Ο πόλεμος πάει καλά, κι οι σύντροφοι κάνουν το χρέος τους, μα ο άνθρωπος έχει μέσα του σκατά και δεν αλλάζει[1].
Σε αντίθεση με αυτό που συμβαίνει στα σύγχρονα μέσα μαζικής ενημέρωσης, στις Ακυβέρνητες Πολιτείες του Στρατή Τσίρκα καμία αφηγηματική πληροφορία δε μεταδίδουν φερέφωνα. Τα πολιτικώς χειραγωγημένα πρόσωπα έχουνε λόγο, αλλά δεν έχουν ποτέ το ρόλο του πληροφοριοδότη. Σε κανέναν από τους τρεις τόμους του έργου δε μαθαίνουμε νέα από το Ανθρωπάκι -έρμαιο της "αριστερής" ιδεολογίας και μαριονέτα του κόμματος- ούτε από τον Πήτερ, ούτε από τους πράκτορες Μερτάκηδες.
Σε αντίθεση με αυτό που συμβαίνει στα σύγχρονα μέσα μαζικής ενημέρωσης, στις Ακυβέρνητες Πολιτείες του Στρατή Τσίρκα καμία αφηγηματική πληροφορία δε μεταδίδουν φερέφωνα. Τα πολιτικώς χειραγωγημένα πρόσωπα έχουνε λόγο, αλλά δεν έχουν ποτέ το ρόλο του πληροφοριοδότη. Σε κανέναν από τους τρεις τόμους του έργου δε μαθαίνουμε νέα από το Ανθρωπάκι -έρμαιο της "αριστερής" ιδεολογίας και μαριονέτα του κόμματος- ούτε από τον Πήτερ, ούτε από τους πράκτορες Μερτάκηδες.
Τη διαφώτιση του αναγνώστη και την προώθηση της δράσης επωμίζονται ο Μάνος -μοναδικό πρόσωπο που αναλαμβάνει το ρόλο του αφηγητή και στους τρεις τόμους-, η μητρική φιγούρα της Αριάγνης ή έστω ο Ρούμπυ, προσωπικότητα αμφιλεγόμενη, τόσο λόγω των πολιτικών του θέσεων όσο και λόγω της ομοφυλοφιλίας του.
Η δράση τοποθετείται στην καρδιά του Β' Παγκοσμίου Πολέμου στις πολιτείες της Μέσης Ανατολής, αλλά είναι τόσο πολυσχιδής και λαβυρινθώδης που δεν έχει νόημα να γίνει λόγος γι' αυτήν. Καμία περίληψη δε θα μπορούσε να την περιλάβει και κανένας σχολιασμός δε θα τη σχολίαζε αρκετά σχολαστικά. Ο ρεαλισμός συνυπάρχει με το λυρισμό, οι αφηγητές είναι πολλαπλοί. Ο λόγος δίνεται στα πρόσωπα που υπηρετούν το αξιακό σύστημα του μυθιστορήματος. Οι υπόλοιποι ήρωες αποτελούν αντικατοπτρισμούς ή παραμορφωτικές μορφές τους.
Η δράση τοποθετείται στην καρδιά του Β' Παγκοσμίου Πολέμου στις πολιτείες της Μέσης Ανατολής, αλλά είναι τόσο πολυσχιδής και λαβυρινθώδης που δεν έχει νόημα να γίνει λόγος γι' αυτήν. Καμία περίληψη δε θα μπορούσε να την περιλάβει και κανένας σχολιασμός δε θα τη σχολίαζε αρκετά σχολαστικά. Ο ρεαλισμός συνυπάρχει με το λυρισμό, οι αφηγητές είναι πολλαπλοί. Ο λόγος δίνεται στα πρόσωπα που υπηρετούν το αξιακό σύστημα του μυθιστορήματος. Οι υπόλοιποι ήρωες αποτελούν αντικατοπτρισμούς ή παραμορφωτικές μορφές τους.
Ο Στρατής Τσίρκας στις Ακυβέρνητες Πολιτείες κατέγραψε την ανάγκη του ελεύθερου ανθρώπου να διαβρώνει τις ιδεολογίες για τις οποίες πολεμά. Με τη σκέψη, τη γραφή, την αμφισβήτηση. Οι ήρωες, όταν είναι ελεύθεροι, αναζητούν την πίστη στην αμφιβολία. Η κρίση ενδυναμώνει την πίστη τους και όχι η υποταγή. Έχουνε πάθη: το πάθος της ελευθερίας και το πάθος του έρωτα. Δεν είναι υπόδουλοι οι ίδιοι, αλλά είναι υπόδουλα τα πρόσωπα που τους περιβάλλουν σαν αρνητικά φορτισμένα ηλεκτρόνια. Οι ελεύθεροι παραμένουν ακυβέρνητοι. Διλημματίζονται -δράση ή τέχνη, φιλία ή δόγμα, ιδεολογία ή ουμανισμός;- και η απάντηση δεν είναι δεδομένη.
Αγαπούν τη ζωή που έρχεται, αλλά νοσταλγούν κι αυτήν που χάνεται, τις κουβέντες στους μαχαλάδες και τα καφενεία, τα χαμόσπιτα, το άρωμα της γαζίας.
Κι αφού ζητάς και τα πιο δύσκολα, να τι περιμένω να μου εξηγήσεις. Θα στο περιγράψω όπως το νιώθω και κάνε μέσα στο μυαλό σου εσύ το περιδιάγραμμά του: Στο σπίτι μας είχαμε μια γαζία, κατσιάρικη, με κάτι κίτρινα κουμπάκια που ξέφτιζαν μόλις φύσαγε, δεν ποτιζόταν ταχτικά. Την πήρε κι αυτή ο βομβαρδισμός. Λοιπόν, όποτε ονειρεύουμαι πώς θα ναι τα πράγματα σα θα γυρίσουμε, όλο η γαζία έρχεται μπρος μου. Θέλω το καμαράκι με τ' ασουβάντιστα ντουβάρια, τα πορτοπαράθυρα που δε σφαλλούσαν καλά και κατέβαζαν σφάχτη το χειμώνα και... τη γαζία. Έλα τώρα που μόνοι μας λέμε πως θα φτάξουμε έναν κόσμο καλύτερο, χωρίς αδικίες και εκμετάλλευση: Ωραία. Μα τότες εγώ, ο Βασίλης δε θα κάθουμαι πια σε χαμόσπιτο, αφού θα τα καταργήσουμε είπαμε και θα χτίσουμε πολυκατοικίες για την αργατιά, με φως, με νερό και ανέσεις. Κι η γαζία[2];
Ακόμη κι όταν οι ήρωες είναι σίγουροι για τον αγώνα τους, ο αφηγητής πίσω από τις βεβαιότητες αναρωτιέται:
Ένας άνθρωπος μπορεί να είναι ολόψυχα δοσμένος σε μια ιδέα, ευγενικιά και δίκια, να ζει και ν' ανασαίνει για κείνη και μόνο για κείνη, κι ωστόσο να ξεγελάει τον εαυτό του. Κάπου μέσα του, ένας άλλος, δε σταματάει ποτέ να ονειρεύεται και να υπολογίζει, να χαίρεται και να πονάει, ανεξάρτητα, σχεδόν κρυφά από κείνο, τον ιδεολόγο[3].
Κι αφού ζητάς και τα πιο δύσκολα, να τι περιμένω να μου εξηγήσεις. Θα στο περιγράψω όπως το νιώθω και κάνε μέσα στο μυαλό σου εσύ το περιδιάγραμμά του: Στο σπίτι μας είχαμε μια γαζία, κατσιάρικη, με κάτι κίτρινα κουμπάκια που ξέφτιζαν μόλις φύσαγε, δεν ποτιζόταν ταχτικά. Την πήρε κι αυτή ο βομβαρδισμός. Λοιπόν, όποτε ονειρεύουμαι πώς θα ναι τα πράγματα σα θα γυρίσουμε, όλο η γαζία έρχεται μπρος μου. Θέλω το καμαράκι με τ' ασουβάντιστα ντουβάρια, τα πορτοπαράθυρα που δε σφαλλούσαν καλά και κατέβαζαν σφάχτη το χειμώνα και... τη γαζία. Έλα τώρα που μόνοι μας λέμε πως θα φτάξουμε έναν κόσμο καλύτερο, χωρίς αδικίες και εκμετάλλευση: Ωραία. Μα τότες εγώ, ο Βασίλης δε θα κάθουμαι πια σε χαμόσπιτο, αφού θα τα καταργήσουμε είπαμε και θα χτίσουμε πολυκατοικίες για την αργατιά, με φως, με νερό και ανέσεις. Κι η γαζία[2];
Ακόμη κι όταν οι ήρωες είναι σίγουροι για τον αγώνα τους, ο αφηγητής πίσω από τις βεβαιότητες αναρωτιέται:
Στις Ακυβέρνητες Πολιτείες, μέσω ενός αντιήρωα, κι αυτός είναι το Ανθρωπάκι, καταγγέλλεται ο παρεμβατισμός της εξουσίας στο πνεύμα και τις ψυχές, ο βιασμός και η αλλοτρίωση της συνείδησης, ο φανατισμός του δόγματος, η υποκρισία, η κενολογία. Ίσως το Ανθρωπάκι να υπήρξα κι εγώ, στοχάζεται ο Τσίρκας στο ημερολόγιο των Ακυβέρνητων Πολιτειών, ενώ στα εισαγωγικά σημειώματα του κάθε τόμου τονίζει πως το έργο δεν είναι αυτοβιογραφικό, δεν είναι ιστορικό μυθιστόρημα, και πως ο ίδιος κακώς ταυτίζεται με τον Μάνο.
Αν δεν πρόκειται λοιπόν για χρονικό, για τι πρόκειται; Έργο κριτικής ενός αγώνα; Έργο αυτοκριτικής; Οι Ακυβέρνητες Πολιτείες αποτελούν μια μελέτη της αβύσσου που ζει ο κάθε άνθρωπος, ιδεολόγος και μη. Μια άβυσσος γεμάτη από προδοσίες, διπλοπαιχνίδια και αυταπάτες.
Γεροσόλυμα, Κάιρο, Αλεξάντρεια, είπε. Μεσ' στις μεγάλες πολιτείες της Ανατολής τριγυρνάμε, δίνουμε ραντεβού, ξαναχωρίζουμε, κι από πάνω μας το ίδιο φεγγάρι. Μας κυνηγάει σα να μας μάχεται. Τουρισμό κάνουμε, σύντροφε, κι ο λαός το πληρώνει με δάκρια[4].
[1] Στρατή Τσίρκα, Ακυβέρνητες Πολιτείες, Αριάγνη, Αθήνα, Κέδρος 1995.
[2], [3] Στρατή Τσίρκα, Ακυβέρνητες Πολιτείες, Η Λέσχη, Αθήνα, Κέδρος 1995.
[4] Στρατή Τσίρκα, Ακυβέρνητες Πολιτείες, Η Νυχτερίδα, Αθήνα, Κέδρος 1995.
Αν δεν πρόκειται λοιπόν για χρονικό, για τι πρόκειται; Έργο κριτικής ενός αγώνα; Έργο αυτοκριτικής; Οι Ακυβέρνητες Πολιτείες αποτελούν μια μελέτη της αβύσσου που ζει ο κάθε άνθρωπος, ιδεολόγος και μη. Μια άβυσσος γεμάτη από προδοσίες, διπλοπαιχνίδια και αυταπάτες.
Γεροσόλυμα, Κάιρο, Αλεξάντρεια, είπε. Μεσ' στις μεγάλες πολιτείες της Ανατολής τριγυρνάμε, δίνουμε ραντεβού, ξαναχωρίζουμε, κι από πάνω μας το ίδιο φεγγάρι. Μας κυνηγάει σα να μας μάχεται. Τουρισμό κάνουμε, σύντροφε, κι ο λαός το πληρώνει με δάκρια[4].
***
[1] Στρατή Τσίρκα, Ακυβέρνητες Πολιτείες, Αριάγνη, Αθήνα, Κέδρος 1995.
[2], [3] Στρατή Τσίρκα, Ακυβέρνητες Πολιτείες, Η Λέσχη, Αθήνα, Κέδρος 1995.
[4] Στρατή Τσίρκα, Ακυβέρνητες Πολιτείες, Η Νυχτερίδα, Αθήνα, Κέδρος 1995.
πηγή: odaimontislogotexnias