαγωγή στην έννοια του «ήθους» και στην σχετική προς αυτήν πρόσληψη του πλατωνικού έργου Πολιτεία από τον Hegel βλ. Inwood, M. J., «Hegel, Plato and Greek Sittlichkeit», στο Z. A. Pelczynski (επιμ.), The State and Civil Society, Cambridge University Press, Οξφόρδη 1984, σ. 40-54.
[3] «In diesem Sinne verkündet Antigone, niemand wisse, woher die Gesetze kommen: sie seien ewig. Das heißt, sie sind die an und für sich seiende, aus der Natur der Sache fließende Bestimmung» (Hegel, Grundlinien der Philosophie des Rechts, W 7, § 144, Zusatz, σ. 294).
[4] «[…] das Ewige, das Selbständige hatten jene Menschen in ihrem eigenen Busen» (Hegel, Frühe Schriften, W 1, σ. 207).
[5] «[…] Recht an Sicherheit des Eigentums […]» (Αυτ., σ. 206). Σχετικά με τη μετάβαση από την πόλη-κράτος στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ο Pierre Manent αναφέρει ότι «[η] δυτική αυτοκρατορία παραιτείται από την ελευθερία της πόλεως, αλλά υπόσχεται την ενότητα και την ειρήνη» (Pierre Manent, Οι μεταμορφώσεις της πόλεως. Δοκίμιο για τη δυναμική της Δύσης, μτφρ. Χρήστος Μαρσέλλος, Πόλις, Αθήνα 2014, σ. 17).
[6] «Die Objektivität der Gottheit ist mit der Verdorbenheit und Sklaverei der Menschen in gleichem Schritte gegangen, und jene ist eigentlich nur eine Offenbarung, nur eine Erscheinung dieses Geistes der Zeiten» (Hegel, Frühe Schriften, W 1, σ. 211-212).
[7] «[…] in diesem Zustande bot sich den Menschen eine Religion dar, die entweder schon den Bedürfnissen der Zeit angemessen war […] oder aus der die Menschen dasjenige formen, sich an das hängen konnten, was ihr Bedürfnis heischte» (Αυτ., σ. 208).
[8] «[…] fanden ihre reichliche Entschädigung im Himmel» (Αυτ., σ. 211).
[9] «[…] den Geist des Menschen von dem Erdboden verjagt, der Raub der Freiheit hatte ihn gezwungen, sein Ewiges, sein Absolutes in die Gottgeit zu flüchten […]» (Αυτ.).
πηγή: kaboomzine.gr