Με τον όρο Εμποροκρατία, ή Εμποροκρατισμός, ή Εμποροκρατικό σύστημα, ή ακόμα και Μερκαντιλισμός εκ του αγγλικού διεθνούς σήμερα όρου "Mercantilism" χαρακτηρίζεται γενικά οικονομικό σύστημα που πολλές φορές φέρεται να ταυτίζει τον πλούτο με το χρήμα. Σε γενική όμως αποδοχή το σύστημα αυτό πρεσβεύει ότι μόνο με κυβερνητικές ρυθμίσεις εθνικιστικού χαρακτήρα μπορεί να εξασφαλιστεί η οικονομική ευημερία του κράτους.
Οι οπαδοί της εμποροκρατίας καλούνται εμποροκράτες ή μερκαντιλιστές.
Η χρήση του όρου αυτού δεν είναι πολύ παλαιά, χρονολογούμενη από τον 18ο αιώνα. Τον πρωτοχρησιμοποίησαν οι λεγόμενοι Φυσιοκράτες και στη συνέχεια την εκλαΐκευσε ο Άνταμ Σμιθ (Adam Smith) στο έργο του "Ο Πλούτος των Εθνών", συγκρίνοντας τον Εμποροκρατισμό ως μέσον πλουτισμού με το "αγροτικό σύστημα". Κατά τον Α. Σμιθ οι εμποροκρατικές ρυθμίσεις πέρασαν από δύο στάδια - φάσεις: Την πρώτη, της συσσώρευσης πολύτιμων μετάλλων και τη δεύτερη, όπου οι κανονισμοί επιβάλλονταν στο εμπορικό ισοζύγιο που, όπως πιστευόταν, ρύθμιζε τη ροή του χρήματος. Στην ουσία όμως και οι δύο αυτές φάσεις - τύποι της οικονομικής πολιτικής υπήρξαν εξίσου άκαρποι, με δεδομένο αφενός μεν ότι τα πολύτιμα μέταλλα δεν είχαν τις αρετές που τους απέδιδαν (χωρίς συναλλαγές) και αφετέρου η έλλειψη αυτών δεν αποτελούσε βασική αιτία ύφεσης.
Στις αντίθετες γνώμες του εμποροκρατισμού άρχισαν στη συνέχεια να συμφωνούν οι μεταγενέστεροι Βρετανοί οικονομολόγοι, με κυριότερους τους Μάλθους (Th. Malthus) και Ρικάρντο (David Ricardo). Έτσι στο τέλος του 19ου αιώνα, η λεγόμενη Γερμανική σχολή, η "των ιστορικών οικονομολόγων", και ιδιαίτερα ο Σχμόλλερ (G. v. Schmoller) διατύπωσε μια ευνοϊκότερη άποψη, χαρακτηρίζοντας τον εμποροκρατισμό ως μια διαπλαστική κρατική πολιτική με ευρύτερη όμως σημασία, συμπληρώνοντας ότι μόνο το κράτος μπορεί να παρέχει στο λαό την αναγκαία υποστήριξη της εξουσίας, που απαιτεί μία οικονομία για να επιτύχει. Όσα δε κράτη ακολούθησαν αυτή την πολιτική βρέθηκαν στη πρώτη γραμμή ανάπτυξης. Οι απόψεις αυτές δεν επηρέασαν μόνο τις γερμανικές οικονομικές επιστήμες, αλλά και Βρετανούς επιστήμονες μεταξύ των οποίων και τον Γ. Κάννιγκαμ (W. Cunningham) που τόνισε ιδιαίτερα το στοιχείο της εξουσίας στον εμποροκρατισμό.
Γενικά οι απόψεις των οικονομολόγων συγγραφέων ως προς τα προσόντα του εμποροκρατισμού, αν και εμφανίζουν μεγάλες διαφορές, τελικά όμως συμφωνούν ότι επί εποχής του Α. Σμιθ ο μηχανισμός αυτός απαρτιζόταν (κατά την έκφραση του Σμιθ), από "δύο μηχανές παρέμβασης", της προώθησης των εξαγωγών και ταυτόχρονα της αποθάρρυνσης των εισαγωγών - εκτός των απαραίτητων αγαθών. Το σύστημα αυτό είχε παγιωθεί στην Βρετανική Αυτοκρατορία με τους περίφημους Νόμους της Ναυσιπλοΐας τον 17ο αιώνα, που ουσιαστικά απέβλεπαν τόσο στη στρατηγική όσο και στην οικονομική ισχύ της Αυτοκρατορίας και διατηρήθηκαν μέχρι τους Ναπολεόντειους πολέμους, όταν και καταργήθηκαν από τον Κολμπέρτ (J. B. Colbert) παρότι και αυτός απέδιδε μεγάλη σημασία σε θέματα ρύθμισης της βιομηχανίας και λιγότερο ακόλουθος της θεωρίας του εμπορικού ισοζυγίου.
Άλλοι επίσης συγγραφείς του 18ου αιώνα έστρεψαν περισσότερο την προσοχή τους σε θέματα που αφορούσαν τον όγκο της απασχόλησης ως κριτήριο αποδοτικότητας των ρυθμιστικών μέτρων και όχι τόσο σε καθαρά κέρδη από τα πολύτιμα μέταλλα. Παρά ταύτα η κοινωνική πλευρά του μερκαντιλισμού συνέχισε να ασκεί μεγάλη επιρροή και να εντυπωσιάζει ως προς το επιχείρημα της απασχόλησης, ιδιαίτερα στον ευρωπαϊκό νότο (Ισπανία, Ιταλία) αλλά και στη Γερμανία που διαδίδονταν από τους λεγόμενους υπό τον Ε. Ρολλ (Eric Roll, 1974) "καμεραλιστές", δηλαδή ψευδοοικονομολόγοι, σύμβουλοι ηγεμόνων.
Πηγές:
Joan Robinson - John Eatwell "Εισαγωγή στη σύγχρονη Οικονομική" Μεταφρ. Κ. Σοφούλη, Νικηφ. Σταματάκη - Εκδ. Παπαζήση Αθήναι 1975. σελ.13-14.
UNESCO "Λεξικό Κοινωνικών Όρων" (Ελληνική Έκδοση) 3 τόμοι, Εκδ. Ελληνική Παιδεία Αθήναι 1972, τομ.2ος, σελ.541.
Ι. Παπαθανασίου "Μνημόνιο Πολιτικής Οικονομίας" Αθήναι 1973, σελ.19.
Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Larousse Britannica" τομ.46ος, σελ.293.