Από την ποίηση στη φιλοσοφία
(Από τη δυνατότητα στην αναγκαιότητα)
Ένα ερώτημα, που ανάλαφρα εισδύει στο λέγειν αρκετών συνομιλητών της ποίησης είναι και τούτο: ο Πλάτων έχει εξορίσει πραγματικά τους ποιητές και τους καλλιτέχνες από την ουτοπική του πολιτεία; Η απάντηση δεν εντοπίζεται σε ένα ναι ή σε ένα όχι, αλλά αναζητείται και οφείλει να αναζητείται διαλεκτικά μέσα στον κόσμο της πλατωνικής φιλοσοφίας και δη της πολιτικής φιλοσοφίας.
Η κυρίαρχη σχέση αυτού του κόσμου είναι η σχέση ειδώλου και αρχέτυπου. Την ποίηση ο Πλάτων την εντάσσει στον κόσμο του ειδώλου, ενώ με τον κόσμο του αρχέτυπου συνάπτει τη φιλοσοφία. Ανάλογα με το πώς κατανοείται η πιο πάνω σχέση, διακριβώνεται αν ο Πλάτων εξορίζει ή όχι την ποίηση. Από άποψη γενικής, καθολικής αρχής, η φιλοσοφία, ο κόσμος των ιδεών ή το αρχέτυπο, στα χέρια και στο μυαλό του Πλάτωνος, λειτουργεί ως η ακατάβλητη και τιτάνια εναντίωση στην δικτατορία της μετριότητας.
Σύμφωνα με τον Χάιντεγκερ, η ύπαρξή μας βρίσκεται στην υποτέλεια των άλλων. Το Είναι μας το έχουν αρπάξει οι άλλοι. Τα γούστα των άλλων καθορίζουν τις καθημερινές δυνατότητες του Είναι μας. Τούτοι οι άλλοι όμως δεν εκφράζονται στην ιδιαιτερότητά τους και τη διαφορετικότητά τους, αλλά με τη μορφή της ανωνυμίας και της ομοιομορφίας. Μέσα σε τούτη την ανωνυμία οι πολλοί επιβάλλουν τη δικτατορίας τους[1]. Μια τέτοια "δικτατορία" είναι πάντοτε υπόλογη και υπόδικη για την πολύτροπη παρακμή μια πόλης ή ενός κράτους. Τα γούστα των πολλών συνιστούν είδωλα και δεν αποτυπώνουν το αρχέτυπο. Σε ανταπόκριση προς αυτή τη φιλοσοφική αρχή συλλαμβάνει ο Πλάτων τον ρόλο και την αλήθεια της ποιητικής πράξης.
Ποιος είναι ο κόσμος της ποίησης; Είναι εκείνος που συνυφαίνεται με τον κόσμο του ειδώλου. Ο τελευταίος είναι ο αισθητός κόσμος, που συνήθως εκδηλώνεται ως φαινόμενος κόσμος ή ως κόσμος των φαινομένων. Αυτός εδώ είναι μεταβλητός σε αντίθεση με τον κόσμο των ιδεών [=το αρχέτυπο], που είναι αναλλοίωτος και αρχέγονος. Τα συνεχώς μεταβαλλόμενα αισθητά πράγματα αποτελούν ομοιώματα ιδεών, ήτοι αρχέτυπων, και στερούνται τη δυνατότητα αυτο-προασδιορισμού. Ως τέτοια ομοιώματα ή απεικάσματα είναι εκ-τεθειμένα στο γίγνεσθαι, ανα-λύονται σε μια κίνηση ευθυγράμμισης προς το όντως Είναι [=το αρχέτυπο], χωρίς ποτέ να μπορούν να γίνουν Είναι. Και μόνο αυτή η ρεαλιστική ύπαρξη του ειδώλου προ-δηλώνει μια συνεύρεση, συν-εν-νόηση του όντος με το μη-ον, δηλαδή με αυτό που μοιάζει να είναι. Όλη η ζωή μας δεν είναι τίποτε άλλο από αυτό που μοιάζει να είναι. Από εδώ προκύπτει ότι αυτό το ομοίωμα δεν προορίζεται να εξαφανίζεται καταθλιπτικά και δια παντός, αλλά μας γνωρίζει με μια δυνατότητα: να διεκδικούμε την παρ-ουσία (μας) κοντά στο Είναι, μέσα στην ουσία και την αλήθεια των όντων.
Η ποίηση, ως ενδημούσα μέσα στον αισθητό κόσμο [είδωλο, απείκασμα], είναι κατ’ εξοχήν μιμητική τέχνη. Ως τέτοια τέχνη κινείται εντός καθορισμένων ορίων: μπορεί να προσφέρει παιδ-αγωγικό και ψυχ-αγωγικό έργο σε όλα τα στρώματα του πληθυσμού, αλλά και πιο καταλυτικά στους μελλοντικούς ηγέτες της ιδανικής πολιτείας. Και μόνο η δυνάμει ανάληψη εκ μέρους της ποίησης τέτοιου, ευρύτερα πολιτικού, ρόλου αντιδιαστέλλει τους στοιχειωδώς φερέλπιδες πεπαιδευμένους-εμπνευσμένους ηγέτες μιας πολιτείας από την ακατέργαστη μάζα των σημερινών πολιτικών κηφήνων (Μαρξ). Σε κάθε περίπτωση, η ποίηση απεικονίζει το ωραίο, αλλά όχι και το απόλυτα ωραίο. Στο τελευταίο μπορούμε να προσβλέπουμε μέσα από το μονοπάτι της φιλοσοφίας.
Η φιλοσοφική πράξη δεν περιορίζεται σε μια περιγραφή ή ανα-παράσταση των φαινομένων, όπως συμβαίνει με την (ποιητική) τέχνη, αλλά ατενίζει την αληθινή πραγματικότητα, τον αρχέτυπο κόσμο των ιδεών. Το να πορευόμαστε συνειδητά-ποιητικά προς το ξέφωτο αυτής της ενατένισης σημαίνει, κατά τον Πλάτωνα, ότι κατανοούμε την αναγκαιότητα απελευθέρωσης του (ποιητικού) Έρωτα: αναγκαιότητα ανάβασης από την κατ’ αίσθηση πρόσληψη του ωραίου (ποιητική-μιμητική τέχνη) στη στοχαστική του προσέγγιση. Υπό τον ορίζοντα τούτης της στοχαστικής ενατένισης, η ποίηση βρίσκει τον αληθινό της εαυτό, όχι σε κάποιο τόπο εξορίας, αλλά όταν γίνεται κάτι περισσότερο από τον εαυτό της, δηλαδή ως φιλοσοφία, με σημερινούς όρους, ως φιλοσοφική ποίηση: όταν επιτυγχάνει την περιαγωγή της ψυχής από κάποια νυχτερινή ημέρα στην αληθινή, φωτεινή επι-στροφή στον διαλεκτικό κόσμο: ομορφιάς και αγαθότητας χαρακτήρα, ήτοι αισθητικής πλήρωσης και ηθικής ολοκλήρωσης.