ΕΤΙΚΕΤΕΣ

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΑΡΕΤΗΣ ΣΤΟΝ ΣΩΚΡΑΤΗ

Αποτέλεσμα εικόνας για ΑΡΕΤΉ ΚΑΙ ΣΩΚΡΑΤΗΣ


Η έννοια της «ἀρετῆς» και οι νοηματικές της αποχρώσεις:

Η σημασιολογική προσέγγιση του αρχαιοελληνικού «βίου» περιελάμβανε την ισορροπία μεταξύ του ιδιωτικού και του δημοσίου βίου των ανθρώπων, και μάλιστα των ελευθέρων πολιτών. Ως μέσον για την επίτευξη του «ἀρίστου βίου» θεωρούνταν η κατάκτηση της «ἀρετῆς». Ακόμη, είναι αναμφισβήτητο το γεγονός ότι η έννοια της «ἀρετῆς» εξελίχθηκε στην αρχαιότητα παράλληλα με τις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις που διαμόρφωσαν την εικόνα της αρχαίας ελληνικής – πόλης κράτους. Συγκεκριμένα, στον Όμηρο η αρετή δηλώνει την ιδιότητα του «αριστοκράτη» και ταυτίζεται με τη σωματική δύναμη και την τόλμη. Ταυτίζεται δηλαδή με την ικανότητα του «ἐπιτελεῖν ἀριστείας» και του «λέγειν καί πράττειν». Στη συνέχεια, εξελίσσεται σε πνευματική ιδιότητα (σοφία), καθώς διευρύνεται η δημοκρατία στην αρχαία ελληνική πόλη-κράτος και η εξέλιξη της αρετής σε πολιτική ιδιότητα η οποία πλέον σήμαινε την ιδιότητα του καλού πολίτη και του καλού πολιτικού. Σύμφωνα μάλιστα με τον κορυφαίο – ίσως – σοφιστή Πρωταγόρα, η έννοια της αρετής εξελίχθηκε στην ιδιότητα του καλού πολίτη και του καλού πολιτικού με τον όρο «εὐβουλία». Στον Πλάτωνα πλέον η έννοια αποκτά αμιγώς ηθικό περιεχόμενο. Κατά τον Πλάτωνα, η έννοια της «αρετής» στο φιλοσοφικό διάλογο «Πρωταγόρας», ταυτίζεται με εκείνη της «πολιτικής αρετής», ώστε οι άνθρωποι αποκτώντας την να οδηγηθούν στον άριστο βίο.»2″ Κατά την Αριστοτελική φιλοσοφία – και συγκεκριμένα στα Ηθικά/Νικομάχεια – η έννοια της «ἀρετῆς» σήμαινε την πιο καλή κατάσταση του κάθε πράγματος, όπως για παράδειγμα η αρετή του ματιού, η αρετή του ίππου και ούτω καθ’ εξής («Ἀεί δέ μή μόνον οὕτως εἰπεῖν, … ἐάν θεωρήσωμεν ποία τίς ἔστιν ἡ φύσις αὐτῆς»).’2′ Η αρετή επομένως, θεωρείται ως η πιο βασική αξιολογική έννοια για τους αρχαίους Έλληνες. Και τούτο διότι η λέξη αυτή δηλώνει τη γενική αξιολογική ποιότητα ενός ανθρώπου, την αξία και αξιοσύνη του. Την αξία αυτή έδινε στην αρχή η ανδρεία, η αντρειοσύνη. Αυτό συνέβαινε σε μία εποχή που κυριαρχούσε το ηρωικό ιδεώδες και οι πολεμικές συγκρούσεις ήταν το πιο συχνό φαινόμενο. Αργότερα, η έννοια της «άρετής» σήμαινε τη γενναιότητα, την αξιοσύνη, που κερδιζόταν με κάθε είδους ικανότητα και επίδοση. Τέλος, η αρετή σήμαινε την ηθική ποιότητα, γνώρισμα του χαρακτήρα, που έχει ηθική αξία. Σαν ηθική ποιότητα η αρετή έπαιρνε πολλές όψεις, περιλάμβανε πολλά είδη. Εκτός από την ανδρεία, αρετές ήταν η ευσέβεια, η δικαιοσύνη, η σωφροσύνη και άλλες παρεμφερείς έννοιες.


Η Σωκρατική διδασκαλία περί «ἀγαθοῦ» και «ἀρετῆς»:

Ο Σωκράτης πρώτος ένιωσε την ανάγκη να προσδιορίσει το περιεχόμενο κάθε αρετής. Διαπίστωσε ότι όλοι μιλούσαν για αρετές, χωρίς να εξετάζουν σε τι συνίσταται η καθεμιά, τι είναι στην ουσία τους. Για όλους σχεδόν οι αρετές ήταν έννοιες ευκολονόητες και δεν χρειάζονταν κάποια ιδιαίτερη ανάλυση. Κατά τον Σωκράτη δεν μπορεί κανείς να είναι ενάρετος, αν δεν γνωρίζει «τί ἐστίν ἀρετή», αν δεν την αποσαφηνίσει στο μυαλό του, αν δεν συνειδητοποιήσει το περιεχόμενο ή τα στοιχεία της. Αποτέλεσμα μιας τέτοιας συνειδητοποίησης είναι και η απόκτηση της αρετής. Με άλλα λόγια, η «ἀρετή» είναι γνώση, αποκτάται δηλαδή μέσω της γνώσεως. Αν κάποιος θεωρείται από την κοινή γνώμη ως «ενάρετος», δεν μπορεί να θεωρηθεί πραγματικά ενάρετος, αν δεν γνωρίζει τι είναι η αρετή και αν δεν ο ίδιος δεν είναι σε θέση να την προσδιορίσει λογικά, αν δεν την κατέχει γνωσιολογικά. Διότι επί παραδείγματι, μπορεί κάποιος να είναι ανδρείος ή δίκαιος. Αν αγνοεί όμως τι είναι ανδρεία ή δικαιοσύνη, αυτό τού αφαιρεί ένα σημαντικό μέρος από την αξία του και την αρετή του. Η αρετή πρέπει να είναι συνειδητή ιδιότητα του καθενός, όχι μία τυφλή συνήθεια. Επομένως, κατά τον Σωκράτη όλοι θα έπρεπε να γίνουν φιλόσοφοι και να εξετάζουν το πρόβλημα της αρετής, να μιλούν δηλαδή γι’ αυτή στις καθημερινές τους συζητήσεις.

Αριστοτελική προσέγγιση του φιλοσοφικού όρου περί «ἀρετῆς»:

Ο Αριστοτέλης εξάλλου υπήρξε ένας έτερος φιλόσοφος που προσπάθησε να προσδιορίσει την ουσία της ηθικής αρετής. Στηρίχτηκε κι αυτός σε ο,τιδήποτε χαρακτηρίζεται ως «άρετή» σύμφωνα με την κοινωνική συνείδηση, στις γνωστές πατροπαράδοτες αρετές, τις κοινωνικά αποδεκτές. Έκανε τη διαπίστωση ότι οι αρετές αυτές είναι καταστάσεις ή ορθότερα ανθρώπινες ενέργειες που βρίσκονται ανάμεσα στην έλλειψη και την υπερβολή, είναι μεσότητες, πράξεις που δεν ξεφεύγουν από το μέτρο που έχει ορίσει ο σώφρων άνθρωπος. Η ανδρεία, για παράδειγμα, βρίσκεται ανάμεσα στη δειλία και τη θρασύτητα, η σωφροσύνη είναι μια μετρημένη απόλαυση, απέχει τόσο από την αναισθησία απέναντι στην ηδονή, όσο και από την ακολασία, την υποδούλωση στις ηδονές. Κατά τον Αριστοτέλη, δεν αρκεί να γνωρίζει κανείς ότι η αρετή είναι μεσότητα. Ο άνθρωπος είναι ανάγκη να κάνει προσπάθεια και να αποφεύγει τα άκρα. Η «άρετή» χρειάζεται να εμπεδωθεί, είναι θέμα ηθικού αγώνα και άσκησης, όχι απλής γνώσης, όπως υποστήριζε ο Σωκράτης. Γενικότερα, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι οι αρχαίοι θεωρούσαν δύσκολη την αρετή, την έβλεπαν σαν καρπό προσωπικού αγώνα και καθημερινής, αδιάκοπης προσπάθειας. «Μπροστά στην αρετή οι θεοί βάλανε τον ιδρώτα», ανέφερε ο Ησίοδος,»4″ ενώ η αρετή χαρακτηρίζεται ως «πολύμοχθος». Εύκολη είναι μόνο η κακία, όπως λέγεται στον μύθο. Τη συγκεκριμένη ιστορία διασώζει ο σοφιστής Πρόδικος για την Αρετή και την Κακία, τις οποίες ο μύθος αναφέρει πως συνάντησε ο Ηρακλής στο δρόμο του.»5″

Προσωκρατικοί φιλόσοφοι και Σοφιστές:

Πριν από τον Σωκράτη και τον Αριστοτέλη, ασχολήθηκαν με τον ορισμό της έννοιας της «ἀρετῆς» και οι Σοφιστές. Αυτοί δεν ενδιαφέρθηκαν τόσο για την ηθική αρετή. Αντιλαμβάνονταν την αρετή περισσότερο σαν ικανότητα που οδηγεί στην επιτυχία, σαν κάτι που δείχνει την αξία του ατόμου. Η αξία όμως αυτή δεν έχει σχέση με την ηθική. Η αρετή θα μπορούσε – κατά τους Σοφιστές – να είναι μια αξιολογική ιδιότητα που είναι χαρακτηριστική για κάθε άνθρωπο, ανάλογα με το φύλο του, την κοινωνική του θέση, την ηλικία του και άλλους συναφείς παράγοντες. Τη χαρακτηριστική αυτή ιδιότητα την απαιτεί η κοινότητα. Γενικότερα οι σοφιστές υποστήριζαν στη διδασκαλία τους ότι όλοι αναγνωρίζουν πως άλλη είναι η αρετή του ανδρός, που πρέπει να είναι κυρίαρχος μέσα στο σπίτι του, και άλλη η αρετή της γυναίκας (αυτή πρέπει να φροντίζει το σπίτι και να υπακούει στον άντρα), άλλη είναι η αρετή του ελεύθερου και άλλη του δούλου, άλλη του ενήλικου και άλλη του μικρού παιδιού -6- . Οι Σοφιστές θεωρούσαν ως σχετική την έννοια της αρετής, κι αυτό συντελούσε στη σύγχυση και την κρίση των ηθικών αξιών, που είχαν στηρίγματα στην παράδοση. Αυτό απασχόλησε ιδιαίτερα τον Αριστοφάνη (όπως προκύπτει άλλωστε και μέσα από τις κωμωδίες του), ενώ ο Σωκράτης -όπως άλλωστε και ο μαθητής του ο Πλάτωνας και ο μαθητής αυτού ο Αριστοτέλης- αντιπαρατάχθηκε στους Σοφιστές με άλλο τρόπο. Προσπάθησε δηλαδή να κατανοήσει την ουσία της αρετής και να εντοπίσει τα σταθερά της στοιχεία. Τα τελευταία είναι αυτά που αποδεικνύουν ότι η αρετή είναι ίδια για όλους τους ανθρώπους και ισχύει διαχρονικά σε όλες τις εποχές. 

Η αρετή είναι κάτι το σταθερό κι αμετάβλητο, μία αξία που ισχύει διαχρονικά (κατά τον Πλάτωνα μάλιστα θεωρείται ως μία αιώνια ιδέα του υπερκόσμιου). Το θέμα βεβαίως είναι το εάν γνωρίζουν οι άνθρωποι την αρετή κι εάν προσπαθούν να την κάνουν κτήμα τους. Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν στις ηθικές αξίες. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχαν και αρνητές των αξιών αυτών, ότι δεν υπήρχαν δηλαδή άνθρωποι συνειδητά ανήθικοι και ανέντιμοι (και ίσως μάλιστα οι αρχαίοι Έλληνες να μην ήταν πιο ηθικοί και πιο έντιμοι από τους συγχρόνους). Άλλοι είχαν μια δική τους αντίληψη για την ηθική. Σύμφωνα με τον Καλλικλή – επί παραδείγματι – την ηθική φτιάχνουν οι αδύνατοι και με τους ηθικούς κανόνες τους αποβλέπουν στο να δαμάσουν τους δυνατούς. Ο,τιδήποτε δεν μπορούν να το απολαύσουν ή να το κατακτήσουν, το χαρακτηρίζουν κακό και απαγορευμένο, ακριβώς γιατί το αποκτούν και το απολαύουν οι δυνατοί. Η εγκράτεια είναι αρετή των αδυνάτων και των αρρώστων (μία τέτοια άποψη άλλωστε αποδίδεται και στον «Υπεράνθρωπο» του Νίτσε). Την υποστήριξε όμως ήδη από την αρχαιότητα ο Καλλικλής που υπήρξε και μαθητής του ρήτορα Γοργία. Μια ιδιότυπη στάση απέναντι στις αρετές πήρε ο Επίκουρος. Αυτός αφαίρεσε κάθε μεταφυσική ιδιότητα από τις αρετές. Οι αρετές υπηρετούν την αταραξία, την ψυχική γαλήνη, ακόμα και το αμοιβαίο συμφέρον των ανθρώπων. Η δικαιοσύνη, για παράδειγμα, δεν είναι παρά συμφωνία ανάμεσα στους ανθρώπους να μην προξενούν «ζημία» ο ένας τον άλλον. Και αν κάποιος είναι δίκαιος, αυτό το κάνει γιατί, αν διαπράξει αδικία, θα κατέχεται από ένα συνεχή φόβο μήπως συλληφθεί από τα όργανα της πολιτείας και τιμωρηθεί. Η αδικία είναι κάτι κακό, κυρίως γιατί διώχνει από μέσα μας την ψυχική μας ηρεμία, που είναι το ανώτατο αγαθό, και όχι γιατί ζημιώνει τους άλλους. Κατά τον Επίκουρο, όλες οι αρετές είναι εσωτερικά συνυφασμένες με το «ἡδέως» -δηλαδή «ἀταράχως«- ζῆν. Αυτή όμως ήταν μόνο άποψη του Επικούρου.

Κοινωνιολογική προσέγγιση του όρου «άρετή»:

Οι αρχαίοι Έλληνες κατά γενική ομολογία δέχονταν και την κοινωνική αναγκαιότητα της αρετής. Η δικαιοσύνη παραδείγματος χάριν είναι αρετή, γιατί εμποδίζει το να βλάπτονται οι άλλοι. Από την άλλη πλευρά, ο ηθικός νόμος από τους ποιητές παρουσιάζεται και σαν κάτι που απορρέει από το θεό, από τον Δία. Και πάλι όμως πρέπει να τονισθεί ότι οι αρετές δεν είχαν μόνο ηθική σημασία κατά τους Αρχαίους. Αρετή σημαίνει επίσης «ανδρεία», «αριστοκρατική καταγωγή», «αξία», «ικανότητα», «προσόν» ή οποιαδήποτε άλλη αξιολογική ιδιότητα. Οι Αρχαίοι μιλούσαν ακόμα και για «αρετή της γης», εννοώντας την αποδοτικότητα και ευφορία του εδάφους, για αρετή του ύδατος, για την καλή ποιότητα του νερού, και άλλες παρεμφερείς έννοιες.

Ο Αριστοτέλης δίπλα στις ηθικές αρετές τοποθετεί και τις διανοητικές αρετές (και ειδικότερα τη σοφία, τη φρόνηση και τη σύνεση). Ο Σωκράτης έκανε λόγο και για την έννοια της πολιτικής αρετής – όπως ήδη προαναφέρθηκε – κατά τον Πλάτωνα. Πιθανότατα όμως για πολιτική αρετή μίλησε πρώτος ο Πρωταγόρας ο οποίος κάτω από την αρετή αυτή εννοούσε την ικανότητα ενός πολίτη να μιλά «για τα θέματα της πόλεως» και να τα χειρίζεται εύστοχα και δυναμικά, όταν εκλέγεται ως άρχων. Για τον πλατωνικό Σωκράτη πολιτική αρετή είναι κυρίως η δικαιοσύνη και η συμμόρφωση του πολίτη στους νόμους της πολιτείας, είτε βρίσκεται στη θέση του «άρχοντος» είτε του «αρχομένου». Κατά τον Πλάτωνα, ο Σωκράτης διέκρινε τη διαφοροποίηση ανάμεσα στην ανθρώπινη και την πολιτική αρετή- -. Η ανθρώπινη αρετή θεωρούσε ότι αφορά τον άνθρωπο ως άτομο, το άτομο καθεαυτό, έξω από κοινωνικές σχέσεις και συναρτήσεις. Είναι δύσκολο να γίνει κατανοητή στη σύγχρονη εποχή η έννοια του ανθρώπου αποκομμένη από τέτοιου είδους συναρτήσεις.

Σύγκριση Σωκράτους και Σοφιστών:

Κυρίαρχο στοιχείο της φιλοσοφίας είναι – και πρέπει να είναι – η αμφισβήτηση. Άπαξ και τα πρώτα της βήματα θεωρούνται πλέον ως ξεπερασμένα (διότι πραγματοποιήθηκαν κατά το παρελθόν), κάθε καινούρια εξέλιξη αντιπροσωπεύει συνήθως μια αντίδραση στην προηγούμενη διανόηση. Αυτό αληθεύει για τους σημαντικότερους Έλληνες φιλοσόφους και συγκεκριμένα για τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Η αντίδραση όμως και η στροφή προς τον ανθρωποκεντρισμό, συνδυάζεται με την άνοδο μιας νέας τάξης, εκείνης των Σοφιστών. Συχνά τονίζεται ότι οι Σοφιστές δεν αποτελούσαν χωριστή φιλοσοφική σχολή, αλλά μάλλον επαγγελματική τάξη. Αποκτούσαν τα «πρός τό ζην» χάρη στην αέναη διάθεσή τους για καθοδήγηση σε πρακτικά θέματα. Η διάθεση αυτή παρουσιάστηκε εκείνη την εποχή εξαιτίας των ήδη προαναφερθέντων λόγων: εξαιτίας των αυξανόμενων δηλαδή ευκαιριών να συμμετάσχει κανείς στην πολιτική δράση, στην αναπτυσσόμενη δυσαρέσκεια προς τους φυσικούς φιλοσόφους και (θα μπορούσε επίσης να προστεθεί) κατά ενός αυξανομένου σκεπτικισμού απέναντι στο κύρος της παραδοσιακής θρησκευτικής διδασκαλίας· στην τελευταία συμπεριλαμβάνονται και οι απροκάλυπτα ανθρωπομορφικές αναπαραστάσεις των θεών. Ο όρος «σοφιστής» (που παραπέμπει στον «επί του πρακτέου» διδάσκαλο της σοφίας) δεν είχε ως τότε καθόλου αρνητική σημασία. Ήταν πράγματι η λέξη που χρησιμοποιούσαν έως εκείνη τη χρονική περίοδο για τους επτά σοφούς της αρχαιο­ελληνικής παράδοσης (Θαλής ο Μιλήσιος, Πιττακός ο Μυτιληναίος, Βίας ο Πριηνεύς, Κλεόβουλος ο Ρόδιος, Σόλων ο Αθηναίος Περίανδρος ο Κορίνθιος, και Χίλων ο Λακεδαιμόνιος). Η αμφισβήτηση προς το πρόσωπο και την ιδιότητα των Σοφιστών πραγματοποιήθηκε – ουσιαστικά – από το Σωκράτη τον 5ο αιώνα π.Χ. ο οποίος τους αποκαλούσε ως «δοκισισόφους» (= αυτούς που νόμιζαν ή και φαίνονταν αλλά δεν ήταν πράγματι σοφοί) και έδωσε στη λέξη την αρνητική νοηματική απόχρωση που έχει έκτοτε. Αν και δεν μπορεί κανείς να θεωρήσει τους Σοφιστές ως χωριστή και ενιαία μεταξύ τους φιλοσοφική σχολή, είχαν κάποια συγκεκριμένα κοινά σημεία. Ένα από αυτά ήταν η κατ’ ουσίαν πρακτική φύση της διδασκαλίας τους· ως τέτοια άλλωστε παρουσίαζαν τη διδασκαλία της αρετής. Αναφέρθηκαν λοιπόν οι ποικίλες σημασιακές αποχρώσεις αυτής της λέξης ανά τους αιώνες και τα διάφορα φιλοσοφικά ρεύματα που υπήρξαν. Η πρακτική της σημασία όμως φαίνεται καθαρά μέσα από την ιστορία του Σοφιστή Ιππία ο οποίος, προκειμένου να διαφημίσει κατά κάποιο τρόπο ζωντανό τις δυνατότητες του, παρουσιάστηκε στους Ολυμπιακούς αγώνες να φορεί μόνον ό,τι είχε ο ίδιος κατασκευάσει, μέχρι και το δαχτυλίδι του. 

Κατά δεύτερο λόγο, οι Σοφιστές συμμερίζονταν κάτι που μπορεί επιτυχέστερα να ονομαστεί ως φιλοσοφική «στασις», συγκεκριμένα έναν κοινό σκεπτικισμό, μία έλλειψη δηλαδή εμπιστοσύνης στη δυνατότητα της απόλυτης γνώσης. Αυτό ήταν φυσική συνέπεια του αδιεξόδου στο οποίο, ως φαίνεται, είχε φτάσει πλέον κατά τον 5ο αιώνα π.Χ. η επονομαζόμενη φυσική φιλοσοφία (δηλαδή η οντολογία/γνωσιολογία η οποία αναζητούσε τις αρχές που διέπουν τη δημιουργία και τη δομή του κόσμου). Σύμφωνα λοιπόν με τις κυρίαρχες αντιλήψεις της συγκεκριμένης εποχής, η γνώση εθεωρείτο ότι εξαρτάται από δύο πράγματα: i). την κατοχή ικανοτήτων, που μπορούν να οδηγήσουν τους ανθρώπους σε επαφή με την πραγματικότητα, και ii). την ύπαρξη μιας σταθερής πραγματικότητας που οι άνθρωποι αισθάνονται την έμφυτη ανάγκη να γνωρίσουν. Ως όργανα της γνώσης οι αισθήσεις είχαν αντιμετωπίσει τώρα πια τον αυστηρό σκεπτικισμό, και τίποτε άλλο δεν είχε ως τώρα μπει στη θέση τους. Και η πίστη στην ενότητα και τη σταθερότητα του Σύμπαντος είχε υπονομευθεί, χωρίς ακόμα να έχει αναδυθεί η άποψη ότι μπορεί να υφίσταται μια μόνιμη και προσιτή στη γνώση πραγματικότητα έξω και πέρα από τον φυσικό κόσμο. Αυτή τη φιλοσοφική άποψη θα καταθέσει ο Σωκράτης και μετά από αυτόν θα επιχειρήσει να αναπτύξει και να υποστηρίξει με τη φιλοσοφική του θεωρία «Περί των Ιδεών» ο μαθητής του ο Πλάτωνας.

Η φιλοσοφική σχέση μεταξύ Σωκράτους και Πλάτωνα:

O Σωκράτης είναι ο σπουδαιότερος φιλόσοφος που έθετε ερωτήματα στην ιστορία της ηθικής φιλοσοφίας, ένας «αιώνιος ερωτητής» κατά τον Pierre Hadot –. Διότι κυρίως έθετε ερωτήματα, παρά έδινε απαντήσεις. Αρκετοί σύγχρονοι ηθικοί φιλόσοφοι αρχίζουν την προβληματική τους στην κανονιστική ηθική, τη μετα-ηθική και την εφαρμοσμένη ηθική, θέτοντας και πάλι τα ριζικά ερωτήματα του Σωκράτη. H φιλοσοφική του έγνοια για το «τί έστίν» κάθε πράγματος, κάθε έννοιας και οποιασδήποτε αρετής (ανάλογο με το «διότι» του Αριστοτέλη στον χώρο της επιστήμης πλέον και όχι της φιλοσοφίας) κληροδοτήθηκε από τον Σωκράτη στην ανθρωπότητα ως θεμελιακή αφετηρία της φιλοσοφίας. Και η αγωνία του για το «πώς βιωτέον έστίν» καθώς επίσης «δντινα τρόπον γρή ζην» αποτέλεσαν τα καταστατικά προβλήματα τόσο της ηθικής φιλοσοφίας όσο και της ηθικής πράξης.-9-

Πλάτωνος Έργα:

Τα έργα του Πλάτωνα ανέρχονται στο σύνολό τους σε 36 τον αριθμό. Και όλα, εκτός από την Απολογία, διαλογικά. Στον Πλάτωνα αποδίδονται και 13 επιστολές, η γνησιότητα των οποίων γενικά αμφισβητείται, εκτός από την Επιστολή Ζ’ όπου περιγράφει ο Πλάτωνας τη δράση του στη Σικελία. Και στη συγγραφή ο φιλόσοφος μιμήθηκε τη διδασκαλία του Σωκράτη, ο οποίος δίδασκε διαλογικά. Οι διάλογοί του επιγράφονται με το όνομα κάποιου από τα διαλεγόμενα πρόσωπα, (π.χ. «Τίμαιος», «Γοργίας», «Πρωταγόρας», κ.ο.κ.). Τρεις μόνο διάλογοι, το «Συμπόσιο», η «Πολιτεία/Νόμοι» τιτλοφορούνται από το περιεχόμενό τους. Σ’ όλους τους διαλόγους τη συζήτηση διευθύνει ο Σωκράτης (εκτός φυσικά από τους Νόμους όπου απουσιάζει εντελώς). Στους παλαιότερους διαλόγους διατηρεί την εικόνα του πραγματικού Σωκράτη, ενώ στους νεώτερους, όπως εικάζουν οι μελετητές του Πλάτωνα, πίσω από το πρόσωπο του δασκάλου κρύβεται ο ίδιος ο μαθητής. Το σύνολο του έργου του διακρίνεται σε τρεις περιόδους (με βάση τη χρονολογική σειρά), ωστόσο υπάρχουν διαφωνίες μεταξύ των μελετητών – φιλολόγων για την ακριβή σειρά συγγραφής των έργων στο εσωτερικό κάθε περιόδου. Το βέβαιο είναι ότι άρχισε να γράφει τα έργα του μετά την καταδίκη σε θάνατο του Σωκράτη καθώς επίσης ότι έγραφε έως το τέλος της ζωής του:

(α) Περίοδος νεότητας (400 π.Χ. – 387 π.Χ.) : Σ’ αυτήν ανήκουν οι εξής διάλογοι: i). «Απολογία Σωκράτους»· με την πλατωνική εκδοχή της Απολογίας του Σωκράτη στο δικαστήριο, ii). «Κρίτων»: με θέμα το Δίκαιο και το Άδικο, iii). «Χαρμίδης»: όπου αναπτύσσεται η έννοια της σωφροσύνης, iv). «Πρωταγόρας»: για το διδακτόν της άρετής, ν). «Λάχης», vi). «Εύθύφρων», vii). «Ιππίας Μείζων», viii). «Ιππίας Έλάσσων», ix). » Των» και x). «Λΰσις».

(β) Περίοδος ωριμότητας (386 π.Χ. – 367 π.Χ.): Σ’ αυτήν ανήκουν οι ακόλουθοι διάλογοι: i). «Μενέξενος»: στο μεγαλύτερο μέρος του είναι ουσιαστικά ένας επιτάφιος λόγος ii). «Κρατύλος»: στο συγκεκριμένο φιλοσοφικό διάλογο αναπτύσσεται συζήτηση σχετική με γλωσσολογικά ζητήματα, iii). «Ευθύδημος», iv). «Γοργίας»: η φιλοσοφική αναζήτηση περιστρέφεται γύρω από θέματα που αφορούν τη Ρητορική και γενικότερα την τέχνη του λόγου (ο ίδιος ο Πλάτωνας πάντως, απορρίπτει τη Ρητορική ως επιστήμη, διότι δεν έχει συγκεκριμένο αντικείμενο διδασκαλίας ούτε και αξιόπιστη μέθοδο), v). «Μένων», vi). «Παρμενίδης», vii). «Φαίδων»: στον παρόντα διάλογο περιγράφονται οι τελευταίες στιγμές του Σωκράτη. Ο ίδιος ο Πλάτωνας απουσίαζε (όπως λέει άλλωστε κι ένας από τους συνομιλητές: «Πλάτων δέ ο’ιμαι ήσθένει» [59b] ), viii). «Φαίδρος»: όπου αναπτύσσονται -κυρίως-θέματα περί έρωτος, ix). «Συμπόσιον»: ο κατ’ εξοχήν διάλογος που πραγματεύεται την φύση του έρωτα, και x). «Θεαίτητος».

(γ) Περίοδος γήρατος (366 π.Χ.. – 348 π.Χ..): Περιλαμβάνονται οι κάτωθι διάλογοι: i). «Σοφιστής», ii). «Πολιτικός», iii). «Φίληβος», iv). «Τίμαιος»: για την δημιουργία του κόσμου v). «Κριτίας»: ένας -σχεδόν- πολυθρύλητος αλλά και ημιτελής διάλογος με αναφορές του Πλάτωνα στη μυθική Ατλαντίδα, vi). «Πολιτεία/Νόμοι»: το κατ’ εξοχήν Πλατωνικό έργο που αποτέλεσε το επιστέγασμα της πολιτικής του φιλοσοφίας και στο οποίο προέβη σε μία εκτεταμένη περιγραφή της ιδανικής πολιτείας· ο συγκεκριμένος διάλογος είναι χωρισμένος σε 12 βιβλία στα οποία ο Πλάτωνας αναφέρεται στο ζήτημα των ορθών νόμων για μία πολιτεία. Υπάρχει τέλος και η «Έβδόμη έπιστολή» του Πλάτωνα που περιέχει αυτοβιογραφικές πληροφορίες για τη ζωή αλλά και τη δράση του κατά τη διάρκεια των τριών (3) ταξιδιών του στη Σικελία, προκειμένου να εφαρμόσει στην πράξη τις πολιτικές θεωρίες του.-10-

Πλάτωνος «Πρωταγόρας»:

Ο Πλατωνικός διάλογος όμως που καταδεικνύει σε μεγάλο βαθμό τις πολιτικές απόψεις του Σωκράτη, είναι οπωσδήποτε ο φιλοσοφικός διάλογος «Πρωταγόρας». Θέμα του φιλοσοφικού διαλόγου «Πρωταγόρας» του Πλάτωνα είναι το «διδακτόν» της πολιτικής αρετής. Συγκεκριμένα, ο Πρωταγόρας υποστηρίζει ότι διδάσκει τους μαθητές την πολιτική αρετή και ότι μπορεί να διαμορφώσει «αγαθούς» (ενάρετους) πολίτες. Ο Σωκράτης σ’ αυτή την άποψη, αντιπαραθέτει ότι η μετάδοση της πολιτικής αρετής είναι κάτι που ούτε διδάσκεται, ούτε μεταδίδεται μεταξύ των ανθρώπων. Ο Πρωταγόρας και ο Σωκράτης συμφωνούν ότι βασική αρχή της αγωγής των νέων είναι η «αρετή», με τη διαφορά όμως ότι δεν την εννοούν με τον ίδιο τρόπο. Κατά τον Πρωταγόρα η αγωγή αποβλέπει στο να δημιουργήσει εκείνο τον πολίτη ο οποίος θα δρα επιτυχώς τόσο στον ιδιωτικό, όσο και στον δημόσιο βίο. Άλλωστε ο σωστός πολίτης αυτοβούλως φροντίζει για το συλλογικό συμφέρον. Κατά συνέπεια λοιπόν, ο Πρωταγόρας δίνει έμφαση στην κοινωνική λειτουργία της αρετής, καθώς για τους αρχαίους Έλληνες ο άνθρωπος ήταν πάνω απ’ όλα «ὄν πολιτικόν» και η ύπαρξή του δεν ήταν δυνατόν να νοηθεί δίχως να είναι άμεσα συνυφασμένη με την αρχαιο­ελληνική έννοια της «πόλεως-κράτους». Σύμφωνα λοιπόν με αυτήν την αντίληψη, οι όροι «ανδρός αρετή» και «πολιτική αρετή» είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι μεταξύ τους. Η αρετή γενικότερα αφορούσε τη δράση του ατόμου (ή κατά μίαν άλλη έννοια αφορούσε τη δράση του πολίτη) τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο βίο του. Η ταύτιση της πολιτικής αρετής με την «αρετήν» είναι επακόλουθο της αντίληψης ότι η πόλη αποτελεί προτεραιότητα του ανθρώπου αφού μόνο στα πλαίσια αυτής, το άτομο μπορεί να καταξιωθεί, να ολοκληρωθεί και να δράσει ευεργετικά σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Και τούτο διότι υπήρχε αμφίδρομη σχέση μεταξύ της πόλεως-κράτους και των πολιτών που την συναποτελούσαν. Για το Σωκράτη η πολιτική αρετή (η «ευβουλία» που υπόσχεται ότι μπορεί να διδάξει ο Πρωταγόρας στο νεαρό Ιπποκράτη) είναι κάτι που ούτε διδάσκεται αλλά ούτε μεταδίδεται από άνθρωπο σε άνθρωπο. Ωστόσο, το ζήτημα του διδακτού της πολιτικής αρετής -ένα ζήτημα δηλαδή που αφορά στο εάν η «αρετή» μπορεί να διδαχτεί ή όχι- ουσιαστικά μένει μετέωρο, αφού στο τέλος του Πλατωνικού διαλόγου «Πρωταγόρας», οι δύο κύριοι συνομιλητές (Σωκράτης και Πρωταγόρας) καταλήγουν να ενστερνισθεί ο ένας τις απόψεις του άλλου και δίνουν την υπόσχεση να επανέλθουν στην εξέταση αυτού του ζητήματος κάποιαν άλλη φορά. Αυτό βέβαια εξυπηρετούσε τον Πλάτωνα (τον συγγραφέα δηλαδή αυτού του φιλοσοφικού διαλόγου) να καταθέσει τις αποκρυσταλλωμένες απόψεις του στην «Πολιτεία» (ή αλλιώς στους «Νόμους») του.

Σωκρατική «ειρωνεία»:

Όλοι οι σύγχρονοι μελετητές και φιλόσοφοι υποστηρίζουν ότι οι σκεπτόμενοι και απορούντες έχουν αναμφισβήτητα έναν κοινό πρόγονο: τον Σωκράτη. Αυτός άλλωστε υποστήριξε μέχρι τέλους του βίου του το «γηράσκω άεί διδασκόμενος». Ωστόσο, δεν πρέπει να παραβλεφθεί ο χαρακτηρισμός «αλογόμυγα» («οἶστρος») που ο ίδιος δίνει στον εαυτό του στην «Απολογία» του, καθότι αποδίδει με χαρακτηριστική ακρίβεια την άποψη που ο ίδιος είχε για τον εαυτό του. Ο Soren Kierkegaard (1813­1855), ο Δανός υπαρξιστής φιλόσοφος, στη διδακτορική του διατριβή που φέρει τον τίτλο «Η Έννοια της «ειρωνείας», με συνεχή αναφορά στον Σωκράτη» τον θεωρεί ως τον πρώτο (και ίσως τον μοναδικό) φιλόσοφο. Και ταυτόχρονα θεμελιώνει την «ειρωνεία» που και ο ίδιος θα εφήρμοζε με συνέπεια στην προσωπική του ζωή.Ο όρος άλλωστε «σωκρατική ειρωνεία», αποτυπώνει την φαινομενική άγνοια που ο ίδιος ο Σωκράτης δήλωνε εξ αρχής στον εκάστοτε συνομιλητή του Αλλά η εκδήλωσή της αυτή γινόταν κυρίως μέσα από την πραγματική ή ακόμη και την προσποιημένη σκοπίμως εκ μέρους του άγνοια, όπως εξάλλου προαναφέρθηκε (σωκρατικός αγνωστικισμός). Στην οποιαδήποτε φιλοσοφική συζήτηση που λάμβανε χώρα στην αρχαία Αγορά ή αλλαχού, το θέμα των συζητήσεων αυτών περιστρεφόταν γύρω από τις έννοιες που συνδέονταν με τη σωφροσύνη, τη γενναιότητα και την αρετή. Η ειρωνεία λοιπόν του Σωκράτη βασιζόταν στη φράση: «ἕν οἶδα ὅτι οὐδέν οἶδα». Ποτέ δεν καταθέτει εξ αρχής τη γνώμη του, αφού ό,τι προκύπτει ως συμπέρασμα, το εκμαιεύει από τους άλλους κατά τη διάρκεια της συζήτησης που διαμείβεται. Ο όρος που ο ίδιος ο Σωκράτης επέλεγε να προσδώσει στη μέθοδο της διδασκαλίας του, ήταν μαιευτική, διότι την παρομοίαζε ευλόγως με εκείνη την τέχνη της μαίας. Οι περισσότεροι Πλατωνικοί Διάλογοι (κυρίως όσοι συγκαταλέγονται στους πρώιμους, οι επονομαζόμενοι και ως «Σωκρατικοί») τελειώνουν χωρίς κάποιο οριστικό συμπέρασμα. Οι μεταγενέστεροι μελετητές νομίζουν ότι ο Σωκράτης ξέρει, αλλά κρύβει την γνώση του για να την εκμαιεύσει από τον συνομιλητή του – και άρα να τον πείσει καλύτερα (αφού ο ίδιος από μόνος του έφτανε τελικά στο καταληκτικό συμπέρασμα). Είναι όμως πολύ πιθανόν ο Σωκράτης να μην προσποιούνταν. Ο ίδιος ποτέ δεν είχε εκθέσει τις απόψεις του (και όποτε το έκανε, αυτό γινόταν διακριτικά όπως για παράδειγμα στους Πλατωνικούς Διαλόγους «Συμπόσιον», «Φαϊδρος» ή «Πολιτεία») και στους οποίους μιλούσε με μύθους και αλληγορίες. Η πρώτη του επιδίωξη ήταν να γκρεμίσει την οίηση, την αυτάρκεια, την αυτοπεποίθηση. Με τον τρόπο του αυτό, ο Σωκράτης γινόταν αντιπαθής. Όχι μόνο στους πολλούς (που εν τέλει τον καταδίκασαν σε θάνατο το 399 π.Χ.) αλλά και στους ίδιους τους μαθητές του. Τον θαύμαζαν αλλά -ορισμένοι εξ αυτών- ταυτόχρονα τον απεχθάνονταν. Ελάχιστοι παρέμειναν δίπλα του ως το τέλος. 

Τον Σωκράτη δεν τον ενδιέφεραν οι «στείρες» γνώσεις – η απλή πληροφορία όπως θα λεγόταν σήμερα. Όμως το «γνώθι σεαυτόν» και η έννοια της αυτογνωσίας προέρχονται από τον ίδιο τον Σωκράτη. «Η ουσία της Σωκρατικής μεθόδου», υποστήριξε ο Kierkegaard, «είναι ότι ο μαθητής γίνεται ικανός να αποδιώξει τον δάσκαλο. Η τέχνη και ο ηρωισμός του Σωκράτη ήταν ότι έφερνε τον μαθητή του σε θέση να τον απορρίψει» 12 . Ένας άνθρωπος που ειρωνεύεται τους πάντες, που συνεχώς τους φέρνει σε δύσκολη θέση, που δεν αποκαλύπτει ποτέ τις δικές του απόψεις, που ξεφεύγει. Ακόμα και στην Απολογία του ειρωνεύεται τους δικαστές του, όταν τους προτείνει για ποινή να τον θρέφουν δωρεάν στο Πρυτανείο. Θεμελιώνει την στάση της άγνοιας, λέγοντας πως όταν το μαντείο των Δελφών τον ανακήρυξε «τον σοφότερο των Ελλήνων» έψαξε να καταλάβει γιατί. Μίλησε με πολλούς σοφούς και ειδικούς και κατέληξε πως ο Θεός είχε δίκιο: Ήταν ο σοφότερος επειδή ήταν ο μόνος που είχε συναίσθηση της άγνοιάς του. Βέβαια, όπως λέει κι ο ίδιος, μιλώντας με όλους τους επαΐοντες και αποδεικνύοντας την άγνοιά τους, έγινε ακόμα πιο μισητός. Η επίμονη ταπεινοφροσύνη του έμοιαζε τελικά με αλαζονεία. Ο A.N. Whitehead (1861-1947), έχει αναφέρει πως όλη η δυτική φιλοσοφία δεν είναι άλλο από υποσημειώσεις στον Πλάτωνα, γιατί χωρίς τον Σωκράτη είναι πολύ απίθανο να είχε υπάρξει και ο Πλάτων. Η ηθική φιλοσοφία λοιπόν θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι ξεκινά από τη Σωκρατική ειρωνεία, τη μη-γνώση, την απορία. Από έναν άνθρωπο που δεν έγραψε ούτε μία φράση, που δεν άφησε πίσω παρά ανέκδοτες διηγήσεις που αποδίδονται στον ίδιο και αναμνήσεις των μαθητών του. Η Δυτική φιλοσοφία ήταν το ένα επακόλουθο της δράσης του. Το κώνειο ήταν το άλλο. Η περίπτωση του Σωκράτη λοιπόν παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Αυτό που αρχικά είναι ιδιαιτέρως συγκινητικό στον Σωκράτη είναι το γεγονός ότι τελικά επέλεξε να γίνει ένας μάρτυρας της φιλοσοφίας του από το να προσπαθήσει να την εγκαθιδρύσει με κάποιον άλλο τρόπο, ότι είχε δηλαδή την διορατικότητα – και μάλιστα την κατάλληλη στιγμή – να διακρίνει πως αυτός ήταν ίσως ο μόνος τρόπος για να αποκτήσει κάποιο νόημα, αφού η κατάσταση των ανθρώπων ήταν τόσο αθεράπευτη. Η περίφημη ειρωνεία του (η επονομαζόμενη και ως «σωκρατική ειρωνεία») αποτελεί ένα συστατικό στοιχείο των διαλόγων του Πλάτωνα στους οποίους ο ίδιος πρωταγωνιστεί και της μαιευτικής του μεθόδου. 

Ο τρόπος που ο Σωκράτης έπαιζε το παιχνίδι της διαλεκτικής, ήταν το να ανασκευάζει τις θέσεις των άλλων. Ξεκινούσε πάντα μια συζήτηση διερευνητικά, προσποιούμενος πως ο ίδιος δεν γνώριζε και πολλά για το θέμα, και ζητούσε από τον συνομιλητή του να του πει τί θεωρούσε σωστό για το «τάδε» ή το «δείνα» ζήτημα που εξέταζαν. Χαρακτηριστική είναι, για παράδειγμα, η εξής φράση του: «Κάποιες φορές έχω την αντίθετη άποψη. Ωστόσο, επειδή είμαι ολότελα ανοιχτός σε ιδέες πάνω σε αυτό το θέμα, κάτι που προφανώς συμβαίνει εξαιτίας της άγνοιά μου, ας ακολουθήσουμε αυτό το επιχείρημα, όπου κι αν μας οδηγήσει, κι ίσως εσύ μπορέσεις να με διορθώσεις». Από αυτήν του τη συνήθεια προέκυψε και η περίφημη φήμη περί της ήδη προαναφερθείσας άγνοιας του Σωκράτη («ἕν οἶδα ὅτι οὐδέν οἶδα»). Επομένως, ο Σωκράτης δεν γνώριζε αλλά ρωτούσε, κι αφού ο συνομιλητής του είχε πει την θέση του, στην συνέχεια με τις κατάλληλες ερωτήσεις τού έδειχνε πως τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς έτσι, πως αυτή η θέση δεν οδηγούσε και τόσο στα ορθότερα συμπεράσματα. Τελικά, μέσα από την συζήτηση, ο Σωκράτης οδηγούσε τον συνομιλητή του σε μια καλύτερη θέαση των πραγμάτων, χωρίς ο ίδιος να του έχει επιβάλλει τίποτα. Έμοιαζε λοιπόν σαν ο Σωκράτης να αποσπούσε και να τελειοποιούσε μια γνώση που προϋπήρχε, απλά ο άνθρωπος δεν μπορούσε να τη διακρίνει τόσο καθαρά. Ο ίδιος έλεγε πως «τα επιχειρήματα ποτέ δεν προέρχονται από εμένα αλλά πάντα από τον συνομιλητή μου», αλλά αναγνώριζε πως είχε «ένα μικρό προβάδισμα, διαθέτοντας την ικανότητα να εκμαιεύσει κάποια θέση πάνω στο θέμα από την σοφία κάποιου άλλου και να την αναδείξει με τον σωστό τρόπο». Ένα από τα πιστεύω του ήταν πως η φιλοσοφία είναι μια ενασχόληση που απαιτεί την συναναστροφή και την συνεργασία. Αν κάποιος συζητούσε για τις αρετές, αυτό μπορούσε να τον οδηγήσει στο να γίνει πράγματι καλύτερος άνθρωπος. Αναγνώριζε ως αποστολή του το να παρακινεί τους ανθρώπους να ενδιαφερθούν για την ψυχή τους, για τα πνευματικά κι ηθικά ζητήματα, κάτι που μπορούσε να γίνει μόνο αν προσπαθούσαν να κατανοήσουν και να αποκτήσουν τις αρετές που απαιτούνταν γι’ αυτό.

Σωκρατική διδασκαλία και Πλατωνική φιλοσοφία:

Ο Σωκράτης πίστευε ότι το να φτάσει κάποιος να κατανοεί τις αρετές ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για να τις αποκτήσει. Η προσωπικότητα του Σωκράτη έγινε γνωστή κυρίως μέσω των διαλόγων του Πλάτωνα. Αλλά η εικόνα του Σωκράτη όπως την παρουσιάζει ο Πλάτωνας δεν είναι πάντα και τόσο ακριβής. Αρχικά, ο Πλάτων περιοριζόταν αυστηρά στο να αναπαράγει τις συζητήσεις του σεβαστού του δασκάλου (αυτό διακρίνουν οι μελετητές στα πιο απλά και λιτά έργα του τα οποία συγκαταλέγονται στην πρώιμη περίοδο συγγραφής εκ μέρους του Πλάτωνα). Βαθμιαία, όμως, Πυθαγόρειες κι άλλες μυστικιστικές διδασκαλίες άρχισαν να ενσωματώνονται στις ιδέες του Σωκράτη, καθώς ο Πλάτων επηρεαζόταν ολοένα και περισσότερο από τις συγκεκριμένες ιδέες. Έναν τρόπο που έχουν οι διάφοροι μελετητές για να διακρίνουν ποιες από τις απόψεις είναι πράγματι του Σωκράτη και ποιές του Πλάτωνα, είναι να διακρίνουν τον τρόπο διατύπωσής τους· οι πιο απλές κι άμεσες ιδέες θεωρούνται του Σωκράτη, οι πιο επεξεργασμένες και σύνθετες μεταγενέστερες θεωρίες του Πλάτωνα. Στην εποχή του ο Σωκράτης κατηγορήθηκε ως «άθεος» κι «ανήθικος» από τους συμπολίτες του Αθηναίους. Ωστόσο, η στάση του απέναντι στην θρησκεία και στην ηθική ήταν εξαιρετικά δημοκρατική. Βασική του θέση ήταν πως τίποτε δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο, ειδικά αν παραδίδεται από μία αυθεντία που θέτει τον εαυτό της υπεράνω της ηθικής λογικής των ανθρώπων, και πως ο άνθρωπος πρέπει να ξεδιαλύνει από μόνος του τί είναι καλό και σωστό καθώς επίσης να είναι γνώστης του ότι δεν μπορεί να ξεφύγει από την υποχρέωση να ελέγχει τον εαυτό του και την ζωή του. Η πλατωνική φιλοσοφία είναι δυϊστική, διακρίνοντας τον κόσμο ανάμεσα σε μία υλική και μία ιδεατή σφαίρα ύπαρξης. Αυτό γίνεται με την εισαγωγή της θεωρίας των Ιδεών -όπως προαναφέρθηκε. Οι Ιδέες κατά τον Πλάτωνα είναι τα αιώνια αρχέτυπα των αισθητών, υλικών πραγμάτων, υπερβατικά και άχρονα τα οποία γίνονται αντιληπτά μόνο με τη λογική και όχι με τις αισθήσεις. Αντιθέτως, οι αισθήσεις είναι απατηλές και δεν οδηγούν την Αλήθεια (την οποία ο Πλάτωνας ταυτίζει με τη Γνώση). 

Τα αισθητά αντικείμενα λοιπόν θεωρούνται κατώτερα, υλικά και φθαρτά είδωλα των ιδεών, καθώς αποτελούν απεικάσματά τους (π.χ. κάθε άλογο είναι υλικό στιγμιότυπο, ή αντανάκλαση, της άυλης ιδέας «άλογο», η οποία συγκεντρώνει τα αναλλοίωτα και κοινά χαρακτηριστικά όλων των αλόγων, ενώ αφηρημένες έννοιες όπως η δικαιοσύνη ή η ομορφιά έχουν επίσης τις δικές τους αρχετυπικές ιδέες). Ο Πλάτων επομένως αναγνωρίζει δύο διαφορετικούς κόσμους: αφ’ ενός τον αισθητό, ο οποίος διαρκώς μεταβάλλεται και βρίσκεται σε ασταμάτητη ροή, κατά τη φιλοσοφική θεωρία του Ηρακλείτου («τά πάντα ρεῖ»), κι αφ’ ετέρου τον νοητό κόσμο, τον αναλλοίωτο (δηλαδή τις ιδέες, οι οποίες προϋπάρχουν σε τόπο επουράνιο). Αυτές είναι τα αρχέτυπα του ορατού κόσμου, τα αιώνια πρότυπα και υποδείγματα τα οποία συντηρούν τη μορφή των υποκείμενων υλικών σωμάτων. Πρόκειται δηλαδή για ένα δυϊστικό, ιεραρχικό μεταφυσικό σύστημα. Ο Πλάτωνας ανέπτυξε συστηματικά τις διδασκαλίες του Πυθαγορισμού, ευνοώντας (όπως εξάλλου και ο ίδιος ο Πυθαγόρας) τα Μαθηματικά, τα οποία μάλιστα θεωρούσε ως «δίοδο» στον κόσμο των Ιδεών· και τούτο μεν διότι κι αυτά σχετίζονται με τη σειρά τους με άυλες και αναλλοίωτες έννοιες οι οποίες διαμορφώνουν τον κόσμο. Εκτός τούτου, έχουν άμεση συνάφεια με τη σωκρατική διδασκαλία, αφού λειτουργούν και ως μέσον προετοιμασίας για τη σωκρατική διαλεκτική. Κατηγορήθηκε όμως ότι με τη φιλοσοφική του θεωρία «περί των Ιδεών» αποκάλυπτε «τα μυστικά των Μυστηρίων» στα οποία προφανώς ήταν μυημένος. Η γνωσιολογία του ήταν καθαρά ορθολογική, καθώς πίστευε ότι μόνο με το νου μπορούν να προσεγγιστούν οι ιδέες και άρα η πραγματική, βαθύτερη φύση του κόσμου. Η εμπειρία των αισθήσεων για τον Πλάτωνα ήταν από αβέβαιη έως ψευδής, ενώ αντιθέτως η λογική διερεύνηση αποκάλυπτε έμφυτη γνώση, ενόραση των ανάλογων υπερβατικών ιδεών, η οποία προϋπήρχε με λανθάνουσα μορφή στον νου λόγω της θείας καταγωγής – όπως ο ίδιος πίστευε – της ψυχής πριν την ενσάρκωση της. Υψηλότερη ιδέα θεωρούσε την ιδέα του «Αγαθού» από την οποία απέρρεαν όλες οι υπόλοιπες. 

Στην ψυχή ο Πλάτωνας διακρίνει τρία μέρη: i). το λογιστικό, ii). το θυμοειδές και iii). το επιθυμητικό. Γι’ αυτό και αναγνωρίζει αντιστοίχως τρεις αρετές: α). τη σοφία, β). την ανδρεία και γ). τη σωφροσύνη. Η καθεμία λοιπόν από τις αρετές αυτές αντιστοιχεί αναλόγως και σε ένα από τα τρία μέρη της ψυχής. Τις τρεις αυτές αρετές της ψυχής τις παραλληλίζει με τις τρεις χορδές της λύρας: την «υπάτη», τη «μέση» και τη «νήτη», με τη διαφορά όμως ότι οι τρεις αυτές αρετές πρέπει να αναπτύσσονται αρμονικά, ώστε το λογιστικό ως θείο να κυβερνά, το θυμοειδές να υπακούει σ’ αυτό ως βοηθός, και τα δύο μαζί τελικά να διευθύνουν το επιθυμητικό, ώστε να μην επιχειρεί αυτό να άρχει των υπολοίπων, αφού είναι το πιο άπληστο και το κατώτερο μέρος της ψυχής. Από την αρμονική ανάπτυξη των τριών αρετών προκύπτει η έννοια της δικαιοσύνης, η οποία είναι απαραίτητη για να επιτευχθεί η αρμονία (ισορροπία) μεταξύ των τριών άλλων αρετών. Επειδή και η πόλη με τη σειρά της αποτελεί μία αντανάκλαση του ανθρώπου, διακρίνει και σ’ αυτήν τρία γένη: 1). το βουλευτικό, 2). το πολεμικό και 3). το χρηματικό (το «χρή/δεϊ πράττειν»), τα οποία αντιστοιχούν κι αυτά με τη σειρά τους προς την τριμερή διάκριση της ψυχής.

Η τριμερής επίσης διάκριση της ψυχής κατά τον Πλάτωνα αντικατοπτρίζεται ευκρινώς στην αναλογική διαίρεση των τάξεων στην Πλατωνική «Πολιτεία». Η κατώτερη τάξη των δημιουργών (χειρώνακτες) έχει την υποχρέωση να συντηρεί τις υπόλοιπες δύο τάξεις -όχι όμως σε υπερβολικό βαθμό. Η μεσαία τάξη των φυλάκων (αξιωματούχων) έχει επωμισθεί τη διατήρηση της εύρυθμης λειτουργίας εντός της Πολιτείας, ενώ οι βασιλείς έχουν αναλάβει τη διοίκηση της Πολιτείας. Ίσως δεν είναι εμφανής, αλλά ο Πλάτων υπονοεί και μία ακόμη τάξη, εκείνη των «οικιστών» της πόλεως τους οποίους ταυτίζει με τους νομοθέτες -κι ανάμεσα σ’ αυτούς συμπεριλαμβάνει βεβαίως και τον εαυτό του- στους οποίους ανέθεσε τη θέσπιση των νόμων, βάσει των οποίων οι βασιλείς θα κυβερνήσουν (« Ήμέτερον δή έργον, ήν δ’ εγώ, τών οικιστών τάς τε βελτίστας φύσεις άναγκάσαι άφικέσθαι προς το μάθημα δ εν τω πρόσθεν έφαμεν είναι μέγιστον, … ίνα καταχρήται αύτός αύτοϊς έπϊ τον σύνδεσμον της πόλεως» 519c – 520a).

Επομένως, όπως στον άνθρωπο, έτσι και στην πόλη πρέπει να επικρατεί η δικαιοσύνη, δηλαδή η αρμονία, που επιτυγχάνεται όταν και στην πόλη το καθένα από τα γένη επιτελεί το δικό του έργο και δεν επιδιώκει τα αλλότρια. Το ιδανικό άλλωστε στην Ιδανική Πολιτεία του Πλάτωνα είναι το να καταστούν οι βασιλείς φιλόσοφοι και οι φιλόσοφοι να αναλάβουν τη διοίκηση της πόλεως.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:

1. Πλάτωνος, «Πρωταγόρας», (318?- 319Α ).
2. Αριστοτέλους, «»Ήθικά/Νικομάχεια, (1103a14-26).
3. Αριστοτέλους, «Ήθικά/Νικομάχεια», (1107a1-3).
4. Ησιόδου, «Έργα καίΉμέραϊ’, (στ. 370).
5. Ξενοφώντος, «Απομνημονεύματα», (2,1 κ.εξ.).
6. Πλάτωνος, «Μένων», (71Ε κ.ε.).
7. Πλάτωνος, «ΑπολογίαΣωκράτους», (20s).
8. Hadot P., «ΣωκράτουςΕγκώμιον’, (σ. 5 κ.εξ.).
9. W.K. Guthrie, «Οι Έλληνες Φιλόσοφοι: από τον Θαλή έως τον Αριστοτέλη , (σ. 21 κ.εξ.).
10. http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A0%CE%BB%CE%AC%CF%84%CF%8 9%CE%BD (ημερομηνία ανάκτησης: 5/7/2011).
11. Torsten Bohlin, «Soren Kierkegaard, Chez le traducteur», (σ. 39 κ.εξ.).
12. Torsten Bohlin, … (ό.π.).

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

1. .Γουδής Δ., «Πλάτωνος: «Πρωταγόρας»» και «Φαίδων» , 1983, ΑΘΗΝΑ.
2. Ζήτρος    Κ.,     Λυπουρλής     Δ.,     Μαυρόπουλος     Θ., «Αριστοτέλους: «Ήθικά/Νικομάχεια»»», 2006, ΘΕΣ/ΝΙΚΗ.
3. Μανουσόπουλος Γ.Π., «Πλάτωνος: «Απολογία Σωκράτους»», 2009, επιμ. Γ. Ξανθάκη-Καραμάνου, ΑΘΗΝΑ.
4. Παντελάκης Ε.Γ.,. «Ξενοφώντος: «Απομνημονεύματα» (Ο βίος και η φιλοσοφία του Σωκράτους)», 1937, ΑΘΗΝΑ.
5. Πετράκης Ι., «Πλάτωνος: «Μένων»», 2008, ΑΘΗΝΑ.
6. Σκαρτσής Σ., «Ησιόδου: «Έργα καί Ήμέραι»», 1993, ΑΘΗΝΑ.
7. Bohlin T., «Soren Kierkegaard: Chez le traducteur», 1941, VENDEE.
8. Guthrie W.K.C./Όι Έλληνες Φιλόσοφοι: «Από το Θαλή ως τον Αριστοτέλη»», μτφρ. Α. Σακελλαρίου, 1993, ΑΘΗΝΑ.
9. Hadot P., «ΣωκράτουςΕγκώμιον», 2002, ΑΘΗΝΑ.
10. http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A0%CE%BB%CE%AC%CF%84%CF%89% CE%BD (ημερομηνία ανάκτησης: 5/7/2011).

πηγή: ekivolosblog.wordpress.com