Του Μιχαλόπουλου Αθανάσιου
Άραγε, έχουμε σκεφτεί ποτέ ότι ο τρόπος ζωής μας είναι ένα παιχνίδι; Ένα παιχνίδι στο οποίο συμμετέχουμε καθημερινά, αλλά δεν το συνειδητοποιούμε ούτε το χαιρόμαστε; Όλα εκκινούν από τον τρόπο που προσλαμβάνουμε τα ίδια τα γεγονότα, τα πράγματα. Ολόκληρος ο πολιτισμός, κάθε πολιτισμός ουσιαστικά, είναι στις περισσότερες περιπτώσεις θεμελιωμένος σύμφωνα με τις κατασκευασμένες ποικίλων ειδών κοινωνικές συμβάσεις που έχουμε δομήσει εμείς οι άνθρωποι. Η γλώσσα είναι ένα κοινωνικό, όχι ατομικό, δημιούργημα μιας κοινότητας ανθρώπων, προκειμένου οι τελευταίοι να σχετίζονται, να επικοινωνούν και να συγκροτούν την "πόλιν" σε οποιαδήποτε μορφή της. Και αυτή η διαπίστωση ισχύει σήμερα.
Ο Λούντβιχ Βιτγκενστάιν, φιλόσοφος της γλώσσας, αναπτύσσοντας στο έργο του Φιλοσοφικές έρευνες μια θεωρία για την προέλευση που έχει το νόημα του κόσμου, το νόημα που έχουν τα πράγματα, άλλαξε ριζικά τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε την κριτική για τη ζωή, τον κόσμο, τις ιδεολογίες, τον πολιτισμό γενικότερα.
Για τον Βιτγκενστάιν, η προέλευση του νοήματος για τη ζωή και τον κόσμο βρίσκεται στον τρόπο που χρησιμοποιούμε τη γλώσσα. Η γλώσσα είναι μια αποκλειστικά κοινωνική δραστηριότητα, ένα "δημόσιο" παιχνίδι. Η γλώσσα αποτελεί μια συμβατική επικοινωνιακή λογική σχέση των λέξεων και των προτάσεων μέσα από την οποία παράγεται ένα νόημα, μοναδικό κάθε φορά. Οι λέξεις και οι γλωσσικές προτάσεις, δηλαδή, είναι πεσσοί σε ένα παιχνίδι, μέσα από τις οποίες εκτελούνται κινήσεις σε συμβατικές κοινωνικές πρακτικές που διέπονται από κανόνες. Μια πρόταση κατανοείται με πολλαπλούς τρόπους όσες μπορεί να είναι και οι χρήσεις της. Κάθε φορά που μια λέξη ή πρόταση εκφέρεται δημόσια στην καθημερινή ζωή, το νόημά της μεταβάλλεται. Γιατί; Υπεισέρχονται ζητήματα που έχουν σχέση με την αλλαγή ή τη μεταφορά νοήματος που μπορεί να σοβεί, λόγω διαφορετικών νοηματικών φορτίσεων που αποκτούν οι λέξεις μέσα σε μια πρόταση σε σχέση με τον χρόνο, τον τόπο και τις κοινωνικές ή δυναμικές συνθήκες δημοσιοποίησης της εν λόγω πρότασης. Αυτήν την παραγωγή νοήματος ο Βιτγκενστάιν την ονομάζει "γλωσσικό παιχνίδι". Αυτά τα γλωσσικά παιχνίδια, στα οποία εμπλέκονται οι άνθρωποι, συνδέονται με σχέσεις «οικογενειακής ομοιότητας» ανάλογες με αυτές των μελών μιας οικογένειας, τα οποία μοιάζουν μεταξύ τους χωρίς όμως να διαθέτουν όλα ένα κοινό χαρακτηριστικό. Κάθε υποσύστημα κοινωνικής δραστηριότητας έχει την ιδιαίτερή του γλωσσική εμπειρία και κάποιος μυείται σε αυτή μαθαίνοντας κανόνες και καθοδηγούμενος τόσο μέσω του λόγου όσο και μέσω της εκπαίδευσης.
Άρα, ένα παιχνίδι μαθαίνεται παίζοντάς το και όχι απομνημονεύοντας κανόνες, οι οποίοι ανά πάσα στιγμή μπορεί να αλλάξουν. Επομένως όταν καταλαβαίνουμε μια γλώσσα σημαίνει ότι είμαστε κάτοχοι μιας τεχνικής η οποία μας βοηθά να αναγνωρίσουμε τι συνιστά ορθή χρήση μιας λέξης, τι ανήκει στο παιχνίδι που παίζουμε, τι είναι λάθος και τι όχι. Αυτό συμβαίνει γιατί «οι άνθρωποι ομοφωνούν μέσα στη γλώσσα. Αυτό δεν είναι ομοφωνία στις γνώμες, αλλά στον τρόπο ζωής. Οι άνθρωποι χωρίς να το συνειδητοποιούν συγκροτούν και περιλαμβάνουν στη δημόσια ισχύ που έχει η γλώσσα κανόνες, νόμους, θεωρίες, χειρονομίες, μορφές, βλέμματα, αναφορές που χρωματίζουν και παριστάνουν με έναν ιδιαίτερο τρόπο το νόημα που έχει ο κόσμος, ανάλογα με το φορτίο που κουβαλά κάθε τόπος και πολιτισμός ως μοναδικός τρόπος του βίου.
Άρα, ένα παιχνίδι μαθαίνεται παίζοντάς το και όχι απομνημονεύοντας κανόνες, οι οποίοι ανά πάσα στιγμή μπορεί να αλλάξουν. Επομένως όταν καταλαβαίνουμε μια γλώσσα σημαίνει ότι είμαστε κάτοχοι μιας τεχνικής η οποία μας βοηθά να αναγνωρίσουμε τι συνιστά ορθή χρήση μιας λέξης, τι ανήκει στο παιχνίδι που παίζουμε, τι είναι λάθος και τι όχι. Αυτό συμβαίνει γιατί «οι άνθρωποι ομοφωνούν μέσα στη γλώσσα. Αυτό δεν είναι ομοφωνία στις γνώμες, αλλά στον τρόπο ζωής. Οι άνθρωποι χωρίς να το συνειδητοποιούν συγκροτούν και περιλαμβάνουν στη δημόσια ισχύ που έχει η γλώσσα κανόνες, νόμους, θεωρίες, χειρονομίες, μορφές, βλέμματα, αναφορές που χρωματίζουν και παριστάνουν με έναν ιδιαίτερο τρόπο το νόημα που έχει ο κόσμος, ανάλογα με το φορτίο που κουβαλά κάθε τόπος και πολιτισμός ως μοναδικός τρόπος του βίου.
Όπως επισημάνθηκε και νωρίτερα η γλώσσα είναι μια δημόσια πνευματική κατασκευή των ανθρώπων, για να κοινωνήσουν τη ζωή. Δεν έχει λόγο ύπαρξης καμιά ιδιωτική γλώσσα, μια γλώσσα που μπορεί να κατασκεύασε ένα άτομο. Γιατί; Μια ιδιωτική γλώσσα συνδέεται με τον τρόπο εκείνο σύμφωνα με τον οποίο θα μπορούσαμε να εκφράσουμε ιδιωτικά μας στοιχεία, στα οποία κανένας άλλος δεν μπορεί να έχει πρόσβαση εάν εμείς οι ίδιοι ως φορείς τους δεν εκφράσουμε. Συνεπώς, ένα άτομο θα μπορούσε να δημιουργήσει μια γλώσσα προκειμένου να μιλάει στον ίδιο τον εαυτό του για την ενδόμυχη ζωή του, η οποία θα ήταν απροσπέλαστη σε τρίτους και δεν θα γινόταν κατανοητή πέραν του ομιλητή της. Εφόσον λοιπόν είναι αποδεκτό ότι η γλώσσα αντικατοπτρίζει την κοινωνία στην οποία διάγουμε τον βίο μας, είναι αυτονόητο ότι όλοι μας ακολουθούμε τους κανόνες μόνο στην περίπτωση που εξασκούμαστε και μάλιστα όταν αυτή η εξάσκηση γίνεται με τη βοήθεια άλλων ατόμων, τα οποία έχουν ήδη γνώση αυτών των κανόνων μέσα σε μια μορφή ζωής. Όμως, η ιδιωτική γλώσσα είναι εξ ορισμού τέτοια ώστε δεν έχει τη δυνατότητα να την κατανοήσει κανένα άλλο άτομο πέραν του κατόχου της. Επομένως, κανένας δεν μπορεί να εκπαιδεύσει τον άλλο στη χρήση της ιδιωτικής γλώσσας. Και αν τελικά συνέβαινε να υπάρξει μια ιδιωτική γλώσσα, τι νόημα θα είχε η ύπαρξή της εφόσον το άτομο που την κατασκεύασε για τον εαυτό του δεν θα μπορούσε πραγματικά να "επικοινωνήσει" με τους γύρω του, χωρίς να ερμηνεύσει και να ακολουθήσει τους παραπάνω κανόνες; Αν ποτέ δομούσε κανείς μια ιδιωτική γλώσσα, θα είχε τη μορφή περισσότερο μιας ασαφούς νοητικής παράστασης χωρίς αναφορά και επομένως νόημα στην ίδια την πραγματικότητα.
Ο Βιτγκενστάιν επισημαίνει επίσης ότι δεν είναι δυνατόν να υφίσταται καμιά οικουμενική γλώσσα, γιατί κάθε γλώσσα έχει διαμορφωθεί κάτω από διαφορετικές κοινωνικές, χρονικές, γεωπολιτικές και γεωγραφικές συνθήκες, ως προς τις σημασιολογικές συναρτήσεις και τα νοήματα που έχουν οι αναφορές των λέξεων και των προτάσεων.
Για τον Βιτγκενστάιν είναι αδύνατον να συλλάβουμε ένα καθολικό αληθινό νόημα για τον κόσμο. Γιατί; Η γλώσσα είναι το μεγαλύτερο πνευματικό δημιούργημα του ανθρώπου και παράλληλα είναι ένα σύστημα σημείων κοινού λόγου που μετέρχεται μια κοινότητα ανθρώπων, αλλά αποτελεί έναν πεπερασμένο τόπο για να κομιστεί η απόλυτη αλήθεια, εφόσον είναι ένας ζωντανός πνευματικός οργανισμός που διαρκώς εξελίσσεται και μεταβάλλεται. Για αυτό και έχει μείνει στην ιστορία της φιλοσοφίας η φράση του: το νόημα βρίσκεται έξω από τον κόσμο. Στην έννοια του κόσμου εμπεριέχεται και η γλώσσα, γιατί αποτελεί μέρος του. Ο κόσμος που βρίσκεται γύρω μας, απέναντί μας γίνεται κατανοητός μέσω των προτασιακών ή λεκτικών ορισμών που χρησιμοποιούμε με τη γλώσσα μας, και επομένως καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό και ο συνολικός τρόπος που τον προσλαμβάνουμε.
Είναι σχεδόν σίγουρο, ότι σε κάθε εποχή έχουμε "ψεύτικους" μύθους (οι αληθινοί μύθοι έχουν τη γοητεία τους και την δική τους κρυμμένη αλήθεια που αγνοούν οι αμύητοι) εμείς οι άνθρωποι, ζούμε δηλαδή πιστεύοντας σε πλάνες για τον κόσμο, για τον τρόπο που έχουμε οργανώσει την κοινωνία μας, σε πλάνες για μας τους ίδιους. Και οι πλάνες λαμβάνουν χώρα στη ζωή μας λόγω της κατασκευής ψεύτικων κοσμοθεωριών που προέρχονται από γλωσσικά σφάλματα που προξενούν την συγκρότηση ιδεολογιών και ανυπόστατων δογμάτων. Και αυτό έχει αποδειχτεί τόσο μέσα από την ιστορία της επιστήμης (με τις συνεχείς αναθεωρήσεις της με την αλλαγή επιστημονικού παραδείγματος κάθε φορά), αλλά και μέσα από την προσωπική καθημερινότητα του καθενός μας.
Επιλογική επισήμανση
Από τα αρχαία χρόνια μέχρι και τον 20ο αιώνα (λιγότερο σήμερα) πολλοί φιλόσοφοι, κοινωνιολόγοι, θεωρητικοί της επιστήμης, ψυχολόγοι, ιστορικοί και οικονομολόγοι προσπαθούσαν να κατασκευάζουν καθολικά συστήματα που να αληθεύουν στην πράξη για να συλλάβουν έναν αντίστοιχο χώρο του επιστητού (ορθολογισμός, εμπειρισμός, μαρξισμός, φιλελευθερισμός, κ.λ.π.) Η εποχή αυτή της φιλοσοφίας παρήλθε. Η φιλοσοφία, ως φιλοσοφία της γλώσσας συγκεκριμένα, έρχεται να παίξει έναν άλλο ρόλο επικουρικό και λυτρωτικό για τις επιστήμες και τη λειτουργία τους. Να ελέγξει τις επιστήμες στον τρόπο που διατυπώνουν τα ζητήματα, τα ερωτήματα και τους όρους για να παράγουν ασφαλή γνώση. Αφετέρου σε ένα άλλο επίπεδο, να λειτουργήσει η φιλοσοφία ως την αφορμή να ανάψει η νοητική φωτιά που κομίζουμε όλοι μέσα μας
Άρα είναι πολύ εύκολο κανείς να υποπέσει σε γλωσσικά σφάλματα που προέρχονται από τον τρόπο που χρησιμοποιεί τη γλώσσα. Αυτά τα γλωσσικά σφάλματα δεν έχουν νόημα και μια γλωσσική έκφραση δεν έχει νόημα όταν υπάρχουν όροι που την αποτελούν και δεν αντιστοιχούν σε ένα σύστημα αναφοράς (δεν αναφέρονται σε αληθή πλάσματα της αντικειμενικής ή ιδεατής πραγματικότητας) και στην ουσία παράγουν προτάσεις που δεν αληθεύουν, είναι κενές νοήματος.