Ο νους, ως το υποκείμενο ή η έδρα όλων αυτών που αναπαριστώνται με τη νόηση, δεν μπορεί να κατανοεί πλήρως τον εαυτό του ως ένα αντικείμενο σκέψης ή αντίληψης: η αυτοσυνείδηση (το να συνειδητοποιεί ο νους ότι ο ίδιος σκέφτεται) αυτή καθ΄εαυτή δεν συνιστά αυτογνωσία, κάτι που διατείνεται ο Ντεκάρτ. Προκειμένου η αυτογνωσία να είναι έγκυρη και να έχει νόημα, πρέπει να είναι σε θέση να παρακάμπτει τη σκόπιμη δομή που επινοεί ο ίδιος ο νους, η οποία ευθύνεται για την αναπαράσταση των αντικειμένων ενώπιον της συνείδησης.
Για τον Πλωτίνο, καμιά εννοιολογική αναπαράσταση του εαυτού ή υποκειμένου της συνείδησης δεν μπορεί να είναι πλήρης, ολοκληρωμένη, ούτε μπορεί ποτέ να αποδώσει με επιτυχία την έννοια του εαυτού που ισχυρίζεται ότι αναπαριστά. Η σφαλερότητα οποιασδήποτε τέτοιας απόδοσης προκύπτει από τη ευρύτερη πλωτίνεια θεωρία περί γνώσης, σύμφωνα με την οποία η αλήθεια δεν είναι εξακριβώσιμη μέσω οποιωνδήποτε γλωσσικών ή εννοιολογικών αναπαραστάσεων. Ο μοναδικός τρόπος κατανόησής της είναι η ταύτιση μεταξύ γιγνώσκοντος και γιγνωσκομένου. Εδώ μπορούμε να μελετήσουμε και την Κριτική του Καθαρού λόγου του Καντ, για να διαπιστώσουμε του λόγου το αληθές.
Σε αντίθεση με τον Ντεκάρτ που ισχυρίζεται ότι αν έχουμε επίγνωση των νοητικών μας ενεργειών και καταστάσεων, θα αποκτήσουμε αυτογνωσία, ο Πλωτίνος επισημαίνει ξεκάθαρα ότι αν ο νους προσπαθήσει να αναπαραστήσει τον "συλλαμβανόμενο" στον νου εαυτό του ως τον αληθινό εαυτό του, τότε αποστασιοποιείται γνωσιολογικά από τον εαυτό του, εξαιτίας της διάκρισης μεταξύ του Νοός ως υποκειμένου και των οποιωνδήποτε εξωτερικών αντικειμένων του.