Το ζητούμενο για τον νεοπλατωνισμό είναι πώς μπορεί ο άνθρωπος να αποσπαστεί από την απορρόφησή του μέσα στον κόσμο των αισθητών πραγμάτων και να αναχθεί στη μελέτη του υπεραισθητού και του νοητού κόσμου. Προς τούτο πρέπει να δια-μορφώνεται μέσα από τη γνώση και την άσκηση, έτσι ώστε να καταστεί ικανός να έλθει σε ενότητα με την αιώνια, τη μοναδική αρχή, τη θεότητα (Εν - Ενάδες), που αποτελεί την αρχέγονη πηγή και την αιτία κάθε αισθητού και υπεραισθητού όντος. Κατ’ αυτό τον προσανατολισμό, η νεοπλατωνική φιλοσοφία δομείται πάνω σε μια έντονα μεταφυσική βάση, ακολουθώντας γενικώς και τις επιταγές των καιρών για μια ενότητα πάνω από τα συντρίμμια του εμπειρικού-αισθητού κόσμου, χωρίς ο τελευταίος ως αισθητή πραγματικότητα να αγνοείται. Δικαιώνεται και πάλι ο Χέγκελ, που έλεγε για τη φιλοσοφία ότι είναι η σύλληψη της εκάστοτε εποχής της μέσα από τη γλώσσα της έννοιας, μια γλώσσα που ανα-συγκροτεί την ολότητα ως ολότητα της έννοιας σε εσωτερική ανταπόκριση με την ενεργό πραγματικότητα. Ακριβώς αυτό συμβαίνει και με τον νεοπλατωνισμό. Σημειωτέο πως ο Χέγκελ δέχτηκε σημαντικές επιδράσεις από την εν λόγω φιλοσοφία, ιδίως σε θέματα της φιλοσοφίας του πνεύματος.
Όλα τα όντα εκπορεύονται από τις Ιδέες, κατά το πρότυπο της πλατωνικής φιλοσοφίας. Αυτές οι Ιδέες απαρτίζουν εκείνες τις πνευματικές δυνάμεις, που συνιστούν την αρχέγονη αιτία όλων των πραγμάτων. Στο πλαίσιο της αυστηρά φιλοσοφικής τους γλώσσας, οι νεοπλατωνικοί φιλόσοφοι εισάγουν τον όρο, την έννοια: απορροή, για να θεμελιώσουν την προέλευση του υλικού κόσμου από τον πνευματικό. Με βάση την τεχνική τους γλώσσα, η υπερβατική, ύψιστη αρχή είναι το Εν ή, με την πλατωνική ορολογία, το αγαθόν, από το οποίο απορρέει το Είναι. Κατά μια τέτοια αντιστοιχία απορροής σχηματίζονται τα διάφορα επίπεδα: Εν, νους, ψυχή, αισθητός κόσμος, διαβαθμισμένα από τα νοητά, ως τα πρώτα προς τα κάτω, τα αισθητά, ως τα δεύτερα: το καθένα δημιουργείται από το προηγούμενό του δυνάμει της απορροής.
πηγή: hegel-platon