Του Δημήτρη Τζωρτζόπουλου
§1
Ι. Ο χρόνος απασχολεί τον Ηράκλειτο και τον Χέγκελ, στο μέτρο που η εκδήλωσή του συνδέεται με την εκδίπλωση της ίδιας της φιλοσοφικής τους προβληματικής και ονομάζει τη λειτουργική ικανότητα της γενικότερης διαλεκτικής τους αντίληψης. Απ’ αυτή την άποψη, ο χρόνος συνιστά θεωρητικό πρόβλημα, που καλείται να αντιμετωπίσει η ίδια η κατανοητική σκέψη/νόηση (begreifendes Denken) ως η μεθοδική δυνατότητα του ανθρώπου, ως σκεπτόμενου όντος, να εισχωρεί στην ενδότερη κατανόηση των πραγμάτων. Πιο ειδικά η κατανοητική πράξη της νόησης, στον Ηράκλειτο και στον Χέγκελ, αντλεί το καθολικό της νόημα από το γεγονός ότι επιδιώκει να μετασχηματίσει τη σκέψη του ανθρώπου δια του χρόνου. Πώς υλοποιεί αυτή την επιδίωξη; Με το να ανακαλύπτει τον εαυτό της σε ό,τι συμβαίνει κατά την τάξη του χρόνου και με το να υψώνει το πνεύμα της εποχής (Zeitgeist) σε μια αξιόπιστη γνώση απέναντι στις μεταβαλλόμενες συνθήκες. Εμφανίζεται έτσι να έχει για αντικείμενο το χρόνο (Zeit) ως το δικό της παρόν. Κατ’ αυτή την έννοια στρέφει όλη τη στοχαστική της διάθεση στο να θέλει να κατανοεί την εποχή της και να κατανοείται απ’ αυτή.
ΙΙ. Το να θέλει να κατανοεί την εποχή της σημαίνει ότι θέλει να γνωρίζει τον εαυτό της εν χρόνω για να μπορεί να απηχεί τη «λογική του κόσμου»[1], έτσι όπως αυτή εκδηλώνεται στα αντικειμενικά της περιεχόμενα. Το να κατανοείται συνακόλουθα από την εποχή της σημαίνει ότι χρειάζεται να οδηγεί όλο τον εννοιολογικό της πλούτο έξω
«από τις στοές του πνεύματος, όπου υπάρχει αρχικά μόνο ως ουσία, ως εσωτερικό πλάσμα, στο φως, στη συνείδηση»[2].
Ο χρόνος εδώ συνιστά μια αναγκαία εκδήλωση της φιλοσοφίας ως κατανοητικής πράξης, την οποία σε αμφότερους τους φιλοσόφους γνωρίζουμε ως διαλεκτική του Λόγου. Η αιώνια παρουσία του Λόγου στον Ηράκλειτο ταυτίζεται με την άτμητη ολότητα του Είναι και είναι η αιωνιότητα που σχετίζεται εσωτερικά [=διαλεκτικά] με το χρόνο. Η αιωνιότητα εκδηλώνεται μέσα στο χρόνο: τον βιώνει ως την αναγκαία της συνθήκη. Ο χρόνος είναι η έκφραση του αιώνιου. Στον Χέγκελ η αιωνιότητα είναι η αεί παρουσία της Ιδέας υπό τον συγκεκριμένο τρόπο της διαλεκτικής διαφοροποίησης της έννοιας, ή του αυτό [=εσωτερικά]-διαφοροποιούμενου Λόγου και φανερώνεται μέσα στο χρόνο «ως εσωτερικά αποκεκαλυμμένο Αιώνιο»[3]. Και στους δύο φιλοσόφους ο χρόνος περικλείει διαφοροποίηση ως εκδίπλωση των πιο διαφορετικών βαθμίδων του Λόγου και της Ιδέας ως έννοιας. Αυτή η διαφοροποίηση είναι ανάπτυξη που συνάπτει το χρόνο με την προβληματική που απαιτεί η πραγμάτωση του λόγου και της ιδέας. Ούτε η Ιδέα του Χέγκελ ούτε ο Λόγος του Ηράκλειτου μπορούν να βεβαιώνουν την ύπαρξή τους ή να αυτοπραγματώνονται έξω από το ρυθμό του χρόνου.
§2
Ι. Στη σκέψη του Ηράκλειτου ο χρόνος συνυφαίνεται με τον «ήλιο» του νου που δεν είναι «μόνο κάθε μέρα νέος, αλλά πάντοτε και συνεχώς»[4]. Συνιστά κατ’ επέκταση το αέναο γίγνεσθαι, εντός του οποίου αυτός ο ήλιος ανα-λογίζεται, αναγεννιέται και αναδημιουργείται. Στη διαλεκτική της εγελιανής έννοιας ο χρόνος είναι η αντίφαση που δομεί τον υποστασιακό χαρακτήρα της έννοιας και επαναπροσδιορίζει την αρνητική ενότητα ανάμεσα στο Είναι και το μη-Είναι:
«Ο χρόνος είναι το Είναι, το οποίο, με το να είναι, δεν είναι και, με το να μην είναι, είναι»[5].
Ένας τέτοιος επαναπροσδιορισμός κινείται στη γραμμή του λογικού [=κατά Λόγο] γίγνεσθαι, του οποίου οι εκδηλωνόμενες διαφορές προσδιορίζονται απ’ αυτό το ίδιο ως αυτο-εξωτερικευόμενοι προσδιορισμοί[6]. Στο γενικό πλαίσιο λοιπόν της διαλεκτικής έντασης τόσο του Λόγου όσο και της έννοιας, ο χρόνος αποτελεί την αντικειμενική έκφραση της χειραφετιτικής της δύναμης. Για τη φιλοσοφική συνείδηση του ανθρώπου αυτό σημαίνει ότι θεματοποιεί, με τη μορφή της αναζήτησης, την υπέρβαση της στενότητας των αισθητηριακών παραστάσεων ή των αφηρημένων σκέψεων[7]: όσο ο άνθρωπος ερευνά, θεωρεί, ομιλεί, διαλέγεται, απορεί, γίνεται ο «αιών» που παίζει, κατά τον Ηράκλειτο, ή είναι η άμεση ύπαρξη που μεταστρέφεται σε σκέψη κατά τον Χέγκελ. Και στις δύο περιπτώσεις είναι ο χρόνος με τη μορφή του Εαυτού που συλλαμβάνει τον εαυτό του ως εποπτεία [=εποπτική πραγματικότητα], ενόσω δεν τον συλλαμβάνει στην ολότητα της έννοιάς του[8].
ΙΙ. Στην κατεύθυνση λοιπόν της διαλεκτικής έντασης η προβληματική των δύο φιλοσόφων για το χρόνο στρέφεται σε πτυχές, που κατά ένα τρόπο θεωρούνται ήδη γνωστές για την αισθητηριακή εποπτεία, αλλά ακριβώς γι’ αυτό δεν μπορούν να εξηγούνται εύκολα και να κατανοούνται στην εννοιολογική τους ολότητα. Ο Χέγκελ διακρίνει με σαφήνεια τη γνώση που προσφέρει η παράσταση και η εποπτεία από τη γνώση της εννοιολογικής αυτο-ανάπτυξης[9]. Η πρώτη συλλαμβάνει το χρόνο σε στατική αντίθεση προς το απόλυτο και το αιώνιο, η δεύτερη τον συλλαμβάνει ως την «τεράστια δύναμη του αρνητικού»24, ως την καθαρή ενέργεια της νόησης. Ο Ηράκλειτος, από τη δική του σκοπιά, μιλάει για το νοητό φως[10] που ενσωματώνει τη διάρκεια του χρόνου και δεν δύει ποτέ. Αυτό είναι η ανεξάντλητη παρουσία του νου που δεν εποπτεύει έξωθεν τα πράγματα, αλλά συνέχει κατά Λόγο τη φύση τους και βρίσκει έκφραση στην ανοικτότητα του χρόνου. Ο χρόνος ως ανοικτότητα είναι η δύναμη που αρνείται ό,τι συνηθίζει να κρύπτεται για να φωτίσει πλήρως την ουσία του και να οδηγήσει την αλήθεια του στην πληρότητα του νοήματος[11]. Αρνείται όχι με την έννοια της τυπικής άρνησης των διαφορετικών μορφών του κρυπτού για χάρη του αποκεκαλυμμένου, αλλά του διαλεκτικού επαναπροσδιορισμού αυτών των μορφών υπό το φως του Λόγου.
ΙΙ. Στο πλαίσιο της εσωτερικής σχέσης ανάμεσα στη διαφορετικότητα και στην ενότητα της έννοιάς του ο χρόνος αναπτύσσει πολλές επί μέρους εκφάνσεις (χρόνος εργασίας, καθημερινός χρόνος κ.λπ.), από τις οποίες άλλες είναι πιο κοντά σε μας, άλλες όχι. Όσο διανοίγεται η έννοιά του στην ένταση των πιο διαφορετικών της εκπτύξεων, δηλ. των νοημάτων, τόσο περισυλλέγεται στο παρόν ως κατανοητική σύλληψη του Είναι και της υπαρκτικής του συναλληλίας. Ο Χέγκελ, από τη σκοπιά της συνείδησης ως του κοσμικού γίγνεσθαι του πνεύματος, μιλάει για «τον χρόνο της έννοιας»[12], που συνέχει την κατανοητική της πράξη ως χρόνο της επιστήμης του Λόγου, δηλ. της φιλοσοφικά/διαλεκτικά αυτο-εξέτασης, αυτο-ερμηνείας και αυτο-κατανόησής του. Ετούτη η διεργασία αυτογνωσίας του Λόγου συνιστά τον λογικό πυρήνα της ιστορικότητας και χρονικότητας των ανθρώπων. Ο Ηράκλειτος συνοψίζει όλη τούτη τη διεργασία στη φράση: «ξυνός Λόγος», δηλ. ο κοινός/καθολικός Λόγος που είναι πανταχού παρών και ως τέτοιος συνιστά το θεμέλιο του ανθρώπου για να «μπορεί να γνωρίζει τον εαυτό του και να ορθοφρονεί»[13].
§3
Ι. Εδώ προκύπτει η ανάγκη της υπαρκτικής απορίας. Τι σημαίνει υπαρκτική απορία; Ο χρόνος, φιλοσοφικά ιδωμένος, έχει απορητική, ερωτηματική δομή και όταν τούτο εξαφανίζεται ή αποσιωπάται ή αντιμετωπίζεται στρεβλά από κάποιες ερμηνείες, κάποιες άλλες ερμηνείες το ξαναζωντανεύουν και το ξανασκέφτονται υπό νέα προοπτική. Κατ’ αυτό τον τρόπο δικαιολογεί ο Χέγκελ την εν χρόνω διαφορετικότητα των φιλοσοφικών συστημάτων: Αυτή η διαφορετικότητα δεν παραπέμπει υποχρεωτικά σε μια «αφηρημένη αντίθεση μεταξύ αλήθειας και πλάνης»[14] αλλά συνιστά γνώρισμα διαλεκτικής διαφοροποίησης της ίδιας της φιλοσοφίας που σκέπτεται το χρόνο και δια του χρόνου. Η υπαρκτική θεμελίωση του φιλοσοφικού ερωτήματος ριζώνει συνήθως μέσα στο ανθρώπινο υπάρχειν. Επειδή είμαστε πεπερασμένα όντα, δηλ. χρονικά περιορισμένα, στο πλαίσιο πάντα του φυσικού χρόνου [= ως παρελθόντος, παρόντος, μέλλοντος] κατά Χέγκελ, προσπαθούμε με την ένταση της σκέψης να υπερβούμε την περατή μας συνθήκη, χωρίς ποτέ να το κατορθώνουμε ούτε μέσα στη γνώση ούτε μέσα στην πράξη. Μας μένουν έτσι αξεδιάλυτες απορίες, ανυπέρβλητες έγνοιες, που καθορίζουν τόσο την καθημερινή μας ζωή όσο και τα μεγάλα νοήματα της ύπαρξής μας. Όταν λοιπόν μέσα στις συζητήσεις μας θέτουμε το ερώτημα για τον χρόνο αφηνόμαστε να οδηγηθούμε από τον ρυθμό του και από την υπαρκτική του απορία.
ΙΙ. Εμείς γνωρίζουμε τον ρυθμό αυτό ως λογική ή κοσμική τάξη που διέπει ή οφείλει να διέπει τις πράξεις μας. Είναι, με άλλα λόγια, η αφανής αρμονία, η οποία συλλέγεται αργά αλλά σταθερά από τον Λόγο, τον Λόγο ως σκέψη και γλώσσα συνάμα[15]. Επειδή τα πάντα γίνονται σύμφωνα με τον Λόγο, αυτή η αρμονία υποδηλώνει τη χρονικότητα του Λόγου ή την ταυτότητα Λόγου και Χρόνου ως συμπαντική και νοηματική αναλογία[16]. Πρόκειται στ’ αλήθεια για εκείνη την αέναη αρμονία, η οποία κατά τον Χέγκελ δεν ευδοκιμεί ως φτηνό προϊόν αλλά σε ευθεία αντίθεση προς την αυθαίρετη εκμηδένιση της λογικής έντασης. Ενόσω η λογική ένταση είναι παρούσα, με λόγια του Χέγκελ: η ίδια η υπάρχουσα έννοια[17], μας επιτρέπει να σκεπτόμαστε το χρόνο ως την αλήθεια της αντικειμενικής ολότητας, προς την οποία οφείλουμε να τείνουμε ως σκεπτόμενα υποκείμενα. Η αρμονία, κατ’ αυτό τον τρόπο, ενοικεί μέσα σε αυτή την ένταση και μας αφήνει καθ’ οδόν. Μας καλεί προς ένα ορίζοντα που απομακρύνεται όσο τον προσεγγίζουμε[18]. Το σκεπτόμενο υποκείμενο δηλαδή καλείται να χωρήσει πάνω από την ιδιωτική φρόνηση, από την υποκειμενική γνώμη, και να συνταχθεί με τον ολικό ρυθμό του χρόνου ως κάτι το οποίο «διαφερόμενον εαυτώ ομολογέει»[19]. Στον Χέγκελ ο ολικός χαρακτήρας της φαινομενολογικής κίνησης του πνεύματος στη Φαινομενολογία του πνεύματος εκφράζει τη δομική ικανότητα του φιλοσοφούντος υποκειμένου, δηλαδή της έννοιας από τη σκοπιά της συνείδησης, να πραγματοποιεί το ρυθμό του χρόνου ως τη διαλεκτική άρνηση της άμεσης υποκειμενικότητας της γνώμης και ως την αντίρροπη αρμονία της απόλυτης γνώσης. Αυτός ο ρυθμός προσήκει στην πράξη του πνεύματος, κατά την οποία αυτό πραγματοποιεί την εσωτερική του αυτο-διαφοροποίηση και συνάμα τη γνωρίζει στην αισθητή του προφάνεια ως χρόνος[20].
§4
Ι. Ένας άλλος τρόπος να σκεπτόμαστε τον χρόνο, στην εννοιολογική του ένταση, είναι το συμπαντικό και κοσμικό γίγνεσθαι: όλα τα όντα εκτίθενται ακατάπαυστα σε μια ροή αντίθετων καταστάσεων, σε μια ατελεύτητη σύγκρουση, η οποία αναδύεται ως περισυλλογή της ύπαρξης από την ανταγωνιστική ανησυχία και αναδεικνύει το χρόνο σε πρωτουργό του φυσικού και κοσμικού γίγνεσθαι[21]. Ο χρόνος, ως τέτοιος πρωτουργός, δεν είναι η απροσδιόριστη αστάθεια, αλλά η εσωτερική χρονικότητα των φαινομένων, η οποία αντιτίθεται στην εξωτερική ή αφηρημένη χρονικότητα της παραστασιακής τους σύλληψης και καθιστά δυνατή τη συνεννόηση ανθρώπου και κόσμου[22]. Στον Χέγκελ, ο χρόνος στη φύση, δηλ. ο φυσικός χρόνος, λειτουργεί αρνητικά: περιέχει μέσα του τη γέννηση και τη φθορά· είναι ο Κρόνος που γεννάει και καταστρέφει τα παιδιά του[23]. Στο πεδίο του πνεύματος συνιστά ιστορία, με το νόημα ότι παράγει συνεχώς νέες μορφές: η εσωτερική χρονικότητα μεταφράζει τη συμπεριφορά της έννοιας προς τον αντικειμενοποιημένο εαυτό της. Αυτή την αντίθεση εσωτερικότητας-εξωτερικότητας ο Ηράκλειτος δεν την κατανοεί ως μονοσήμαντη εξουδετέρωση της μιας πλευράς προς όφελος της άλλης, αλλά ως μια αλληλονοηματοδοτούμενη σχέση του ίδιου του ανθρώπινου σκέπτεσθαι, δηλ. του ανθρώπου που συντάσσεται με τον καθολικόΛόγο: ως «παλίντροπο αρμονίη». Ο Χέγκελ κατονομάζει αυτή τη μορφή του χρόνου στον Ηράκλειτο ως την πρώτη μορφή του γίγνεσθαι, ως την καθαρή έννοια ή την απλή οντότητα, η οποία εκκινεί από τα απολύτως αντί-θετα, προϋποθέτει την αντι-θετική κίνηση, για να καταλήξει στην αρμονία[24].
ΙΙ. Για τη δική του φιλοσοφική προβληματική αυτή τη μορφή της εννοιολογικής έντασης του χρόνου συνυφαίνεται με την φιλοσοφικά αποτιμώμενη ιστορική πορεία του πνεύματος. Υπ’ αυτή την ιστορικότητα, ο φιλόσοφος αναγνωρίζει την αντίθεση εσωτερικότητας-εξωτερικότητας ως θεμελιώδη προϋπόθεση για την αυτοβεβαιότητα του πνεύματος, δηλαδή για την απόλυτη [=με το νόημα της αδέσμευτης-ελεύθερης από εφήμερες συνθήκες] πνευματοποίηση της ανθρώπινης ύπαρξης. Στο πλαίσιο μιας τέτοιας πνευματοποίησης ο χρόνος κατακυρώνεται ως γίγνεσθαι του πνεύματος με διττό, αλληλοσχετιζόμενο νόημα: αφενός είναι η φύση που απηχεί την αιώνια αποξένωση του πνεύματος και αφετέρου είναι η ιστορία[25]. Κατ’ αυτό τον τρόπο οδηγούμαστε σε μια ακόμη μορφή εννοιολογικκής έντασης του χρόνου, που διέπει την κοσμική μας παρουσία. Είναι η αρνητικότητα. Πώς κατανοείται αυτή η μορφή; Μέχρις εδώ επιχειρήσαμε να προσδιορίσουμε το χρόνο ως το ρυθμό που ενώνει και χωρίζει για να εκφράσει την αρμονία του γίγνεσθαι. Αυτό το γίγνεσθαι είναι που εμπεριέχει τη μορφή της αρνητικότητας εν είδει λογικού αξιώματος για να προχωρεί η κίνηση των αντιθέτων και να επιτυγχάνεται η ενότητα. Ο αρμονικός του χαρακτήρας συνεπώς δεν είναι η συγχώνευση των αντιθέτων, αλλά η ενότητα ενός δραματικού παιχνιδιού που είναι ο χρόνος[26]. Η λειτουργική και εξισορροπητική δύναμη αυτής της ενότητας είναι η αρνητικότητα, που προσδίδει στο παιχνίδι του χρόνου και τον δραματικό του χαρακτήρα. Σύμφωνα με τον Χέγκελ, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, ο χρόνος είναι ο Κρόνος που γεννάει και καταστρέφει τα παιδιά του.
ΙΙΙ. Είναι αξεπέραστος, γιατί εξαφανίζει και συνάμα διατηρεί αυτό που εξαφανίζει. Και τούτο διότι ως χρόνος δεν μπορεί να υπάρχει παρά στο βαθμό που τα όντα υπάρχουν εν χρόνω. Κατ’ αυτή την έννοια, η αρνητική του μορφή είναι το ίδιο το γίγνεσθαι των πραγμάτων στη σχέση αμοιβαίας τους επίδρασης και καταστροφής. Αυτό σημαίνει περαιτέρω ότι ο χρόνος υπερβαίνει εκείνη την υποκειμενική μορφή του Αισθητού, που θεμελιώνει την ύπαρξή της σε μια τυπική άρνηση κάθε ετερότητας. Αυτό ωστόσο δεν αποκλείει την ανακατασκευή ή ανάληψη, από το υποκείμενο, του χρόνου ως αντικειμενικού γίγνεσθαι. Εδώ ο Χέγκελ θεωρεί το χρόνο από την άποψη του υποκειμένου. Απ’ αυτή τη σκοπιά το Εγώ, που στο επίπεδο της εννοιακής του αυτοκατανόησης συλλαμβάνει τον εαυτό του ως άρνηση της άμεσης ύπαρξής του, «είναι η αυτο-ανασκοπούμενη μέσα στον εαυτό κίνηση»[27]. Αυτή η κίνηση είναι απόλυτη αρνητικότητα ή καθαρή χρονικότητα με την έννοια ότι το Εγώ διαφοροποιείται από τον εαυτό του εντός του εαυτού του ή γνωρίζει τον εαυτό του να υπάρχει με τη μορφή της εσωτερικής ετερότητας, που έρχεται στο Είναι και στο λόγο «ως ο χρόνος»[28]. Έτσι κάθε πρότερη ή ύστερη διάσταση του χρόνου ως γίγνεσθαι του εαυτού συνιστά μέρος ενός ευρύτερου όλου, το οποίο γνωρίζουμε ως άνοιγμα της σκέψης στη μνήμη· ένα άνοιγμα, που είναι ανά-μνηση και συνάμα εσωτερίκευση (Er-innerung)[29]. Ο χρόνος τότε είναι αλήθεια και συγχρόνως λήθη, δηλαδή απώλεια της αλήθειας.
_____
[1] Hegel, Einleitung in die Geschichte der Philosophie. Meiner 1966, σ.22.
[2] Ό.π., σ. 71.
[3] .Hegel, Φαινομενολογία του πνεύματος, εισαγωγή.-μτφρ.-σχόλια, Δημ. Τζωρτζόπουλος, ΙΙ. «Δωδώνη1995, σ. 676.
[4] Ηράκλειτος, Β6.
[5] Hegel, Werke 9, Suhrkamp 1970, σ.48.
[6] Ό.π.
[7] Fr.-P.Hansen, Hegels Phaenomenologie des Geistes, σσ.224-225.
[8] Φαινομενολογία του πνεύματος, ό.π. σ. 675.
[9] Φαινομενολογία του πνεύματος Ι, σ. 153
24 ΄Ο.π., σ.154.
[10] Ηράκλειτος Β16.
[11] Κατά τον Χάντεγγερ το «μη δύον ποτέ», ειλημμένο υπό την έννοια της ουσιακής πληρότητας του νοείν, κατονομάζει το Είναι ως τον χρόνο όλων των χρόνων (M. Heidegger, Heraklit Gesamtausgabe 55, σ.58). Αυτή η ερμηνεία έχει σημασία εδώ, διότι διασώζει, μεταξύ των άλλων, την υπαρκτική διάσταση της εννοιολογικής οργάνωσης του χρόνου.
[12] Ό.π., σ. 685.
[13] Ηράκλειτος Β116.
[14] Hegel, ό.π., σ.29.
[15] J.-E. Pleines, Heraklit, σ.68.
[16] Ηράκλειτος, Β1, Β2, Β29, Β30, Β41, Β50, Β54.
[17] Φαινομενολογία του πνεύματος, Ι, σ.167.
[18] Ηράκλειτος Β45.
[19] Ηράκλειτος Β51.
[20] Φαινομενολογία του πνεύματος ΙΙ, σ. 676.
[21] Κ. Αξελός, ο Ηράκλειτος και η φιλοσοφία, Εξάντας 1974, σ.99.
[22] J.-E. Pleines ό.π., σ.72.
[23] Werke 9, σ.49.
[24] Hegel, Werke 18, Shurkamp 1986, σ. 329.
[25] Hegel, Φαινομενολογία του πνεύματος ΙΙ, σ. 684.
[26] Ηράκλειτος, Β52.
[27] Φαινομενολογία του πνεύματος, ό.π., σ. 678.
[28] Ό.π.