ΕΤΙΚΕΤΕΣ

ΧΕΓΚΕΛ - Ο ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ ΚΑΙ Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ

Σχετική εικόνα
Πρόλογος του Μιχαλόπουλου Αθανάσιου

Μέσα από τη μέγιστη φιλοσοφία του Ηρακλείτου και τη συναρπαστική πλατωνική οντολογία ο Χέγκελ δόμησε και ανάπτυξε το φιλοσοφικό του σύστημα, το οποίο αποτελεί την τελευταία και πιο εξελιγμένη διαλεκτική στην ιστορία της φιλοσοφίας. Ο ίδιος ο Χέγκελ ομολογεί το μεγαλείο της ηρακλείτειας σκέψης με την αναφορά στο "γίγνεσθαι". Ο Ηράκλειτος συλλαμβάνει το υπαρκτό (χωρίς να προσδιορίζει πώς ακριβώς υπάρχει αυτό αποφεύγοντας κάθε αντιεπιστημονική  θεώρηση) σε κάθε του σκέψη μόνο με τον Λόγο, την λογική. 

Με απλά λόγια ο Ηράκλειτος ισχυρίζεται ότι το "Είναι", το πρωταρχικό υπαρκτό ον εξαιτίας του οποίου υπάρχουν τα πάντα, μπορούμε να το συλλάβουμε μόνο στο "γίγνεσθαι", όταν δηλαδή βυθίζεται ως "αιωνιότητα άρρητων εννοιών" μέσα στον χρόνο, στη μεταβολή και την κίνηση, γιατί ο κόσμος είναι ένας (αισθητός και υπεραισθητός). Και εφόσον είναι ένας, μέσα σε αυτόν κάθε στιγμή και σε κάθε ον κυλά το "Είναι". Και αυτό το κύλισμα του "Είναι" μέσα στον αισθητό κόσμο μπορεί να συλληφθεί ως "μη Είναι", ως κάτι που συνεχώς αλλάζει και εξελίσσεται αιωνίως προσδίδοντας την ουσία του αποσπασμένη στα επιμερισμένα όντα. Μάλιστα και οι δύο (Ηράκλειτος και Χέγκελ) ισχυρίζονται ότι το "Είναι" αποτελεί τον ίδιο τον Νου ως Αιώνιο Λόγο. Ο ηρακλείτειος Λόγος (ως Πνεύμα κατά τον Χέγκελ), διανύει αιωνίως μια σπειροειδώς  δομικά κυκλική κίνηση με τη μορφή: α) ως καθ΄εαυτόν (είναι), β) ως διεαυτόν (γίγνεσθαι) και γ) ως καθ΄εαυτόν και διεαυτόν (Λόγος-Απόλυτο). Ο Λόγος αυτός διαπερνά και συνέχει και τον ανθρώπινο νου, είναι η μήτρα της ουσίας του. Όπως, λοιπόν, δρα ο καθολικός Λόγος, κατά τον Ηράκλειτο, έτσι ακριβώς δρα και ο ανθρώπινος νους, σπειροειδώς κυκλικά. Όταν λέει ο Ηράκλειτος: "διζησάμην μεωυτόν" εννοεί ακριβώς αυτή την βύθιση/διάχυση του νου στον κόσμο των μορφών και την επιστροφή του πάλι στο αρχέγονο "Είναι". 


Αυτή η κυκλικότητα που εκτελεί η νοητική ενέργεια είναι η πορεία που διανύει αιωνίως το Απόλυτο ως Καθολικός Λόγος. Το "Είναι" μπορεί να συλληφθεί νοητικά μόνο αποσπασματικά, στον χωρόχρονο, ως φωτογραφία σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή, και μόνο μέσα από μια απριορικού τύπου γνώση (καθαρή γνώση, δηλαδή γνώση που συνίσταται, αποτελείται δηλαδή μόνο από συνθετικές a priori κρίσεις και έννοιες,) με αποβολή κάθε εμπειρικού στοιχείου που προέρχεται από τον απατηλό αισθητό κόσμο, γιατί ο τελευταίος είναι μίξη του άχρονου με το έγχρονο, της καθαρής νόησης με την ύλη και τις αισθήσεις. Άρα, η ηρακλείτεια διαλεκτική και ακολούθως η πολύ δουλεμένη διαλεκτική του Χέγκελ, συνδράμουν καθοριστικά στο να μάθουμε να σκεφτόμαστε φιλοσοφικά απεμπολώντας τους γνωστικούς εκείνους χιτώνες που επικολλούνται στην σκέψη μας μέσα από την αισθητηριακή αντίληψη των πραγμάτων και εμποδίζουν τον Νου μας να συλλάβει το πώς πραγματικά υπάρχει ο κόσμος αλλά και ο ίδιος ο εαυτός μας. Σε κάθε νέο εξελικτικό κύκλο που διανύει η σκέψη ενσωματώνει όταν επιστρέφει στο "Είναι" κάθε ετερότητα, κάθε νέα "γνώση" ανανεώνοντας διαρκώς τον τρόπο σύνθεσης και ύπαρξης των μορφών ως όντων που κυλίονται στο "γίγνεσθαι".


Του Δημήτρη Τζωρτζόπουλου


Τη μέγιστη αξία της φιλοσοφίας του Ηρακλείτου ο Χέγκελ τη συνοψίζει στην ακόλουθη ρήση: «δεν υπάρχει ούτε μια πρόταση του Ηρακλείτου, που να μην την έχω συμπεριλάβει στη Λογική μου»[1]. Με τον Ηράκλειτο, μας λέει ο Χέγκελ, γίνεται ουσιαστικά η μετάβαση από την υποκειμενική διαλεκτική του Ζήνωνα και του Παρμενίδη στην αντικειμενική διαλεκτική[2]. Τι σημαίνει αντικειμενική διαλεκτική στην περίπτωση του Ηρακλείτου; Σημαίνει πως η διαλεκτική κίνηση από αφηρημένη ταυτότητα του υποκειμένου, δηλαδή από κίνηση του Είναι και της διαλεκτικής εντός του υποκειμένου, συλλαμβάνεται ως μια αντικειμενική κίνηση, ως αντικειμενική διεργασία ή διαδικασία· με άλλα λόγια, ως διαλεκτική υποκειμένου και αντι-κειμένου. Ως μια τέτοια αντικειμενική διαδικασία, δηλαδή ως αυτή τούτη τη διαλεκτική συλλαμβάνει ο Ηράκλειτος το απόλυτο[3]. Τούτο σημαίνει περαιτέρω πως ο μεγάλος στοχαστής της Εφέσου είναι ο πρώτος, μέσα στην ιστορία της φιλοσοφίας, που σκέπτεται την αντικειμενικότητα (Objektivität) ως τέτοια, τουτέστιν καθιδρύει την ίδια τη διαλεκτική ως αρχή (Prinzip)[4] και φέρνει σε λόγο την αντικειμενική ροή της πραγματικότητας. Εάν η συλλογιστική του Παρμενίδη και του Ζήνωνα συγκροτούσε, για τον Χέγκελ, μια εξωτερική επιχειρηματολογία (Räsonieren), δηλαδή μια εξωτερική διαλεκτική που δεν εισχωρεί στην ψυχή του ίδιου του πράγματος, η συλλογιστική του Ηρακλείτου είναι η ενύπαρκτη, εγγενής ή εμμενής διαλεκτική  (immanente Dialektik) του αντι-κειμένου, την οποία μεταστοχάζεται το υποκείμενο, με το να θεωρεί και να εξετάζει τα πράγματα από μέσα, δηλαδή να καθιστά αντικείμενο σκέψης την αντικειμενική του ροή[5].

Με σύγχρονους εγελιανούς όρους, ο Ηράκλειτος πραγματώνει εν έργω τη διαλεκτική διάνοιας και Λόγου (Dialektik des Verstandes und der Vernunft) και δεν μένει στην αφηρημένη διάνοια (abstrakter Verstand), όπως ο Παρμενίδης και ο Ζήνων.[6] Αυτή ακριβώς η βαθύτητα της σκέψης του ήταν πρωτόγνωρη για την εποχή του, αλλά και για τις μεταγενέστερες εποχές και θα αναγνωριστεί δεόντως. Είναι γνωστά, μεταξύ άλλων, και όσα σχετικά είπε ο Σωκράτης· δηλαδή «αυτά που κατάλαβε είναι σπουδαία, αλλά πιστεύει πως και όσα δεν κατάλαβε είναι εξίσου σπουδαία. Όμως χρειάζεται κανείς να είναι ένας δεινός κολυμβητής από τη Δήλο για να μην πνιγεί»[7]. Λόγω ακριβώς αυτής της βαθύτητας, με άλλα λόγια της σαφήνειας της σκέψης του δυσφημίστηκε ως «σκοτεινός». Όπως εξηγεί ο Χέγκελ, η φιλοσοφία του Ηρακλείτου, ήτοι ο διαλεκτικός του λόγος και συναφώς η διαλεκτική του σκέψη, είναι «σκοτεινή», ακατανόητη, για τη διάνοια, δηλαδή για την αφηρημένη διάνοια[8]  και δεν έχει να κάνει με οποιαδήποτε ασάφεια των θεωρητικών του συλλήψεων. Η αληθινή όψη της σκέψης του Ηρακλείτου έγκειται στο ότι συλλαμβάνει το απόλυτο ως ενότητα του Είναι και του μη-Είναι[9]. Το Είναι έτσι δεν είναι κάτι το ακίνητο, στερεότυπο, επέκεινα κ.λπ., αλλά συνυφαίνεται με το γίγνεσθαι. Η αλήθεια του είναι η μετάβαση από το Είναι στο γίγνεσθαι: «αρμονία αντίθετων τάσεων»[10]. Με την ίδια τούτη επίσης έννοια μας λέει σε άλλο απόσπασμα: «ο δρόμος προς τα πάνω και προς τα κάτω είναι ένας και ο αυτός»[11].

Ποια είναι η θέση του ανθρώπου απέναντι σε ένα τέτοιο γίγνεσθαι; Ο άνθρωπος είναι ενταγμένος αντικειμενικά και ο ίδιος μέσα στην μνημονευθείσα ήδη κίνηση του όλου. Το θέμα είναι να αποκτήσει συνείδηση αυτής του της θέσης, δηλαδή να καταλάβει πως το υποκείμενο και το αντι-κείμενο αποτελούν τμήματα του ενός, ενιαίου όλου, δηλαδή του γίγνεσθαι. Επομένως κάθε διερεύνησησύλληψηκατανόηση του Είναι ‒μαζί και του Είναι του ίδιου του ανθρώπου‒ είναι εφικτή, στο μέτρο που εκτυλίσσεται πρωτίστως ως διερεύνηση του εαυτού:

διζησάμην μεωυτόν[12]
 [=αναζήτησα/διερεύνησα τον εαυτό μου].


Τι θέλει να μας πει ο Ηράκλειτος με αυτά τα λόγια; Ας ακούσουμε τον ίδιο τον φιλόσοφο: όταν κάποτε τον ρώτησαν πώς γνωρίζει όσα γνωρίζει απάντησε«ερεύνησα/αναζήτησα τον εαυτό μου»Εκ πρώτης όψεως φαίνεται πως ο φιλόσοφος μας παροτρύνει να  ερευνούμε τον εαυτό μας.  Κάτι παρόμοιο δείχνει να περικλείει και το θρυλικό «γνώθι σ αυτόν». Όμως δεν είναι ακριβώς το ίδιο. Το «αναζήτησα τον εαυτό μου» ο φιλόσοφος το κατανοεί ως μια στροφή προς τα ένδον: αναζητεί μέσα του τον λόγο και όχι στην πληροφοριακή, σκόρπια γνώση των πολλών, προκειμένου να σκεφτεί την ανθρώπινη αλλαγήΜέσα από τη στροφή αυτή μπορεί κανείς να διανοίγεται στο καθολικό και να μην χάνεται μέσα στο ιδιωτικό. Μια τέτοια ανθρώπινη αλλαγή σημαίνει απαλλαγή του λογισμού από τη δολιότητα και τη στεγνότητα του υπολογισμού.

§4

Με σημερινούς όρουςη δολιότητα αυτή συναντάται στην υπολογιστική σκέψη ατόμωνομάδων ή θεσμισμένων συνόλων που θεωρητικά επαγγέλλονται αλλαγές, μετασχηματισμούς, μετουσιώσεις, αλλά στην πράξη ορέγονται την εδραίωση της δικής τους εξουσίας: είναι οι μάζες «των κοιμισμένων που καταφεύγουν στον δικό τους κόσμο»[13], που δομούν εξουσιαστικά τον δικό τους περίκλειστο κόσμο. Τούτο, με τη σειρά του, σημαίνει πως μέσα στον ορισμένο κλειστό τους κόσμο/χώρο «αρκούνται να χορταίνουν σαν τα ζώα»[14] και να ενεργούν ως  «τέκτονες [=κατασκευαστές] ψευδών και ως ψευδομάρτυρες»[15] . Ως αντίπαλο δέος απέναντι σε έναν τέτοιο αχυρένιο κόσμο υψώνεται το «ερεύνησα/αναζήτησα τον εαυτό μου», καθώς μας παρωθεί όχι να γνωρίσουμε απλώς τον εαυτό μας με τη συνηθισμένη έννοια, αλλά να ανακαλύψουμε μέσα μας τη γνώση και το μέτρο. Τι σημαίνει μια τέτοια ανακάλυψη; Σημαίνει να ψάχνουμε να βρούμε τον εαυτό μας όχι στα εξωτερικά, τα αλλότρια πράγματα, αλλά μέσα μας, με όρους του Χέγκελ: να αναζητούμε την ενότητά μας εντός εαυτού με οδηγό τη διαλεκτική σκέψη. Η ηρακλείτεια, ως εκ τούτου, αναζήτηση δεν είναι μια απλή ατομική πράξη, απομονωμένη από τον κόσμο, αλλά εκτυλίσσεται ως διαλεκτική διαδικασία στο κέντρο του συμπαντικού γίγνεσθαι και νοείται ως αναζήτηση, κατανόηση του εαυτού, έτσι όπως ο τελευταίος βρίσκεται ή περιέχεται μέσα στο εν λόγω σύμπαν. Δεν πρόκειται λοιπόν για μια στιγμιαία ή ορισμένης διάρκειας αναζήτηση, αλλά για αδιάκοπη πορεία, επίμοχθη και δαπανηρή, την οποία δύναται ο άνθρωπος να αναζητήσει και να πραγματοποιήσει, εάν θέλει να φτάσει στον κόσμο του Είναι και στο Είναι της ουσίας του.








[1] Hegel: Werke 18, σ. 320
[2] Ό.π., σ. 319.
[3] Ό.π.
[4] Ό.π.
[5] Ό.π., σσ. 319-320.
[6] Ό.π., σ. 320. Για την εγελιανή διαλεκτική διάνοιας και Λόγου βλ. Χέγκελ: τι είναι διαλεκτική; Εκδ. Ηριδανός, σσ. 98κ.εξ.
[7] HegelWerke 18, σ. 323.
[8] Ό.π.
[9] Ό.π., σ. 324.
[10] Ηράκλειτος, απ. 51.
[11] Απ. 60.
[12] Απ. 101.
[13] Απ. 89.
[14] Απ. 29.
[15] Απ. 28.

πηγή: hegel-platon