«Εισάκουσέ με, βασιλέα του νοερού πυρός, Τιτάνα με τα χρυσά ηνία, εισάκουσέ με, ταμία του φωτός, ω άνακτα, που έχεις το κλειδί της ζωογόνου πηγής και εξοχετεύεις από ψηλά πλούσιο ρεύμα αρμονίας στους υλαιούς Κόσμους. Εισάκουσέ με. Γιατί εσύ που βρίσκεσαι πάνω από την μεσαία έδρα του αιθέρα και κατέχεις τον καρδιαίο πολυφεγγή κύκλο του Κόσμου, γέμισες τα πάντα με την δική σου εγερσίνοη πρόνοια. Ζωσμένοι οι πλανήτες με τους δικούς σου αειθαλείς πυρσούς, αεί στέλνουν με τις αδιάκοπες και ακάματες χορείες τους ζωογόνες σταγόνες στα επιχθόνια. Κάτω από τις επαναλαμβανόμενες πορείες του άρματός σου αναβλάστησε σύμφωνα με τον θεσμό όλη η γενιά των Ωρών. Ο ορυμαγδός των στοιχείων που χτυπούν το ένα το άλλο σταμάτησε μόλις εσύ εμφανίστηκες από τον άρρητο γονιό σου. Μπροστά σου υποχώρησε ο ακλόνητος χορός των Μοιρών. Και μεταστρέφουν το νήμα της αναγκαίας μοίρας όταν θελήσεις. Γιατί ολόγυρα κρατείς, ολόγυρα ανάσσεις με ισχύ. Από την δική σου σειρά ξεπήδησε ο βασιλέας του θεοπειθούς τραγουδιού, ο Φοίβος. Μέλποντας τα θέσκελα με την συνοδεία της κιθάρας κατευνάζει το μεγάλο κύμα της βαρύβουης γενιάς. Από τον δικό σου αλεξίκακο θίασο βλάστησε ο γλυκόδωρος παιάνας, και επίταξε την δική του υγεία, γεμίζοντας τον ευρύ Κόσμο με ιαματική αρμονία. Εσένα υμνούν ως ξακουστό πατέρα του Διονύσου. Άλλοι σε επευφήμησαν στις οδές ως εύιον Άττη στα απώτατα βάθη της ύλης, άλλοι ως αβρό Άδωνη. Φοβούνται την απειλή του γρήγορα κινούμενου μαστίγιου σου οι αγριόθυμοι Δαίμονες, που βλάπτουν τους ανθρώπους και μηχανεύονται κακά για τις δίστιχες ψυχές μας, προκειμένου για πάντα μέσα στον πάτο του βαρύβουου βίου να υποφέρουν πεσμένες στα ζυγόδεσμα του σώματος και να ξεχάσουν την πολυφεγγή αυλή του υψηλού πατέρα. Αλλά, θεών άριστε, στεφανωμένε με πυρ, όλβιε Δαίμονα, εικόνα του πανγγενέτη θεού, αναγώγιε των ψυχών, άκουσέ με και καθάρισέ με για πάντα από κάθε αμαρτία. Δέξου την πολυδάκρυτη ικεσία μου και σώσε με από τις λυγρές κηλίδες, φύλαγέ με μακριά από τις Ποινές, καταπραΰνοντας το γρήγορα κινούμενο όμμα της Δίκης που δέρκει τα πάντα. Με την δική σου αλεξίκακη αρωγή να χαρίζεις για πάντα στην ψυχή μου αγνό φως, που χαρίζει πολύ όλβο, σκορπίζοντας την γεννημένη από δηλητήριο αχλή που είναι όλεθρος για τους βροτούς. Χάρισέ ακόμη την ακεραιότητα και την αγλαόδωρη υγεία στο σώμα μου, και οδήγησέ με σε ευκλεή μονοπάτια, ώστε μέσα στους θεσμούς των προγόνων να φροντίζω για τα δώρα των ερασιπλόκαμων Μουσών. Και δώσε μου άνακτα, εάν το θέλεις, ακλόνητο όλβο από την εράσμια Ευσέβεια. Όλα δύνασαι να τα τελέσεις εύκολα. Γιατί έχεις κρατερή και απείριτη άλκη. Και αν έρχεται προς εμάς κάποιο κακό προερχόμενο από την άτρακτο της Μοίρας, που πορεύεται ελικοειδώς, κάτω από τα αστεροδίνητα νήματα, διώχνετο εσύ με την μεγάλη σου ριπή.»