ΕΤΙΚΕΤΕΣ

Η ΔΙΑΦΟΡΑ ΤΗΣ ΕΓΕΛΙΑΝΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΜΑΡΞΙΚΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗΣ

Αποτέλεσμα εικόνας για ΧΈΓΚΕΛ ΚΑΙ ΜΑΡΞ

Η διαφορά της εγελιανής διαλεκτικής από τη μαρξική διαλεκτική έγκειται στη δυνατότητα μιας αντικειμενικής διαλεκτικής, μιας διαλεκτικής του αντικειμένου. Στον Hegel υπάρχει η απόλυτη προτεραιότητα του υποκειμένου. Στην "Επιστήμη της Λογικής" (1812-1816) ο Hegel λέει ξεκάθαρα ότι η λογική του, ως το σύστημα του καθαρού λόγου ή το βασίλειο του καθαρού σκέπτεσθαι, είναι η αλήθεια καθεαυτή χωρίς περίβλημα. Το περιεχόμενό της δεν είναι τίποτε άλλο από την έκθεση του θεού, όπως είναι αυτός στην αιώνια ουσία του πριν δημιουργήσει τη φύση και τον άνθρωπο. Η λογική του είναι συνάμα και η μεταφυσική του. Αμφότερες έχουν ως προϋπόθεσή τους την απόλυτη ταυτότητα νοείν και είναι. Η εμπειρική πραγματικότητα είναι προϊόν της κίνησης των εννοιών.
 

Στην "Εγκυκλοπαίδεια" (1830), όπου εκτίθεται το τριμερές διαλεκτικό σύστημά του, στη μετάβαση από την έννοια στη φύση –από την "Επιστήμη της Λογικής" στη "Φιλοσοφία της Φύσης"– η φύση αναπαριστάνεται απλώς ως εξωτερίκευση, ως αλλοτρίωση της ιδέας: Aυτό είναι το κύριο χαρακτηριστικό της. Εν συνεχεία στη μετάβαση από τη φύση στο πνεύμα –από τη "Φιλοσοφία της Φύσης" στη "Φιλοσοφία του Πνεύματος"– γίνεται πασιφανής η απόλυτη προτεραιότητα του υποκειμένου. Η πραγματικότητα είναι η κίνηση της έννοιας. Αυτή εξωτερικεύεται, αυτο-απελευθερώνεται σε φύση και εν συνεχεία αίρει αυτή την αλλοτρίωσή της επιστρέφοντας στον εαυτό της, αφού προηγουμένως αφομοιώσει μέσα της αυτή την εμπειρία. Η φύση είναι «στιγμή» μόνο ως «στιγμή» ολάκερης της κίνησης της έννοιας: «Mόνον ως 'στιγμή' της ολότητας είναι 'στιγμή'». Η αντίθεση ιδέας-φύσης ή φύσης-πνεύματος δεν είναι εξωτερική αλλά εσωτερική υπό την εγελιανή έννοια, αφού η πρώτη εμπεριέχει τη δεύτερη μέσα της ως το έτερόν της. Πρόκειται για μια εσωτερική και όχι για μια εξωτερική διαμεσολάβηση μεταξύ των δύο πόλων της αντίφασης, η έννοια δεν χρειάζεται καν να βγει έξω από τον εαυτό της, βρίσκει τη φύση μέσα της και την εκθέτει ως την αυτο-εξωτερίκευσή της, την αυτο-αλλοτρίωσή της, για να την ενσωματώσει εν συνεχεία εκ νέου μέσα της. Βάσει αυτής της εμπειρίας ξαναεπιστρέφει στον εαυτό της. Τώρα όμως δεν είναι η πτωχή έννοια που ήταν πριν. Χάριν της εμπειρίας που απέκτησε είναι πιο πλούσια, γίνεται υποκειμενικότητα, πνεύμα.

Η απόλυτη προτεραιότητα του υποκειμένου σε όλη αυτή τη διαδικασία είναι πασιφανής. Μολονότι η πρόθεση του Hegel δεν είναι να αποδείξει οντολογικά την ύπαρξη του θεού, εκθέτει κατ' ουσίαν μια τέτοια απόδειξη. Ο Marx άσκησε κριτική τόσο στην εγελιανή διαλεκτική όσο και στη φιλοσοφία γενικότερα και τόνισε ξεκάθαρα: «Αυτή η διαδικασία πρέπει να έχει ένα φορέα, ένα υποκείμενο. Όμως το υποκείμενο εμφανίζεται μόνο ως αποτέλεσμα. Αυτό το αποτέλεσμα, το υποκείμενο που γιγνώσκει τον εαυτό του ως αυτοσυνείδηση, είναι εξαιτίας αυτού του γεγονότος ο θεός, το απόλυτο πνεύμα, η αυτογιγνώσκουσα και αυτοπραγματοποιούμενη ιδέα. Ο πραγματικός άνθρωπος και η πραγματική φύση μετατρέπονται σε απλά κατηγορούμενα, σε σύμβολα αυτού του κρυμμένου, μη πραγματικού ανθρώπου, και αυτής της μη πραγματικής φύσης. Γι' αυτό το λόγο υποκείμενο και αντικείμενο έχουν μεταξύ τους μια σχέση απόλυτης αντιστροφής, φενακιστικό υποκείμενο-αντικείμενο, ή μια υποκειμενικότητα που εκτείνεται πέρα από το αντικείμενο, το απόλυτο υποκείμενο ως μια διαδικασία, που αυτο-εξωτερικεύεται και επιστρέφει απ' αυτή την εξωτερίκευση στον εαυτό της, αλλά συγχρόνως είναι ένα υποκείμενο που επιστρέφει στον εαυτό του και ως υποκείμενο είναι αυτή η διαδικασία. Η καθαρή, ακατάπαυστη κυκλική περιστροφή στον εαυτό της».

Ο Marx δεν μπορούσε ούτε να αποδεχθεί την απόλυτη προτεραιότητα του υποκειμένου, του πνεύματος, όπως αυτή εκφράζεται από τον Hegel στην §381 της Εγκυκλοπαίδειας, ούτε απλώς να την αντιστρέψει υπέρ της απόλυτης υπεροχής του αντικειμένου, της φύσης, όπως ισχυρίζεται για παράδειγμα ο Habermas. Μια τέτοια περίπτωση αποκλείεται ευθύς εξαρχής, επειδή αναπαράγει το πρώτον ψεύδος κάθε πρωτοφιλοσοφίας, το διαχωρισμό ενός «καθεαυτού» από ένα «προς ημάς». Η διαλεκτική δεν μπορεί να έχει ως βάση της την έννοια της ουσίας δυνάμει της οποίας μπορεί να μεταβληθεί σε μια αρχή, όπως λανθασμένα ερμηνεύθηκε (πρβλ.Καστοριάδης 1985, 83), αλλά την έννοια της σχέσης. Στην προκειμένη περίπτωση έχει ως βάση της τη σχέση υποκειμένου-αντικειμένου, όπου το αντικείμενο έχει την προτεραιότητα, αλλά αυτή δεν είναι απόλυτη. Η απόλυτη υπεροχή και προτεραιότητα του υποκειμένου της εγελιανής διαλεκτικής μετασχηματίζεται στη μαρξική διαλεκτική στην «προτεραιότητα του αντικειμένου».

Η διατύπωση «προτεραιότητα του αντικειμένου» δεν απαντάται στον Marx, αλλά προέρχεται από τον Adorno. Ως προς το περιεχόμενό της, όμως, υπάρχει και στον πρώτο. Στο περίφημο γράμμα, που απευθύνει στον πατέρα του και διηγείται τη στροφή του στη φιλοσοφία, υπάρχει μια κεντρική αναφορά στις άκαρπες προσπάθειές του να οικοδομήσει ένα σύστημα. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του σ' αυτό πρέπει να έχει την προτεραιότητα το αντικείμενο: «Eδώ πρέπει να αφουγκραστούμε το ίδιο το αντικείμενο στην ανάπτυξή του, αυθαίρετες διαιρέσεις δεν πρέπει να υπεισέλθουν στο ένδον, ο Λόγος του ιδίου του πράγματος πρέπει να αναπτυχθεί ως εν εαυτώ αντιφατικός και να βρει την εν εαυτώ ενότητά του». Στην πραγματοποιημένη θεωρία του «η προτεραιότητα του αντικειμένου» έχει την ακόλουθη σημασία. Για τον Marx, όπως στον Hegel, είναι «το όλον το αληθές», το οποίο δεν αφήνει κανένα μεμονωμένο γεγονός έξω απ' αυτό. Όμως η ολότητα αυτή δεν είναι απλώς μια ολότητα κατηγοριών, αλλά η αρνητική καπιταλιστική ολότητα, η ταξική κοινωνία. 

Η διαλεκτική είναι μια αφαιρετική διαδικασία που προσπαθεί να αναπαραστήσει την καπιταλιστική διαδικασία. Ενώ στον Hegel η αρνητική ολότητα είναι οντολογική, μια ολότητα του Λόγου, στον Marx είναι ιστορική, η συγκεκριμένη ιστορική ολότητα της ταξικής κοινωνίας. Ο ιστορικός της χαρακτήρας δεν της επιτρέπει να είναι μια γενική αφηρημένη αρχή, η οποία εφαρμόζεται σε οποιοδήποτε αντικείμενο, αλλά αντίστροφα αυτή ορίζεται κάθε φορά από το ίδιο το αντικείμενό της. Η «καταφατική» δεδομένη κατάσταση εμπεριέχει τη δυνατότητα της εμφάνισης του νέου. Αυτό είναι η αλήθεια του παλαιού, το οποίο δεν πέφτει ως μάννα εξ ουρανού, αλλά έγκειται, σύμφωνα με τους Horkheimer και Adorno, στη δημιουργική αναδιάταξη των στοιχείων του παλαιού. Η ιστορία υπεισέρχεται αναγκαία στη διαλεκτική κίνηση των κατηγοριών, οι οποίες προσπαθούν να αποδώσουν την κίνηση του πραγματικού. Κάποια στιγμή αμφότερες οι κινήσεις διασταυρώνονται αξεδιάλυτα για να γίνουν ένα και το αυτό: Eίναι το αποκορύφωμα της ιστορίας. Η μη εμφάνισή της ήταν και ο λόγος για τον οποίο η διαλεκτική εξαφανίσθηκε σταδιακά από το προσκήνιο της μαρξικής κριτικής της πολιτικής οικονομίας και αποτραβήχθηκε στα άδυτα της. Η ιστορία χωρίζεται στη μαρξική θεωρία σε προϊστορία και κατεξοχήν ιστορία. Η διαλεκτική αναστοχάζεται την κυριαρχία των τυφλών οικονομικών δυνάμεων της προϊστορίας. Είναι η γνώση των φυσικών νόμων της ενελεύθερης ταξικής κοινωνίας και μέσω αυτής αποκαλύπτεται η κοινωνία, η δημιουργία του ανθρώπου, έναντι της φύσης ως δευτέρας φύσεως.

Πολλές φορές επιχειρήθηκε να αναχθεί η μαρξική διαλεκτική είτε σε ένα συνεπή νομιναλισμό είτε σε ένα συνεπή ρεαλισμό των ειδών. Συνήθως θεωρείται το ένα ρεύμα ως ο αναθεματισμός του άλλου. Ο νομιναλισμός έχει ως κεντρικό χαρακτηριστικό ότι το επιμέρους (το ατομικό) έχει την προτεραιότητα έναντι του καθολικού (το γενικό) ή το καθολικό (γενικό) ανάγεται στη δραστηριότητα του επιμέρους (ατομικό). Αντιστρόφως, ο ρεαλισμός έχει ως κεντρικό χαρακτηριστικό ότι το επιμέρους μπορεί να ορισθεί μόνο υπό την προϋπόθεση του καθολικού, συνεπώς το καθολικό έχει την προτεραιότητα. Ο Adorno αποκάλυψε τη μοιραία ομοιότητά τους: ρεαλισμός και νομιναλισμός υποτάσσονται στην πρωτοκαθεδρία του πρώτου. Η υλιστική διαλεκτική του Marx δεν μπορεί να ταυτισθεί ούτε με ένα συνεπή ρεαλισμό ούτε με ένα συνεπή νομιναλισμό, επειδή τόσο το καθολικό (γενικό) όσο και το επιμέρους (ατομικό) είναι «στιγμές» (Momente) της μαρξικής διαλεκτικής, και το ένα είναι διαμεσολαβημένο μέσω του άλλου. Αν ξεκινήσει κανείς από το επιμέρους, πρέπει μέσω της διαμεσολάβησης να καταλήξει στο καθολικό, όπως και αντιστρόφως δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί κανένα καθολικό χωρίς το επιμέρους. Αυτή είναι συνεπώς μια εσωτερική διαμεσολάβηση και όχι μια εξωτερική.

[Απόσπασμα του κειμένου "Hegel, Marx, Adorno: Δοκιμές μιας εισαγωγής στο διαλεκτικό σκέπτεσθαι"]

πηγή: nonneutral.gr