Το βασικό μεταφυσικό ερώτημα στο οποίο κλήθηκε να απαντήσει η φιλοσοφία από τις απαρχές της ήταν: «Γιατί να υπάρχει κάτι αντί για (το) τίποτα;». Μια τέτοια οντολογία επιβάλλεται από μιαν υπόρρητη υπαγωγή στην αρχή του αποχρώντος λόγου. Το Είναι αυτού που υπάρχει δεν γίνεται γνωστό απ’ ό,τι εμφανίζεται αλλά μέσα από ένα προκαταβολικό τίποτα, από το οποίο προκύπτει το Είναι και υπό την απειλή τού οποίου βρίσκεται πάντοτε. Υπ’ αυτήν την έννοια δεν μπορούμε να στοχαστούμε το Είναι παρά στο πλαίσιο του τίποτα, δηλαδή ως αυτό που αντιστέκεται στο τίποτα. Από εδώ προκύπτει η ιδέα τού Είναι ως πληρότητας. Το βασικό αξίωμα αυτής της μεταφυσικής θέσης εκφράστηκε από τον Παρμενίδη: «Το Ον είναι, το μη-Ον δεν είναι». Δεν μπορεί να υπάρχει εναλλακτική ανάμεσα στο Είναι και στο τίποτα. Η πραγματικότητα συλλαμβάνεται μέσα από καθαρούς προσδιορισμούς, επειδή αν το πράγμα δεν ήταν εξ ολοκλήρου αυτό που είναι, τότε δεν θα ήταν καθόλου. Κάθε οπισθοχώρηση, κάθε απροσδιοριστία είναι απαγορευμένες, αφού οποιαδήποτε απουσία προσδιορισμού θα σήμαινε επιστροφή στο τίποτα. Εάν ένα πράγμα συμπεριλαμβάνει το παραμικρό μη-Είναι, τότε δεν είναι καθόλου. Το τίποτα αυτής της θέσης εκφράζει την απόσταση του φιλοσοφικού στοχασμού από τον κόσμο· η φιλοσοφία, καθώς αποσπάται από τον κόσμο των φαινομένων, αποκτά τα μέσα για να συγκροτήσει το πραγματικό σε μια ενότητα, δηλαδή να το κάνει να αναδυθεί από το τίποτα.
Οι επόμενες γενιές φιλοσόφων προσπάθησαν να συμμορφωθούν με την παρμενίδεια αρχή, κάνοντας παράλληλα μια προσπάθεια να σώσουν τα φαινόμενα. Έτσι τέθηκε ένα πλήθος φυσικών οντοτήτων στις οποίες αποδόθηκαν οι λογικές ιδιότητες του παρμενίδειου Όντος, ώστε να εισαχθούν στη σύλληψη της πραγματικότητας οι έννοιες της κίνησης και της αλλαγής. Ο σημαντικότερος εκπρόσωπος αυτών των φιλοσόφων ήταν ο Πλάτων, του οποίου το ενδιαφέρον για την παρμενίδεια φιλοσοφία είναι διαρκές σε όλο του το έργο με αποκορύφωμα τη συγγραφή του ομώνυμου διαλόγου. Στον Παρμενίδη, ο Πλάτων φέρνει στη σκηνή τον ίδιο τον γηραιό φιλόσοφο για να τον φέρει αντιμέτωπο με τις φιλοσοφικές ιδέες του νεαρού Σωκράτη. Από την αρχή της φιλοσοφικής του πορείας ο Πλάτων είχε προσδώσει στις Ιδέες τις ιδιότητες του παρμενίδειου Όντος. Όμως ο ίδιος είχε διαφοροποιηθεί από την οντολογία του Παρμενίδη κυρίως σ’ ό,τι αφορούσε τη θεωρία της συμμετοχής (μέθεξις).
Στον Παρμενίδη, ο Πλάτων εξετάζει εκ νέου τη θεωρία των Ιδεών και της συμμετοχής, έτσι όπως τις πραγματεύτηκε στους κεντρικούς μεταφυσικούς του διαλόγους, στο Συμπόσιο, στον Φαίδωνα και στην Πολιτεία, παρέχοντάς τους στέρεο λογικό θεμέλιο. Στο πρώτο μέρος του διαλόγου εξετάζει την έννοια της συμμετοχής από τη σκοπιά της ελεατικής φιλοσοφίας. Σύμφωνα με τον Παρμενίδη, ή τουλάχιστον σύμφωνα με τον τρόπο που ο Πλάτων σκιαγραφεί τον φιλόσοφο, το Ον δεν επιδέχεται διακρίσεις. Πώς μπορεί μια πληθώρα πραγμάτων να συμμετέχει σε μια Ιδέα χωρίς αυτή να μετατραπεί σε πολλές ή να διαχωριστεί; Ακόμα κι αν υπήρχαν δύο οντολογικά επίπεδα ή δύο διαφορετικά Όντα, η συμμετοχή θα ήταν και σ’ αυτή την περίπτωση αδύνατη. Στο δεύτερο μέρος του διαλόγου, ο Παρμενίδης προτείνει στον Σωκράτη μια σειρά από διαλεκτικές ασκήσεις ακολουθώντας δύο βασικές οντολογικές υποθέσεις· αν το Ένα υπάρχει και αν το Ένα δεν υπάρχει. Στη συνέχεια ακολουθεί εξονυχιστικά τις συνέπειες κάθε θέσης θέτοντας το θεμέλιο μιας εναλλακτικής ελεατικής οντολογίας. Όμως η εξέταση δεν θα καταλήξει σε θετικό συμπέρασμα. Η τελική θέση, πως «αν το Ένα δεν υπάρχει, τίποτα δεν υπάρχει», φαίνεται να βάζει ένα όριο σ’ ό,τι αφορά στη γνώση του Όντος.
Πράγματι, από τη στιγμή που θα συμφωνήσουμε ότι υπάρχει μόνο το Ένα δεν γίνεται να αναγνωρίσουμε την ύπαρξη δύο ονομάτων, αυτών του «Ενός» και του «Όντος». Αν υπήρχε μόνο το Ένα, τότε θα ήταν αδύνατον να διαμορφωθεί οποιαδήποτε κρίση, ακόμα και η πιο αφηρημένη όπως είναι το εν ον. Δεν είναι δυνατόν να τεθεί μια τέτοια ταυτότητα χωρίς τη διαφορά. Όμως, αρκεί να ονομαστεί το Ένα ώστε να υπάρξει δυαδικότητα, αφού για να είναι το όνομα ενός πράγματος πρέπει κατ’ ανάγκην να είναι άλλο από αυτό που ονομάζει, ειδάλλως, σύμφωνα με τα λόγια του Ελεάτη ξένου στον Σοφιστή, θα ήταν όνομα ονόματος (244d). Η πλατωνική μέθεξις είναι ο τρόπος με τον οποίο το Ον είναι την ίδια στιγμή και κάτι άλλο από τον εαυτό του και μερικές φορές είναι επίσης μη-Ον. Το απόλυτο όνομα, που δεν ονομάζει παρά μόνο τον εαυτό του, ο Πλάτων το αποκαλεί Ουσία. Όμως, από τη στιγμή που το όνομα αναφέρεται σε μια διαφορά, είναι καθαρή αντίφαση, δηλαδή αδύνατο. Ωστόσο, αυτό το αδύνατο δεν είναι τίποτε λιγότερο από την ουσία του λόγου. Συνεπώς, ο λόγος γίνεται οντολογικό πρόβλημα, στο μέτρο που σκεφτόμαστε τη φύση της εγγραφής του στο σύνολο του πραγματικού. Είναι πιθανό το τίποτα να σηματοδοτεί την ίδια την «οντολογική» διαφορά, στο μέτρο που είναι ταυτόχρονα διαφορά ανάμεσα στο Είναι και στο Ον και ανάμεσα στα όντα μεταξύ τους· διαφορά η οποία διαμεσολαβεί το Είναι των όντων και μέσα από την οποία τα όντα, πολύ απλά, είναι.
Στον Σοφιστή ο Πλάτων επανέρχεται στο ερώτημα περί του όντος. Αν υπάρχει το όνομα, τότε υπάρχει και το μη-Ον. Η φύση του ονόματος είναι να ονομάζει αυτό που είναι απόν και γι’ αυτό τον λόγο μπορεί να αναφέρεται στο μη-Ον. Κατά συνέπεια, το μη-Ον υπάρχει μόνο ως το αναφερόμενο ενός ονόματος, έξω από το οποίο δεν υπάρχει καθόλου σύμφωνα με τον ορισμό του. Ο Σέλινγκ στις παραδόσεις της Στουτγάρδης τόνιζε πως το μη-Ον των Ελλήνων ήταν στην ουσία το Είναι. Έτσι βλέπουμε με ποιον τρόπο αντιλαμβάνεται η νεότερη διαλεκτική σκέψη την εισαγωγή του μη-όντος μέσα από το όνομα στο πραγματικό. Τόσο για τον Σέλινγκ όσο και για τον Χέγκελ το Είναι δεν αποτελεί κάτι «πραγματικό» ούτε ένα «αντικειμενικό» ον αλλά μια λειτουργία του νοήματος. Αυτή η θέση βρίσκεται σε ευθεία γραμμή με την παρμενίδεια επιταγή: «το γαρ αυτό νοείν εστίν τε και είναι» και έχει αξιοσημείωτα αποτελέσματα τόσο στη σύλληψη της λογικής σκέψης όσο και στη διαμόρφωση του κόσμου μας.
Το συνολικό ύφος του διαλόγου και η αρνητική του κατάληξη έδωσε αφορμή για ποικίλες αντιδράσεις και ερμηνείες ανά του αιώνες. Από τον Πρόκλο και τον Πλωτίνο μέχρι τον Χέγκελ, τον Λακάν και τον Μπαντιού, καθένας προσέλαβε τον συγκεκριμένο διάλογο με τον δικό του τρόπο και στήριξε μ’ αυτόν (ή με την απόρριψή του) τη δική του οντολογική θέση. Από κάθε άποψη, ωστόσο, ο Παρμενίδης αποτελεί κορυφαίο έργο της διαλεκτικής σκέψης.
πηγή: avgi