ΕΤΙΚΕΤΕΣ

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΟ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΟΥ ΧΕΓΚΕΛ

Αποτέλεσμα εικόνας για ο θανατος κατα τον χέγκελ

Του Μιχαλόπουλου Αθανάσιου

Στόχος του Χέγκελ στο φιλοσοφικό του σύστημα ήταν να υπερβεί τις αντιφάσεις των προγενεστέρων του (Καντ, Φίχτε), κυρίως όσον αφορά την τάση τους να προσδίδουν στο υποκείμενο τον ρόλο του παρατηρητή μιας απρόσιτης αντικειμενικής πραγματικότητας, η οποία αναπαρίσταται και τελικά αναπαράγεται από τον ίδιο. Ο Χέγκελ έκρινε ότι η πραγματικότητα αυτή δεν είναι απρόσιτη, αλλά αντιθέτως είναι εφικτή η γνώση της στην ολότητα και την αντικειμενικότητά της από τον άνθρωπο ως φορέα του Πνεύματος.

Η προσπάθεια του Χέγκελ να γεφυρώσει το χάσμα υποκειμένου και αντικειμένου αποκάλυψε ένα Εγώ, που διαρκώς εξελίσσεται από μια φυσική κατάσταση σε μια πνευματική. Το Εγώ αυτό τοποθετείται σε μια υλική πραγματικότητα, μέσα στην οποία διατηρεί την σωματικότητά του, αποτελεί δηλαδή κατά κάποιο τρόπο έναν μικρόκοσμο της πραγματικότητας. Η σχέση δηλαδή υποκειμένου και αντικειμένου που αποδώσαμε νωρίτερα στην πραγματικότητα, αναβιώνει και μέσα στον άνθρωπο. Ο άνθρωπος ως ενότητα υποκειμένου και αντικειμένου εκκινεί την πορεία του από τη φύση και ολοκληρώνεται με την αυτοσυνείδηση και την ένταξή του στη συλλογικότητα. Είναι μια πορεία από τη μοναδικότητα της φυσικότητας στην ολότητα της αυτοσυνείδησης. 

Όταν γίνεται λόγος για τον άνθρωπο ως ενότητα υποκειμένου και αντικειμένου εννοούμε ότι, καθώς το υπο-κείμενο Εγώ (αυτό που βρίσκεται υπό εξέλιξη και εκπλήρωση του σκοπού του) αποζητά την αληθινή γνώση και κατορθώνει να την συλλάβει, συνειδητοποιεί ότι αυτή η αληθινή γνώση είναι η γνώση του ίδιου του του εαυτού, η οποία αποτελεί και την ουσία του. Και αυτή η γνώση του εαυτού του είναι παράλληλα και η κατέχουσα πρόσληψη της γνώσης του υπερκόσμιου νοητού κόσμου, που είναι το έσχατο αντικείμενο του σκοπού για τον οποίο υπάρχει. Είναι αναγκαίο να γνωρίζουμε ότι το ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ (το Εγώ ως ατομική νοητική ενέργεια) κείται υπό (από κάτω) του αιώνιου "κειμένου" (που είναι το ΑΠΟΛΥΤΟ κατά Χέγκελ, ή η ΙΔΕΑ του ΑΓΑΘΟΥ, κατά Πλάτωνα) και πάνω από ή έναντι του κατώτερου "κειμένου" (το ΠΑΝ ο κόσμος, νοητός και αισθητός μαζί). Άρα, το υπο-κείμενο βρίσκεται ανάμεσα σε αυτά τα δύο:  το αληθώς "κείμενο" (ΑΠΟΛΥΤΟ-ΙΔΕΑ ΑΓΑΘΟΥ) και το "φαινόμενο" κείμενο (που αντίκειται στο αληθές) ως αντικείμενο. 

Στην διαλεκτική πραγματικότητα, λοιπόν, του Χέγκελ (σχέσης υποκειμένου-αντικειμένου) που αποκαλύπτεται μέσα από τον άνθρωπο, ο θάνατος ορίζεται ως η αντίφαση ύλης και πνεύματος, που διαρκώς οδηγείται σε μια νέα σύνθεση, καθώς κινούμαστε σταδιακά από το υλικό στο πνευματικό και προσεγγίζουμε ολοένα και περισσότερο την ολότητα των μερών. Η ολότητα αυτή ταυτίζεται με την αλήθεια η οποία αποτελεί το τέρμα της πορείας του θανάτου του ανθρώπου, ως αντικειμένου και ως υποκειμένου.

Ο θάνατος στον Χέγκελ ομοιάζει με τον θάνατο των Στωικών. Μετά τον θάνατο του ανθρώπου δεν επιβιώνει η ψυχή ως ατομικότητα αλλά ως συλλογικότητα. Στον υπεραισθητό κόσμο κάθε ερμηνεία της ανθρώπινης ύπαρξης ορίζεται μέσα από τη σχέση της με το Πνεύμα (Θεϊκός Συμπαντικός Λόγος). Στην πραγματικότητα ο άνθρωπος αποτελεί ένα στάδιο της εξέλιξης του Πνεύματος.

Γράφει συγκεκριμένα στη φιλοσοφία της θρησκείας, στην οποία ισχυρίζεται το ηρακλείτειο ρηθέν ότι ο κόσμος είναι αιώνιος και δεν τον δημιούργησε κάποιος θεός:

"Η ευχή να ζει κανείς αιώνια αποτελεί παιδική επιθυμία. Το ανθρώπινο ον ως μοναδικό ζωντανό πλάσμα με ατομική και φυσική ζωή πρέπει να πεθάνει.  Η ανθρωπότητα πετυχαίνει την αθανασία μόνο μέσα από τη γνώση, γιατί μόνο μέσα από τη δραστηριότητα της σκέψης η ψυχή απελευθερώνεται και απομακρύνεται από την  θνητότητα. Η γνώση και η σκέψη αποτελούν τη ρίζα  της ανθρώπινης αθανασίας ως μια ολότητα εντός αυτής."

Με τον θάνατο λαμβάνει χώρα ένα πέρασμα από το ατομικό στο καθολικό, κατά το οποίο χάνονται οι γήινες αναμνήσεις και όλα εκείνα τα άχρηστα συστατικά των αισθήσεων που είχε συλλέξει η ανθρώπινη ζωή στον υλικό κόσμο. Ο άνθρωπος δηλαδή με τον θάνατο χάνει κάθε ατομικό φυσικό και πνευματικό προσδιορισμό. Αναδεικνύεται τότε μια αθανασία, που αναφέρεται σε μια πορεία από το υλικό στο πνευματικό, μέσα από την οποία αναδύεται το Πνεύμα. Σύμφωνα με τον Χέγκελ αυτό που επιβιώνει μετά τον θάνατο δεν είναι το άτομο, ούτε ως σώμα, ούτε ως ατομική συνείδηση, αλλά το σύνολο της πνευματικής αναπαράστασης όλων των ατόμων (ως συλλογικότητα). Ένα σύνολο που αποκαλύπτεται ως γενική αυτοσυνείδηση και αποδίδεται οντολογικά ως Πνεύμα. Η ατομική συνείδηση δεν χάνεται, αλλά ενσωματώνεται μέσα στην καθολική συνείδηση. Και γιατί δεν χάνεται; Γιατί με τον θάνατο επέρχεται η ρηθείσα προηγουμένως απόλυτη ενότητα υποκειμένου-αντικειμένου. Δηλαδή η ατομική ψυχή νοεί αυτό που οικοδόμησε μέσα της ως αντικείμενο και αποτελεί τον ίδιο της τον προσλαμβάνοντα τον κόσμο εαυτό. Αντικρίζει την ΙΔΕΑ, το ΑΠΟΛΥΤΟ, χωρίς να ταυτίζεται μαζί του, αλλά είναι ακόλουθός της. Εδώ μας φέρνει στην μνήμη ο Χέγκελ την μυθολογική ανάσταση του Θεού Διόνυσου ο οποίος πεθαίνει όταν οι ανθρώπινες ψυχές ενσαρκώνονται, καθώς αποχωρίζονται από αυτόν ως επιμέρους "νόες" και ανασταίνεται όταν οι άνθρωποι  πεθαίνουν και επιστρέφουν σε αυτόν.  Άλλωστε ζώντας μόνο μέσα στη καθολικότητα του Πνεύματος θα μπορούσε κάποιος να πει ότι υπερβαίνει τον θάνατο.

Επομένως μόνο μέσα σε αυτήν την καθολικότητα του Πνεύματος, στον άσαρκο βίο της, η ψυχή θα μπορέσει να αντικρίσει αυτή καθεαυτή την ΙΔΕΑ του ΑΓΑΘΟΥ (κατά Πλάτωνα), προκειμένου να θυμηθεί την αληθινή της φύση. Η ανθρώπινη ψυχή, λοιπόν, είναι μέρος του Παγκόσμιου Πνεύματος και από τη στιγμή που εμείς οι άνθρωποι αποτελούμε οχήματα του Καθολικού Λόγου (βλέπε Ηράκλειτο), τότε ο θάνατος είναι μέρος του σχεδίου εξέλιξης του Πνεύματος-Λόγου. Με αυτή τη λογική βρισκόμαστε ήδη πέρα από τον θάνατο. Γιατί ο θάνατος νεκρώνει κάθε πλάνη/γνώση που προέρχεται από τις αισθήσεις και απελευθερώνει τον Νου από κάθε προσκόλληση στο αισθητό, κάτι που αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση της εκδήλωσης του Πνεύματος στην ανθρώπινη συνείδηση, για να μπορέσει να υπάρξει κατά Λόγον .

Το ανώτερο αυτό πνευματικό επίπεδο ως Απόλυτο Πνεύμα-Λόγος δεν ακυρώνει την ατομική αυτοσυνείδηση αλλά την ενσωματώνει στη γενικότητα, την Καθολικότητα. Κάθε ατομικό στοιχείο μοιάζει να αποτελεί μέρος μιας ανώτερης πνευματικής κατηγορίας, που διατηρεί την πνευματική ουσία της ατομικότητας, εξυψώνοντάς την παράλληλα πάνω από το ειδικό, σε μια ολότητα που αγγίζει το Άπειρο.  

Στήριξη κειμένου: thesis.ekt