Για την προσέγγιση της αλήθειας ο Σέλινγκ αναφέρεται σε δύο ουσιαστικές μορφές αντίληψης: την από τον αρχαίο
κόσμο ερχόμενη μυθολογία και την διδασκαλία των μυστηρίων. Από τη μία πλευρά, η τέχνη και η μυθολογία συνιστούν έναν εξωτερικό και αισθητικό τρόπο πρόσβασης στην
ύψιστη αλήθεια και από την άλλη η φιλοσοφία και τα μυστήρια συνιστούν έναν εσωτερικό και υπεραισθητό κόσμο. Τα μυστήρια είχαν, κατά τον Σέλινγκ, στον αρχαίο κόσμο τον ίδιο
ρόλο τον οποίο έχει η φιλοσοφία στον νέο: την απόκτηση της εναργούς γνώσης
αυτού, τον οποίο η μυθολογία και η ποίηση μόνο με διαισθητικό και εικονογραφικό
τρόπο μπορούν να συλλάβουν. Με αυτήν την έννοια μπορεί κανείς να πει, ότι τα
μυστήρια είναι ακόμη πιο κοντά στη φιλοσοφία απ’ ότι η μυθολογία, διότι με την εικονογραφική μορφή τους μοιράζονται τον εσωτερικό χαρακτήρα της φιλοσοφίας.
Η ενασχόληση του Σέλινγκ με τα
αρχαία μυστήρια δεν ήταν σε καμία περίπτωση μια αποκομμένη
υπόθεση σε σχέση με τη φιλοσοφία. Η προσεκτική παρατήρηση του τρόπου με τον οποίον ο Σέλινγκ
πραγματεύεται την διδασκαλία των μυστηρίων της Σαμοθράκης προδίδει μια έντονη
θεωρητική και θεωρησιακή προσέγγιση. Χωρίς καμία μεθοδική αιτιολόγηση
χρησιμοποιεί κατά την ερμηνεία της διδασκαλίας των Καβειρίων πολυάριθμους
φιλοσοφικούς όρους και εκφράσεις. Έτσι διαβάζει κανείς, για παράδειγμα, περί ενός
«συστήματος» στο οποίο βασίζεται η σαμοθρακική διδασκαλία,
περί μιας «έννοιας» στην οποία έχει τη βάση της η σαμοθρακική θεότητα , περαιτέρω περί των «εννοιών της Σήρες (Ceres) και Προσερπίνας (Proserpina)», περί της «έννοιας του Camillus», όπως επίσης και περί ενός «σαμοθρακικού» ή «καβειριακού συστήματος».
Ως εκ τούτου μπορεί κανείς να πει ότι το ότι τα μυστήρια της Σαμοθράκης πρέπει
να κατανοηθούν ως μια μορφή φιλοσοφικού συστήματος στο οποίο κάθε θεότητα
ενσωματώνει μια συγκεκριμένη έννοια, συνιστά μια από τις βασικές προϋποθέσεις
της σελινγκιανής προσέγγισης, την οποία όμως ο Σέλινγκ δεν δηλώνεται καθαρά ως
τέτοια.
Στοιχεία από το έργο του Σέλινγκ "Περί των θεοτήτων της Σαμοθράκης"