Στην ελληνική αντίληψη της πολιτικής δεν συναντάμε το δίπολο "άτομο-κοινωνία", αλλά το δίπολο "πολίτης-κοινότητα". Στην πρώτη περίπτωση, στη νεωτερική δυτική παράδοση, η σχέση ατόμου-κοινωνίας είναι απρόσωπη και αφηρημένη, κυριαρχείται από συστήματα που μεσολαβούν σε κάθε πτυχή αυτής της σχέσης. Στην ελληνική αντίληψη της πολιτικής η σχέση πολίτη-κοινότητας είναι συγκεκριμένη και αδιαμεσολάβητη (άμεση δημοκρατία), χωρίς να παρεμβάλλονται συστήματα που να αλλοιώνουν την λειτουργική καθολικότητά της. Αυτό που είναι άξιο αναφοράς στη νεωτερική παράδοση είναι το γεγονός ότι το "άτομο", ο ιδιώτης (idiot=ηλίθιος), ακόμα και αποκομμένο από την κοινωνία, προσλαμβάνεται ως "άνθρωπος". Κάτι τέτοιο δεν ισχύει στην αρχαιοελληνική αντίληψη της πολιτικής. Στην αρχαιοελληνική αντίληψη της πολιτικής ο άνθρωπος ως απλή βιοφυσική μονάδα αποκομμένη από την κοινότητά του αποτελεί μια έκπτωση από την ανθρώπινη κατάσταση, δηλαδή δεν υφίσταται ως άνθρωπος.
Ο Αριστοτέλης θεωρεί πως ο άνθρωπος «όπλα έχων (εννοεί το λόγο) φύεται φρονήσει καί αρετή, οίς επί τάναντία εστί χρήσθαι μάλιστα» (τα οποία όπλα λέει μπορεί να τα χρησιμοποιήσει και εντελώς αντίθετα — χωρίς δηλ. φρόνηση και αρετή). Σ’ αυτή όμως την περίπτωση ο άνθρωπος είναι ζώον «άνοσιώτατον καί άγριώτατον» και «προς αφροδίσια καί έδωδήν χείριστον» (χειρότερος δηλαδή απ’ όλα τα ζώα, ικανός μόνο για να τρώει και να ικανοποιεί τις σεξουαλικές του ορμές). Με λίγα λόγια ο Αριστοτέλης παραδέχεται ότι ο άνθρωπος-άτομο που δεν δρα και δεν αναπτύσσει αληθινές σχέσεις μέσα στην πολιτική κοινότητά του χάνει την ανθρώπινη υπόστασή του και εξισώνεται με το ζώο. Εκπληρώνει ο άνθρωπος σε αυτήν την περίπτωση μόνο τις βιολογικές και σεξουαλικές του ανάγκες. Η νεωτερική "κοινωνία" (σε αντίθεση με την "ελληνική κοινότητα") τι κάνει; Δεν καλύπτει αυτή την έλλειψη κοινότητας μέσα από αληθινές σχέσεις, αλλά διοχετεύει πολλαπλά μηχανιστικά τεχνολογικά συστήματα για να εξυπηρετήσουν ιδιωτικές μέριμνες και φροντίδες και σε καμιά περίπτωση να προωθήσουν μια κοινωνία σχέσεων και συνεργατισμού.
Τόσο η φιλελεύθερη όσο και η μαρξιστική αντίληψη-θεώρηση της κοινωνίας θεμελιώνονται στην κοινή παραδοχή ότι οντολογικά είναι διακριτός ο "υλικός (βιοφυσικός) άνθρωπος" από τον "άνθρωπο-κοινωνικό ον". Σε αυτή ακριβώς τη διάκριση εδραιώνεται η νεωτερική αντίληψη του κοινωνικού ανθρώπου ως τυπικής, όχι ουσιαστικής, σχέσης, ως ρόλου, ως νομικής ή μηχανικής υποστάσεως, ανεξάρτητης από την ανθρώπινη φύση, που έχει την αρχή της στην ιδιότυπη ρωμαϊκή κατανόηση του προσώπου ως προσωπείου, ως μάσκας κάτι που υιοθετήθηκε και στη νεωτερική δυτική παράδοση.
Γράφει συγκεκριμένα για την ελληνική κοινοτική παράδοση πολιτισμού ο Βασίλης Ξυδιάς:
.....[ Αντίθετα προς αυτή τη νομική ή τη μηχανική αντίληψη της κοινωνίας ως ενός εξωτερικού δεδομένου, προς το οποίο καλείται ο άνθρωπος να προσαρμοστεί ή θεωρείται πως είναι de facto προσαρμοσμένος, ο ελληνικός κοινοτισμός βλέπει την κοινωνία ως προσωπικό αίτημα και ως πνευματικό κατόρθωμα του συγκεκριμένου ανθρώπου να κοινωνήσει με τους συνανθρώπους του —να υπάρξει δηλαδή ως άνθρωπος. Αναπτύχθηκε έτσι ένας πολιτισμός στον οποίο η κοινωνία δεν μπορούσε να υπαχθεί σε απρόσωπες κατηγορίες και δυνάμεις. Ο κοινοτικός πολιτισμός αρνήθηκε ως πρωταρχικό της ηθικό στήριγμα τον εξωτερικό καταναγκασμό και αναζήτησε την εσωτερική αυθεντικότητα —μιας και η ηθική και η αρετή δεν μπορούσε να είναι εξωτερική προσαρμογή του ανθρώπου σε μια δεοντολογία της συμπεριφοράς, αλλά ο εσωτερικός και εξωτερικός συντονισμός του, η καθολική του ανταπόκριση στο ρυθμό του κόσμου (για την αρχαιότητα)....].....