ΕΤΙΚΕΤΕΣ

ΣΠΙΝΟΖΑ - ΔΙΑΙΣΘΗΣΗ, ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΑΝΘΕΪΣΜΟΣ

            Î‘ποτέλεσμα εικόνας για ΣΠΙΝΟΖΑ

Από τα τρία είδη γνώσης (γνώμη, λόγος, διαίσθηση) η διαισθητική γνώση παρέχει τη μέγιστη ικανοποίηση του νου και με αυτήν καταφέρνουμε να έχουμε επίγνωση του εαυτού μας και της Φύσης/Σύμπαντος, γινόμαστε περισσότερο τέλειοι (στην πραγματικότητα). Μόνο η διαισθητική γνώση είναι αιώνια.
                                                                                Μπαρούχ Σπινόζα  (Από την ηθική)

Οι θεμελιώδεις έννοιες, με τις οποίες ο Σπινόζα παραθέτει μια άποψη για την Ύπαρξη, όπως φωτίζεται από τη δική του επίγνωση του Θεού διαφαίνονται από τις παρακάτω φράσεις. Μπορεί να φαίνονται παράξενες με την πρώτη ματιά. Στο ερώτημα «Τι είναι;» απαντάει: «Ουσία, τα χαρακτηριστικά και οι τρόποι της».

Ο Σπινόζα υποστήριζε ότι ο Θεός υπάρχει και είναι αφηρημένος και απρόσωπος. O Σπινόζα προσέδωσε τάξη και ενότητα στην παράδοση της ριζοσπαστικής σκέψης, προσφέροντας ισχυρά όπλα για την επικράτησή της επί της «παραδεδεγμένης αυθεντίας». Ως νέος προσυπέγραψε τη δυαλιστική πεποίθηση του Καρτέσιου ότι το σώμα και το πνεύμα είναι δύο διαφορετικές ουσίες, αλλά αργότερα άλλαξε την άποψή του και υποστήριξε ότι δεν διαχωρίζονται, όντας ένα ενιαίο σύνολο. Υποστήριξε ότι τα πάντα που υπάρχουν στη Φύση (δηλ. τα πάντα στο Σύμπαν) είναι μία Πραγματικότητα (ουσία) και υπάρχει μόνο ένα σύνολο κανόνων, που κυβερνά το σύνολο της πραγματικότητας που μας περιβάλλει και του οποίου αποτελούμε μέρος. Ο Σπινόζα θεωρούσε το Θεό και τη Φύση ως δύο ονόματα για την ίδια πραγματικότητα, δηλαδή μια ενιαία θεμελιώδη ουσία (που σημαίνει «αυτό που υπόκειται» μάλλον παρά «ύλη»), που είναι η βάση του σύμπαντος και της οποίας όλες οι μικρότερες «οντότητες» είναι στην πραγματικότητα τρόποι ή τροποποιήσεις, ότι όλα τα πράγματα είναι καθορισμένα από τη Φύση να υπάρχουν και να προκαλούν αποτελέσματα και ότι η πολύπλοκη αλυσίδα αιτίου και αποτελέσματος γίνεται εν μέρει μόνο αντιληπτή. Η εκ μέρους του ταύτιση του Θεού με τη φύση εξηγήθηκε περισσότερο στη μετά το θάνατό του Ηθική. Η κύρια διαφωνία του Σπινόζα με τον Καρτεσιανό δυαλισμό πνεύματος-σώματος ήταν ότι αν πνεύμα και σώμα ήταν πράγματι ξεχωριστά, τότε δεν είναι σαφές πώς μπορούν με οποιοδήποτε τρόπο να συνεργάζονται. Το ότι οι άνθρωποι θεωρούν ότι έχουν ελεύθερη θέληση, υποστηρίζει, είναι αποτέλεσμα της συνειδητοποίησης μεν των επιθυμιών που επηρεάζουν το νου τους, ενώ αδυνατούν να κατανοήσουν τις αιτίες λόγω των οποίων θέλουν και ενεργούν όπως κάνουν. Ο Σπινόζα έχει περιγραφεί από ένα συγγραφέα ως «Επικούρειος υλιστής», αν και είναι παραπλανητικό να αποκαλείται ο Σπινόζα υλιστής (όπως ήταν οι Επικούρειοι), καθώς αντιμετωπίζει τόσο τη σκέψη (το χώρο του νου και της σκέψης) όσο και το πραγματικό (φυσική πραγματικότητα), ως παράγωγα μιας ανώτερης, άπειρης ουσίας (Deus sive Natura, ή Θεό), που εκφράζει άπειρες ιδιότητες και λειτουργίες. Για παράδειγμα, η ανθρώπινη εμπειρία δεν είναι παρά μια σταγόνα σε έναν άπειρο ωκεανό, που συνιστά την ύπαρξη.

Ο Σπινόζα υποστηρίζει ότι ο Deus sive Natura (Θεός ή Φύση) είναι ένα ον με απείρως πολλές ιδιότητες, από τις οποίες δύο μόνο είναι η σκέψη και το πραγματικό. Η περιγραφή του κατόπιν της φύσης της πραγματικότητας φαίνεται να αντιμετωπίζει το φυσικό και διανοητικό κόσμο ως συνυφασμένους, αιτιωδώς σχετιζόμενους, και απορρέοντες από την ίδια ουσία. Είναι σημαντικό να παρατηρήσουμε εδώ στα Μέρη 3 και 4 της Ηθικής ότι ο Σπινόζα περιγράφει πώς ο ανθρώπινος νους επηρεάζεται τόσο από πνευματικούς όσο και από φυσικούς παράγοντες. Αμφισβητεί ευθέως το δυαλισμό. Η παγκόσμια ουσία ενυπάρχει τόσο στο σώμα όσο και στο πνεύμα. Ενώ είναι διαφορετικές λειτουργίες, δεν υπάρχει θεμελιώδης διαφορά μεταξύ αυτών. Η διατύπωση αυτή είναι μια σημαντική ιστορικά επίλυση του προβλήματος πνεύματος - σώματος, γνωστής ως ουδέτερος μονισμός. Το σύστημα του Σπινόζα προβλέπει ένα Θεό, που δεν κυβερνά το σύμπαν με Πρόνοια, στο οποίο ο Θεός μπορεί να κάνει αλλαγές, αλλά ο ίδιος ο Θεός είναι το αιτιοκρατικό σύστημα του οποίου τα πάντα στη φύση αποτελούν μέρος. Ενώ θα μπορούσε να ειπωθεί ότι αυτό εξακολουθεί να αντιστοιχεί σε Θεία Πρόνοια, καθώς ο Σπινόζα υποστηρίζει ότι «τα πράγματα δεν θα μπορούσαν να είχαν γίνει από το Θεό με οποιοδήποτε άλλο τρόπο ή σειρά από ότι συμβαίνει», απορρίπτει άμεσα έναν υπερβατικό Θεό που αντιδρά ενεργά στα γεγονότα στο σύμπαν. Καθετί που συνέβη και θα συμβεί είναι μέρος μιας μακράς αλυσίδας αιτίου και αποτελέσματος που, σε ένα μεταφυσικό επίπεδο, οι άνθρωποι αδυνατούν να αλλάξουν. Καμία προσευχή ή ιεροτελεστία δεν θα επηρεάσει το Θεό. Μόνο η γνώση του Θεού, ή της ύπαρξης μέσα στην οποία ζουν οι άνθρωποι, τους επιτρέπει να ανταποκρίνονται καλύτερα στον γύρω τους κόσμο. Έτσι, σύμφωνα με αυτήν την αντίληψη του συστήματος του Σπινόζα, οι άνθρωποι ζουν σήμερα μέσα στο σύμπαν και η εμπειρία προέρχεται από το Θεό. Ο Θεός είναι εντελώς απρόσωπος για την ύπαρξη επειδή όχι μόνο είναι αδύνατο να υπάρχουν δυο άπειρες ουσίες (δύο απειρίες είναι άτοπο), αλλά ο Θεός - όντας η ανώτατη ουσία - δεν μπορεί να επηρεάζεται από οτιδήποτε άλλο, αλλιώς δεν θα ήταν η θεμελιώδης ουσία.

Εκτός από την ουσία, οι άλλες δύο θεμελιώδεις έννοιες που παρουσιάζει και αναπτύσσει ο Σπινόζα στην Ηθική είναι οι ιδιότητες (που η διάνοια αντιλαμβάνεται ότι αποτελούν το περιεχόμενο της ουσίας) και η λειτουργία (ο τρόπος ή η κατάσταση της ουσίας) της ύπαρξης.

Ο Σπινόζα ήταν ένας πλήρης ντετερμινιστής, που έκρινε ότι απολύτως οτιδήποτε συμβαίνει, συμβαίνει μέσω της διαδικασίας της αναγκαιότητας. Για αυτόν, ακόμη και η ανθρώπινη συμπεριφορά είναι πλήρως καθορισμένη, με την ελευθερία να συνίσταται στην ικανότητά μας να γνωρίζουμε ότι είμαστε καθορισμένοι και να καταλαβαίνουμε γιατί ενεργούμε όπως ενεργούμε. Έτσι, ελευθερία δεν είναι η δυνατότητα να πούμε «όχι» σε ότι μας συμβαίνει, αλλά η δυνατότητα να πούμε «ναι» και να κατανοήσουμε πλήρως γιατί τα πράγματα ήταν υποχρεωτικό να συμβούν έτσι. Διαμορφώνοντας πιο «κατάλληλες» ιδέες για το τί κάνουμε και για τα συναισθήματα και τα αισθήματά μας, γινόμαστε η επαρκής αιτία των ενεργειών μας (εσωτερικών ή εξωτερικών), που συνεπάγεται μια αύξηση δραστηριότητας (αντί για παθητικότητα). Αυτό σημαίνει ότι γινόμαστε τόσο περισσότερο ελεύθεροι, όσο και σαν το Θεό, όπως υποστηρίζει ο Σπινόζα. Ωστόσο ο Σπινόζα έκρινε επίσης ότι τα πάντα πρέπει αναγκαστικά να συμβούν με τον τρόπο που γίνονται. Κατά συνέπεια οι άνθρωποι δεν έχουν ελεύθερη βούληση. Πιστεύουν όμως ότι η βούλησή τους είναι ελεύθερη. Αυτή η ψευδαισθητική αντίληψη ελευθερίας προέρχεται από την ανθρώπινη συνείδησή μας, την εμπειρία και την αδιαφορία για τα προηγηθέντα φυσικά αίτια. Οι άνθρωποι πιστεύουν ότι είναι ελεύθεροι αλλά «ονειρεύονται με τα μάτια τους ανοικτά». Για τον Σπινόζα οι ενέργειές μας καθοδηγούνται εξ ολοκλήρου από φυσικές παρορμήσεις. Στην επιστολή του στον Γ. Χ. Σούλερ (Επιστολή 58) έγραψε: «Οι άνθρωποι έχουν επίγνωση των επιθυμιών τους και άγνοια των αιτίων από τις οποίες (οι επιθυμίες) καθορίζονται».

Αυτή η εικόνα του ντετερμινισμού του Σπινόζα φωτίζεται ακόμη περισσότερο διαβάζοντας το περίφημο απόσπασμα στην Ηθική: «Το βρέφος πιστεύει ότι από ελεύθερη βούληση αναζητά το μαστό, το θυμωμένο αγόρι πιστεύει ότι από ελεύθερη βούληση επιθυμεί εκδίκηση, ο συνεσταλμένος άνδρας νομίζει ότι με ελεύθερη βούληση επιζητεί τη φυγή, ο μέθυσος πιστεύει ότι με ελεύθερη εντολή του μυαλού του λέει πράγματα που ξεμέθυστος επιθυμεί να μην είχε πει ... Όλοι πιστεύουν ότι μιλούν με ελεύθερη εντολή του μυαλού, ενώ στην πραγματικότητα δεν έχουν τη δύναμη να συγκρατήσουν την παρόρμηση που έχουν να μιλήσουν. Έτσι για τον Σπινόζα η ηθική και η ηθική κρίση σαν επιλογή στηρίζονται σε μια ψευδαίσθηση. Για τον Σπινόζα το «Φταίξιμο» και ο «Έπαινος» είναι ανύπαρκτα ανθρώπινα ιδανικά, μόνο στο μυαλό μας, γιατί είμαστε τόσο εγκλιματισμένοι στην ανθρώπινη συνείδηση, που διασυνδέεται με την εμπειρία μας, ώστε έχουμε μια ψευδή ιδέα επιλογής που στηρίζεται σε αυτή.

Η φιλοσοφία του Σπινόζα έχει πολλά κοινά με τον Στωικισμό, στον βαθμό που και οι δύο φιλοσοφίες επιδίωξαν να επιτελέσουν θεραπευτικό ρόλο, καθοδηγώντας τους ανθρώπους πώς να αποκτήσουν την ευτυχία. Εντούτοις, ο Σπινόζα διέφερε έντονα από τους Στωικούς σε ένα σημαντικό σημείο: αυτός απέρριπτε εντελώς τον ισχυρισμό τους ότι η λογική θα μπορούσε να νικήσει το συναίσθημα. Αντίθετα, υποστήριζε, ένα συναίσθημα μπορεί να αντικατασταθεί ή να υπερνικηθεί από ένα ισχυρότερο συναίσθημα. Για αυτόν η κρίσιμη διάκριση ήταν μεταξύ ενεργητικών και παθητικών συναισθημάτων, με τα πρώτα εκείνα που γίνονται λογικά κατανοητά και τα δεύτερα εκείνα που δεν γίνονται. Θεωρούσε επίσης ότι η γνώση των αληθινών αιτίων του παθητικού συναισθήματος μπορεί να το μεταμορφώσει σε ενεργητικό συναίσθημα, προβλέποντας έτσι μια από τις βασικές ιδέες της ψυχανάλυσης του Σίγκμουντ Φρόυντ.

Συμπυκνωμένα, στην αρχή τού έργου του Πραγματεία περί της βελτίωσης της Κατανόησης (Tractatus de intellectus emendatione) βρίσκεται ο πυρήνας της ηθικής φιλοσοφίας του Σπινόζα - ότι αυτός θεωρούσε το αληθινό και τελικό καλό. Ο Σπινόζα θεωρούσε ότι το καλό και το κακό είναι σχετικές έννοιες, υποστηρίζοντας ότι τίποτα δεν είναι εγγενώς καλό ή κακό, παρά μόνο σε σχέση με μια ιδιαιτερότητα. Πράγματα που είχαν κλασικά θεωρηθεί καλά ή κακά, υποστήριζε ο Σπινόζα, ήταν απλώς καλά ή κακά για τους ανθρώπους. Ο Σπινόζα πιστεύει σε ένα αιτιοκρατικό σύμπαν στο οποίο «Όλα τα πράγματα στη φύση προκαλούνται από ορισμένη [καθορισμένη] αναγκαιότητα και με τη μέγιστη δυνατή τελειότητα». Τίποτα δεν συμβαίνει τυχαία στον κόσμο του Σπινόζα και τίποτα δεν είναι τυχαίο.

Στο σύμπαν οτιδήποτε συμβαίνει προέρχεται από την ουσιώδη φύση των αντικειμένων, ή από τον Θεό/Φύση. Σύμφωνα με το Σπινόζα η πραγματικότητα είναι τελειότητα. Αν οι περιστάσεις είναι λυπηρές, αυτό είναι αποτέλεσμα μόνο της ανεπαρκούς μας αντίληψης της πραγματικότητας. Ενώ τα στοιχεία της αλυσίδας αιτίου και αποτελέσματος δεν είναι πέραν της κατανόησης της ανθρώπινης λογικής, η ανθρώπινη αντίληψη του απείρως σύνθετου συνόλου περιορίζεται λόγω των ορίων της επιστήμης να λάβει εμπειρικά υπόψη της το σύνολο της αλληλουχίας. Ο Σπινόζα επίσης υποστήριξε ότι η αντίληψη των αισθήσεων, αν και πρακτική και χρήσιμη για τη ρητορική, είναι ανεπαρκής για την ανακάλυψη της καθολικής αλήθειας. Η μαθηματική και λογική προσέγγιση του Σπινόζα στη μεταφυσική, και επομένως στην ηθική, κατέληγε στο συμπέρασμα ότι το συναίσθημα δημιουργείται από την ανεπαρκή αντίληψη. Η έννοιά του τού «conatus» (προσπάθεια) τονίζει ότι η φυσική τάση του ανθρώπου είναι να προσπαθεί να διατηρήσει μια ουσιαστική ύπαρξη και μια επιβεβαίωση ότι η αρετή / δύναμη του ανθρώπου ορίζεται από την επιτυχία αυτής της διατήρησης και όχι από μια ύπαρξη καθοδηγούμενη από τη λογική ως κεντρικό ηθικό δόγμα. Σύμφωνα με τον Σπινόζα υψηλότερη αρετή είναι η «πνευματική» αγάπη ή γνώση του Θεού/Φύσης/Σύμπαντος.

Στο τελευταίο μέρος της «Ηθικής» το ενδιαφέρον του για την έννοια της «αληθινής μακαριότητας» και η εξήγησή του πώς τα συναισθήματα πρέπει να αποσπαστούν από εξωτερικά αίτια και έτσι να τα υπερνικούν προοιωνίζονται ψυχολογικές τεχνικές που αναπτύχθηκαν τη δεκαετία του 1900. Η ιδέα του περί τριών ειδών γνώσης - γνώμης, λόγου, διαίσθησης - και η άποψή του ότι η διαισθητική γνώση παρέχει τη μέγιστη ικανοποίηση του νου, οδηγεί στην πρότασή του ότι όσο περισσότερο έχουμε επίγνωση του εαυτού μας και της Φύσης/Σύμπαντος, τόσο περισσότερο τέλειοι και ευλογημένοι είμαστε (στην πραγματικότητα) και ότι μόνο η διαισθητική γνώση είναι αιώνια. Εξαιρετική είναι η μοναδική του συμβολή στην κατανόηση των λειτουργιών του μυαλού, ακόμη και αυτή την εποχή των ριζικών φιλοσοφικών εξελίξεων, από την άποψη ότι οι απόψεις του παρέχουν μια γέφυρα μεταξύ του μυστικιστικού παρελθόντος των θρησκειών και της σημερινής ψυχολογίας.

Δεδομένης της επιμονής του Σπινόζα σε ένα τελείως καθορισμένο κόσμο, όπου βασιλεύει η «αναγκαιότητα», το Καλό και το Κακό δεν έχουν κανένα απόλυτο νόημα. Ο κόσμος, όπως υπάρχει, φαίνεται ατελής μόνο λόγω της περιορισμένης αντίληψής μας.

Είναι ευρέως διαδεδομένη η αντίληψη ότι ο Σπινόζα ταύτιζε το Θεό με το υλικό σύμπαν. Έχει κατά συνέπεια ονομασθεί «προφήτης» και «πρίγκιπας» του πανθεϊσμού. Εντούτοις σε μια επιστολή του στο Χάινριχ Όλντενμπουργκ δηλώνει ότι «ως προς την άποψη ορισμένων ότι ταυτίζω το Θεό με τη φύση (θεωρούμενο ως ένα είδος μάζας ή σωματικής ύλης), κάνουν τελείως λάθος». Για τον Σπινόζα, το Σύμπαν μας (Κόσμος) είναι ένας τρόπος με δύο χαρακτηριστικά της Σκέψης και της Έκτασης. Ο Θεός έχει απείρως πολλά άλλα χαρακτηριστικά που δεν είναι παρόντα στον κόσμο μας. Σύμφωνα με το Γερμανό φιλόσοφο Καρλ Γιάσπερς, όταν ο Σπινόζα έγραψε «Deus sive Natura» (Θεός ή Φύση) εννοούσε ότι ο Θεός είναι Natura naturans (Φύση που ενεργεί όπως η φύση) και όχι Natura naturata (Φύση ήδη δημιουργημένη) και ο Γιάσπερς πίστευε ότι ο Σπινόζα, στο φιλοσοφικό του σύστημα, δεν εννοούσε ότι Θεός και Φύση είναι όροι εναλλάξιμοι, αλλά μάλλον ότι η υπερβατικότητα του Θεού πιστοποιείται από τα απείρως πολλά χαρακτηριστικά (ιδιότητές) του και ότι δύο χαρακτηριστικά γνωστά στους ανθρώπους, τα ονομαζόμενα Σκέψη και Έκταση, υποδήλωναν την πανταχού παρουσία του Θεού. Ακόμη ο Θεός και με τα χαρακτηριστικά της σκέψης και της έκτασης δεν μπορεί να ταυτισθεί αυστηρά με τον κόσμο μας. Αυτός ο κόσμος είναι βέβαια «διαιρετός», αποτελείται από μέρη. Αλλά ο Σπινόζα επιμένει ότι «κανένα χαρακτηριστικό μιας ουσίας δεν μπορεί πραγματικά να κατανοηθεί, που σημαίνει η ουσία να διαιρεθεί». (Που σημαίνει ότι κανείς δεν μπορεί να συλλάβει ένα χαρακτηριστικό κατά τρόπο που να οδηγεί στη διαίρεση της ουσίας) και ότι «μια ουσία που είναι απολύτως άπειρη είναι αδιαίρετη» (Ηθική, Μέρος Ι, Προτάσεις 12 και 13). Ακολουθώντας αυτή τη λογική ο κόσμος μας πρέπει να θεωρηθεί ως ένας τρόπος με δύο χαρακτηριστικά, τη σκέψη και την έκταση. Ετσι η πανθεϊστική διατύπωση «Ένα και Όλα» θα ίσχυε για τον Σπινόζα μόνο αν το «Ένα» διατηρεί την υπερβατικότητά του και το «Όλα» δεν ερμηνευόταν ως το σύνολο πεπερασμένων πραγμάτων.

Mαρτιάλ Γκερού (Γάλλος φιλόσοφος, 1891-1976) πρότεινε τον όρο «Πανενθεϊσμός» μάλλον παρά «Πανθεϊσμός» για να περιγράψει την άποψη του Σπινόζα για τη σχέση μεταξύ Θεού και κόσμου. Ο κόσμος δεν είναι Θεός αλλά, κατά μία έντονη αίσθηση, «μέσα» στο Θεό. Όχι μόνο τα πεπερασμένα πράγματα έχουν τον Θεό ως αιτία τους, αλλά δεν μπορούν να κατανοηθούν χωρίς τον Θεό. Με άλλα λόγια, ο κόσμος είναι ένα υποσύνολο του Θεού. Εντούτοις, ο Αμερικανός πανενθεϊστικός φιλόσοφος Τσαρλς Χάρτσχορν (1897-2000) επέμενε στον όρο Κλασικός Πανθεϊσμός για να περιγράψει την άποψη του Σπινόζα.

Το 1785 ο Φρίντριχ Χάινριχ Γιάκομπι (Γερμανός φιλόσοφος) δημοσίευσε μια καταδίκη του πανθεϊσμού του Σπινόζα, μετά την υποτιθέμενη ομολογία του Λέσσινγκ, την ώρα που πέθαινε, ότι ήταν «Σπινοζικός», κάτι που στην εποχή του ισοδυναμούσε με άθεο. Ο Γιάκομπι υποστήριζε ότι το δόγμα του Σπινόζα ήταν καθαρός υλισμός επειδή όλη η Φύση και ο Θεός δεν θεωρούνται τίποτε άλλο παρά εκτεταμένη ουσία. Αυτό, για τον Γιακόμπι, ήταν συνέπεια του ορθολογισμού του Διαφωτισμού και θα κατέληγε τελικά στον απόλυτο αθεϊσμό. Ο Μόζες Μέντελσον (Γερμανοεβραίος φιλόσοφος, 1729-1786) διαφωνούσε με τον Γιακόμπι, λέγοντας ότι δεν υπάρχει πραγματική διαφορά μεταξύ θεϊσμού και πανθεϊσμού. Το θέμα αυτό αποτέλεσε μείζον πνευματικό και θρησκευτικό ζήτημα του Ευρωπαϊκού πολιτισμού εκείνη την εποχή.

Η ελκυστικότητα της φιλοσοφίας του Σπινόζα στους Ευρωπαίους του τέλους του 18ου αιώνα συνίστατο στο ότι παρείχε μια εναλλακτική του υλισμού, του αθεϊσμού και του ντεϊσμού. Τρεις από τις ιδέες του Σπινόζα τους γοήτευαν έντονα:

  • η ενότητα όλων όσα υπάρχουν
  • η κανονικότητα όσων συμβαίνουν
  • η ταυτότητα πνεύματος και φύσης

Το 1879 ο πανθεϊσμός του Σπινόζα εγκωμιαζόταν από πολλούς αλλά από μερικούς θεωρείτο ανησυχητικός και επικίνδυνα επιζήμιος.

Το «Θεός και Φύση» (Deus sive Natura) του Σπινόζα μιλούσε για ένα ζώντα, φυσικό Θεό, σε αντίθεση με την «Πρώτη Αιτία» της Νευτώνειας μηχανικής ή το νεκρό μηχανισμό της Γαλλικής «Ανθρώπινης Μηχανής» (του Γάλλου υλιστή φιλόσοφου Ζυλιέν Οφρέ ντε λα Μετρί, 1709-1751). Ο Κόλριτζ και ο Σέλλεϋ είδαν στη φιλοσοφία του Σπινόζα μια θρησκεία της φύσης. Ο Νοβάλις τον ονόμασε «άνθρωπο μεθυσμένο από Θεό». Ο Σπινόζα ενέπνευσε τον ποιητή Σέλλεϋ να γράψει το δοκίμιο «Η Αναγκαιότητα του Αθεϊσμού».

Ο Σπινόζα θεωρείτο άθεος γιατί χρησιμοποιούσε τη λέξη Θεός (Deus) για να δηλώσει μια έννοια που ήταν διαφορετική από εκείνη του Ιουδαιοχριστιανικού μονοθεϊσμού. «Ο Σπινόζα αρνείται ρητά στο Θεό προσωπικότητα και συνείδηση, δεν έχει ούτε νοημοσύνη, συναίσθημα ή βούληση, δεν ενεργεί σύμφωνα με σκοπό, αλλά όλα ακολουθούν την αναγκαιότητα από τη φύση του, σύμφωνα με το νόμο ...». Έτσι, ο κρύος, αδιάφορος Θεός του Σπινόζα έρχεται σε αντίθεση με την ιδέα ενός ανθρωπόμορφου, πατρικού Θεού που φροντίζει για την ανθρωπότητα.

Σύμφωνα με την Εγκυκλοπαίδεια Φιλοσοφίας του Στάνφορντ ο Θεός του Σπινόζα είναι μια «άπειρη διάνοια», παντογνώστης και ικανός να αγαπά τόσο τον εαυτό του όσο και εμάς, στο βαθμό που είμαστε μέρος της τελειότητάς του, και ο Σπινόζα συνιστά την amor intellectualist dei (πνευματική αγάπη του Θεού) ως το ανώτερο αγαθό για τον άνθρωπο. Εντούτοις, το ζήτημα είναι σύνθετο. Ο Θεός του Σπινόζα δεν έχει ελεύθερη βούληση, δεν έχει σκοπούς ή προθέσεις, και ο Σπινόζα επιμένει ότι «ούτε διανόηση ούτε θέληση έχουν να κάνουν με τη φύση του Θεού». Εξάλλου, ενώ εμείς μπορεί να αγαπάμε το Θεό, πρέπει να θυμόμαστε ότι ο Θεός δεν είναι πραγματικά το είδος του όντος που θα μπορούσε ποτέ να μας ανταγαπήσει. «Αυτός που αγαπά το Θεό δεν μπορεί να επιδιώκει σε αντάλλαγμα να τον αγαπήσει ο Θεός», λέει ο Σπινόζα.

Ο Στίβεν Νάντλερ υποστηρίζει ότι η απάντηση στο ζήτημα του αθεϊσμού ή πανθεϊσμού του Σπινόζα εξαρτάται από την ανάλυση των διαθέσεων. Αν ο πανθεϊσμός συνδέεται με τη θρησκευτικότητα, τότε ο Σπινόζα δεν είναι πανθεϊστής. Ο Σπινόζα πιστεύει ότι η σωστή στάση προς τον Θεό δεν είναι εκείνη της ευλάβειας ή του θρησκευτικού δέους αλλά, αντίθετα, εκείνη της αντικειμενικής μελέτης και λογικής, γιατί παίρνοντας τη θρησκευτική στάση αφήνεται ανοιχτό το ενδεχόμενο λάθους και δεισιδαιμονίας.

Ο Σπινόζα αντέδρασε στην καρτεσιανή δυαρχία αμφιβάλλοντας για τη ριζική αντίθεση πνεύματος και ύλης ή ψυχής και σώματος. Τούτη η αντίληψη προκαλούσε μέγιστες δυσκολίες σε ό,τι αφορούσε στην ερμηνεία της σύνδεσης πνεύματος-ψυχής, αλλά και της αλληλεπίδρασής τους. Για τον Σπινόζα σκέψη και σώμα (η διαφορά φύσης παραμένει, δηλαδή το ένα δεν ανάγεται στο άλλο - με αποτέλεσμα να αποτελεί μειωμένη ή ακόλουθη εκδοχή του πρώτου) εκφράζουν ταυτόχρονα μια κοινή υπόσταση. Έτσι όπως σε ένα κάτοπτρο τα σημεία της κυρτής και της κοίλης επιφάνειας δεν συνδέονται, αλλά βρίσκονται σε πλήρη αλληλοσυνάφεια, έτσι και η ψυχή και το σώμα δεν συνδέονται, αλλά αντιστοιχούν στις δύο επιφάνειες του κατόπτρου. Ούτε η ψυχή μπορεί να κινήσει το σώμα ούτε το σώμα την ψυχή: «Η ψυχή και το σώμα είναι ένα μόνο και το ίδιο πράγμα, εννοούμενο άλλοτε κάτω από το κατηγόρημα της Σκέψης και άλλοτε κάτω από το κατηγόρημα της Έκτασης [...]. Η απόφαση της ψυχής και η ορμή του σώματος είναι κατά τη φύση τους ταυτόχρονα, ή μάλλον είναι ένα και το ίδιο πράγμα που το ονομάζουμε απόφαση όταν το θεωρούμε κάτω από τo κατηγόρημα της Σκέψης και ορμή όταν το θεωρούμε κάτω από το κατηγόρημα της Έκτασης, και το εξηγούμε με τους νόμους της κίνησης και της αδράνειας».

Φαίνεται πως για τον Σπινόζα δεν υφίσταται το πρόβλημα της αλληλεπίδρασης σώματος και πνεύματος γιατί θεωρεί πως η ψυχή και το σώμα, η συνείδηση και ο χώρος, δεν είναι ουσίες ή υποστάσεις αλλά κατηγορήματα ή γνωρίσματα ή ιδιότητες μιας και ενιαίας ουσίας. Στο σύμπαν δεν μπορούν να υπάρχουν πολλές διαφορετικές ουσίες Ουσία (substantia) είναι μόνο ο Θεός που είναι ασύλληπτος από εμάς. Εμείς, ως πεπερασμένα όντα, μπορούμε να γνωρίσουμε μόνο πεπερασμένα πράγματα και αυτή η γνώση είναι η γνώση των τρόπων (modi) των κατηγορημάτων (attributa) της ουσίας. Στη θέση της παραδοσιακής διάκρισης μεταξύ ουσίας ή υπόστασης και ιδιότητας ή κατηγορήματος ο Σπινόζα διακρίνει μεταξύ ουσίας και τρόπου, ορίζοντας με έναν ιδιότυπο και ριζοσπαστικό ρόλο την έννοια του κατηγορήματος. Πολλοί μάλιστα συγκαιρινοί δυσκολεύτηκαν πολύ να κατανοήσουν πώς μια υπόσταση μπορεί να συνίσταται -στον ίδιο βαθμό- σε διαφορετικά κατηγορήματα καθώς για αυτούς θα έπρεπε να σχετίζεται μόνο με ένα ουσιαστικά. Οι διαφορετικοί καθορισμοί γινόντουσαν αντιληπτοί ως αντιφατικοί ή σε μια σχέση γενών και ειδών, όπου μόνο η βάθμωση εξασφάλιζε τη μη-αντίφαση. Ουσία είναι αυτό που «είναι μέσα στον εαυτό του και γίνεται αντιληπτό μέσα από τον εαυτό του». «Είναι μέσα στον εαυτό του» σημαίνει ότι είναι η αιτία του εαυτού του. Για παράδειγμα, το ότι το Α είναι μέσα στο Β σημαίνει ότι το Β είναι η αιτία, η εξήγηση της ύπαρξης του Α.

Με άλλα λόγια ο Θεός, ως η μόνη ουσία, είναι η ίδια αιτία της ύπαρξης του και αιτία για την ύπαρξη όλων των άλλων πραγμάτων. Ο Σπινόζα αντιλαμβάνεται τον Θεό ως «μια ουσία που συνίσταται σε άπειρα κατηγορήματα, καθένα από τα οποία εκφράζει αιώνια και άπειρη ουσία». Από αυτά τα κατηγορήματα ο πεπερασμένος ανθρώπινος νους μπορεί να συλλάβει μόνο δύο, την έκταση ή χώρο ή σώμα, και τη σκέψη ή πνεύμα Το κατηγόρημα είναι αυτό που η διάνοια μπορεί να αντιληφθεί ότι συγκροτεί την ουσία, αφού η ίδια η ουσία είναι γνωστικά απροσπέλαστη. Για παράδειγμα, το να πούμε ότι υπάρχουν δύο ιδιότητες ή κατηγορήματα (π.χ. Σκέψη και Έκταση, Θεός ή Φύση, Λόγος ή Αίτιο) σημαίνει ότι μπορούμε να γνωρίσουμε ταυτόχρονα μέσα από δύο διαφορετικές και μη συγκρίσιμες οπτικές γωνίες, που όμως συν-κλίνουν. Ο τρόπος, αντίθετα από την ουσία, για να υπάρξει, χρειάζεται να υπάρξει μέσα σε κάτι άλλο. Οι τρόποι είναι οι αντιληπτές σε μας φιγούρες με τις οποίες ο Θεός εμφανίζεται στα πράγματα. Ο άνθρωπος είναι ένας περιορισμένος τρόπος του Θεού που υπάρχει ταυτόχρονα στον Θεό τόσο ως τρόπος σκέψης όσο και ως τρόπος έκτασης. Κάθε τρόπος έκτασης είναι πανομοιότυπος με τον αντίστοιχο τρόπο σκέψης. Το ανθρώπινο πνεύμα και το ανθρώπινο σώμα είναι το ίδιο πράγμα ιδωμένο από διαφορετική σκοπιά, από τη σκοπιά των κατηγορημάτων της έκτασης και της σκέψης.

Ο Θεός και ο κόσμος είναι το ίδιο πράγμα. Ο κόσμος μας είναι Θεός ή Φύση. Η συγκεκριμένη θέση οδήγησε τον Σπινόζα στον πανθεϊσμό ή παμψυχισμό και δεν είναι παράξενο το γεγονός ότι στην εποχή του το όνομά του είχε γίνει συνώνυμο της αθεΐας.

Η ιδεώδης επιστήμη πρέπει να ερευνά τον κόσμο όχι στον συγκεκριμένο χωρόχρονο αλλά από τη σκοπιά της αιωνιότητας (sub specie aeternitatis). Έτσι βλέπει ο Θεός τον κόσμο και το ίδιο κάνουμε και εμείς στο βαθμό που μετέχουμε σε ένα απειροελάχιστο μέρος του θεϊκού νου. Η γνώση προέρχεται απαγωγικά από σαφείς και διακριτές ιδέες. Η αντικειμενική γνώση έχει μορφή μαθηματικής αλήθειας. Τα μαθηματικά δεν λειτουργούν με γενικές ιδέες που προσλαμβάνουμε μέσω των εμπειριών, αλλά με ορισμούς και έννοιες που αποδεικνύουν τις συνθήκες της αναγκαίας ύπαρξης, ενώ με την αυστηρή τους συλλογιστική προφυλάσσουν τη συνείδηση από τις διαστρεβλώσεις της φαντασίας και των συναισθημάτων στον τρόπο σύλληψης και ερμηνείας του κόσμου. Εδώ φαίνεται ότι η ηθική του Σπινόζα κυριαρχείται από τον γεωμετρικό τρόπο σκέψης καθώς επιθυμεί να αντιμετωπίσει τα ανθρώπινα πάθη σαν να είναι τρίγωνα και παραλληλόγραμμα.

Ο Σπινόζα αναγνωρίζει τρία είδη γνώσης με ιεραρχική δομή:

  • opinio: η συγκεχυμένη και ανεπαρκής γνώση, η οποία στηρίζεται στην εμπειρία.
  • ratio: είναι η κοινή γνώση βάσει της οποίας γνωρίζουμε τα χαρακτηριστικά αλλά όχι την ουσία των πραγμάτων.
  • scientia intuitiva (Ενόραση): γνώση των αιτιών των πραγμάτων, δηλαδή τη γνώση των ιδιοτήτων ή κατηγορημάτων του Θεού.


Δεν διατείνομαι μόνο ότι η αμαρτία δεν είναι τίποτε το θετικό, βεβαιώνω ότι μιλάμε και για άτομα με έναν καθαρά ανθρώπινο τρόπο όταν λέμε ότι αμαρτάνουμε απέναντι στον Θεό ή ότι οι άνθρωποι μπορεί να προσβάλλουν τον Θεό. 

Αλληλογραφία, Επιστολή 19 στον Blyenberg 

Ο Σπινόζα δεν αποδέχεται την τελεολογική αντίληψη για τη φύση. Θεωρεί πως η φύση έχει σκοπούς να πραγματώσει, αλλά όχι Τέλος, καθώς αυτό είναι μόνο μία ανθρωπομορφική προκατάληψη -ο Θεός ή Φύση ως ένας άνθρωπος που σιγά-σιγά φτιάχνει τον κόσμο όπως του αρέσει περιμένοντας την Τελική Τάξη που επιθυμούσε «εξ αρχής». Πιστεύει ότι δεν πρέπει να προεκτείνουμε στην ερμηνεία της φύσης τον τρόπο με τον οποίο κατανοούμε ψυχολογικά τον εαυτό μας και τις πράξεις μας. Σε μια τέτοια περίπτωση δεν βλέπουμε τη φύση, αλλά προβάλλουμε τον εαυτό μας στη φύση. Όπως είναι φυσικό, μια τέτοια αντίληψη ανατρέπει την ορθολογική σχέση αιτίας και αποτελέσματος που διέπει τη φύση. Από την αναγκαιότητα της ύπαρξης του Θεού ο Σπινόζα συλλαμβάνει έναν αιτιατά καθορισμένο κόσμο. Τα πάντα λειτουργούν μέσα από μια πολλαπλή αιτιατή σχέση και ο κόσμος καθίσταται σύστημα που ενυπάρχει στον εαυτό του και φέρει εγγενώς την αιτία της ύπαρξής του.

Από γέννησής τους οι άνθρωποι δε γνωρίζουν την αιτιότητα αλλά προσανατολίζονται στη γνώση αυτού που θεωρούν χρήσιμο και η αποκαλούμενη φυσική αρμονία και τάξη δεν μπορεί να σημαίνει κάτι περισσότερο από το ότι τα πράγματα μπορούν να συνυπάρχουν χωρίς αντιφάσεις. Οι ιδιότητες της ύλης δεν υφίστανται per se, αλλά συναρτώνται με τις δικές μας προσλήψεις παραστάσεων. Σύμφωνα με τον φιλόσοφο, ακόμη και οι απόλυτες αξίες (καλό και κακό) είναι σχετικές και εξαρτώνται από τις επιδιώξεις μας. Διατυπώνοντας μια σχετικά συγκινησιοκρατική θεωρία τονίζει, όπως και ο Τόμας Χομπς, ότι δεν «επιθυμούμε κάτι επειδή το θεωρούμε αγαθό αλλά, αντιθέτως, Θεωρούμε κάτι αγαθό επειδή το επιδιώκουμε, το επιθυμούμε, το θέλουμε, το ποθούμε διακαώς»

πηγή: βικιπαίδεια