ΕΤΙΚΕΤΕΣ

Η ΥΠΕΡΟΧΗ ΤΗΣ ΠΛΑΤΩΝΙΚΗΣ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗΣ



Του Μιχαλόπουλου Αθανάσιου


Η πλατωνική διαλεκτική και η αριστοτελική απόδειξη αποτελούν μέχρι σήμερα τις δύο επικρατέστερες μεθόδους προκειμένου να προσδιορίσουμε την πραγματικότητα ή να εξαγάγουμε την αλήθεια για τα όντα. Προτού όμως προβούμε σε μια ενδελεχή ανάλυση των δύο εννοιών, είναι ανάγκη να αποσαφηνιστεί ο όρος "ον", γιατί δεν θα έχει νόημα καμιά διαπραγμάτευση των δύο μεθόδων αν δεν γνωρίζουμε τι σημαίνει ο εν λόγος όρος. Ον μπορεί να είναι είτε ένα φαινόμενο είτε ένα αντικείμενο είτε ένα νοούμενο. Ον μπορεί να είναι οτιδήποτε δύναται να υποπέσει στον έλεγχο της νόησης. Ον μπορεί να είναι ένα οποιοδήποτε φυτό, ζώο, ορυκτό, άνθρωπος ή πλανήτης, ον επίσης μπορεί να είναι μια πρόταση με "νόημα" αξιωματικού χαρακτήρα ή με κάποια αναφορά ως προς τι. Τι μπορούμε να νοήσουμε ως ον γνωσιολογικά, όμως; Το ον, κάθε ον, ώστε να καταστεί γνώριμο προσλαμβάνεται ως αντικείμενο του νου, ως εκείνο το οποίο αντίκειται απέναντί μας και προβάλλει  την ανάγκη κατανόησής του. 

Η αρχαία ελληνική φιλοσοφία εδραιώθηκε ως φιλοσοφία του αντικειμένου. Όρισε δηλαδή τα όντα ως αντικείμενα προκειμένου να φανερωθούν  και να καταστούν γνωστά στον νου. Αντικείμενα στην αρχαία φιλοσοφία θεωρούνται αυτά που ίστανται απέναντί μας, προκειμένου να εργαστούμε ως προς τη φύση τους και να νοήσουμε την ουσία τους. Ο Αριστοτέλης, μάλιστα, δόμησε και ανάπτυξε τις κατηγορίες μέσω των οποίων προσδιορίζουμε την ουσία των όντων (π.χ ποσότητα, ποιότητα, αναφορά, χώρος χρόνος κλπ). Οι κατηγορίες αυτές αποτελούν τις "δεύτερες ουσίες", τα συμβεβηκότα, κατά τον Αριστοτέλη. Τι σημαίνει αυτό; Ότι οι αριστοτελικές κατηγορίες αναδύθηκαν από την ίδια την ουσία ως κατηγορήματά της και όχι από τον υποκείμενο νου που στέκεται απέναντι από το αντι-κείμενο. 

Το πρόβλημα της φύσης του αντικειμένου, του όντος που βρίσκεται έξω από το υποκείμενο, απέναντι από το υποκείμενο, είχε τεθεί από τον Πλάτωνα, κατά τέτοιο τρόπο που δεν έγινε κατανοητό από τους μη πλατωνικούς φιλοσόφους. Η πλατωνική φιλοσοφία είναι η κατεξοχήν αρχαία φιλοσοφική θεώρηση που προσέλαβε μια δυναμική προσέγγιση της ιδέας του αντικείμενου όντος ως "αντικειμένου." Στην αριστοτελική θεώρηση γνωρίζουμε ότι κάθε αντικείμενο επέχει τη μορφή μιας παράστασης στον νου μας και με βάση αυτήν την παράσταση εργάζεται στη συνέχεια η αριστοτελική λογική μέσα από την διαλεκτική παράθεση μιας σειράς αποδείξεων προκειμένου να πετύχουμε την απουσία αντιφάσεων. Το "αντι-κείμενο", όμως, σύμφωνα με τον Πλάτωνα είναι κάτι πολύ πιο σύνθετο και είναι αυτό το οποίο ανέπτυξε και ο Φίχτε και οι Γερμανοί ιδεαλιστές. Το "αντι-κείμενο", λοιπόν, στην πλατωνική γνωσιοθεωρία δεν είναι μια απεικονισμένη έτοιμη αντικειμενικότητα στην παράσταση ή στην παραστασιακή ικανότητα, όπως νόμιζε ο Αριστοτέλης. Το πλατωνικό "αντικείμενο" επέχει θέσης "φαινομένου", όπως μας λέει και ο Καντ, δηλαδή το αντικείμενο διαμορφώνεται στη συνείδηση, στον νου μας, σε συνάρτηση με το υποκειμενικό παριστάν.

Το πλατωνικό "αντικείμενο" δομείται και προσλαμβάνεται μέσα μας στα πλαίσια του τρόπου με τον οποίο η νόηση δημιουργεί βαθμηδόν, στον χωρόχρονο, τον ενσυνείδητο εαυτό της ως εκείνο το ανθυφεστώς στο οποίο η ίδια επιτυγχάνει την αυτογνωσία της. Όταν ο Πλάτων διατείνεται ότι οι αισθήσεις μας μάς παραπλανούν ή ότι ο αισθητός κόσμος είναι μια απατηλή πραγματικότητα, σαφώς εννοούσε την ανάγκη να εργαστούμε προσλαμβάνοντας οτιδήποτε "αντίκειται" απέναντί μας ως κάτι προσωρινό, φαινομενικό, και όχι πραγματικό ως προς τη δυναμική του πορεία. Το ίδιο μας λέει και ο Φίχτε στην Επιστημολογία του: "το φαινόμενο φαίνεται στον εαυτό του και αποκτά συνείδηση του εαυτού του, ως φαινόμενο του εαυτού του". Δηλαδή κάθε προσλαμβάνον αντικείμενο είναι μια προσλαμβάνουσα εικόνα που αναπτύσσει η φαινομενικότητά του σε σχέση με τον υποκείμενο νου που το εγκολπώνει μέσα του. Και αυτή η εικόνα είναι μια στατική στιγμή της κοσμικής φανέρωσής του, και όχι η καθολική του αποκάλυψη.  Ο Καντ στην κριτική του καθαρού λόγου ισχυρίζεται ότι τα ίδια τα φαινόμενα δεν είναι τίποτα άλλο παρά κατ΄αίσθηση παραστάσεις οι οποίες δεν πρέπει να θεωρούνται "αντικείμενα". 

Την έννοια του "αυτόστροφου φαίνεσθαι" την ανάπτυξε πρώτα η πλατωνική φιλοσοφία και την αγνοεί ξεκάθαρα η αριστοτελική σκέψη. Πώς εννοούμε αυτήν την έννοια του "αυτόστροφου φαίνεσθαι"; Ο νους οδηγείται στον δρόμο της αλήθειας όταν βρίσκεται σε συνεχή αλληλεπίδραση με οτιδήποτε αντίκειται απέναντί του και δεν λαμβάνει ως προκείμενη προς απόδειξη καμιά υποθετική πρόταση που απορρέει από οποιαδήποτε στατική του σύμβαση είτε αφορά το αντικείμενο είτε το υποκείμενο.  Η αριστοτελική φιλοσοφία συλλαμβάνει ως αληθινή μόνο την υποκείμενη βάση (το εν λόγω αντικείμενο) που είναι ελεύθερη αντιφάσεων σε μια διαπλοκή της οντολογίας της υπόστασης και της τυπικής λογικής. 

Με λίγα λόγια η αριστοτελική φιλοσοφία μας διδάσκει ότι το πράγμα ως η προϋπόθεση της αλήθειας είναι μια σύζευξη ιδιοτήτων, που υπάρχουν ή αποδίδονται σε έναν υποκείμενο φορέα (υπό διαμόρφωση οντότητα), δηλαδή στο εν λόγω  πράγμα. Έτσι, το "πράγμα" είναι μια σύνταξη ιδιοτήτων που βαστάζεται από ένα υποκείμενο ον, ενώ η μεταβολή των δεδομένων της εμπειρίας οφείλεται αποκλειστικά στην κίνηση αυτών των ιδιοτήτων, συμβεβηκότων. Έτσι στον Αριστοτέλη υπολαμβάνεται ως κριτήριο αληθείας η απουσία της αντίφασης ανάμεσα στα κατηγορήματα που αποδίδονται σε ένα πράγμα, εφόσον το πράγμα ως υπο-κείμενο ον το οποίο φέρει τις εν λόγω ιδιότητες αποτελεί την αρνητική ενότητα των ίδιων των κατηγορημάτων του. Είναι λογικά αυτονόητο, λοιπόν, ότι το ίδιο το πράγμα δεν εμπερικλείει αντιφάσεις, ή, αν αυτές υπάρχουν, θα αφορούν μόνο στις τυχαίες ιδιότητές τους. Η απουσία αντιφάσεων ως κριτήριο για την αλήθεια οδήγησε τον Αριστοτέλη στην άρνηση της αυτόνομης ύπαρξης των πλατωνικών ιδεών, στην άρνηση της πλατωνικής έννοιας της αυτενέργητης διαίρεσης του όντος, της Ιδέας δηλαδή. Αληθές κατά την αριστοτελική σκέψη θεωρείται μόνο οτιδήποτε απωθεί έξω από τον εαυτό του την πολλαπλότητα των τυχαίων ιδιοτήτων. Η αντίφαση αποφεύγεται καθαρά εξωτερικά και όχι ουσιαστικά, εφόσον η κίνηση μετατοπίζεται στην μη ουσιώδη πλευρά των κατηγορημάτων ή ιδιοτήτων. Αυτό δηλαδή που αντιφάσκει δεν είναι το ίδιο το πράγμα αλλά το κατηγόρημα ή η ιδιότητα ενός πράγματος, κάτι που χαρακτηρίζει τη δομή της τυπικής λογικής.

Στην πλατωνική φιλοσοφία συλλαμβάνουμε μια άλλη έννοια της αλήθειας. Το πλατωνικό "αντι-κείμενο" βρίσκεται ως αισθητό  αντικαθρέπτισμα απέναντι στο αληθές "κείμενο" που είναι η ΙΔΕΑ. Το εν λόγω  "αντι-κείμενο" προσδιορίζεται ως το αντίστοιχο αισθητό "όμοιο" της Ιδέας, ή αλλιώς, η Ιδέα εισέρχεται μέσα στον αισθητό κόσμο σε ενεικόνιση. Δηλαδή, ενώ η ίδια η Ιδέα είναι άυλη, αιώνια και άμορφη, καθώς ενεικονίζεται και αποτυπώνεται στο αισθητό (όχι οπωσδήποτε στο εμπειρικό) μπορεί να φανερώσει μόνο ένα μέρος της ουσίας της σε έναν χρόνο, ενώ ολόκληρη την καθολική της δομή στο άχρονο. Για αυτό και το πλατωνικό "αντι-κείμενο" κομίζει μόνο ένα μέρος της, όχι το καθολικό κάλλος της Ιδέας, γιατί είναι αδύνατον το αιώνιο να αποτυπωθεί στο φθαρτό ή το φαινομενικό εξ΄ολοκλήρου, όπως και ανάλογα, το άπειρο είναι αδύνατο να αντικειμενιστεί μέσα στο πεπερασμένο. Έτσι το πλατωνικό αισθητό ον, ως φαινόμενο στους θεωρησιακούς ιδεαλιστές, αποτελεί μέλος μιας σύνταξης ανάμεσα στα διιστάμενα μέρη του αισθητού με την αποσπασματική του φανέρωση κατά τμήματα στον χωρόχρονο και στο νοητό πρότυπό του, την  Ιδέα, που είναι η αιτία της εγκόσμιας κατά τμήματα φανέρωσής του. Ταυτόχρονα στην πλατωνική φιλοσοφία, αυτή η συντακτική σχέση μεταξύ της πρότυπης Ιδέας και αισθητού όντος ως εκδήλωσής της καθίσταται διαλεκτική και απίστευτα δυναμική στην ιστορία του πνεύματος. Έτσι η αλήθεια στην πλατωνική φιλοσοφία προκύπτει από αυτήν την διαλεκτική σχέση (όμοιο-ανόμοιο) όχι μόνο από τον καθορισμό του αισθητού όντος από τον νοητό (Ιδέα), αλλά και από την προσαρμογή της πρότυπης νοητής Ιδέας απέναντι στο αισθητό ομοίωμά της. 

Ο κόσμος στην πλατωνική μεταφυσική στοιχειοθετείται και από την εσωτερική σχέση εικονίζοντος και εικονιζομένου. Ο αισθητός κόσμος δεν αποτελεί μια εξωτερική εκδήλωση της Ιδέας αλλά ένας υπό διαρκή ανάπτυξη και ομοίωση προς τον νοητό διάκοσμο φυσικός υλικός υποδοχέας έλλογων μορφών της Ιδέας. Αυτή η σχέση εικονίζοντος και εικονιζομένου είναι η ίδια με τη σχέση μεταξύ εικόνας και Είναι. Όπως ισχυρίζεται και ο Φίχτε, στην εικόνα, ή στον αισθητό κόσμο, συλλαμβάνεται η πραγματικότητα. Μόνο μέσα στην εικόνα, στο φαινόμενο του αισθητού είναι δυνατόν να συλληφθεί η Ιδέα ως "εικόνα" της εικόνας. Πώς συλλαμβάνεται όμως η Ιδέα στον Πλάτωνα; Σίγουρα δε συλλαμβάνεται στατικά, μέσω των αριστοτελικών  αποδεικτικών κρίσεων που συλλαμβάνουν μόνο τις προκείμενες συνιστώσες ή παραμέτρους που υπόκεινται σε μεταβλητές συγκυρίες και υποθετικές συμβάσεις. Ξεκάθαρα συλλαμβάνεται μέσω των υπερκείμενων υποδειγμάτων στη συντακτική τους παραλληλία με τα υπο-κείμενα προς ομοίωση όντα σε μια συντακτική λογική σχέση στο καθεστώς μιας διανοητικής διαίσθησης, ή  καθαρής "εποπτικής" νόησης, εφόσον η ΙΔΕΑ (από τον αόριστο του ρήματος οράω-ώ, < είδον < Ιδέα), μπορεί να συλληφθεί ως έλλογη νοητική εικόνα, ως άχρονη σύλληψη του Ενός Όντος με μιας από τη νόηση. Και αυτό επιτυγχάνεται στο βαθμό που εμπλέκονται στην ανάπτυξη αυτή ο ερωτικός οίστρος και η εσωτερική έκλαμψη του εσωτερικού κάλλους που διαπνέει κάθε νοητική ενέργεια. 

Στον Αριστοτέλη η αισθητή φύση καθίσταται σκοπός της φυσικής, εφόσον παραμένει σε μεγάλο βαθμό ο άγνωστος προς διερεύνηση κόσμος, για αυτό και εισάγεται το πείραμα από τον Σταγειρίτη φιλόσοφο. Αντίθετα, στον Πλάτωνα η φύση αποτελεί εικόνα συντεταγμένη σε σχέση πάντοτε με τον νοητό κόσμο. Η φύση έτσι θεμελιώνεται στην εν ενεργεία σύνταξή της, όχι χωρίς κάποιο εντεταλμένο σκοπό, αλλά με απώτατο σκοπό να ομοιάσει με το νοητό πρότυπό της, εκδηλώνοντας την ανελικτική της πορεία με βάση την κατά Λόγο τελείωσή της. Αυτή η φανέρωση του αισθητού αποτελεί μια αντικειμενική τάξη του όντος σε συστοιχία με το ιδεατό της συντακτικό της παράδειγμα-πρότυπο. Ομολογουμένως, ο Αριστοτέλης αγνοεί αυτήν την παραδειγματική τάξη εκδήλωσης του κόσμου όταν λέει στο Περί ουρανού: "το δε λέγειν παραδείγματα είναι και μετέχειν αυτών τάλλα κενολογείν εστί και μεταφοράς λέγειν ποιητικάς".

Η πλατωνική φιλοσοφία, επομένως, κομίζει την πλατωνική διαλεκτική γνώση που επιτυγχάνεται μέσα από την συντακτική παράδειξη σε αντιδιαστολή με την αριστοτελική απόδειξη η οποία είναι μια κατάδειξη των προϋποτεθέντων  σε μια αληθή κρίση. Η πλατωνική συντακτική διαλεκτική αναδεικνύει την a priori καταγωγή όλων των εν δυνάμει λογικών μορφών και μεταμορφώσεων που εμφανίζονται ή εν γένει  "απαιτούνται" στον αισθητό κόσμο  ώστε το αισθητό ή εγκόσμιο ον να  ομοιάσει με το πρότυπό του, την αρχετυπική και προγονική του νοητή πανοπλία για να πληρωθεί και να τελειωθεί στο διάβα του μέσα στο γίγνεσθαι με σκοπό την επιστροφή στο επαναπροσδιορισμένο Είναι του, δηλαδή την καθολική Ιδέα από την οποία ξεπήδησε και ξεκίνησε το ταξίδι προς τη διάνοιξη του κάλλους της στα σπλάχνα του Αγαθού. 


Στήριξη κειμένου:

Σύστημα Υπερβατολογικού Ιδεαλισμού, Σέλινγκ

Εις τον Πλάτωνος Παρμενίδην, Πρόκλος